Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

El niño al que se le murió el amigo σε συλλογική μετάφραση

EL NIÑO AL QUE SE LE MURIÓ EL AMIGO
Ana María Matute (España, 1926-2014)

Una mañana se levantó y fue a buscar al amigo, al otro lado de la valla. Pero el amigo no estaba, y, cuando volvió, le dijo la madre: “el amigo se murió. Niño, no pienses más en él y busca otros para jugar”. El niño se sentó en el qui­cio de la puerta, con la cara entre las manos y los codos en las rodillas. “Él volverá”, pensó. Porque no podía ser que allí estuviesen las canicas, el camión y la pistola de hoja­lata, y el reloj aquel que ya no andaba, y el amigo no vi­niese a buscarlos. Vino la noche, con una estrella muy grande, y el niño no quería entrar a cenar. “Entra, niño, que llega el frío”, dijo la madre. Pero, en lugar de entrar, el niño se levantó del quicio y se fue en busca del amigo, con las canicas, el camión, la pistola de hojalata y el reloj que no andaba. Al llegar a la cerca, la voz del amigo no le llamó, ni le oyó en el árbol, ni en el pozo. Pasó buscándole toda la noche. Y fue una larga noche casi blanca, que le llenó de polvo el traje y los zapatos. Cuando llegó el sol, el niño, que tenía sueño y sed, estiró los brazos, y pensó: “qué tontos y pequeños son esos juguetes. Y ese reloj que no anda, no sirve para nada”. Lo tiró todo al pozo, y volvió a la casa, con mucha hambre. La madre le abrió la puerta, y le dijo: “cuánto ha crecido este niño, Dios mío, cuánto ha crecido”. Y le compró un traje de hombre, porque el que llevaba le venía muy corto.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ
Άνα Μαρία Ματούτε (Ισπανία, 1926-2014)

Ένα πρωί σηκώθηκε και πήγε να βρει το φίλο του, στην άλλη μεριά του φράχτη. Όμως ο φίλος του δεν ήταν πουθενά κι όταν επέστρεψε, η μητέρα του τού είπε: «Ο φίλος σου πέθανε.  Παιδί μου, μην τον σκέφτεσαι πια και βρες άλλους φίλους για να παίζεις».  Το παιδί κάθισε στο κατώφλι της πόρτας, με τα χέρια στο πρόσωπο και τους αγκώνες στα γόνατα. «Θα γυρίσει», σκέφτηκε. Γιατί δεν γινόταν να είναι εκεί οι βώλοι, το φορτηγάκι, το τενεκεδένιο πιστόλι, και το χαλασμένο ρολόι, κι ο φίλος του να μην ερχόταν να τα αναζητήσει. Ήρθε η νύχτα, με ένα πολύ μεγάλο αστέρι, και το παιδί δεν ήθελε να μπει να φάει.  «Μπες, παιδί μου, έρχεται κρύο», είπε η μητέρα. Όμως, αντί να μπει, το παιδί σηκώθηκε από το κατώφλι της πόρτας και πήγε να βρει το φίλο του, με τους βώλους, το φορτηγάκι, το τενεκεδένιο πιστόλι και το χαλασμένο ρολόι.  Όταν έφτασε στο φράχτη, η φωνή του φίλου του δεν τον φώναξε, και δεν τον άκουσε ούτε στο δέντρο ούτε στο πηγάδι. Πέρασε όλη τη νύχτα ψάχνοντάς τον.  Κι ήταν μια μεγάλη νύχτα σχεδόν λευκή, που του γέμισε με σκόνη τα ρούχα και τα παπούτσια. Όταν βγήκε ο ήλιος, το παιδί, που νύσταζε και διψούσε, τέντωσε τα χέρια του και σκέφτηκε: «Τι ανόητα και τι μικρά είναι αυτά τα παιχνίδια. Κι αυτό το ρολόι που δε δουλεύει, δε χρησιμεύει σε τίποτα». Τα πέταξε όλα στο πηγάδι και γύρισε σπίτι, πολύ πεινασμένο. Η μητέρα του άνοιξε την πόρτα και είπε: «Πόσο μεγάλωσε αυτό το παιδί, Θεέ μου, πόσο μεγάλωσε». Και του αγόρασε ανδρικά ρούχα, γιατί εκείνα που φορούσε τού ήταν πολύ κοντά.

Η συλλογική μετάφραση και επιμέλεια του διηγήματος της Άνα Μαρία Ματούτε έγινε υπό τη διδασκαλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου από φοιτητές του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ κατά το ακαδημαϊκό έτος 2016/17 στο πλαίσιο του μαθήματος "Μεταφρασεολογία και μετάφραση κειμένων ισπανόφωνης λογοτεχνίας στην ελληνική". 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου