Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)
Τὸ πηγάδι
(El pou)
ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΣ διαλαλεῖ μπροστὰ στὸ πηγάδι. «Ὅποιος πέσει μέσα», λέει, «θὰ εἶναι εὐτυχισμένος». Ὅλοι ὅσοι κοντοστεκόμαστε νὰ τὸν ἀκούσουμε, τιθασεύουμε τὴν περιέργειά μας μὲ μιὰ ἔκφραση δυσπιστίας. Ἀλλὰ τὸν παρακολουθοῦμε προσεκτικά. Ἀπὸ τὴ μιά, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ξέρει νὰ τραβᾶ τὴν προσοχὴ καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιατὶ δὲν ἔχουμε τίποτα καλύτερο νὰ κάνουμε. Ἀντίθετα ἀπὸ ἄλλα πηγάδια, αὐτὸ ἔγινε διάσημο ὅταν, μὲ τὴ βοήθεια τῶν πύρινων λόγων τῆς ντουντούκας του, ὁ τσαρλατάνος ἄρχισε νὰ τὸ διαφημίζει σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ παιχνίδι λούνα πάρκ. Δὲν χρεώνει εἴσοδο, ζητᾶ μόνο γιὰ ἀντίτιμο ὅ,τι ἔχει εὐχαρίστηση ὁ καθένας. Ἀφοῦ τὸ σκέφτηκα γιὰ βδομάδες, μιὰ μέρα ρίχνομαι στὸ κενό. Προηγουμένως τοῦ πληρώνω τὸ ἀντίτιμο ποὺ κρίνω δίκαιο γιὰ νὰ τὸν ἀκούσω νὰ μοῦ λέει «θὰ εἶσαι εὐτυχισμένος», ἔτσι ἁπλά, δίχως νὰ μπεῖ σὲ λεπτομέρειες. Ἀρχικά, ἡ διέγερση δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ νιώσω κάτι ἰδιαίτερο. Πέφτω, αὐτὸ ὄντως τὸ νιώθω· ἐπίσης ἀντιλαμβάνομαι ὅτι τὸ πηγάδι εἶναι πολὺ σκοτεινὸ καὶ πὼς ἡ τρύπα ἀπὸ τὴν ὁποία μπῆκα ἀπομακρύνεται γρήγορα. Δίχως νὰ βλέπω ἀπολύτως τίποτα, νιώθω ὅτι τὸ σκοτάδι ἐξαπλώνεται καὶ ὅτι, ἂν καὶ δὲν ἔχω κανένα στοιχεῖο ποὺ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώνει, δὲν εἶμαι μόνος. Φωνάζω. Φωνάζω ξανά. Καθὼς δὲν ἀπαντᾶ κανείς, συμπεραίνω ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι φωνάζουν καὶ ὁ λόγος ποὺ δὲν τοὺς ἀκούω εἶναι ἐπειδὴ ὁ καθένας φωνάζει μᾶλλον γιὰ τὸν ἑαυτό του. Πέφτω· πέφτω κι ἄλλο. Ποτὲ δὲν εἶχα φανταστεῖ ὅτι θὰ ἦταν ἕνα ἀπύθμενο πηγάδι. Ἀλλά, ὅταν ὁ τσαρλατάνος μὲ παρακίνησε νὰ πέσω, δὲν ἔδωσε διευκρινίσεις, εἶπε μόνο πώς, ἅμα τὸ ἔκανα, θὰ ἤμουν εὐτυχισμένος. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι, καθὼς ἐδῶ καὶ ὥρα —ἢ μῆνες ἢ χρόνια, δὲν ἔχει σημασία—, βυθίζομαι σ’ ἕνα σκοτάδι πιὸ πυκνὸ ἀπὸ πρίν, συνοδευόμενος ἀπὸ ἄλλα ὄντα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς καὶ μόνο διαισθάνομαι, ἴσως νὰ εἶμαι πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ πρίν. Ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ πῶ γιατί πλέον δὲν θυμᾶμαι τίποτα, κοίτα νὰ δεῖς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου