Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Συνέντευξη του Αντρές Νέουμαν στον Γρηγόρη Μπέκο

Αντρές Νέουμαν: «Ο ξένος είναι πάντοτε ένας καλός παρατηρητής»

Ο συγγραφέας επισκέπτεται την Ελλάδα και μιλάει στο Βήμα για τον Ταξιδιώτη του αιών




«Μετά από άλλον έναν περίπατο πάνω στον παγετό, ο Χανς είχε την παράλογη εντύπωση ότι το σχεδιάγραμμα της πόλης άλλαζε όταν όλοι κοιμόνταν. Πώς ήταν δυνατόν να χάνεται τόσο εύκολα; Δεν μπορούσε να το εξηγήσει: η ταβέρνα στην οποία είχε γευματίσει την προηγουμένη, βρισκόταν στην απέναντι γωνία. Το σιδηρουργείο που έπρεπε να το βρει στρίβοντας στη γωνία δεξιά, τον ξάφνιασε με τους κρότους του που του 'ρχονταν απ' τ' αριστερά. Μια κατηφόρα που είχε πάρει, τώρα ανηφόριζε απότομα. Μια στοά που θυμόταν ότι την είχε περάσει κι ότι έβγαζε σε μια λεωφόρο, τώρα ήταν αδιέξοδο»…

Πολύ προχωρημένο δεν ακούγεται; Κι όμως. Βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου αιώνα, στη Γερμανία και πιο συγκεκριμένα στο Βανδερβούργο. Εντάξει, το «συγκεκριμένα» είναι κάτι σχετικό, δεδομένου ότι το Βανδερβούργο εκτός από πόλη φανταστική είναι και πόλη «κινητή», με απροσδιόριστες συντεταγμένες, κάπου μεταξύ Σαξονίας και Πρωσίας, μια πόλη που μετακινείται συνεχώς. Σε μια τέτοια ρευστή επικράτεια διαδραματίζεται το μυθιστόρημα ιδεών του Αντρές Νέουμαν υπό τον τίτλο Ο ταξιδιώτης του αιώνα (El viajero del siglo) το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Opera σε υποδειγματική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη (και λέμε υποδειγματική γιατί αν διαβάσετε λ.χ. την αγγλική δεν θα πείτε το ίδιο). Είναι το τρίτο του βιβλίο στα ελληνικά μετά τα Κατά μόνας (2012) και Βαρβαρισμοί (2014).

Ο Αντρές Νέουμαν (1977, Μπουένος Άιρες) συγκαταλέγεται στα νέα μεγάλα ονόματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας (διεθνώς) και τούτες τις ημέρες βρίσκεται στην Αθήνα στο πλαίσιο του 8ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία Εν Αθήναις), της ελληνο-ιβηροαμερικανικής γιορτής του Λόγου, ένας θεσμού (πλέον) που εξελίσσεται και κερδίζει όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Ο συγγραφέας, που σήμερα ζει και εργάζεται στην Ισπανία, κάνει καλά τα πάντα (γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα) και γι' αυτό μας είχε προειδοποιήσει εγκαίρως ο αλησμόνητος Χιλιανός Ρομπέρτο Μπολάνιο: «Η λογοτεχνία του 21ουου αιώνα θα ανήκει στον Νέουμαν και σε μερικούς ομόαιμους αδελφούς του»… Ο ίδιος, λίγο προτού παρουσιάσει τα βιβλία του στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, συνομίλησε (για μια ακόμη φορά) με Το Βήμα.

Κύριε Νέουμαν, έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο σας Ο ταξιδιώτης του αιώνα είναι ξεχωριστό επειδή κατά κάποιον τρόπο φλερτάρει με το να είναι (χωρίς ωστόσο να είναι) «παλιομοδίτικο». Εδώ, στην ουσία, πρωταγωνιστούν οι ιδέες. Και στη σύγχρονη (μας) πεζογραφία δεν είναι αυτή η κυρίαρχη τάση (μάλλον). Καταλαβαίνετε τι εννοώ: η πλοκή και οι χαρακτήρες μπαίνουν σε πρώτο πλάνο. Ίσως και στη λογική των πολύ επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών εσχάτως… Πολλές από αυτές είναι, ομολογουμένως, καλοφτιαγμένες… Με τη λογοτεχνία τι ισχύει; Αρκεί να είναι καλοφτιαγμένη;

«Ασφαλώς και οι συγγραφείς, δεδομένου ότι βασικώς είναι αφηγητές, πρέπει να λένε καλά μια ιστορία. Είναι όμως κάτι παραπάνω από προφανές ότι λ.χ. τόσο ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες όσο και ο Πάουλο Κοέλο, τόσο η Βιρτζίνια Γουλφ όσο και η Ιζαμπέλ Αγέντε, δεν μοιράζονται την ίδια ιδέα για το τι σημαίνει να πεις μια ιστορία. Στην πραγματικότητα, το να πεις μια ιστορία δεν πρέπει να είναι ο στόχος αλλά μονάχα το σημείο εκκίνησης ενός μυθιστορήματος. Έτσι το βλέπω εγώ: η απόλαυση της γλώσσας και η ένταση του ύφους, συνιστούν μέρος της πλοκής, μορφοποιούν και μεταβάλλουν την ιστορία ενός βιβλίου. Το να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα σαν να επρόκειτο για το σενάριο μιας τηλεοπτικής σειράς είναι κάτι περιττό. Γιατί έχουμε τηλεοπτικές σειρές και είναι εξαιρετικές! Ωστόσο, αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον σ' αυτές που παρακολουθούμε σήμερα είναι ότι, ουσιαστικά, οφείλουν πάρα πολλά στα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Αυτή η παράδοση είναι η βασική πηγή των δικών τους αφηγήσεων. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτό το ελκυστικό παράδοξο με οδήγησε να γράψω τον Ταξιδιώτη του αιώνα, ένα βιβλίο που μοιάζει με ένα πείραμα μεταξύ των κλασικότροπων αφηγήσεων και της οπτικοακουστικής μας ευαισθησίας: τοποθετώ την ιστορία μου στον 19ο αιώνα, αλλά όλα τα εργαλεία που χρησιμοποίησα είναι παρμένα από πρωτοπόρους λογοτέχνες του 20ου αιώνα αλλά και τα μέσα επικοινωνίας του 21ου αιώνα. Μπορεί δηλαδή οι χαρακτήρες να συζητούν για ποίηση ή πολιτική λ.χ. σε κάποιο λογοτεχνικό σαλόνι, αλλά οι διάλογοί τους θα μπορούσαν άνετα να ακούγονται σε μια ραδιοφωνική εκπομπή ή σ' ένα τηλεοπτικό πλατό».

Δηλαδή;

«Οι οπτικοακουστικές τέχνες μπορούν να μας δείξουν τα πάντα μέσω των εικόνων που δημιουργούν, εκτός από κάτι που είναι όμως πολύ κρίσιμο: την λειτουργία του μυαλού μας, την εξέλιξη των ιδεών μας. Μόνο η γραφή, η λογοτεχνία αν θέλετε, μπορεί να το κάνει αυτό με έναν φυσικό τρόπο, ας πούμε. Και εξαιτίας αυτού οι ιδέες, για εμένα τουλάχιστον, είναι όχι μόνο θεμιτό να ενσωματώνονται στη λογοτεχνία αλλά και απολύτως καλοδεχούμενες εν γένει. Προσωπικά λατρεύω τους χαρακτήρες και τους "χτίζω" με πολύ μεγάλη προσοχή. Αλλά δεν με ενδιαφέρει να ξέρω μονάχα τι κάνουν, αλλά και τι σκέφτονται, πώς νιώθουν, αλλά και πώς σκέφτονται γι' αυτά που νιώθουν. Θέλω οι αναγνώστες μου να εισχωρούν στο σώμα και το πνεύμα τους. Στον Ταξιδιώτη του αιώνα, αυτό διερευνώ λίγο-πολύ. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη σεξουαλική επιθυμία και τις ιδέες, για την αγάπη και την πολιτική, τη φιλοσοφία και τη σάρκα. Το βιβλίο αφηγείται την ερωτική ιστορία μεταξύ δύο μεταφραστών, όπου ο έρωτας είναι ένα είδος μετάφρασης, κάτι που μπορείτε να το δούμε και αντιστρόφως. Σε κάποιο σημείο η Ζοφί, η συμπρωταγωνίστρια στο πλευρό του Χανς, έχει γείρει στο κρεβάτι και σκέφτεται συγχρόνως τον Καντ και την (γυναικεία) περίοδο! "Για όχι;" διερωτάται εκείνη και αυτό θα ήταν, νομίζω, μια πολύ καλή περίληψη του βιβλίου!»

Στην Αθήνα κληθήκατε να συζητήσετε ζητήματα της λογοτεχνικής παράδοσης (για τον Θερβάντες και τον Δον Κιχώτη) αλλά και για τον αν η γλώσσα μπορεί ή όχι να σταθεί ικανή να δημιουργήσει το συναίσθημα ότι ανήκει κανείς σε μια πατρίδα. Παίζει εντέλει κάποιο ρόλο αυτό που λέμε «πατρίδα» στην καλλιτεχνική δημιουργία, στη λογοτεχνία;

«Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν είμαι και τόσο βέβαιος πως υπάρχει μία και μοναδική πατρίδα. Κάποιοι λένε ότι η πραγματική μας πατρίδα είναι η χώρα όπου γεννηθήκαμε. Αλλά κοιτάξτε τι γίνεται στον κόσμο μας, με την εκτεταμένη μετανάστευση, τις εξορίες, τους πρόσφυγες αλλά και την οικογενειακή κινητικότητα, όλα αυτά που ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας. Είμαστε πολλοί εμείς που νιώθουμε ότι ανήκουμε σε περισσότερες από μία χώρες, σε περισσότερες από μία πατρίδες. Ορισμένοι λένε επίσης ότι η πραγματική πατρίδα είναι η μητρική γλώσσα. Αλλά τι συνέβαινε και τι συμβαίνει με τον Ναμπόκοφ, τον Μπέκετ, τον Κόνραντ, τον Σιοράν, τον Κούντερα, όλους τους συγγραφείς και τους διανοητές που άλλαξαν τη γλώσσα με την οποία εκφράζονταν; Έχω την αίσθηση ότι η ταυτότητά τους δεν συνδέεται με την αίσθηση του ανήκειν αλλά με τη συνείδηση της ξενότητάς τους. Το ίδιο ισχύει και για τα αναρίθμητα παιδιά που έμαθαν να μιλάνε μια γλώσσα στο πλαίσιο μιας οικογένειας που μετανάστευσε, αλλά μεγάλωσαν μιλώντας μια άλλη, διαφορετική γλώσσα στην χώρα που τα υποδέχθηκε. Είναι μια σύγκρουση όλο αυτό και, συγχρόνως, μια πολύτιμη επίγνωση. Ο ξένος είναι πάντοτε ένας καλός παρατηρητής».

Αναρωτιέμαι για τις διαδικασίες τόσο της γραφής όσο και της ανάγνωσης, ως εμπειριών. Νομίζω ότι ένα τεράστιο ζήτημα στην «ταχύτατη» εποχή μας είναι η ικανότητα μας να συγκεντρωνόμαστε, να προσηλωνόμαστε κάπου (ακόμη και σε ένα βιβλίο). Άραγε ισχύει για τον αναγνώστη ό,τι και για τον συγγραφέα; Μοιράζονται λ.χ. αυτή τη δυσκολία; Πώς το βλέπετε εσείς;

«Θεωρώ αυτή την προσήλωση, αυτή την απορρόφηση, αυτή την υπέροχη συνθήκη που μοιάζει με υπνωτισμό, μια πολύ χρήσιμη εμπειρία. Ακριβώς επειδή επικρατεί ο περισπασμός, μια διάσπαση της προσοχής μας, οι διαδικασίες της ανάγνωσης και της γραφής καθίστανται όλο και πιο σημαντικές σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Και είναι αλήθεια ότι, στις ημέρες μας, τείνουμε ή αναγκαζόμαστε να στρέφουμε την προσοχή μας σε πάρα πολλά πράγματα την ίδια ώρα. Για εμένα όμως η καλή λογοτεχνία - αναφέρομαι τόσο σε αυτούς που την γράφουν όσο και σε αυτούς που την διαβάζουν - δεν σχετίζεται τόσο με κάποια δυσκολία αλλά με κάποια ένταση, με κάποια εμμονή ίσως. Θέλω να πω δηλαδή ότι, όποτε βιώνουμε την απόλαυση, δεν είναι και τόσο δύσκολο για εμάς να συγκεντρωθούμε. Όταν κάνουμε έρωτα, για παράδειγμα, εξακολουθούμε σε κάθε περίπτωση να είμαστε και απολύτως προσηλωμένοι σε αυτό που κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Έτσι δεν είναι; Ε, για εμένα η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ερωτεύομαι τις λέξεις. Πιστεύω ότι τα βιβλία είναι δυο φορές αληθινά. Ότι συμβαίνουν σε δύο κεφάλια την ίδια στιγμή».

Η τέχνη μπορεί να είναι μόνο μια αισθητική στάση ή μόνο μια πολιτική θέση και να έχει κάποια αξία; Τι λέτε;

«Το να υποστηρίζει κανείς ότι η τέχνη έχει να κάνει αποκλειστικά με την αισθητική είναι, στην ουσία, μια ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση (και εξόχως συντηρητική, κατά τη γνώμη μου). Από την άλλη μεριά, το να περιορίζει κανείς την τέχνη σε σκοπούς ακραιφνώς πολιτικούς συνιστά, επίσης, μια αισθητική στάση (αρκούντως φτωχή, κατά τη γνώμη μου). Νομίζω ότι, για τον κάθε καλλιτέχνη, ο προβληματισμός για τη φόρμα (του έργου του) και ο προβληματισμός του για την κοινωνία (και τα ζητήματά της) αποτελούν κομμάτια της ίδιας πρόκλησης. Στην περίπτωση του λογοτέχνη: να προσπαθήσει να κατανοήσει καλύτερα τον κόσμο μέσω της γλώσσας που θα χρησιμοποιήσει. Προσωπικά με ενδιαφέρει πάρα πολύ η πολιτική. Με ενδιαφέρουν όμως περισσότερο οι αντιφάσεις που αναδύονται μεταξύ των πολιτικών μας θέσεων και των όσων πράττουμε (ή γράφουμε) στην πραγματική ζωή. Αυτό είναι που λέμε "ιδεολογία", κάτι που είναι ενίοτε ένα συναρπαστικά αθέλητο πράγμα. Όπως ακριβώς η ποίηση».

Με ποιες σκέψεις ήλθατε στην Ελλάδα, τούτη την περίοδο, κύριε Νέουμαν;

«Η αλήθεια είναι ότι, πριν έλθω,  με απασχόλησε το δισυπόστατον του πράγματος: από τη μια η ιδεώδης αρχαία Ελλάδα και από την άλλη η σύγχρονη χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Μου φαίνεται ότι η ίδια η Ευρώπη, με τον τρόπο που έχει συμπεριφερθεί στην Ελλάδα, διαπράττει ένα είδος παράδοξης αυτοκτονίας εις βάρος της. Η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας, να σκοτώνεται αργά και βασανιστικά από τους υποτιθέμενους θεματοφύλακες των αξιών της δυτικής δημοκρατίας! Πιστεύω ότι οι χώρες του Νότου (όπως και η Γαλλία που επίσης περνάει μια δύσκολη φάση) πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους και να συνεργαστούν περισσότερο ώστε να αναμορφώσουν την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Καμία χώρα (ούτε και η Ελλάδα) δεν μπορεί να το κάνει μόνη της αυτό. Και ψυχανεμίζομαι ότι ο γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ, ο οποίος εδώ που τα λέμε είναι ο πατέρας της Ενωμένης Ευρώπης από μια πολιτική σκοπιά, θα ντρεπόταν πραγματικά βλέποντας πώς συμπεριφέρεται η Γερμανία σήμερα. Προσπάθησα να θίξω τέτοια ζητήματα και στον Ταξιδιώτη του αιώνα, πώς συντελέστηκε αυτή η πολιτική μεταμόρφωση της Ευρώπης, που βρίσκονται οι ρίζες αυτού του εφιάλτη. Αν πρέπει όμως να περιοριστώ στα σημερινά, θα σας έλεγα το δικό μας πολιτικό παιχνίδι το συμπυκνώνουν πολύ καλά αυτοί οι ανόητοι χούλιγκαν στο οι οποίοι με τα κοντάρια, απ' όπου κρέμονται οι εθνικές τους σημαίες, χτυπάνε τα κεφάλια των αντιπάλων τους στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 2016!»


* Την Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016, στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, ο συγγραφέας παρουσίασε τα βιβλία του με τους Αχιλλέα Κυριακίδη, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και Αριστοτέλη Σαΐνη.


Μπέκος Γρηγόρης, Το Βήμα, 22/06/2016  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου