Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

"Το τέλος του παιχνιδιού" του Julio Cortázar σε μετάφραση Ελένης Χαρατσή

Με τη Λετίσια και την Ολάντα πηγαίναμε να παίξουμε στις γραμμές του σταθμού Σεντράλ Αρχεντίνο τις ζεστές μέρες, αφού πρώτα περιμέναμε τη μαμά και τη θεία Ρουθ να πάρουν τον μεσημεριανό τους υπνάκο για να το σκάσουμε από τη λευκή καγκελόπορτα. Η μαμά και η θεία Ρουθ ένιωθαν πάντα κουρασμένες μετά το πλύσιμο των πιάτων, κυρίως όταν η Ολάντα κι εγώ τα σκουπίζαμε, γιατί τότε γίνονταν τσακωμοί, κουταλάκια έπεφταν στο πάτωμα, λέγονταν φράσεις που μόνο εμείς καταλαβαίναμε και, γενικά, υπήρχε μια ατμόσφαιρα όπου η μυρωδιά από λίπος, τα νιαουρίσματα του Χοσέ και η σκοτεινιά της κουζίνας δημιουργούσαν συνθήκες σύρραξης. Η Ολάντα ήταν ειδική στο να προκαλεί αυτού του είδους τις φασαρίες ρίχνοντας, για παράδειγμα, ένα ποτήρι πλυμένο στη λεκάνη με το βρώμικο νερό ή αναφέροντας δήθεν τυχαία ότι στο σπίτι των Λόσα υπήρχαν δύο υπηρέτριες που έκαναν όλες τις δουλειές. Εγώ χρησιμοποιούσα άλλα συστήματα, προτιμούσα να υπαινιχθώ στη θεία Ρουθ ότι θα πλήγιαζαν τα χέρια της αν συνέχιζε να πλένει κατσαρολικά αντί να ασχοληθεί με τα ποτήρια ή τα πιάτα, αυτά ακριβώς που άρεσαν στη μητέρα να πλένει, φέρνοντάς τες έτσι βουβά αντιμέτωπες σε μια αθέμιτη διεκδίκηση της πιο εύκολης δουλειάς. Όταν οι συμβουλές και οι μακροσκελείς  οικογενειακές  υπομνήσεις  άρχιζαν  να  μας  κουράζουν,  η  λυτρωτική μας διέξοδος ήταν να χύσουμε ζεστό νερό στα πλευρά του γάτου. Είναι μεγάλο ψέμα αυτό που λένε για τα ζεματισμένα γατιά, εκτός κι αν κανείς πιστέψει μέχρι κεραίας τη φήμη για το κρύο νερό, γιατί με το ζεστό ο Χοσέ ποτέ δεν το έβαζε στα πόδια, μέχρι που φαινόταν να προσφέρεται κιόλας, το κακόμοιρο ζωάκι, να τον περιλούσουμε με μισό φλιτζάνι νερό στους εκατό βαθμούς ή λίγο λιγότερο, ίσως αρκετά λιγότερο, αφού ποτέ δεν έμεινε χωρίς τρίχωμα. Το θέμα ήταν ότι γινόταν πανζουρλισμός, και μέσα στη σύγχυση που αποκορυφωνόταν μ’ ένα θαυμάσιο σι μπεμόλ της θείας Ρουθ και το τρεχαλητό της μαμάς για να βρει τη μαγκούρα των ξυλοδαρμών, η Ολάντα κι εγώ χανόμασταν από τον εσωτερικό διάδρομο προς τα άδεια δωμάτια στο βάθος, όπου η Λετίσια μας περίμενε διαβάζοντας Πονσόν ντι Τεράιγ, ανάγνωσμα ανεξήγητο.
                Συνήθως η μαμά μάς κυνηγούσε για αρκετή ώρα, αλλά γρήγορα της περνούσε η επιθυμία να μας σπάσει το κεφάλι, και στο τέλος, αφού εμείς είχαμε κλειδαμπαρωθεί και της ζητούσαμε συγγνώμη εν μέσω συγκινητικών θεατρινισμών, κουραζόταν και αποχωρούσε επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση:
                 «Στο δρόμο θα καταλήξουν αυτές οι κακορίζικες».
                Εκεί που καταλήγαμε ήταν στις γραμμές του Σεντράλ Αρχεντίνο, όταν στο σπίτι ησύχαζαν και βλέπαμε τον γάτο να ξαπλώνει κάτω από τη λεμονιά για να κάνει την αρωματισμένη σιέστα του μέσα στο βουητό των μελισσών. Ανοίγαμε αθόρυβα τη λευκή καγκελόπορτα και, καθώς την ξανακλείναμε, ήταν σαν ένας άνεμος ελευθερίας να μας έπαιρνε από το χέρι, απ’ όλο μας το κορμί και να μας έσπρωχνε μπροστά. Τότε τρέχαμε για να πάρουμε φόρα και να σκαρφαλώσουμε μ’ ένα σάλτο στο χαμηλό ανάχωμα των γραμμών, και από εκείνη την κορυφή του κόσμου, αγναντεύαμε σιωπηλές το βασίλειό μας.
                Το βασίλειό μας ήταν κάπως έτσι: μια μεγάλη στροφή των γραμμών σχημάτιζε το πέταλό της ακριβώς απέναντι από την αυλή του σπιτιού μας. Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εκτός από τα χαλίκια, τις δοκούς και τις παράλληλες γραμμές. Ένα αραιό, συφοριασμένο γρασίδι ανάμεσα στους κυβόλιθους όπου ο μαρμαρυγίας, ο χαλαζίας και ο άστριος, τα συνθετικά του γρανίτη, έλαμπαν σαν αληθινά διαμάντια κάτω από τον ήλιο στις δύο το απόγευμα. Καθώς σκύβαμε για να ακουμπήσουμε τις γραμμές (χωρίς να χάσουμε χρόνο γιατί ήταν επικίνδυνο να μείνουμε εκεί για πολλή ώρα όχι τόσο λόγω των τρένων όσο για να μη μας δει κανείς από το σπίτι), οι ζεστές πέτρες φλόγιζαν τα πρόσωπά μας, κι όταν στεκόμασταν κόντρα στο αεράκι που ερχόταν από το ποτάμι, η ζέστη γινόταν υγρή και κολλούσε στα μάγουλα και τα αυτιά μας. Μας άρεσε να λυγίζουμε τα γόνατα και να χαμηλώνουμε, να σηκωνόμαστε ξανά και ξανά, νιώθοντας εναλλάξ τη διαφορά της ζέστης, παρατηρώντας τα πρόσωπά μας για να δούμε τη διαπνοή, κι έτσι γινόμασταν αμέσως μούσκεμα. Και πάντα αμίλητες κοιτάζαμε πέρα στις γραμμές ή την άλλη πλευρά του ποταμού, εκείνο το κομματάκι που το ποτάμι είχε το χρώμα τού καφέ με γάλα.
                Μετά από την πρώτη επιθεώρηση του βασιλείου, κατεβαίναμε το ανάχωμα και χωνόμασταν στην αδύναμη σκιά των ιτιών πλάι στο φράχτη του σπιτιού μας, εκεί που υπήρχε η λευκή καγκελόπορτα. Αυτή ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου, η πρωτόγονη πολιτεία και το κέντρο του παιχνιδιού μας. Πρώτη ξεκινούσε το παιχνίδι η Λετίσια, η πιο ευτυχισμένη και προνομιούχα από τις τρεις μας. Η Λετίσια δεν είχε να σκουπίσει τα πιάτα ούτε να στρώσει τα κρεβάτια, μπορούσε να περνάει τη μέρα της διαβάζοντας ή κολλώντας χαλκομανίες, ενώ τα  βράδια την άφηναν να μένει μέχρι αργά αν το ήθελε, χώρια το δωμάτιο που είχε μόνη της, τους θρεπτικούς ζωμούς και μια σειρά άλλων προνομίων. Σιγά-σιγά άρχισε να εκμεταλλεύεται τα προνόμια αυτά, και από το προηγούμενο καλοκαίρι διηύθυνε το παιχνίδι, αν κι εγώ νομίζω ότι στην πραγματικότητα διηύθυνε το βασίλειο ή, τουλάχιστον, έλεγε πρώτη τι θα κάναμε, και η Ολάντα κι εγώ το δεχόμασταν αδιαμαρτύρητα, σχεδόν ευχαριστημένες. Ίσως οι μακροσκελείς διαλέξεις της μαμάς για το πώς έπρεπε να φερόμασταν στη Λετίσια, είχαν φέρει αποτέλεσμα ή απλά την αγαπούσαμε αρκετά ώστε να μην μας ενοχλεί που ήταν η αρχηγός. Δυστυχώς της έλειπε το αρχηγικό παράστημα, ήταν η πιο κοντή κι η πιο αδύνατη από τις τρεις μας. Η Ολάντα ήταν επίσης τσίρος, ενώ εγώ ποτέ δεν ζύγιζα πάνω από πενήντα κιλά, αλλά η Λετίσια ήταν η πιο αδύνατη απ’ όλες, και το χειρότερο, ήταν απ’ αυτές τις αδύνατες που τους φαίνεται ακόμα και στο λαιμό και στ’ αυτιά. Ίσως η ακαμψία στην πλάτη την έκανε να δείχνει  ακόμα  πιο  αδύνατη καθώς δεν μπορούσε σχεδόν να στρέψει το κεφάλι της, κι έδινε την εντύπωση όρθιας σανίδας για το σίδερο, απ’ αυτές που ήταν ντυμένες με λευκό ύφασμα, σαν την σιδερώστρα που είχαν στο σπίτι τους οι Λόσα. Μια σιδερώστρα με το φαρδύ της μέρος προς τα πάνω,  ακουμπισμένη στον τοίχο. Αυτή είχαμε για αρχηγό.
                Η πιο βαθιά μου ικανοποίηση ήταν να φαντάζομαι ότι η μαμά ή η θεία Ρουθ θα έπαιρναν είδηση κάποια μέρα το παιχνίδι μας. Αν αυτό συνέβαινε, θα στηνόταν τρικούβερτος καβγάς. Το σι μπεμόλ και οι λιποθυμίες, οι έντονες διαμαρτυρίες για την άδικη ανταμοιβή της αφοσίωσης και των θυσιών τους, η πληθώρα των επικλήσεων των πιο ξακουστών τιμωριών με επισφράγισμα την πρόγνωση της τύχης μας που συνοψίζονταν στο ότι και οι τρεις μας θα καταλήγαμε στο δρόμο. Το τελευταίο πάντα μας μπέρδευε γιατί το να καταλήξουμε στο δρόμο μάς φαινόταν αρκετά φυσιολογικό.
                Πρώτα η Λετίσια έκανε την κλήρωση. Χρησιμοποιούσαμε πετραδάκια που είχαμε κρύψει στη χούφτα μας, μετρούσαμε μέχρι το εικοσιένα ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα. Αν χρησιμοποιούσαμε το μέτρημα μέχρι το εικοσιένα, επινοούσαμε δυο τρία κορίτσια ακόμα και τα συμπεριλαμβάναμε κι αυτά για ν’ αποφύγουμε τις ζαβολιές. Αν το εικοσιένα τύχαινε σε κάποιο από τα κορίτσια,  το βγάζαμε από την ομάδα και ξαναρίχναμε κλήρο μέχρι να τύχει σε μία από μας. Τότε η Ολάντα κι εγώ σηκώναμε μια πέτρα κι ανοίγαμε το κουτί με τα στολίδια. Αν, για παράδειγμα, είχε νικήσει η Ολάντα, η Λετίσια κι εγώ διαλέγαμε τα στολίδια. Το παιχνίδι είχε δύο εκδοχές: αγάλματα και στάσεις.  Για τις στάσεις δεν χρειάζονταν στολίδια αλλά πολλή εκφραστικότητα. Για τη ζήλια έπρεπε να δείχνουμε τα δόντια, να συσπώνται οι μυς και γενικά να δίνουμε μια εικόνα ταλαιπωρίας. Για την ευσπλαχνία το ιδανικό ήταν ένα πρόσωπο αγγελικό με τα μάτια στραμμένα προς τον ουρανό, ενώ τα χέρια πρόσφεραν κάτι – ένα κουρέλι,  μια μπάλα, ένα κλαδί ιτιάς – σ’ ένα  δήθεν  ορφανό. Η ντροπή και ο φόβος ήταν εύκολα· η μνησικακία και η ζήλια απαιτούσαν μεγαλύτερη προσοχή.  Όλα σχεδόν τα στολίδια  τα προορίζαμε για τα αγάλματα, στα οποία είχαμε απόλυτη ελευθερία. Για να είναι ένα άγαλμα πειστικό, έπρεπε να σκεφτούμε κάθε ενδυματολογική λεπτομέρεια. Το παιχνίδι όριζε ότι η νικήτρια δεν μπορούσε να πάρει μέρος στην επιλογή των στολιδιών. Οι άλλες δύο συζητούσαν το θέμα και μετά αποφάσιζαν. Η νικήτρια έπρεπε να επινοήσει ένα άγαλμα ανάλογα με αυτά που της είχαν φορέσει οι άλλες, κι έτσι το παιχνίδι γινόταν πιο περίπλοκο και συναρπαστικό γιατί μερικές φορές συνάπτονταν συμμαχίες εναντίον της, και οι άλλες τη φόρτωναν με στολίδια που δεν της ταίριαζαν καθόλου. Τότε επαφιόταν στην ευστροφία της να επινοήσει ένα καθωσπρέπει άγαλμα. Συνήθως, όταν το παιχνίδι ήταν οι πόζες, η νικήτρια τα κατάφερνε, αλλά στην περίπτωση των αγαλμάτων υπήρχαν τρομακτικές αποτυχίες.
                Κανείς δεν ξέρει πότε ξεκίνησαν αυτά που αφηγούμαι, τα πράγματα όμως άλλαξαν  τη  μέρα  που το πρώτο χαρτάκι έπεσε από το τρένο. Εννοείται ότι τις πόζες και τα αγάλματα δεν τα κάναμε για μας τις ίδιες, γιατί έτσι θα είχαμε  βαρεθεί αμέσως. Ο κανόνας του παιχνιδιού ήταν πως η νικήτρια θα έπρεπε να σταθεί στη βάση του αναχώματος βγαίνοντας από τη σκιά που έριχναν οι λεύκες  και να περιμένει το τρένο των δύο και οκτώ  που  ερχόταν  από το Τίγρε. Σ’ αυτό το  σημείο του Παλέρμο τα τρένα περνάνε με αρκετή ταχύτητα, κι έτσι δεν ντρεπόμασταν να παίξουμε  τα αγάλματα ή  τις  πόζες.  Σχεδόν δεν διακρίναμε τον κόσμο στα παράθυρα αλλά με τον καιρό εξασκηθήκαμε, και ξέραμε ότι μερικοί επιβάτες περίμεναν να μας δουν. Κάποιος κύριος με λευκά μαλλιά και γυαλιά κοκάλινα έβγαζε το κεφάλι του από το παράθυρο και χαιρετούσε με το μαντήλι του όποια έκανε το άγαλμα ή την πόζα. Τα παιδιά που γυρνούσαν από το σχολείο καθισμένα στους αναβατήρες, φώναζαν διάφορα καθώς περνούσαν αλλά μερικά μας κοίταζαν σοβαρά. Στην πραγματικότητα, το άγαλμα ή η πόζα δεν  έβλεπε  τίποτα γιατί προσπαθούσε να μείνει ακίνητο, αλλά οι άλλες δύο κάτω από τις λεύκες αντιλαμβάνονταν  με  κάθε  λεπτομέρεια  την επιτυχία ή την αδιαφορία που η τρίτη είχε προκαλέσει.  Ήταν  μια  Τρίτη όταν έπεσε το χαρτάκι καθώς περνούσε το δεύτερο βαγόνι. Έπεσε πολύ κοντά στην Ολάντα που  εκείνη  τη  μέρα  παρίστανε  την κακολογία, και κύλησε μετά προς εμένα. Ήταν ένα χαρτάκι χιλιοδιπλωμένο και περασμένο από ένα μεταλλικό  έλασμα.  Ένας ανδρικός γραφικός χαρακτήρας, αρκετά κακός μάλιστα, έλεγε: «Πολύ όμορφα τα αγάλματα. Κάθομαι στο τρίτο παράθυρο του δεύτερου βαγονιού. Αριέλ Β.». Μας φάνηκε λίγο στεγνό μετά από τόση προσπάθεια να το στερεώσει στο έλασμα και να το πετάξει, αλλά μας ενθουσίασε. Κάναμε κλήρωση για να δούμε ποια θα κρατούσε το χαρτάκι, και κέρδισα εγώ. Την  επόμενη μέρα καμιά μας δεν ήθελε να παίξει γιατί θέλαμε να δούμε πώς ήταν ο Αριέλ Β., αλλά φοβηθήκαμε ότι θα ερμήνευε λανθασμένα τη διακοπή, κι έτσι κάναμε κλήρωση και βγήκε η Λετίσια. Η Ολάντα κι εγώ χαρήκαμε πολύ γιατί η Λετίσια έκανε πολύ καλά το άγαλμα. Η παράλυση δεν της φαινόταν έτσι καθώς στεκόταν ακίνητη, και είχε την ικανότητα να εκφράζεται με περισσή τέχνη.  Από τις πόζες διάλεγε πάντα τη γενναιοδωρία, την ευσπλαχνία, τη θυσία και την αυταπάρνηση. Στα αγάλματα έπαιρνε το ύφος της Αφροδίτης που είχαμε στο σαλόνι και η θεία Ρουθ αποκαλούσε «η Αφροδίτη του Νείλου». Γι αυτό διαλέξαμε ειδικά στολίδια που έκαναν στον Αριέλ ιδιαίτερη εντύπωση.  Της βάλαμε ένα κομμάτι πράσινο βελούδο που έπεφτε σαν εσθήτα, κι ένα στεφάνι από ιτιές στο κεφάλι. Καθώς φορούσαμε κοντομάνικα, το ελληνοπρεπές αποτέλεσμα ήταν άριστο. Η Λετίσια έκανε μερικές πρόβες στη σκιά, κι αποφασίσαμε ότι θα εμφανιζόμασταν κι εμείς και θα χαιρετούσαμε τον Αριέλ διακριτικά αλλά εγκάρδια.
                Η Λετίσια ήταν υπέροχη, δεν κουνιόταν ούτε το μικρό της δαχτυλάκι όταν έφθασε το τρένο. Καθώς δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι της, το είχε ρίξει προς τα πίσω, κολλώντας τόσο τα χέρια στο σώμα που φαινόταν ότι της έλειπαν, και μ’ εκείνο το πράσινο της εσθήτας ήταν σαν να έβλεπες την Αφροδίτη του Νείλου. Στο τρίτο παράθυρο διακρίναμε έναν νεαρό με ξανθούς βοστρύχους και ανοιχτόχρωμα μάτια που μας χαμογέλασε διάπλατα όταν είδε την Ολάντα κι εμένα να τον χαιρετάμε. Το τρένο τον πήρε σ’ ένα δευτερόλεπτο αλλά είχε πάει τέσσερις και μισή κι ακόμα μαλώναμε για το αν φορούσε σκούρα ρούχα, κόκκινη γραβάτα, αν ήταν φρικτός ή συμπαθής. Την Πέμπτη εγώ παρίστανα τη στάση της αποθάρρυνσης, και λάβαμε άλλο ένα χαρτάκι που έλεγε: «Και οι τρεις μου αρέσετε πολύ. Αριέλ». Τώρα πια έβγαινε στο παράθυρο και κουνώντας το χέρι μας χαιρετούσε γελαστός. Τον υπολογίζαμε γύρω στα δεκαοχτώ (ενώ ήμασταν βέβαιες ότι δεν ήταν παραπάνω από δεκάξι) και καταλήξαμε ότι επέστρεφε κάθε μέρα από κάποιο εγγλέζικο κολέγιο. Το πιο σίγουρο απ’ όλα ήταν το εγγλέζικο κολέγιο, δεν μπορούσαμε να δεχτούμε ένα οποιοδήποτε δημόσιο. Ο Αριέλ δεν μπορούσε παρά να ήταν καλής οικογενείας.
                Τότε η Ολάντα είχε την απίστευτη τύχη να κερδίσει τρεις ημέρες συνεχώς. Ξεπερνώντας τον εαυτό της, έκανε τις στάσεις της απογοήτευσης και της εξαπάτησης, και το πολύ δύσκολο άγαλμα της μπαλαρίνας, στηριγμένη στο ένα πόδι από τη στιγμή που το τρένο φαινόταν στη στροφή. Τις δυο επόμενες μέρες κέρδισα εγώ. Όταν έκανα την πόζα της φρίκης, ο Αριέλ μου έριξε σχεδόν κατάμουτρα ένα χαρτάκι που αρχικά δεν καταλάβαμε: «Η πιο όμορφη είναι η πιο τεμπέλα». Η Λετίσια ήταν η τελευταία που το κατάλαβε, την είδαμε να γίνεται κατακόκκινη και να πηγαίνει παράμερα, και η Ολάντα κι εγώ κοιταχτήκαμε πειραγμένες.  Η  πρώτη  ετυμηγορία  που  μας   ήρθε  ήταν  ότι  ο Αριέλ  ήταν  ηλίθιος αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο στη Λετίσια, το φτωχό μας αγγελούδι, με την ευαισθησία της και με το μαρτύριο που τραβούσε. Εκείνη δεν είπε τίποτα αλλά φάνηκε ότι κατάλαβε πως το χαρτάκι προοριζόταν γι αυτή, και το κράτησε. Την ημέρα εκείνη γυρίσαμε κατσουφιασμένες στο σπίτι και το βράδυ δεν παίξαμε μαζί. Η Λετίσια ήταν πολύ χαρούμενη στο βραδινό, έλαμπαν τα μάτια της, και η μαμά κοίταξε κάνα δυο φορές  τη  θεία  Ρουθ  σαν  να  την  όριζε  μάρτυρα  της  χαράς  της.  Εκείνο τον καιρό της  δοκίμαζαν  μια νέα δυναμωτική  θεραπεία και,  απ’ ότι φαινόταν, της έκανε πολύ καλό.
                Πριν πάμε για ύπνο, η Ολάντα κι εγώ μιλήσαμε για το θέμα. Δεν μας ενοχλούσε το χαρτάκι του Αριέλ – από ένα τρένο εν κινήσει είναι σχετικό πώς φαίνονται τα πράγματα – αλλά θεωρούσαμε ότι η Λετίσια εκμεταλλευόταν στο έπακρο τα προνόμιά της σε βάρος μας. Ήξερε ότι δεν θα της λέγαμε τίποτα, κι ότι σ’ ένα σπίτι όπου υπάρχει κάποιος με σωματικό ελάττωμα και ψωροπερηφάνια, όλοι κάνουν πως το αγνοούν, και πρώτος και καλλίτερος αυτός που το έχει ή, μάλλον, όσοι δεν ξέρουν, προσποιούνται ότι ο άλλος ξέρει. Δεν ήταν, όμως, να το κάνουμε και θέμα αλλά ο τρόπος που η Λετίσια είχε φερθεί στο τραπέζι και το πώς είχε φυλάξει το χαρτάκι, ξεπερνούσε τα όρια. Εκείνη τη νύχτα ξαναείδα τους εφιάλτες μου με τα τρένα, τα ξημερώματα περιδιάβηκα τεράστιες εκτάσεις καλυμμένες από σιδηροδρομικές ράγες που διασταυρώνονταν, είδα μακριά τα κόκκινα φώτα των αμαξοστοιχιών να πλησιάζουν, υπολογίζοντας όλο αγωνία αν το τρένο θα περνούσε από τα αριστερά μου και νιώθοντας ταυτόχρονα την απειλή ότι κάποιο εξπρές θα εμφανιζόταν από πίσω, ή – το χειρότερο – ότι την τελευταία στιγμή κάποιο τραίνο θα ακολουθούσε κάποια παράκαμψη και θα ερχόταν καταπάνω μου. Το πρωί, όμως, τα ξέχασα όλα αυτά γιατί η Λετίσια ξύπνησε με πόνους, και χρειάστηκε να τη βοηθήσουμε να ντυθεί. Μας φάνηκε ότι είχε κάπως μετανιώσει για τα χθεσινά, κι ήμασταν πολύ καλές μαζί της, λέγοντάς της ότι αυτό της συνέβη επειδή περπατούσε πάρα πολύ, κι ότι ίσως το καλλίτερο θα ήτανε να έμενε στο δωμάτιό της διαβάζοντας. Εκείνη δεν είπε τίποτα παρά κάθισε στο τραπέζι για να φάει, και στις ερωτήσεις της μαμάς απάντησε ότι ήταν μια χαρά κι ότι της είχε περάσει σχεδόν ο πόνος στην πλάτη. Της τα έλεγε και κοίταζε εμάς.
                Εκείνο το απόγευμα κέρδισα εγώ αλλά δεν ξέρω τι μου ’ρθε και είπα στη Λετίσια ότι της παραχωρούσα τη θέση μου χωρίς, βέβαια, να την αφήσω να καταλάβει την αιτία. Μια κι ο Αριέλ την προτιμούσε, ας την καμάρωνε μέχρι να βαρεθεί. Το παιχνίδι ήταν το άγαλμα, και της διαλέξαμε κάτι απλό για να μην την δυσκολέψουμε, κι εκείνη επινόησε μια Κινέζα πριγκίπισσα με ντροπαλό ύφος και χαμηλωμένο βλέμμα που είχε τα χέρια της μπροστά στο στήθος, έτσι όπως κάνουν οι Κινέζες πριγκίπισσες. Όταν πέρασε το τρένο, η Ολάντα ήταν κάτω από τις ιτιές με την πλάτη γυρισμένη αλλά εγώ κοίταξα και είδα ότι ο Αριέλ δεν είχε μάτια παρά μόνο για τη Λετίσια. Συνέχισε να την κοιτάζει μέχρι που το τρένο χάθηκε στη στροφή, και η Λετίσια εξακολουθούσε ακίνητη μη γνωρίζοντας ότι εκείνος την κοιτούσε  έτσι.  Αλλά  όταν  ήρθε  να  ξεκουραστεί  κάτω  από  τις  ιτιές,  καταλάβαμε ότι το ήξερε κι ότι θα της άρεσε να φοράει εκείνα τα στολίδια όλο το απόγευμα κι ολόκληρο το βράδυ.
                Την Τετάρτη η κλήρωση έγινε μεταξύ της Ολάντα κι εμένα γιατί η Λετίσια μας είπε πως το δίκαιο ήταν να μην πάρει εκείνη μέρος. Κέρδισε η Ολάντα με τη διαολεμένη τύχη της αλλά το σημείωμα του Αριέλ έπεσε δίπλα μου. Όταν το σήκωσα, μου ήρθε αυθόρμητα να το δώσω στη Λετίσια που ήταν αμίλητη αλλά σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε κιόλας να της κάνουμε όλα τα χατίρια, και το άνοιξα αργά. Ο Αριέλ έλεγε ότι την επομένη θα κατέβαινε στον κοντινό σταθμό κι ότι θα ερχόταν στις γραμμές για να μιλήσουμε για λίγο. Το σημείωμα ήταν τρομερά κακογραμμένο αλλά η τελευταία πρόταση ήταν όμορφη: «Χαιρετώ μετά τιμής τα τρία αγάλματα». Η υπογραφή του ήταν ένα ορνιθοσκάλισμα, ωστόσο είχε προσωπικότητα.
                Καθώς βγάζαμε τα στολίδια από την Ολάντα, η Λετίσια με κοίταξε κάνα δυο φορές. Τους είχα διαβάσει το μήνυμα, και καμία δεν είχε κάνει σχόλια, πράγμα που ήταν ενοχλητικό γιατί στο κάτω-κάτω ο Αριέλ θα ερχόταν, κι εμείς έπρεπε να σκεφτούμε αυτή τη νέα τροπή και να πάρουμε μια απόφαση. Αν το μάθαιναν στο σπίτι ή αν κάποια από τις Λόσα αποφάσιζε – κούφια η ώρα  – να μας κατασκοπεύσει, έτσι ζηλιάρες που ήταν αυτές οι κοντές, σίγουρα θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα. Έπειτα, ήταν πολύ περίεργο να μην πούμε λέξη για ένα τέτοιο γεγονός, να μην κοιταχτούμε σχεδόν όσο φυλάγαμε τα στολίδια και γυρίζαμε σπίτι  μπαίνοντας  από τη λευκή καγκελόπορτα.
                Η θεία Ρουθ ζήτησε από την Ολάντα κι εμένα να κάνουμε μπάνιο τον Χοσέ, πήρε μαζί της τη Λετίσια για τη θεραπεία της, κι επιτέλους μπορέσαμε να εκτονωθούμε με την ησυχία μας. Μας φαινόταν υπέροχο που θα ερχόταν ο Αριέλ, δεν είχαμε ποτέ ένα τέτοιο φίλο, ο ξάδερφός μας ο Τίτο δεν μετρούσε, ένα μικρομέγαλο που μάζευε εικονίτσες και πίστευε στα άχραντα μυστήρια. Η προσδοκία μάς δημιουργούσε μεγάλο εκνευρισμό, και ο Χοσέ πλήρωσε τα σπασμένα, το κακόμοιρο τετράποδο. Η Ολάντα έδειξε περισσότερο θάρρος και έθιξε το θέμα της Λετίσια. Εγώ δεν ήξερα τι  να πω, από τη μια μου φαινόταν τρομερό να τα μάθει ο Αριέλ, αλλά το δίκαιο, όμως, ήταν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα γιατί κανείς δεν πρέπει να ζημιώνεται εξ αιτίας άλλου. Αυτό που εγώ θα ήθελα, ήταν να μην στενοχωρηθεί η Λετίσια, αρκετά τραβούσε, και μάλιστα τώρα, με την καινούρια θεραπεία κι ένα σωρό πράγματα.
                Το βράδυ η μαμά παραξενεύτηκε που μας είδε τόσο φρόνιμες, και είπε τι θαύμα, μας είχαν μήπως φάει τη γλώσσα τα ποντίκια, μετά κοίταξε τη θεία Ρουθ κι οι δυο τους σίγουρα σκέφτηκαν ότι είχαμε κάνει κάποια τρομερή αταξία και νιώθαμε τύψεις. Η Λετίσια έφαγε πολύ λίγο και είπε ότι πονούσε, και να την άφηναν να πάει στο δωμάτιό της να διαβάσει Ροκαμπόλ. Η Ολάντα προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει, αν  και η ίδια δεν το πολυήθελε, κι εγώ πήρα το πλέξιμο, πράγμα που κάνω πάντα όταν είμαι νευρική. Δυο φορές μου πέρασε η σκέψη να πάω στο δωμάτιο της Λετίσια, δεν μπορούσα να εξηγήσω τι έκαναν αυτές οι δυο μονάχες τους, αλλά η Ολάντα γύρισε με ύφος όλο νόημα, κι έκατσε κοντά μου αμίλητη, έως ότου η μαμά και η θεία Ρουθ μάζεψαν το τραπέζι. «Δεν θα έρθει αύριο. Έγραψε ένα γράμμα και είπε ότι αν εκείνος ρωτάει επίμονα, να του το δώσουμε». Και μισάνοιξε την τσέπη στο μπλουζάκι της για να μου δείξει ένα φάκελο βιολετί. Ύστερα μας φώναξαν για να σκουπίσουμε τα πιάτα, κι εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως μετά από τόσες συγκινήσεις και την κούραση με το μπάνιο του Χοσέ.
                Την επομένη ήταν η σειρά μου να πάω για ψώνια στην αγορά, κι έτσι όλο το πρωί δεν είδα καθόλου τη Λετίσια που παρέμενε στο δωμάτιό της. Πριν μας φωνάξουν για φαγητό, μπήκα για λίγο και την είδα να κάθεται πλάι στο παράθυρο με πολλά μαξιλάρια και τον ένατο τόμο του Ροκαμπόλ. Δεν φαινόταν καλά, αλλά έβαλε τα γέλια και μου είπε για μια μέλισσα που δεν μπορούσε να βγει και για ένα αστείο όνειρο που είχε δει. Της είπα πως ήταν κρίμα να μην έρθει στις ιτιές αλλά μου φαινόταν πολύ δύσκολο να το πω όπως έπρεπε. «Αν θες, μπορούμε να πούμε στον Αριέλ ότι ήσουν αδιάθετη», της πρότεινα αλλά εκείνη αρνήθηκε και μετά έμεινε σιωπηλή. Εγώ επέμενα κάπως να έρθει, και στο τέλος μου ήρθε έμπνευση και της είπα να μη φοβάται γιατί η πραγματική αγάπη δεν γνωρίζει σύνορα και άλλες σπουδαίες ιδέες που είχαμε μάθει στον Θησαυρό των Νιάτων, αλλά γινόταν όλο και πιο δύσκολο να της πω οτιδήποτε γιατί εκείνη κοιτούσε το παράθυρο  και φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Στο τέλος, την άφησα  λέγοντας ότι με χρειαζόταν η μαμά. Το γεύμα έμοιαζε  ατελείωτο,  και  η   Ολάντα   έφαγε ένα σκαμπίλι  από  τη θεία Ρουθ επειδή λέκιασε το τραπεζομάντιλο με σάλτσα. Ούτε θυμάμαι πώς σκουπίσαμε  τα  πιάτα,  πώς βρεθήκαμε ξαφνικά στις ιτιές και πώς αγκαλιαστήκαμε οι δυο μας τρισευτυχισμένες χωρίς να ζηλεύουμε η μία την άλλη. Η Ολάντα μου εξήγησε ότι έπρεπε να μιλήσουμε για τα μαθήματά μας έτσι ώστε να κάνουμε καλή εντύπωση στον Αριέλ γιατί αυτοί του γυμνασίου βλέπουν με περιφρόνηση τα κορίτσια που έχουν σταματήσει στο δημοτικό και ξέρουν μόνο ραπτική και μαγείρεμα. Όταν πέρασε το τρένο των δύο και οκτώ, ο Αριέλ σήκωσε τα χέρια του ενθουσιασμένος κι εμείς τον καλωσορίσαμε κουνώντας πολύχρωμα μαντήλια. Είκοσι λεπτά αργότερα τον είδαμε να φθάνει στις γραμμές. Ήταν ψηλότερος απ’ ό,τι μας είχε φανεί και ντυμένος στα γκρι.
                Δεν καλοθυμάμαι τι είπαμε στην αρχή, αυτός ήταν αρκετά ντροπαλός παρά τα χαρτάκια και παρά το ότι είχε έρθει, κι έλεγε πράγματα καλοζυγισμένα. Σχεδόν αμέσως άρχισε να παινεύει τα αγάλματα και τις πόζες, και μας ρώτησε πώς μας έλεγαν και γιατί έλειπε η τρίτη. Η Ολάντα εξήγησε ότι η Λετίσια δεν είχε μπορέσει να έρθει, κι εκείνος είπε ότι ήταν κρίμα, κι ότι το Λετίσια του φαινόταν υπέροχο όνομα. Μετά μας μίλησε για το σχολείο του, που δυστυχώς δεν ήταν εγγλέζικο κολέγιο, και ρώτησε αν θα του δείχναμε τα στολίδια. Η Ολάντα σήκωσε την πέτρα, και τον αφήσαμε να δει τα πράγματα. Φάνηκε να τον ενδιαφέρουν πολύ, και πολλές φορές περιεργάστηκε κάποιο από τα στολίδια λέγοντας: «Αυτό το φορούσε η Λετίσια μια μέρα» ή «Αυτό το είχε το ανατολίτικο άγαλμα», εννοώντας την Κινέζα πριγκίπισσα. Καθίσαμε στον ίσκιο μιας ιτιάς, κι αυτός έδειχνε χαρούμενος αλλά αφηρημένος, φαινόταν ότι έμενε μόνο από ευγένεια. Η Ολάντα με κοίταξε δυο τρεις φορές όταν η συζήτηση ατόνησε, κι αυτό μας δυσαρέστησε και τις δύο, μας έκανε να θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια ή να ευχόμαστε να μην είχε έρθει ποτέ ο Αριέλ. Ξαναρώτησε αν η Λετίσια ήταν άρρωστη, η Ολάντα με κοίταξε, κι εγώ νόμισα ότι θα του το έλεγε αλλά, όμως, απάντησε ότι η Λετίσια δεν είχε μπορέσει να έρθει. Ο Αριέλ σχημάτιζε γεωμετρικά σχήματα μ’ ένα κλαδάκι στο χώμα, και κοιτούσε που και που τη λευκή καγκελόπορτα, κι εμείς ξέραμε τι σκεφτόταν, γι αυτό η Ολάντα έκανε καλά που έβγαλε τον βιολετί φάκελο και του τον έδωσε, κι εκείνος έμεινε απορημένος με τον φάκελο στο χέρι, μετά κατακοκκίνισε ενώ του εξηγούσαμε ότι του τον έστελνε η Λετίσια, και φύλαξε το γράμμα στη μέσα τσέπη του σακακιού του γιατί δεν ήθελε να το διαβάσει μπροστά μας.  Σχεδόν αμέσως μετά είπε ότι είχε χαρεί πολύ κι ότι ήταν ευτυχής που είχε έρθει, αλλά η χειραψία του ήταν πολύ χλιαρή και απωθητική, κι έτσι ήταν καλλίτερα που η επίσκεψη θα έπαιρνε τέλος, αν και αργότερα δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να σκεφτόμαστε τα γκρίζα του μάτια και το θλιμμένο του χαμόγελο. Θυμόμασταν ακόμα πώς μας είχε αποχαιρετήσει λέγοντας «έχετε γεια», ένας χαιρετισμός που ποτέ δεν είχαμε ακούσει στο σπίτι και που μας φάνηκε υπέροχος και ποιητικός. Τα διηγηθήκαμε όλα στη Λετίσια που μας περίμενε κάτω από τη λεμονιά της αυλής, κι εγώ ήθελα να τη ρωτήσω τι έγραφε στο γράμμα αλλά κάτι μ’ έπιασε γιατί εκείνη είχε κλείσει τον φάκελο πριν τον παραδώσει στην Ολάντα, κι έτσι δεν της είπα τίποτα, και της διηγηθήκαμε μόνο πώς ήταν ο Αριέλ και πόσες φορές είχε ρωτήσει γι αυτήν. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να της το πούμε αυτό γιατί ήταν κάτι όμορφο και κακό ταυτόχρονα, βλέπαμε ότι η Λετίσια ένιωθε πολύ ευτυχισμένη και παράλληλα σχεδόν έκλαιγε, μέχρι που φύγαμε λέγοντας ότι η θεία Ρούθ μας χρειαζόταν, και την αφήσαμε να χαζεύει τις μέλισσες στη λεμονιά.
                Εκείνη τη νύχτα καθώς πηγαίναμε για ύπνο, η Ολάντα μου είπε: «Να δεις που από αύριο τέρμα το παιχνίδι». Αλλά έκανε λάθος, όχι όμως και πολύ,  και την επόμενη μέρα, ενώ βρισκόμασταν στο επιδόρπιο, η Λετίσια έδωσε το σύνθημα που είχαμε συμφωνήσει. Πήγαμε να πλύνουμε τα πιάτα έκπληκτες και κάπως θυμωμένες γιατί αυτό ήταν  ξεδιάντροπο  και  καθόλου  σωστό  εκ  μέρους  της  Λετίσια.   Εκείνη μας περίμενε στην καγκελόπορτα, και κοντέψαμε να πεθάνουμε  από τον φόβο μας καθώς, φθάνοντας στις ιτιές, είδαμε να βγάζει από την τσέπη της το μαργαριταρένιο  κολιέ της μαμάς κι όλα τα δαχτυλίδια, ακόμα και το μεγάλο με το ρουμπίνι της θείας Ρουθ. Αν οι Λόσα, οι σιχαμερές κοντές, παραμόνευαν και μας έβλεπαν με τα χρυσαφικά, σίγουρα η μαμά θα το μάθαινε αμέσως και θα μας σκότωνε. Αλλά η Λετίσια δεν φοβόταν, και είπε ότι αν συνέβαινε κάτι, θα έπαιρνε εκείνη την ευθύνη. «Θα ήθελα να με αφήσετε εμένα σήμερα», είπε χωρίς να μας κοιτάξει. Βγάλαμε αμέσως τα στολίδια, ξαφνικά θελήσαμε να γίνουμε καλές με τη Λετίσια, να της κάνουμε όλα τα χατίρια παρά το ότι της κρατούσαμε κάποια κακία κατά βάθος. Καθώς το παιχνίδι ήταν το άγαλμα, της διαλέξαμε υπέροχα στολίδια που πήγαιναν με τα κοσμήματα, πολλά φτερά παγωνιού για να της στολίσουμε τα μαλλιά, μια γούνα που από μακριά έμοιαζε με ασημένια ρενάρ, κι ένα ροζ βέλο που το φόρεσε σαν τουρμπάνι. Την είδαμε ότι σκεφτόταν καθώς έκανε πρόβα σ’ ένα άγαλμα χωρίς όμως να κινείται, κι όταν το τρένο φάνηκε από τη στροφή, πήγε και στάθηκε στην άκρη στο ανάχωμα φορώντας όλα τα χρυσαφικά που λαμπύριζαν στον ήλιο. Σήκωσε τα χέρια σαν να επρόκειτο να κάνει το παιχνίδι με τις πόζες αντί για το άγαλμα, και τα χέρια της έδειχναν τον ουρανό ενώ έγερνε το κεφάλι προς τα πίσω (ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει η κακομοίρα) σκύβοντας τόσο που μας τρόμαξε. Μας φάνηκε υπέροχη, το πιο μεγαλόπρεπο άγαλμα που είχε κάνει ποτέ, και τότε είδαμε τον Αριέλ που την κοίταζε έχοντας βγει από το παράθυρο, κοίταζε μόνο εκείνη, γυρνούσε το κεφάλι και την κοίταζε χωρίς να βλέπει εμάς μέχρι που το τρένο τον πήρε ξαφνικά. Δεν ξέρω γιατί τρέξαμε και οι δυο μας ταυτόχρονα να  κρατήσουμε τη Λετίσια που είχε τα μάτια της κλειστά, ενώ χοντρά δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Μας έδιωξε ήρεμα, ωστόσο τη βοηθήσαμε να κρύψει τα χρυσαφικά στην τσέπη της, κι έφυγε μονάχη για το σπίτι ενώ εμείς φυλάγαμε για τελευταία φορά τα στολίδια στο  κουτί  τους.  Ξέραμε σχεδόν τι θα συνέβαινε, παρ’ όλ’ αυτά την επομένη πήγαμε και οι δύο στις ιτιές  μετά την παρατήρηση της θείας Ρουθ  να  κάνουμε  απόλυτη  ησυχία για να μην ενοχλήσουμε τη Λετίσια που πονούσε και  ήθελε να κοιμηθεί. Όταν έφθασε το τρένο, είδαμε, χωρίς καμία έκπληξη, το τρίτο παράθυρο κενό, κι ενώ χαμογελούσαμε με θυμό και ανακούφιση μαζί, φανταστήκαμε τον Αριέλ να ταξιδεύει στην άλλη πλευρά του βαγονιού, ήρεμος στο κάθισμά του, κοιτάζοντας το ποτάμι με τα γκρίζα του μάτια.





Ο Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις Βρυξέλες το 1914 και πέθανε στο Παρίσι το 1984. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους Αργεντινούς συγγραφείς. Μεταξύ των πολλών και σπουδαίων έργων του ξεχωρίζουν τα Οκτάεδρο, Το κουτσό (Rayuela), Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, Τα βραβεία, Μυστικά όπλα (όλα τους μεταφρασμένα στα ελληνικά) και το La vuelta al día en ochenta mundos.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου