Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

«Εξόριστη» ισπανική ποίηση, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Πριν από ογδόντα και πλέον χρόνια, στις 17 Ιουλίου του 1936, ξεκινούσε από τη Μελίγια και τη Θέουτα, τις δύο ισπανικές πόλεις στα μεσογειακά παράλια του Μαρόκου, ο εμφύλιος πόλεμος που για μία τριετία θα κατάτρωγε τις σάρκες της Ισπανίας. Από τη μια, η φασιστική λαίλαπα υπό τον στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο και, από την άλλη, ο συνασπισμός των δημοκρατικών δυνάμεων συγκρούστηκαν δίχως οίκτο σε ολόκληρη σχεδόν την ισπανική επικράτεια. Στις 19 Μαΐου 1939 η μεγαλειώδης παρέλαση των εθνικιστών στο κέντρο της Μαδρίτης, στο Paseo de la Castellana, που εκείνη την εποχή είχε μετονομαστεί σε Avenida del Generalísimo (Λεωφόρος του Στρατηγού των Στρατηγών) σηματοδότησε την τελική τους επικράτηση και την είσοδο της χώρας στην 36χρονη δικτατορική περίοδο. Το τέλος του πολέμου, ενός πολέμου που έμελλε να αναγορευτεί σε παγκόσμιο σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα και πηγή έμπνευσης για αμέτρητα έργα τέχνης, οδήγησε χιλιάδες Ισπανούς στην εξορία, αφού η μνησικακία του Φράνκο απέναντι στους ηττημένους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για εθνική συμφιλίωση και αγαστή συμβίωση νικητών και ηττημένων.
            Ανάμεσα στους αντιφρονούντες που επέλεξαν το δρόμο της εξορίας για κάποια ευρωπαϊκή (Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.) ή αμερικανική χώρα (Αργεντινή, Μεξικό, Κούβα, ΗΠΑ κ.ά.) βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, οι οποίοι φοβόντουσαν, όχι άδικα, ότι η επικράτηση των φασιστών θα στραγγάλιζε την ελευθερία της έκφρασης. Πράγματι, για τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια, άλλοτε με μεγαλύτερη αυστηρότητα και άλλοτε με σχετική ελαστικότητα, η λογοκρισία επενέβαινε και, εν πολλοίς, καθόριζε το τι θα έβλεπαν, θα άκουγαν ή θα διάβαζαν οι Ισπανοί. Αυτό δεν σημαίνει πως, για να περιοριστούμε στο χώρο της ποίησης η οποία μας ενδιαφέρει στην παρούσα περίσταση, δεν εκδόθηκαν μέχρι το 1975, ημερομηνία θανάτου του Φράνκο και πτώσης του καθεστώτος, πολλά και σημαντικά έργα: ο Ντάμασο Αλόνσο θα δημοσίευε το 1944 την περίφημη συλλογή του Hijos de la ira στην οποία συμπεριλαμβάνεται το “Insomnio” («Αϋπνία») και ο εμβληματικός στίχος “Madrid es una ciudad de más de un millón de cadáveres” («Η Μαδρίτη είναι μια πόλη με περισσότερα από ένα εκατομμύριο πτώματα»), ο Βιθέντε Αλεϊξάντρε θα συνέχιζε την αθόρυβη αλλά τόσο εμπνευσμένη δουλειά που θα του απέφερε, το 1977, το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, θα εμφανιζόταν η σημαντική γενιά της δεκαετίας του 1950 (Φρανθίσκο Μπρίνες, Άνχελ Γκονθάλεθ, Χοσέ Άνχελ Βαλέντε…), ο Αντόνιο Γκαμονέδα θα ξεκινούσε την «ακίνητη εξέγερσή» του (Sublevación inmóvil, 1960). Είναι όμως γεγονός ότι για πάνω από τρεις δεκαετίες υπήρξαν εν γένει στη λογοτεχνία και ειδικά στην ποίηση δύο παράλληλα γίγνεσθαι: από τη μια, η εντός των συνόρων παραγωγή και, από την άλλη, η παραγωγή των εξόριστων ισπανών ποιητών, οι οποίοι, όπως θα διαπιστώσουμε και παρακάτω, δεν αποτελούν ούτε ενιαία γενιά, ούτε ομοιόμορφη ομάδα: κάποιοι, όπως ο Λεόν Φελίπε ή ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, διάγοντας εκείνη την εποχή ήδη την έκτη δεκαετία της ζωής τους, έφυγαν από την Ισπανία όντας καταξιωμένοι ποιητές, κάποιοι άλλοι, όπως ο Χόρχε Γκιγέν ή ο Λουίς Θερνούδα, ενώ βρίσκονταν στο άνθος της ποιητικής τους δημιουργικότητας και κάποιοι τρίτοι, όπως ο ποιητής που έχουμε σήμερα κοντά μας, όντας ακόμα μικρά παιδιά. Ορισμένοι, όπως ο Μανουέλ Αλτολαγκίρε γύρισαν και πέθαναν στην πατρίδα πριν την πτώση του καθεστώτος, άλλοι, όπως ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, επέστρεψαν, σε μεγάλη πλέον ηλικία, μετά την πτώση του καθεστώτος, ενώ κάποιους λιγότερο τυχερούς, όπως ο Πέδρο Σαλίνας, ο θάνατος τους βρήκε στην εξορία.
            Στη συνέχεια, θα δούμε συνοπτικά τους σημαντικότερους ισπανούς ποιητές που έζησαν την περιπέτεια της εξορίας, επιχειρώντας να επικεντρωθούμε λίγο περισσότερο στο Μεξικό, χώρα στην οποία πρωτοδημοσίευσε τα ποιήματά του ο Τομάς Σεγκόβια: όταν, το 1938, ο Λεόν Φελίπε έπαιρνε το δρόμο, που έμελλε να είναι δίχως γυρισμό, για το Μεξικό, ήταν 54 χρονών. Είχε ήδη ζήσει και εργαστεί στην Ισημερινή Γουϊνέα, στις ΗΠΑ και στο Μεξικό, όπου είχε πρωτοπάει το 1922, και είχε επιστρέψει στην Ισπανία λίγο πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου… για να φύγει οριστικά λίγο πριν τη λήξη του. Ιστορικοί έμειναν οι οργισμένοι στίχοι που απηύθυνε στους «νικητές»: “¿Y cómo vas a recoger el trigo/ y alimentar el fuego/ si yo me llevo la canción?” («Πώς θα θερίσεις τα σπαρτά / και θα κρατήσεις ζωντανή τη φωτιά / τώρα που παίρνω μακριά το τραγούδι;»). Η υπερβολή είναι προφανής αφού, όπως είδαμε, ήταν αρκετοί και σημαντικοί οι «τραγουδιστές» που παρέμειναν στην Ισπανία, αλλά εύλογη είναι και η οργή του Φελίπε Καμίνο Γκαλίθια δε λα Ρόσα (όπως είναι το πλήρες όνομα του Λεόν Φελίπε) που άφησε τελικά την τελευταία του πνοή στο Μεξικό το 1968. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν σήμερα ότι το έργο του δεν έχει τύχει ακόμα της αναγνώρισης που του αξίζει.
            Στο Μεξικό βρήκε επίσης καταφύγιο, από το τέλος του εμφυλίου μέχρι το 1955, χρονιά που απεβίωσε, ο Χοσέ Μορένο Βίγια. Τρία χρόνια μικρότερος από τον Λεόν Φελίπε –γεννημένος στη Μάλαγα το 1887– είχε εμφανιστεί στην λογοτεχνική σκηνή της Ισπανίας τη δεκαετία του 1920, ενώ υπήρξε επίσης αρκετά σημαντικός ζωγράφος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο του μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Νίκο Καζαντζάκη και παρουσιάστηκε στο περιοδικό Κύκλος στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Στο ίδιο έντυπο, ο Καζαντζάκης δημοσίευσε μεταφράσεις ποιημάτων και άλλων ισπανών ποιητών που πήραν τον δρόμο της εξορίας (Αλμπέρτι, Σαλίνας, Αλτολαγκίρε κ.ά.).
            Ο πιο σημαντικός όμως από τους ποιητές που εγκατέλειψαν την φρανκική Ισπανία ήταν αναμφίβολα ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, ο δημιουργός που επηρέασε όσο κανείς άλλος την πορεία της ισπανικής ποίησης μέχρι τις μέρες μας. Ο Χουάν Ραμόν εγκατέλειψε τη Μαδρίτη το 1936 και εγκαταστάθηκε στο Πουέρτο Ρίκο όπου και πέθανε το 1958. Σύμφωνα με την πλειοψηφία των κριτικών λογοτεχνίας, η παραμονή του στην αμερικανική αυτή χώρα σηματοδοτεί μια καινούρια περίοδο στην ποιητική του δημιουργία, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την απλότητα της φόρμας και την πολυπλοκότητα των ιδεών. Ο Χιμένεθ δεν κατάφερε να γυρίσει στην Ισπανία (κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν τον ένοιαζε και πολύ αφού έτσι και αλλιώς η μόνη χώρα που κατοικούσε ο ποιητής από την Ανδαλουσία ήταν η ίδια του η ύπαρξη), κατάφερε όμως να κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση όταν, το 1956, του απονεμήθηκε το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
            Η θεώρηση ότι αρκετές φορές η Σουηδική Ακαδημία με το Νομπέλ Λογοτεχνίας τιμά όχι μόνο τον συγγραφέα που παραλαμβάνει το βραβείο αλλά και όλους ή τουλάχιστον αρκετούς από τους συμπατριώτες του ποιητές που ανήκουν στην ίδια με εκείνον γενιά, νομίζω ότι δικαιώνεται στην περίπτωση των δύο «ποιητικών» ισπανικών βραβείων Νομπέλ του 20ού αιώνα: στο πρόσωπο του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ τιμήθηκε η «εξόριστη» ισπανική ποίηση όπως, εικοσιένα χρόνια αργότερα, στο πρόσωπο του Βιθέντε Αλεϊξάντρε τιμήθηκε αφενός μια γενιά, η περίφημη γενιά του ’27, αφετέρου όλοι εκείνοι οι ποιητές που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της τέχνης τους στην Ισπανία, στη διάρκεια της δικτατορίας.
            Υπ’ αυτή την έννοια, οι ποιητές που θα αναφέρουμε στη συνέχεια «αξιώθηκαν» δύο βραβεία Νομπέλ, αν και δεν χρειάστηκε να ταξιδέψουν ποτέ τους στη Στοκχόλμη για να τα παραλάβουν: είναι όλοι μέλη της γενιάς του ’27, της πιο γόνιμης γενιάς Ισπανών ποιητών του περασμένου αιώνα, που, εξαιτίας του πολέμου, αναγκάστηκαν να περάσουν τα σύνορα της χώρας τους για άλλες πολιτείες, μακρινές ή κοντινότερες: ο Χόρχε Γκιγέν και ο Πέδρο Σαλίνας κατέφυγαν στις ΗΠΑ, ο Λουίς Θερνούδα αρχικά στις ΗΠΑ και μετά στο Μεξικό, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι στην Αργεντινή και μετά στην Ιταλία, ο Εμίλιο Πράδος στο Μεξικό, ο Μανουέλ Αλτολαγκίρε στην Κούβα και ύστερα στο Μεξικό. Όλοι τους θα προσυπέγραφαν, αλλάζοντας το όνομα της χώρας υποδοχής, μια αποστροφή του Πέδρο Σαλίνας: «Μακριά από τη χώρα μου, την οποία όλο και περισσότερο αγαπώ και ονειρεύομαι, ζώντας στα φιλόξενα εδάφη των Ηνωμένων Πολιτειών, αγκαλιάζω τη γλώσσα μου σαν ένα ασύγκριτο αγαθό».
            Εκτός από τους προαναφερθέντες, είναι πολλοί ακόμα, δεκάδες, οι ποιητές και οι ποιήτριες που κατέφυγαν στη φιλόξενη αγκαλιά αμερικανικών και ευρωπαϊκών χωρών ώστε να συνεχίσουν να ζουν και να γράφουν ελεύθερα. Οι περισσότεροι από αυτούς προτίμησαν το Μεξικό, όχι τυχαία· τους προσέφερε εργασία και στέγη μα, πάνω απ’ όλα, το κατάλληλο λογοτεχνικό, και γενικότερα πολιτιστικό, περιβάλλον ώστε να εξακολουθήσουν να γράφουν και να δημιουργούν παρά το βίαιο ξερίζωμά τους από τα πάτρια εδάφη. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Ερνεστίνα δε Τσαμποουρθίν, τον Πέδρο Γκάρφιας, τον Χουάν Χοσέ Ντομεντσίνα, τον Χουάν Ρεχάνο, τον Χουάν Χιλ Αλμπέρτ, που έζησε και στην Αργεντινή, και τόσους άλλους.
            Γίνεται σαφές από αυτή τη «γεωγραφία της εξορίας» ότι οι λατινοαμερικάνικες χώρες, του Μεξικού προεξάρχοντος, προσέφεραν γενναιόδωρη φιλοξενία στους τότε διωκόμενους, γεγονός που η σημερινή, ευημερούσα (;) Ευρώπη, της Ισπανίας συμπεριλαμβανομένης, δεν δείχνει να θυμάται και να ανταποδίδει με την ίδια γενναιοδωρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου