Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Μια συζήτηση του Θανάση Μήνα με την ισπανίδα συγγραφέα Marta Sanz με αφορμή το μυθιστόρημα Μικρές κόκκινες γυναίκες

 

Marta Sanz: «Η διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης είναι ένας τρόπος άσκησης βίας»

 

Μια συζήτηση με την Ισπανίδα συγγραφέα Marta Sanz με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημα Μικρές κόκκινες γυναίκες, ένα σκληρό, πολιτικό-φεμινιστικό νουάρ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Carnívora.

 

Θανάσης Μήνας, avopolis network, Μάιος 2025

 

Στο τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, η Μάρτα Σανθ συνθέτει ένα μυθιστόρημα για την ιστορική μνήμη ή, μάλλον, για την διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης και την απόκρυψή της. Αφηγείται την ιστορία της Πάουλα Κινιόνες, μιας κουτσής και πολύ όμορφης εφοριακού, η οποία φτάνει στην μικρή πόλη Σαφράν για να εντοπίσει ομαδικούς τάφους από την εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου. Ωστόσο, κατά την άφιξή της συνειδητοποιεί ότι ο αριθμός των αγνοουμένων είναι μεγαλύτερος από τα λείψανα που βρέθηκαν, γεγονός που αποτελεί το αφηγηματικό νήμα του μυθιστορήματος. Στο Σαφράν, η Πάουλα έρχεται σε επαφή με την οικογένεια Μπεάτο, που με επίκεντρο το ξενοδοχείο της διοικεί την πόλη όμοια με τις οικογένειες των παρανόμων που διευθύνουν σαλούν στα σπαγκέτι-γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η Πάουλα αλληλογραφεί με τη Λουθ, την πεθερά του ντετέκτιβ Αρτούρο Θάρκο (πρωταγωνιστή στα προηγούμενα βιβλία της τριλογίας)  και πρόσωπο κλειδί στην εξέλιξη της αφήγησης∙ της περιγράφει τα ειδύλλιά της με τον καθυστερημένο Νταβίδ Μπεάτο και τα μυστήρια γύρω από το οικογενειακό ξενοδοχείο. Με τον αγαπημένο της Θάρκο να απουσιάζει, μια περίεργη ατμόσφαιρα απειλεί την Πάουλα. Το γουέστερν αναμειγνύεται με τον τρόμο και οι οικογενειακοί θρύλοι μπλέκονται με την πραγματικότητα. Η Πάουλα θα ερωτευτεί και ταυτόχρονα θα διεισδύσει βαθιά στα σκοτεινά μυστικά μιας οικογένειας, ενός χωριού και μιας χώρας∙ μυστικά που έχουν στοιχειώσει και διαστρεβλώσει ζωές και συνειδήσεις, και θα πληρώσει ακριβά το τίμημα.

Η Marta Sanz γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1967. Είναι καταξιωμένη μυθιστοριογράφος (Βραβείο Herralde το 2015 και φιναλίστ του Βραβείου Nadal το 2006). Γράφει λογοτεχνικές κριτικές στο El País και διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Νi hablar. Θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι ιδεολογία «παρότι μας έχουν κάνει να πιστέψουμε ότι η πολιτική λερώνει την καλλιτεχνική δημιουργία».

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ισπανία και σε ολόκληρο τον κόσμο, φαινόμενο που αν μη τι άλλο μαρτυρά την έλλειψη ή τη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης, καθιστά επίκαιρο το μυθιστόρημα της Marta Sanz. Πολλώ δε μάλλον στην πατρίδα της. Όπως έχει πει και η ίδια: «Νομίζω ότι το μεγάλο θέμα του μυθιστορήματος είναι το πόσο νόημα έχει η δημοκρατική μνήμη στο βαθμό που το παρελθόν βρίσκεται στο παρόν μας. Έχουμε ακόμα λογαριασμούς να τακτοποιήσουμε με τις φρανκικές σκουριές μας».

Το μυθιστόρημά σας Μικρές κόκκινες γυναίκες είναι ένας λεκτικός χείμαρρος που εντυπωσιάζει από την πρώτη πρόταση. Όμως μάλλον δεν πρόκειται για ένα τυπικό μαύρο μυθιστόρημα, αλλά για μια πρόσκληση για προβληματισμό σχετικά με την ιστορική μνήμη και τη βία κατά των γυναικών. Αυτός ήταν ο στόχος σας εξαρχής;

Λοιπόν, για μένα η πρόκληση είναι πάντα να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα. Ίσως ούτε καν «ένα καλό μυθιστόρημα», αλλά ένα κείμενο που φτάνει στους αναγνώστες εξαιτίας της γραφής του, εξαιτίας ενός ιδιόμορφου τρόπου γραφής, που μας επιτρέπει να δούμε την πραγματικότητα με διαφορετικά μάτια, μέσα από ένα ιδίωμα που αποκλίνει. Υπό αυτή την έννοια, τα είδη με ενδιαφέρουν στον βαθμό που μπορούν να καταπατηθούν και να υβριδοποιηθούν. Με ενδιαφέρουν οι λυκανθρωπίες και οι μεταμορφώσεις. Τα όρια.

Με αυτό το βιβλίο κλείνετε την τριλογία του ντετέκτιβ Αρτούρο Θάρκο. Πώς ήταν το αυτό το λογοτεχνικό ταξίδι και τι σημαίνει το τέλος του για εσάς;

Αυτό το βιβλίο κλείνει μια τριλογία και λειτουργεί μέσα σε αυτή τη δομή, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα. Ωστόσο, μέσα στη δομή της τριλογίας, οι Μικρές κόκκινες γυναίκες αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της βίας: η βία της γλώσσας και η συναισθηματική βία καθορίζονται από τη βία που ασκείται πάνω στο σώμα μιας συγκεκριμένης γυναίκας. Αυτή η βία αποτυπώνεται αποφεύγοντας να καταστήσει τον πόνο και τις πληγές νοσηρή μορφή ομορφιάς. Συχνά οι πληγές που προκαλούνται στα γυναικεία σώματα αναπαρίστανται με έναν νοσηρό και διεγερτικό τρόπο, πράγμα που εγώ, ως συγγραφέας, απορρίπτω. Από την άλλη, μέσα στην τριλογία κάθε βιβλίο απομακρύνεται λίγο περισσότερο από το ορθόδοξο νουάρ: το πρώτο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σάτιρα της πλοκής και των χαρακτήρων του νουάρ, ακόμα και της πολιτικής του απήχησης. Το δεύτερο είναι ένα κείμενο που παίζει με τις ατμόσφαιρες προσπαθώντας να υπογραμμίσει την ιδέα ότι το μυστήριο, η ίντριγκα, δεν συνίσταται μόνο στις ακροβασίες της πλοκής. Το τρίτο, οι Μικρές κόκκινες γυναίκες, είναι ένα κείμενο τρόμου για την κακή μνήμη που μετατράπηκε σε μνήμη ασθενική. Δύο έννοιες που μοιάζουν, αλλά δεν είναι ίδιες.

Στο βιβλίο είναι έντονη η βία, αλλά το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη ιστορικής μνήμης. Θέλατε να τα συνδέσετε με κάποιο τρόπο;

Η κλοπή και η διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης είναι ένας τρόπος άσκησης βίας κατά των λαών. Η Ισπανία είναι μια από τις χώρες στον κόσμο με τον μεγαλύτερο αριθμό αγνοουμένων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και της καταστολής του Φράνκο. Ο φασισμός δολοφόνησε ανθρώπους, έκλεψε τις περιουσίες τους και καταδίκασε τις οικογένειες των ηττημένων αντρών και γυναικών στη δυστυχία. Η ρητορική του συμβιβασμού και των ίσων αποστάσεων έδρασε βίαια. Σήμερα, η διαγραφή αυτής της μνήμης καθιστά δυνατό το γεγονός ότι η ακροδεξιά αποτελεί μια «δημοκρατική» επιλογή για τους νεότερους. Μέσα από τη λήθη και τη νεοφιλελεύθερη διαφθορά αξιών, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, χτίζουμε ένα παρόν και εδραιώνουμε ένα ελάχιστα κολακευτικό μέλλον.

Η βία σε βάρος της πρωταγωνίστριας συνδέεται με την αναζήτησή της για δικαιοσύνη. Μπορεί η λογοτεχνία να είναι εργαλείο λύτρωσης;

Ίσως η λέξη «λύτρωση» να είναι πολύ δυνατή λέξη, αλλά όταν γράφω υιοθετώ μια γκραμσιακή στάση: είμαι απαισιόδοξη ως προς τη σκέψη, αλλά αισιόδοξη ως προς τη θέληση. Εμπιστεύομαι τον λογοτεχνικό λόγο, την ιδιαίτερη εκείνη ύφανση την αντιπροσωπευτική, μεταφορική, όχι κυριολεκτική, η οποία μας βοηθά να αναπτύξουμε στρατηγικές κατανόησης, σύνδεσης, μνήμης που αυξάνουν την πιθανότητα να αποκτήσουμε κριτική σκέψη. Όχι ότι έτσι θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, θα γίνουμε όμως άνθρωποι με μεγαλύτερη αντοχή στην αποχαύνωση του στερεοτυπικού, συνθηματολογικού, αγοραίου και απλουστευτικού πολιτικού λόγου. Τα λογοτεχνικά κείμενα προσκαλούν σε μια σπηλαιώδη μορφή ανάγνωσης. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είναι ολισθηρές επιφάνειες.

Είναι, όπως είπε -πάνω κάτω- ο Κάφκα, παγοθραύστες. Νομίζω ότι βοηθούν να δούμε κάτω, πίσω και πέρα, να αντιληφθούμε το τώρα, την πραγματικότητα, το εδώ. Και νομίζω ότι η χρήση της μιας ή της άλλης γλώσσας είναι ένας τρόπος να διαλέγεις πλευρά: η επιλογή ενός στιλ είναι ένας τρόπος να παίρνεις θέση. Ηθική και αισθητική, ουσία και μορφή, παραμένουν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, ωστόσο, είναι η συρρίκνωση της καθημερινής μας γλώσσας, η μείωση του λεξιλογίου μας σε χίλιες πεντακόσιες λέξεις: Νομίζω ότι αυτή η γλωσσική απίσχναση οδηγεί σε πνευματική, ακόμα και συναισθηματική απίσχναση.

Όταν χρησιμοποιούμε περισσότερες από χίλιες πεντακόσιες λέξεις, δεν υιοθετούμε μια ελιτίστικη θέση: περισσότερο, μάλλον, εμπιστευόμαστε την εκπαίδευση, την ποίηση, τον πολιτισμό ως όργανο ταξικής απάρνησης με θετικό πρόσημο και συνειδητοποίησης. Ως δυνατότητα να μας διηγηθούν και να διηγηθούμε. Η απώλεια της μνήμης μας σχετίζεται με την απώλεια της γλώσσας μας, και χωρίς μνήμη και γλώσσα δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας δεσμών και αίσθησης του ανήκειν στην κοινότητα. Η ταυτότητα περιορίζεται στην ενθυλακωμένη ατομικότητα του καταναλωτισμού. Ναι, λοιπόν, εμπιστεύομαι τον λογοτεχνικό λόγο ως αντίσταση σε κοινωνίες που γίνονται μάρτυρες της υποτίμησης των δημοκρατικών τους αξιών.

Αναφέρετε συχνά στη γυναικεία επιθυμία. Ποιο βασικό ρόλο έχει στη συλλογιστική σας; Συνήθως χαρακτηρίζουν τη δουλειά σας ως φεμινιστική λογοτεχνία. Αισθάνεστε άνετα με αυτή την κατηγοριοποίηση;

Ναι, ταυτίζομαι με την ταμπέλα και μάλιστα νιώθω περήφανη για την ταμπέλα, επειδή για να είσαι φεμινίστρια σε μια πατριαρχική κοινωνία πρέπει να το κάνεις συνειδητά, να προσπαθήσεις, να αποφασίσεις να γίνεις. Όλα είναι ενάντια. Το «φυσικό» στο πλαίσιο στο οποίο έχουμε μεγαλώσει είναι να αναλάβουμε μια δευτερεύουσα θέση σε σχέση με τους άνδρες και να πιστεύουμε ότι ολόκληρη η ζωή μας περιστρέφεται γύρω από το σπίτι, την αγάπη και τη φροντίδα. Όταν συνειδητοποιούμε ότι το αρσενικό είναι το παγκόσμιο και προσπαθούμε να σπάσουμε αυτόν τον κορσέ, πρέπει να νιώθουμε περήφανες. Η γραφή μου γεννιέται στην πραγματικότητα από αυτή την παρόρμηση: ο πατριαρχικός λόγος είναι μέρος του σώματός μου, τον έχω μεταβολίσει και μου κάνει κακό. Ταυτόχρονα, δεν μπορώ να τον απαρνηθώ γιατί είναι η μόνη γλώσσα που έχω για να μιλήσω. Έτσι λοιπόν, εμείς, οι γυναίκες συγγραφείς, μιλάμε υπό το πρίσμα αυτής της αντίφασης, αυτής της τριβής, της αναζήτησης άλλων λέξεων και της κριτικής στάσης απέναντι στο πολιτισμικό κατακάθι.

Τα κείμενά μας είναι χώροι συγκρουσιακοί. Μπορεί ακόμα και ενδιαφέροντες. Τα κείμενά μας εκφράζουν, μέσα από τις στιλιστικές τους επιλογές, πολύπλοκα συναισθήματα. Εκφράζουν σεβασμό και ευγνωμοσύνη για τις αντρικές λέξεις που μας καθορίζουν και, ταυτόχρονα, την πικρία μας για την πληγή που μας προκαλούν. Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε μια μεταμόρφωση. Το θέμα της γυναικείας επιθυμίας είναι πολύ αποκαλυπτικό: οι αναπαραστάσεις της γυναικείας σεξουαλικότητας, της γυναικείας επιθυμίας, ανταποκρίνονται σε μία αντρική οπτική η οποία έχει αντικειμενοποιήσει το σώμα μας και έχει μετατρέψει σε επιθυμητή τη νοσηρότητα, την οδύνη, την υποταγή. Τώρα αναζητούμε άλλες αναπαραστάσεις της ηδονής και της σωματικότητάς μας οι οποίες δεν θα μας κάνουν να νιώθουμε ένοχες ή βρόμικες επειδή έχουμε σώμα και βιώνουμε χαρά.

Πώς βλέπετε το φεμινιστικό κίνημα, με τις διάφορες ομαδώσεις του, αυτή τη στιγμή;

Νομίζω ότι η ενότητα είναι απαραίτητη. Πάνω απ' όλα, λαμβάνοντας υπόψη ότι τ’ αφεντικά του κόσμου και κατ' επέκταση οι ιδιοκτήτες των λέξεων, ενεργοποιούν αντιδραστικές πολιτικές που μας γυρνούν πίσω στην εποχή των σπηλαίων. Πιστεύω επίσης ότι το φεμινιστικό κίνημα πρέπει να ενεργήσει λαμβάνοντας υπόψη ότι η φυλή, το φύλο και η τάξη είναι έννοιες συνεργιστικές και ότι η ανισότητα στον δημόσιο χώρο, στους μισθούς, στα συμβόλαια, έχει ως προέκταση την υποτίμηση του γυναικείου σώματος στην ιδιωτική ζωή. Η σεξουαλική βία, η κακοποίηση και η γυναικοκτονία είναι συστημικά ζητήματα. Όχι ενδοοικογενειακά.

Τι πιστεύετε για μηχανισμούς όπως η δύναμη του ερωτισμού;

Νομίζω ότι το κέρδος που μπορεί να αποκομίσουν οι γυναίκες από το ερωτικό κεφάλαιο είναι στην πραγματικότητα παγίδα. Επειδή βασίζεται στο παιχνίδι της αποπλάνησης, στους ελιγμούς, στη μυστική και σιωπηλή εκείνη συνθήκη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες ασκούν την εξουσία από έναν χώρο διαφορετικό από κείνον της ορατής και νομιμοποιημένης εξουσίας. Επιπλέον, δεν μου αρέσει η ιδέα του ερωτικού στοιχείου ως μηχανισμού εξουσίας, ούτε ως κεφαλαίου. Θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλες λέξεις για να οικοδομήσουμε μια άλλη πραγματικότητα. Δεν μου αρέσει καν η λέξη "ενδυνάμωση" γιατί η έννοια της "δύναμης" εμπεριέχει πάρα πολλές έννοιες επιβλαβούς αρρενωπότητας: ανταγωνιστικότητα, βία, χειραγώγηση, μεγάλα ψάρια που τρώνε μικρά ψάρια, την πεποίθηση ότι οι πλούσιοι αξίζουν τη θέση τους και ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή είναι ανόητοι, λιπόψυχοι και αναποτελεσματικοί. Η ηθική της λογικής τού «αν θέλεις μπορείς» μου φαίνεται ότι είναι μια από τις πιο καταστροφικές ιδεολογίες που υπάρχουν. Επειδή η ανισότητα των ευκαιριών είναι εμφανής και κάποιες πρέπει να δουλέψουν πολύ πιο σκληρά από τους άλλους για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Ή για να επιβιώσουν απλώς.

Πιστεύετε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες χρειάζεται να επεξεργαζόμαστε ξανά και ξανά την ιστορική μνήμη;

Υπάρχουν πάντα πληγές άσχημα επουλωμένες και πτώματα στην ντουλάπα. Στην πραγματικότητα, όσοι από εμάς εξασκούμε την τέχνη της γραφής, πέρα από τα τυχόν ευάρεστα λόγια, τείνουμε να κάνουμε ορατές τις ρωγμές. Ακόμα και στις φαινομενικά ευτυχισμένες και δίκαιες κοινωνίες. Το να κάνουμε ορατές αυτές τις ρωγμές, που συχνά σχετίζονται με ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος, είναι ένας τρόπος όχι για να καταστρέψουμε ή για να αναγγείλουμε την αποκάλυψη, αλλά για να προχωρήσουμε.

Μπορεί η αντίφαση ανάμεσα στην αναπηρία στο πόδι και στην ακλόνητη θέληση της πρωταγωνίστριας του βιβλίου, της Πάουλα Κινιόνες, να γίνει κατανοητή ως μεταφορά για τη σημερινή μας κοινωνία;

Όταν αποφάσισα ότι η Πάουλα θα ήταν κουτσή, δεν σκεφτόμουν τόσο την κοινωνία μας, όσο μάλλον την εκτός αισθητικού κανόνος ομορφιά ορισμένων γυναικών. Όχι της γυναίκας, αλλά των γυναικών. Γυναίκες διαφορετικές που προωθούν μια ομορφιά διαφορετική, αντίθετη σε μια αντίληψη για την ομορφιά που ασκεί βία στο σώμα μας και μας ομογενοποιεί. Φοβάμαι τα φίλτρα του Instagram και τη χειρουργική βία. Με τρομάζει να είναι όλα τα πρόσωπα το ίδιο πρόσωπο με έντονα ζυγωματικά, καλοσχηματισμένα φρύδια και σαρκώδη χείλη. Επίσης, με τρομάζει να είναι όλα τα κείμενα το ίδιο κείμενο ή όλα τα κέντρα των πόλεων να είναι το κέντρο της ίδιας πόλης. Ο αστικός γλωσσικός και σωματικός «εξευγενισμός» (gentrification) είναι από τις πλέον ορατές αποδείξεις του γεγονότος ότι η αγορά είναι η λογική που δίνει νόημα σε όλα. Ο κυρίαρχος λόγος που δεν φαίνεται πια. Η αόρατη ιδεολογία. Το κανονικό.

Γράφτηκε ότι στο μυθιστόρημά σας αποτίνετε φόρο τιμής στα νουάρ μυθιστορήματα του Ντάσιελ Χάμετ, στο Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο, στον Πίτερ Παν και στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Αληθεύει;

Φυσικά. Για μένα είναι αναπόφευκτες αναφορές, αναγνώσματα που έμειναν για πάντα μέσα μου και με έκαναν να δω την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Μου έδωσαν εικόνες για να καταλάβω τον κόσμο και δεν μπορώ πια να ζήσω χωρίς αυτές. Εμφανίζονται παντού. Οι μεταφορές για την ανάπτυξη του κορμιού, τη σεξουαλικότητα και τον θάνατο που διατρέχουν τον Πίτερ Παν και την Αλίκη. Η Βασίλισσα της Καρδιάς και η φράση της «Πάρτε της το κεφάλι!», τα λευκά πέταλα βαμμένα κόκκινα, τα παιδιά που πετούν έξω από το δωμάτιο, το ρολόι που τρώει ο κροκόδειλος και κάνει τικ τακ στην κοιλιά του. Ούτε θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω εκείνη τη femme fatale, ατελή και μεθυσμένη, με με το καλσόν γεμάτο πόντους, που με κάποιο τρόπο πρωταγωνιστεί στον Κόκκινο Θερισμό. Ούτε τα όνειρα της Σουσάνα Σαν Χουάν στον Πέδρο Πάραμο. Ούτε αυτά τα φαντάσματα που κατοικούν στο παρόν και που βρίσκονται στη ρίζα μιας από τις κύριες φωνές των Μικρών κόκκινων γυναικών: Τα πτώματα ενός ομαδικού τάφου σε αποσύνθεση μιλούν, κάνουν αστεία, αξιολογούν ένα μέλλον στο οποίο δεν μπορούν να κατοικήσουν, η πολυφωνία τους αντηχεί στη συνείδηση του καθενός μας...

Θεωρείτε τον εαυτό σας πολιτικό συγγραφέα;

Νομίζω πως ναι. Θα ήθελα να θεωρούμαι πολιτική συγγραφέας επειδή ασχολούμαι με πολιτικά ζητήματα: τη μνήμη, τη βία, το σώμα, τα ταμπού, την ανισότητα, τον ρατσισμό, την ιδεολογία του έρωτα, την κατάρρευση των μεσαίων τάξεων, τη γλωσσική απίσχναση, τις λιγότερο ευχάριστες πλευρές της μετάβασης από την αναλογική στην ψηφιακή πραγματικότητα, την εμμηνόπαυση, τη σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και οικονομικής βίας, την έννοια της δημοκρατίας και τη θέση της λογοτεχνίας στις κοινωνίες μας, μεταξύ άλλων, θέματα πολιτικά όλα. Αν τα βιβλία μου, ωστόσο, γίνονται αντιληπτά με πολιτικό τρόπο, είναι επειδή προσπαθώ να προσεγγίσω τη γραφή τους με τολμηρό τρόπο. Να μετατρέψω τη γλώσσα σε πρόκληση ώστε οι αναγνώστες να αισθάνονται ότι τους τίθενται ερωτήματα, να μπαίνουν σε σκέψεις εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είναι γραμμένο το κείμενο. Επειδή στη λογοτεχνία, όπως και την τέχνη τελικά, το πώς είναι το τι. Και είμαι συγγραφέας. Δεν είμαι βουλεύτρια ούτε ιστορικός. Είμαι μια πολίτης που επιδίδεται στην τέχνη της γραφής με τον πιο αξιοπρεπή τρόπο που μπορεί.

Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος αμφισβήτησης, ένα αντίδοτο στον φανατισμό;

Ίσως ναι. Βοηθάει πολύ να μην αποδεχόμαστε άκριτα το πραγματικό, να αμφισβητούμε εκείνες τις μορφές κυρίαρχου λόγου που δεν βλέπουμε πλέον, επειδή ταυτίζονται με το κανονικό, το επιθυμητό ή το αναπόφευκτο.

Ποια είναι τα σχέδιά σας ως συγγραφέα;

Να συνεχίσω να γράφω, εφόσον οι αναγνώστες θα είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να δίνουν νόημα στα λόγια μου διαβάζοντάς τα. Επίσης θα ήθελα να αγοράσω ένα μεγαλύτερο σπίτι, αλλά προς το παρόν... δεν γίνεται!

 

Marta Sanz, Μικρές κόκκινες γυναίκες

Εκδόσεις: Carnίvora, 2024
μτφρ: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Σελίδες: 400

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Karla Barajas: Espectáculo de lo decadente // Κάρλα Μπαράχας: Παρακμιακό θέαμα

 

Karla Barajas 

 

Espectáculo de lo decadente

El anciano subió al columpio, con desgano y tristeza, callando el dolor en la espalda y rodillas, para que en la casa nadie se diera cuenta y lo remplazaran con un niño. Resbalando, cayendo y tomando impulso. Sabe lo que les pasa a los viejitos abandonados. Con desgano, sonríe. Afuera de la jaula sus dueños le celebran y le tiran semillitas de girasol como premio.

 

 

Κάρλα Μπαράχας 

 

Παρακμιακό θέαμα 

Ο ηλικιωμένος ανέβηκε στην κούνια, άκεφος και λυπημένος, αποσιωπώντας τους πόνους στην πλάτη και τα γόνατα, ώστε να μην το πάρει είδηση κανείς στο σπίτι και τον αντικαταστήσει μ’ ένα μικράκι. Γλιστρούσε, έπεφτε, ξανάπαιρνε φόρα. Ξέρει πολύ καλά τι συμβαίνει με τους εγκαταλελειμμένους ηλικιωμένους. Άκεφα, χαμογελάει. Έξω από το κλουβί, οι ιδιοκτήτες του πανηγυρίζουν και του πετάνε ηλιόσπορους για επιβράβευση.


μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Πηγή: e-Kuóreo Revista de minicuentos, 30 Μαρτίου 2025

 

Η Κάρλα Μπαράχας γεννήθηκε το 1982 στην Τούξτλα Γουτιέρρες, στη μεξικάνικη Πολιτείας της Τσιάπας. Γράφει μικροδιηγήματα.

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Βιβλιοκριτική του Διονύση Μαρίνου για τις Ξαδέλφες της Aurora Venturini

 

Οι ξαδέλφες της Αουρόρα Βεντουρίνι (κριτική) – Ιστορία μιας μοναδικής κι αλλόκοτης οικογένειας

 

Bookpress, 17 Μαΐου 2025 




 

Για το βιβλίο της Αουρόρα Βεντουρίνι (Aurora Venturini) Οι ξαδέλφες (μτφρ. Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Carnívora).

 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

 

Υπάρχουν δηλώσεις αφηγητών που τις παρακάμπτεις, καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι εμπίπτουν στην κατηγορία εκείνων που η θεωρία της λογοτεχνίας τους κατατάσσει στην κατηγορία «αναξιόπιστοι». Τι γίνεται, όμως, όταν η αφηγήτρια (η μόνη που υπάρχει) του μυθιστορήματος Οι ξαδέλφες της Αουρόρα Βεντουρίνι, η περιλάλητη Γιούνα, δηλώνει ευθαρσώς: «Ήμασταν ασυνήθιστοι, που σημαίνει ότι δεν ήμασταν φυσιολογικοί». Διότι έτσι ακριβώς περιγράφει την οικογένειά της στις πρώτες σελίδες. Έτσι αρχίζει να σκιαγραφεί και το δικό της πορτρέτο. Να την πιστέψουμε; Μας επιτρέπει με όσα λέει και πράττει στη συνέχεια, να παραδεχθούμε το λεχθέν; Η απάντηση είναι κατηγορηματική: Ναι.

Αυτό το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί αλλιώς, παρά μόνο μέσα από τη σαγηνευτική, σκοτεινά αστεία, παιδιάστικη και συχνά ενοχλητική ομιλία της Γιούνα που μας περιγράφει με τον δικό της ιδιοσυγκρασιακό τρόπο όσα συναποτελούν την οικογένεια και την ιστορία της.

Πάνω από όλα έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα λεκτικού ρυθμού και αποδοχής, από τη μεριά του αναγνώστη, της δίχως ανάσα αφήγησης της Γιούνα, που ξεχνάει σημεία στίξης, πέφτει σε επαναλήψεις και χρονικές ανακολουθίες, αλλά πάντα καταλήγει εκεί που θέλει. Η Βεντουρίνι έχει παραδεχθεί πως Οι ξαδέλφες είναι ένα αυτοβιογραφικό έργο, καθώς και η δική της οικογένεια ήταν κάπως «αλλόκοτη».

Όσο για την χωρίς σημεία στίξης αφήγηση, εξηγεί πως αυτά την μπερδεύουν και της δημιουργούν θόρυβο από σκέψεις στο κεφάλι. Όταν δεν αντέχει άλλο, λέει απλώς «διάλειμμα» και σταματάει για να πάρει ανάσα και να συνεχίσει.

Τοποθετημένο στη δεκαετία του 1940 στη Λα Πλάτα, το βιβλίο αφηγείται την ιστορία από την οπτική γωνία της Γιούνα Ρίγκλος, μιας νεαρής γυναίκας και ταλαντούχας (πλην ολότελα εμπειρικής) ζωγράφου. Αν και δυσκολεύεται με την ανάγνωση, τη γραφή και την ομιλία, δεν έχει δείκτη ασφαλείας όταν αρχίσει να μιλάει. Τίποτα δεν είναι εκτός θέματος για τη Γιούνα: ούτε οι σωματικές λειτουργίες, ούτε το σεξ, ούτε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ταμπού. Η αφήγησή της κινείται άγρια από θέμα σε θέμα, αντανακλώντας τόσο τη μοναδική της οπτική γωνία όσο και την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία μεγαλώνει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ενώ η γλώσσα της είναι τραχιά και ανεπεξέργαστη, συχνά χρησιμοποιεί λόγιες λέξεις (ή, τέλος πάντων, λέξεις που δεν θα ταίριαζαν με το μορφωτικό της επίπεδο), τις οποίες αμέσως δικαιολογεί ότι τις βρήκε στο λεξικό. Όσο για την χωρίς σημεία στίξης αφήγηση, εξηγεί πως αυτά την μπερδεύουν και της δημιουργούν θόρυβο από σκέψεις στο κεφάλι. Όταν δεν αντέχει άλλο, λέει απλώς «διάλειμμα» και σταματάει για να πάρει ανάσα και να συνεχίσει.

 

Η οικογένεια της Γιούνα 

Οι γυναίκες στην οικογένεια της Γιούνα είναι σχεδόν όλες τόσο πληγωμένες όσο κι αυτή: σε καθεμία «έλειπε κάτι ή είχε κάποια άλλη αδυναμία». Η μικρότερη αδερφή της Γιούνα, η Μπετίνα, έχει σοβαρή αναπηρία: είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, ενώ δεν μπορεί να αρθρώσει μια κανονική πρόταση. Η Γιούνα δεν διστάζει να την περιγράφει ως «λάθος της φύσης». Μια θεία, η Νενέ, παθαίνει νευρικό κλονισμό μετά τον θάνατο της μητέρας της, με μακάβριες συνέπειες. Και μετά υπάρχουν δύο «ανόητες νεότερες ξαδέρφες».

Η Καρίνα έχει επιπλέον δάχτυλα, μένει έγκυος στα δεκαπέντε και πεθαίνει μετά από μια έκτρωση. Η Πέτρα, μια νάνος, αρχίζει να κάνει σεξ στην ηλικία των δώδεκα ετών και ασκεί «το αρχαιότερο επάγγελμα». Είναι η πιο στενή σύμμαχος της Γιούνα και παίρνει εκδίκηση για τον θάνατο της αδελφής της, σκοτώνοντας τον γείτονα που την άφησε έγκυο, δίχως όμως συνέπειες από τον νόμο. Όπως γίνεται κατανοητό, δεν έχουν να κάνουμε με μια στοργική οικογένεια. Η μητέρα της Γιούνα, δασκάλα, επιβάλλει τακτικά πειθαρχία στις κόρες της χρησιμοποιώντας μια βέργα, ενώ η θεία της Νενέ αποκαλεί τόσο τη Γιούνα όσο και την Καρίνα «καθυστερημένες». Όσο για τον πατέρα, αυτός έχει φύγει πολύ νωρίς αφήνοντας τις γυναίκες να τα βγάλουν πέρα μόνες τους.

Καμία από τις δύο γυναίκες δεν υποστηρίζει την τέχνη της Γιούνα. Η μητέρα της μάλιστα την απορρίπτει ως «παιδική φάση» που σύντομα θα ξεπεράσει.

Η Γιούνα είναι ανελέητη από την πλευρά της. Χλευάζει τη Νενέ. Μάλιστα, κάποια στιγμή της κλέβει τη μασέλα της και την πετάει στην τουαλέτα. Και ενώ θρηνεί για το γεγονός ότι η μητέρα της είναι ταλαιπωρημένη από την εγκατάλειψη και από τα φρικιά που έχει να μεγαλώσει, παραδέχεται: «Ποτέ δεν τη λυπήθηκα επειδή δεν την αγαπούσα». Καμία από τις δύο γυναίκες δεν υποστηρίζει την τέχνη της Γιούνα. Η μητέρα της μάλιστα την απορρίπτει ως «παιδική φάση» που σύντομα θα ξεπεράσει.

Ο μόνος άνθρωπος που ενθαρρύνει τη Γιούνα να συνεχίσει να ζωγραφίζει είναι ο καθηγητής της, Χοσέ Καμαλεόν. Της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα αφού ολοκληρώσει τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών, της αγοράζει χρώματα και οργανώνει την πρώτη της έκθεση. Όταν γίνεται επιτυχημένη, γίνεται κάτι σαν ατζέντης της. Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν καλό Σαμαρείτη, αλλά για κάποιον που έχει τον χαρακτήρα τόσο του ευεργέτη όσο και του αρπακτικού. Αυτό η Γιούνα δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει. Το πόσο τέρας είναι γίνεται φανερό μόνο καθώς προχωρά το μυθιστόρημα.

 

Η βία

Ο καθηγητής δεν είναι ο μοναδικός φορέας της βίας στο μυθιστόρημα. Αντιθέτως, όλο το βιβλίο κινείται μέσα στα βρόμικα νερά της βίας, έστω κι αν η Γιούνα τα αφηγείται πολλές φορές με μια γκροτέσκα διάθεση. Σχεδόν όλοι στο βιβλίο επηρεάζονται από τη βία και τη σκληρότητα, ιδιαίτερα σεξουαλικής φύσης. Η εγκυμοσύνη της Καρίνα προκύπτει από τον βιασμό της από έναν μεγαλύτερο, παντρεμένο γείτονα.

Αυτά τα έργα γίνονται το διαβατήριό της για έναν κόσμο γεμάτο τέχνη και αναγνώριση.

Και παρόλο που η Πέτρα χρησιμοποιεί το σεξ ως όπλο -στην πραγματικότητα, το χρησιμοποιεί για να πάρει την κατάλληλη εκδίκηση για τον θάνατο της αδερφής της-, είναι επίσης θύμα του. Παρακολουθώντας την Πέτρα να λούζεται, η Γιούνα σχολιάζει τους μώλωπες που σκουραίνουν το δέρμα του θλιβερού μικρού της σώματος και ένα ή δύο δαγκώματα και γρατζουνιές που της έχουν προκαλέσει οι πελάτες της. Η Γιούνα έχει την τάση να βελτιώνεται, να θριαμβεύει πάνω από όλα αυτά τα απαίσια περιττώματα και παραμορφώσεις με τα οποία μεγάλωσε. Η τέχνη της τής επιτρέπει να αλλάξει στάτους, να γίνει κάτι άλλο.

Σε όλο το μυθιστόρημα, η ζωγραφική ήταν το μόνο αληθινό της μέσο έκφρασης. Ρίχνει όλα τα συναισθήματα, τις αμφιβολίες και τις παράξενες εικασίες σχετικά με τη ζωή, το πεπρωμένο και τον θάνατο, που δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια, στους πίνακές της. Αυτά τα έργα γίνονται το διαβατήριό της για έναν κόσμο γεμάτο τέχνη και αναγνώριση. Μόνη πλέον, καθώς ακόμη και η Πέτρα την εγκατέλειψε για να παντρευτεί, και μακριά από όλο αυτόν τον συρφετό που αποτελούσε για πολλά χρόνια την οικογένειά της, η Γιούνα μοιάζει εντελώς διαφορετική και συνάμα ίδια με αυτή που γνωρίσαμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Εντέλει, έχουμε να κάνουμε με μια ηρωίδα που δεν γίνεται να την ξεχάσεις.

 

Η ιστορία της Βεντουρίνι

Η ιστορία της Βεντουρίνι έχει κι αυτή το δικό της ενδιαφέρον. Αυτό το λαμπρό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που εναντιώθηκε στην αστική ευγένεια, τον καθωσπρεπισμό και την πολιτική ορθότητα, ήταν το επιστέγασμα της πολυετούς προσπάθειάς της στη λογοτεχνία. Χρειάστηκε να φτάσει έως τα ογδόντα της για να δει ένα έργο της να βραβεύεται. Συγκεκριμένα, για τις Ξαδέλφες έλαβε το 2007 το βραβείο Nueva Novela και έκτοτε έγινε κάτι σαν λογοτεχνικό σύμβολο στην Αργεντινή.

Η Βεντουρίνι πέρασε αρκετά χρόνια ζώντας στο Μπουένος Άιρες. Ήταν στενή φίλη με την Εύα Περόν και γνώρισε τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος της απένειμε ένα βραβείο για ένα πρώιμο έργο της. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Περόν, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλη με πολλούς επιδραστικούς στοχαστές και συγγραφείς, όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Αλμπέρ Καμύ. Σε μια καριέρα που διήρκεσε πάνω από εξήντα χρόνια, δημοσίευσε περισσότερα από σαράντα έργα ως μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια. Αλλά κανένα δεν είχε την ίδια απήχηση που είχαν Οι ξαδέλφες.

Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.


Δυο λόγια για τη συγγραφέα

Η Αουρόρα Βεντουρίνι (1921-2015, Λα Πλάτα) ξεκίνησε τη συγγραφική της πορεία ως ποιήτρια, αλλά γρήγορα ασχολήθηκε και με άλλα λογοτεχνικά είδη. Πολύ νωρίς παρέλαβε από τα χέρια του Χόρχε Λουίς Μπόρχες το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το βιβλίο της El solitario [Ο μοναχικός]. Σπούδασε Φιλοσοφία και Παιδαγωγική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα και διετέλεσε σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Επανεκπαίδευσης του Παιδιού, όπου γνώρισε την Εύα Περόν και ανέπτυξε συνεργασία αλλά και στενή φιλία μαζί της.

Μετά την επονομαζόμενη Απελευθερωτική Επανάσταση που ανέτρεψε το περονικό καθεστώς το 1955, η Βεντουρίνι αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Εκεί έζησε για 25 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Από το γαλλικό κράτος τής απονεμήθηκε ο Σιδηρούς Σταυρός για τις μεταφράσεις του έργου του Φρανσουά Βιγιόν και του Αρθούρου Ρεμπό. Το 2007 έλαβε το βραβείο Nueva Novela για το μυθιστόρημά της Οι ξαδέλφες. «Επιτέλους, μια τίμια επιτροπή», είπε. Ήταν 85 ετών. Μετά από αυτό, τα βιβλία της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και έλαβε πολυάριθμα βραβεία τόσο στην Αργεντινή όσο και σε διεθνές επίπεδο. Πάντα ανατρεπτική και ανήσυχη προσωπικότητα, συνέχισε να γράφει ως το τέλος της ζωής της. 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

ΑΦΙΕΡΩΜΑ, Περιοδικό Χάρτης, ΜΑΪΟΣ 2025: Είναι καλό να ρέει η μετάφραση; ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ



Είναι καλό να ρέει η μετάφραση;
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

________

Επιμέλεια αφιερώματος:
 
Vicente Fernández González
(Συντ. καθηγητής Μετάφρασης & Διερμηνείας, Πανεπιστήμιο Μάλαγας, μεταφραστής)

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
(Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας, ΑΠΘ, μεταφραστής)

 

 

Απευθύναμε το ερωτηματολόγιό μας σχετικά με τις επαγγελματικές πρακτικές στον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης στην Ελλάδα σε σαράντα δύο (42) μεταφραστές και μεταφράστριες στις αρχές του 2024, έχοντας κατά νου τρία κριτήρια κατά την επιλογή των προαναφερθέντων ατόμων: α) να έχουν ένα σχετικά ευρύ και αναγνωρισμένο μεταφραστικό έργο στο ενεργητικό τους, β) να ανήκουν σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες (σχεδόν 50 έτη χωρίζουν το νεαρότερο άτομο της έρευνας από το γηραιότερο, και αντίστροφα) και γ) να εκπροσωπούν όσο το δυνατότερο περισσότερες γλώσσες (20 στο σύνολο, αν δεν έχουμε χάσει το μέτρημα). Τελικά, μέχρι τα μέσα του 2024 που ολοκληρώθηκε η λήψη των απαντήσεων, είχαμε στην κατοχή μας σαράντα (40) συμπληρωμένα ερωτηματολόγια, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο που μας τιμά τόσο για την εμπιστοσύνη των συναδέλφων στα πρόσωπά μας όσο και για τον πολύτιμο χρόνο που αφιέρωσαν στη σύνταξη των απαντήσεων τους στα εφτά ερωτήματα που τους θέσαμε (συν ένα σύντομο βιογραφικό για την περίσταση καθώς και το προσωπικό top-5 των βιβλίων που είχε μεταφράσει μέχρι εκείνη την περίοδο έκαστος/εκάστη). Μας προέκυψε, λοιπόν, στρογγυλός αριθμός, παρότι δεν το επιδιώξαμε. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ ένα αφιέρωμα στη λογοτεχνική μετάφραση και τους ανθρώπους της στη χώρα μας δεν είχε τύχει τέτοιας ανταπόκρισης. Σαράντα άτομα, είκοσι επτά γυναίκες μεταφράστριες και δεκατρείς άνδρες μεταφραστές. Αυτή δεν είναι μια μελέτη με αδιάσειστα στοιχεία ούτε μια αντιπροσωπευτική έρευνα, είναι ένα ταπεινό αφιέρωμα σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό· αλλά, αν κοιτάξουμε τις καριέρες αυτών των ανθρώπων και τις περίπου διακόσιες μεταφράσεις που οι ίδιοι επέλεξαν –και οι οποίες αποτελούν εξέχον μέρος τού σχεδόν 30% που αντιπροσωπεύει η μετάφραση λογοτεχνικών έργων από ξένες γλώσσες στην ελληνική εκδοτική παραγωγή τα τελευταία χρόνια– οι απαντήσεις τους σε αυτό το είδος συλλογικής συνέντευξης φρονούμε ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία και αξία.

Όπως προαναφέραμε, οι ερωτήσεις ήταν επτά (7):

1. Είναι η λογοτεχνική μετάφραση το κύριο επάγγελμα σας; Αν όχι, με ποιες άλλες δραστηριότητες το συνδυάζετε;
2. Ποια είναι η σχέση σας με τους εκδότες όσον αφορά συχνότητα αναθέσεων, συμβόλαια, προθεσμίες, αμοιβές, δικαιώματα; Σε ποιο ποσοστό μεταφράζετε βιβλία που έχετε προτείνει εσείς στον εκδοτικό οίκο;
3. Έχετε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο/ρουτίνα εργασίας; Σε περίπτωση που μεταφράζετε το έργο κάποιου/κάποιας εν ζωή συγγραφέως, συνηθίζετε να ζητάτε τη συνδρομή του/της και πώς;
4. Έχετε μεταφράσει ποτέ συλλογικά; Ποια είναι η γνώμη σας για τη συνεργατική λογοτεχνική μετάφραση;
5. Πώς/Πότε ξέρετε ότι έχετε κάνει μια καλή μετάφραση;
6. Ποιο ήταν το έργο που, μέχρι σήμερα, απετέλεσε τη μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση για εσάς;
Γιατί;
7. Διαβάζετε/Φυλάτε τις κριτικές που έχουν γραφτεί για τις μεταφράσεις σας; Θεωρείτε ότι υπάρχει κριτική μεταφράσεων στην Ελλάδα;

Επτά ερωτήσεις που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές της λογοτεχνικής μεταφραστικής πρακτικής στην Ελλάδα σήμερα: πτυχές που σχετίζονται με την εξέταση της λογοτεχνικής μετάφρασης ως επαγγελματικής δραστηριότητας, πτυχές που σχετίζονται με την εξέταση της μετάφρασης ως λογοτεχνικής δραστηριότητας και πτυχές που σχετίζονται με τη μέθοδο και τη διαδικασία του μεταφράζειν. Η παρουσίαση των απαντήσεων, για την καλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία από το αναγνωστικό κοινό, έχει οργανωθεί με δύο τρόπους: αφενός, προσφέρονται, ατομικά οι πλήρεις απαντήσεις κάθε μεταφραστή/μεταφράστριας στις επτά ερωτήσεις (μαζί με τα ιδιόγραφα σύντομα βιογραφικά σημειώματα, τις φωτογραφίες, που απέστειλαν οι τεσσαράκοντα, και τις επιλεγμένες από τους ίδιους / τις ίδιες μεταφράσεις), και, αφετέρου, προσφέρονται οι σαράντα απαντήσεις σε καθεμία από τις επτά ερωτήσεις ομαδοποιημένες κάτω από τις ακόλουθες επικεφαλίδες: «1. Λόγος περί επαγγέλματος» / «2. Λόγος περί εκδοτών» / «3. Λόγος περί μεθόδου» / «4. Τρόπος συλλογικός» / «5. Η «καλή» μετάφραση» / «6. Λόγος περί προκλήσεως» / «7. Η κρίση της κριτικής». Το αφιέρωμα μπορεί να διαβαστεί και με τους δύο τρόπους, άνετα, ευχάριστα και με εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία. Αυτό το εισαγωγικό σημείωμα θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εδώ με τις ευχαριστίες μας στα σαράντα άτομα που απάντησαν γενναιόδωρα στο ερωτηματολόγιο, καθώς και στον Χάρτη που μας φιλοξενεί. Ωστόσο, τολμούμε να κάνουμε ακολούθως ορισμένα σχόλια/επισημάνσεις, με διαφωτιστικό χαρακτήρα, ορμώμενοι από το πολυεπίπεδο και, κατά τη γνώμη μας, πολύτιμο υλικό που μας προσφέρουν οι απαντήσεις. Οι ακόλουθες γραμμές τροφοδοτούνται από αποσπάσματα, εντός εισαγωγικών, των εν λόγω απαντήσεων.

Αν και, σύμφωνα με τα λόγια μιας από τις ερωτηθείσες, «κάθε πνευματική δραστηριότητα θεωρείται, από την Πολιτεία και τους ιδιώτες, ως πάρεργο», η λογοτεχνική μετάφραση για τον εκδοτικό χώρο είναι το κύριο επάγγελμα –και μέσο βιοπορισμού– του ενός τρίτου των ερωτηθέντων και αποτελεί επαγγελματική δραστηριότητα –σε συνδυασμό με άλλες, όπως η τεχνική μετάφραση, η διερμηνεία, η διδασκαλία γλωσσών, η πανεπιστημιακή καριέρα, η επιμέλεια κειμένων, η λογοτεχνική δημιουργία, το θέατρο, η μουσική…– που καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στον επαγγελματικό βίο των υπολοίπων. Ένα σημάδι επαγγελματισμού είναι η μέριμνα για τη σχολαστική τήρηση των προθεσμιών παράδοσης που έχουν συμφωνηθεί με τους εκδότες, προθεσμίες που συχνά μοιάζουν ασφυκτικές, σε σημείο που να οδηγούν τον μεταφραστή / τη μεταφράστρια στη μη αποδοχή μιας πρότασης, με την άβολη συνθήκη που αυτό μπορεί να συνεπάγεται, καθώς ο βιοπορισμός από τη λογοτεχνική μετάφραση απαιτεί συνεχή ροή παραγγελιών.

Οι σχέσεις μεταξύ εκδοτών και ατόμων που μεταφράζουν στην Ελλάδα τείνουν να είναι καλές, ή ακόμα και πολύ καλές, βασισμένες στην εμπιστοσύνη, και αρκετοί τίτλοι που προτείνονται από μεταφραστές/μεταφράστριες γίνονται δεκτοί από τους εκδοτικούς οίκους. Ωστόσο, ένας μεταφραστής επισημαίνει: «υπάρχει πάντα το ζήτημα των αμοιβών, για τις τόσες ώρες εργασίας είναι ένα κακοπληρωμένο επάγγελμα, και των πνευματικών δικαιωμάτων του μεταφραστή», και μια άλλη φοβάται «πως η συζήτηση γύρω από τις προτιμήσεις των μεταφραστών, την αναγνωρισιμότητά τους, την καταλυτική συμβολή τους σε μια έκδοση […] κερδίζουν έδαφος όσο ψαλιδίζεται η επαγγελματική τους υπόσταση· ένα προπέτασμα καπνού την ώρα που οι όροι εργασίας χειροτερεύουν». Οι συμβάσεις έχουν γίνει καθεστώς, παρότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι όροι τους δεν κάνουν μνεία –παρά το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο– στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των επαγγελματιών της μετάφρασης, και όταν το κάνουν, στην πράξη δεν εφαρμόζονται, εξαιτίας, μεταξύ άλλων παραμέτρων, των ιδιαίτερα χαμηλών ποσοστών που προβλέπονται. Στις απαντήσεις μπορείτε να διαβάσετε πολύ παραστατικές τοποθετήσεις σχετικά με αυτό το ζήτημα: «Με το θέμα των δικαιωμάτων δεν νομίζω ότι έχει ποτέ κανείς μας επαφή», «δικαιώματα δεν υπάρχουν, δεν έχω λάβει ποτέ χρήματα από τις πωλήσεις των βιβλίων που έχω μεταφράσει», «τα πνευματικά δικαιώματα του μεταφραστή στην πράξη είναι μάλλον κάτι άγνωστο και εξωτικό στην Ελλάδα. Πράγμα λογικό και κατανοητό, αφού τα τιράζ της ελληνικής αγοράς είναι πολύ μικρά για τη συντριπτική πλειονότητα των λογοτεχνικών βιβλίων. Και γίνονται όλο και πιο μικρά…». Ενώ υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι «είναι επιτακτική ανάγκη η ύπαρξη ενός συλλογικού προτύπου που θα ορίζει έναν κοινό άξονα για τη διαχείριση των δικαιωμάτων του μεταφραστή, καθιστώντας τον συμμέτοχο της επιτυχίας ενός μεταφρασμένου λογοτεχνικού έργου». Αλλά οι αμοιβές και τα δικαιώματα δεν είναι το μόνο που παρουσιάζει ενδιαφέρον αναφορικά με τις συμβάσεις και τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Μια μεταφράστρια επισημαίνει: «αυτό που ήταν για μένα επίσης πάρα πολύ σημαντικό, και φρόντισα να αναφέρεται στα συμβόλαιά μου, ήταν η έγκριση από μεριάς μου των διορθώσεων της επιμέλειας, γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω ορισμένες σημαντικές επιμελήτριες που με τη δουλειά τους πραγματικά βελτίωναν το τελικό αποτέλεσμα», και ένας μεταφραστής λέει το ίδιο με άλλα λόγια: «εφόσον μια μετάφραση φέρει την υπογραφή μου, κρίνω εύλογο να δίνω ο ίδιος το “τυπωθήτω”, εγκρίνοντας ασφαλώς αρκετές από τις παρατηρήσεις του επιμελητή/διορθωτή».

Οι λέξεις διαβάζω, ανάγνωση είναι εκείνες που επαναλαμβάνονται περισσότερο όταν γίνεται λόγος περί μεθόδου εργασίας, μολονότι δεν διαβάζουν όλοι οι μεταφραστές και όλες οι μεταφράστριες το πρωτότυπο πριν αρχίσουν τη μεταφραστική διαδικασία: «τα βιβλία που μεταφράζω δεν τα διαβάζω προηγουμένως γιατί θέλω να διατηρώ ζωντανό το ενδιαφέρον για την επόμενη σελίδα». Άλλη μια λέξη που επαναλαμβάνεται συχνά είναι η λέξη ύφος: «με απασχολεί πρώτα το ύφος, το να συλλάβω τη φωνή και το ρυθμό του κειμένου». Η μετάφραση λογοτεχνικών έργων είναι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μια πάρα πολύ απαιτητική ενασχόληση: «Η μέθοδος εργασίας μου είναι ολοκληρωτική αφοσίωση στη μετάφραση με το ξεκίνημά της. Πλήρης απουσία “ελεύθερου χρόνου”. Κάθε μετάφραση αποτελεί και μια κατά κάποιο τρόπο ασκητική περίοδο». Οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνονται τα άτομα που μεταφράζουν (προκειμένου να ζητήσουν διευκρινήσεις / να λύσουν απορίες / να αναζητήσουν πληροφορίες) ποικίλουν, αλλά αναμφίβολα, η αποστολή ερωτήσεων στον/στην συγγραφέα τού προς μετάφραση έργου είναι μια πολύ συχνή πρακτική με ευτυχή κατάληξη: «συνηθίζω να στέλνω τις ερωτήσεις μου στους εν ζωή συγγραφείς και ομολογώ ότι οι απαντήσεις τους είναι διαφωτιστικές και με έχουν σώσει από λάθη και παραβλέψεις»· παρότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα: «έχει τύχει να ζητήσω διευκρινίσεις από συγγραφείς, στις περισσότερες περιπτώσεις έχω πάρει ευγενικές απαντήσεις, όχι όμως πάντα κατατοπιστικές». Και κάτι ακόμα, η διαδικασία της μετάφρασης απαιτεί συχνά πολλή έρευνα: «Στην περίπτωση, λοιπόν, της κλασικής λογοτεχνίας, η έλλειψη αναπληρώνεται από τις κριτικές μελέτες, τα ιστορικά λεξικά, τις βιογραφικές πληροφορίες, τις σημειώσεις των ίδιων των συγγραφέων και φυσικά το σύνολο του έργου τους: Όλα αυτά με βοηθούν να εγκαθιδρύσω μια ιδεατή “επικοινωνία” με τον δημιουργό».

Σχεδόν οι μισοί από τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην έρευνα έχουν θετικές ή πολύ θετικές εμπειρίες από συλλογικές πρακτικές μετάφρασης, οι οποίες σε κάθε περίπτωση φαίνεται να παίζουν εξέχοντα ρόλο στην εκπαίδευση των μεταφραστών/μεταφραστριών. Πολύ ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη είναι η μαρτυρία που συλλέχθηκε σε μία από τις απαντήσεις: «ως μαθήτρια στη λογοτεχνική μετάφραση, έμαθα να φτιάχνω ένα εσωτερικό πολυφωνικό μεταφραστικό εργαστήριο για να προσεγγίσω κάθε κείμενο που μετέφραζα, να αμφισβητώ και να πολλαπλασιάζω τις λύσεις μου, να γίνομαι επιμελήτρια και κριτής του δικού μου κειμένου κ.ο.κ.». Υπάρχουν και τα άτομα που δεν έχουν ασκηθεί στη συλλογική μετάφραση ούτε νιώθουν την παρόρμηση να το κάνουν επειδή τη βρίσκουν ξένη προς τον τρόπο με τον οποίο κατανοούν και ασκούν τη μεταφραστική πράξη, αλλά υπάρχουν και θετικές αντιδράσεις από ανθρώπους που, χωρίς να έχουν την εμπειρία, θεωρούν ότι θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ακόμη και πολύ επιθυμητή. Ένας από τους μεταφραστές μας, με επαγγελματικό αισθητήριο, συνοψίζει τις λογοτεχνικές αρετές της συλλογικής/συνεργατικής μετάφρασης και εφιστά την προσοχή σε μια καθοριστική εξωλογοτεχνική πτυχή: «σε γενικές γραμμές πιστεύω πως η συλλογική μετάφραση είναι ποιοτικά πάντα καλύτερη: οι μεταφραστικές ικανότητες και οι προσπάθειες των μελών της ομάδας αθροίζονται (και αναπτύσσονται έτι περαιτέρω), το τελικό προϊόν είναι πιο ισορροπημένο, η όποια «κρυφή» συγγραφική μανία/διαστροφή του ατομικού μεταφραστή τιθασεύεται, το πνεύμα και το γράμμα του συγγραφέα υπηρετούνται εντιμότερα, η μετάφραση είναι διαφανέστερη (ως προς το πρωτότυπο) και εναργέστερη στη γλώσσα προορισμού. Ωραία όλα αυτά, καλά και άγια, όμως η αμοιβή επιμερίζεται σε πολλά άτομα! Συμπέρασμα: η συλλογική μετάφραση με περισσότερα από δύο άτομα δύσκολα μπορεί να αποκτήσει σταθερά μια θέση στην πιάτσα. Ειδικά όταν έχει να αντιμετωπίσει τις γλίσχρες αμοιβές που τείνουν να γίνουν ο κανόνας στην εκδοτική αγορά της χώρας μας».

Πότε ξέρετε ότι έχετε κάνει μια καλή μετάφραση; Ποτέ, δηλώνει εμφατικά ένα σημαντικό ποσοστό των 40 ατόμων που έστειλαν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιό μας: «δεν το ξέρω ποτέ». Ορισμένες φορές ακούνε τον έπαινο από κάποιον τρίτο: «Tο μαθαίνω από τους διορθωτές ή τον υπεύθυνο παραγωγής και, αφότου το βιβλίο εκδοθεί, από τους αναγνώστες ή τους κριτικούς.», ή απλώς όταν «το δοκίμιο που παραλαμβάνω από τον επιμελητή έχει ελάχιστες διορθώσεις»· κάποιες άλλες φορές είναι απλώς μια (δι)αίσθηση: «το νιώθω», «το διαισθάνομαι», «όταν την ευχαριστιέμαι διαβάζοντάς τη δυνατά». Αλλά, «τι είναι μια καλή μετάφραση;», αναρωτιέται μια από τις μεταφράστριές μας και προσθέτει: «Θα ήταν σκόπιμο, λοιπόν, να θέσουμε το ζήτημα αντίστροφα, λέγοντας ότι η αληθινή πρόκληση είναι να αποφευχθεί μια κακή μετάφραση». «Tι είναι μια καλή μετάφραση» είναι ένα ζήτημα που παραπέμπει στον τίτλο του αφιερώματός μας· ε λοιπόν, για το εν λόγω ζήτημα η ομάδα των τεσσαράκοντα έχει ποικίλες απαντήσεις. Ιδού μία από αυτές: «στον άξονα πιστή μετάφραση – καλή μετάφραση, τοποθετούμαι ασυζητητί υπέρ της καλής (της όμορφης άπιστης, όπως λένε στα γαλλικά), αυτής που ρέει στα ελληνικά σαν καλό κείμενο ελληνικής λογοτεχνίας και δεν υποχρεώνει τον αναγνώστη να σταματά κάθε τόσο και να ξαναδιαβάζει ένα απόσπασμα για να καταλάβει τι εννοεί ο συγγραφέας». Ένας άλλος μεταφραστής το εκφράζει ως ακολούθως: «όταν αυτό που διαβάζω ρέει στα Ελληνικά και δεν νιώθω ότι διαβάζω ένα κείμενο με δυσλειτουργικά σημεία», και κάποιος άλλος εκφράζεται με παρόμοιους όρους: «όταν διαβάζω τη μετάφραση αφού την τελειώσω και βλέπω πόσο ρέει ο λόγος». Μια ξεκάθαρη άποψη, αρκετά ευρέως αποδεκτή, η οποία όμως βρίσκει αντίλογο σε μια απάντηση σε κάποια άλλη από τις ερωτήσεις μας: «απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα, κατά πόσο θα πρέπει να “ρέει” η μετάφραση, θα έλεγα ότι πρέπει να ρέει ακριβώς στον βαθμό που το θέλησε αντίστοιχα ο συγγραφέας. Η αίσθηση που γεννά το μετάφρασμα, η δυσφορία, η άνεση, η αποστασιοποίηση, η ταύτιση, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη του πρωτότυπου». Την ως άνω άποψη τη συμμερίζονται αρκετοί/ές επαγγελματίες· ένας άλλος μεταφραστής το θέτει ως εξής: «η μετάφραση πρέπει να ρέει ή να σκοντάφτει ακριβώς όσο και το πρωτότυπο», κι κάποια άλλη εξηγεί: «είναι καλή η μετάφραση μου όταν, επεκτείνοντας τα όρια της γλώσσας-στόχου, δεν κατέφυγα σε μεταφραστικές ευκολίες, δεν “ισοπέδωσα” ούτε “λείανα” τις λεκτικές ή πολιτιστικές διαφορές που αναμφίβολα υπάρχουν ανάμεσα στα δύο έργα – κάτι που θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του μεταφραστικού εγχειρήματος».

Οι απαντήσεις στο ερώτημα περί των μεταφραστικών προκλήσεων αποτελούν ένα εντατικό μάθημα λογοτεχνίας και λογοτεχνικής μετάφρασης, ένα μάθημα που το συνιστούμε ανεπιφύλακτα και γι’ αυτό δεν θα προβούμε σε κανενός είδους σπόιλερ. Εστιάζουμε, ωστόσο, σε μία από τις απαντήσεις, πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες, η οποία δείχνει τον δυναμισμό και την ένταση της επαγγελματικής πρακτικής της λογοτεχνικής μετάφρασης.: «Αυτό αλλάζει [σ.σ. η μεταφραστική πρόκληση]. Και είναι πάντα το βιβλίο που μεταφράζω τώρα. Γιατί μόνο όταν το αναγορεύω μέσα μου ως το καλύτερο, το σπουδαιότερο, το ανώτερο απ’ όλα, μπορώ να του τα δώσω όλα».

Σχεδόν όλοι/ες οι συνάδελφοί μας διαβάζουν τις κριτικές των βιβλίων που μεταφράζουν και έχουν δημοσιευτεί σε κάποιο μέσο ενημέρωσης. Υπάρχουν εκείνοι/ες που τις κρατούν, υπάρχουν και εκείνοι/ες που δεν το κάνουν. Γενικά, ωστόσο, λέει ένας από τους μεταφραστές μας, «συναντώ κριτικές που εστιάζουν κυρίως στην περιγραφή και ανάλυση του περιεχομένου του εκάστοτε βιβλίου και ελάχιστα στην ίδια τη μετάφραση». Αυτή, εκπεφρασμένη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τείνει να είναι η γνώμη της πλειονότητας. Κάποιος άλλος μεταφραστής εκφράζει την ίδια άποψη ως εξής: «Η κριτική μεταφράσεων είναι σπάνια έως ανύπαρκτη»· ενώ κάποιος άλλος δίνει στο ζήτημα μια άλλη διάσταση: «Η κριτική, θετική ή αρνητική, στη μετάφραση ενός λογοτεχνικού βιβλίου καμία σχεδόν σημασία δεν έχει για το αναγνωστικό κοινό, ενώ μικρή είναι και η σημασία της ακόμα για τους “εντός των τειχών”». Τα συμπεράσματα που συνάγονται από τις εν λόγω απαντήσεις είναι πολλά και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.

Το ερωτηματολόγιο μας προσέφερε έναν θησαυρό απαντήσεων, αλλά αυτό που μας χαροποιεί περισσότερο είναι τα ρητά ή έμμεσα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτές τις απαντήσεις, ερωτήματα που, φυσικά και μοιραία, θα συνεχίσουν να μας απασχολούν.

Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Μάιος του 2025

 

στο αφιέρωμα χαρτογραφούν:


Μαρία Αγγελίδου

Βίκυ Αλυσσανδράκη

Σοφία Αυγερινού

Άννα Βερροιοπούλου

Έφη Γιαννοπούλου

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Ευγενία Γραμματικοπούλου

Μαρία Γυπαράκη

Αγαθή Δημητρούκα

Δήμητρα Δότση

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής

Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη

Παναγιώτης Ευαγγελίδης

Γεωργία Ζακοπούλου

Ιωάννα Ηλιάδη

Γιάννης Καλιφατίδης

Αλέξης Καλοφωλιάς

Μάγκυ Κοέν

Λένα Κορομηλά

Γιώργος Κυριαζής

Αχιλλέας Κυριακίδης

Μιχάλης Μακρόπουλος

Αργυρώ Μαντόγλου

Ιφιγένεια Ντούμη

Μαρία Ξυλούρη

Μαρία Οικονομίδου

Γιάννης Παλαβός

Μαρία Παλαιολόγου

Βασίλης Παπαγεωργίου

Κλαίρη Παπαμιχαήλ

Άννα Παπασταύρου

Νίκος Πρατσίνης

Ισμήνη Ραντούλοβιτς

Αγγελική Σιγούρου

Θωμάς Σκάσσης

Σωτήρης Σουλιώτης

Ευρυβιάδης Σοφός

Νίκη Σταυρίδη

Βάσια Τζανακάρη

Αθηνά Ψυλλιά

 


 

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Ο Καβάφης στην εποχή του. 32 κείμενα


Ο Καβάφης στην εποχή του. 32 κείμενα  

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

 

Επιμέλεια: Τάκης Καγιαλής

Εκδόσεις: Opportuna 

 

Συγγραφείς


Αγγελική Μούσιου

Δέσποινα Γεμέλου

Βασίλης Λέτσιος

Εμμανουέλα Κάντζια

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος

Φιόνα Αντωνελάκη

Χριστίνα Ντουνιά

Μιχαήλα Καραμπίνη - Ιατρού

Αλέξανδρος Κατσιγιάννης

Χριστίνα Κώστογλου

Λευτέρης Παπαλεοντίου

Χρύσα Θεολόγου

Λάμπρος Βαρελάς

Ευριπίδης Γαραντούδης

Δήμητρα Ραζάκη

Μελίνα Τζώρτζη

Σοφία Ζησιμοπούλου

Δημήτρης Πολυχρονάκης

Κώστας Καραβίδας

Γεωργία Πατερίδου

Σωκράτης Νιάρος

Γιάννης Παπαθεοδώρου

Βασιλική Δημουλά

Αφροδίτη Αθανασοπούλου

Βασίλης Λεντάκης

Βικτωρία Διαμάντη

Αναστασία Νάτσινα

Έλλη Φιλοκύπρου

Πασχάλης Νικολάου

Βασίλης Αλεξίου

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Κ. Π. Καβάφης - Luis Cernuda. Μια ανάγνωση εκ παραλλήλου

Ελένη Παπαργυρίου

Πάνος Βλαγκόπουλος

Τάκης Καγιαλής

 

Στόχος της παρούσας συλλογικής προσπάθειας είναι η ιστορική αναπλαισίωση της καβαφικής ποίησης και η μεθοδική επανένταξη του ποιητή και του έργου στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής τους. Οι 32 πρωτότυπες μελέτες που συγκροτούν το βιβλίο εστιάζονται στη διάρκεια της ζωής του Κ.Π. Καβάφη και επιχειρούν μια δραστική και πολυπρισματική αναψηλάφηση των ιστορικών και πολιτισμικών συμφραζομένων της παραγωγής, αλλά και της αρχικής πρόσληψης και προβολής του έργου του στην Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό μεταξύ άλλων εξετάζονται: οι δημιουργικές πρακτικές και οι αναγνωστικές συνήθειες του ποιητή, οι αλληλεπιδράσεις του με συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, οι ποικίλες όψεις της συγχρονικής πρόσληψης του καβαφικού έργου, οι συνάφειες της καβαφικής ποίησης με τους λόγους και τις πρακτικές άλλων τεχνών και επιστημών, οι πρώτες βιογραφικές απεικονίσεις του ποιητή, οι παλαιότερες μεταφράσεις της ποίησής του κ.ά.


 

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Στρογγυλό τραπέζι: «Περί αμοιβών ο λόγος»

 Φεστιβάλ Μετάφρασης της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης 2025





·         Κυριακή 11/05/2025 και ώρα 12.00, αίθουσα D, Συνεδριακό Κέντρο Νικόλαος Γερμανός (2ος όροφος, Περίπτερο 8)


Τίτλος εκδήλωσης: «Περί αμοιβών ο λόγος»

Περιγραφή: Το παρόν πάνελ επιδιώκει να αναδείξει το ακανθώδες ζήτημα των αμοιβών στη μετάφραση για τον εκδοτικό χώρο και στην οπτικοακουστική μετάφραση. Στόχος της συζήτησης είναι αφενός να καταγράψει την προσωπική εμπειρία σημαντικών επαγγελματιών του χώρου της διαγλωσσικής επικοινωνίας και αφετέρου να προτείνει, σε νέους και νέες επαγγελματίες, κάποιους τρόπους για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων και τον υπολογισμό βιώσιμων αμοιβών. Για τον σκοπό αυτό, θα παρουσιαστεί, μεταξύ άλλων, ένα χρήσιμο εργαλείο, ο Οδηγός για των Υπολογισμό Αμοιβών, ο οποίος περιλαμβάνει ειδικές ενότητες για τη μετάφραση στον εκδοτικό χώρο και την οπτικοακουστική μετάφραση. Ο εν λόγω οδηγός κυκλοφόρησε το 2024, διατίθεται δωρεάν και αποτελεί συλλογικό έργο επαγγελματιών μεταφραστών και ακαδημαϊκών δασκάλων.

Συμμετέχοντες: Δήμητρα Δότση, Μεταφράστρια λογοτεχνίας, Βασίλης Μπαμπούρης, Διευθυντής Σπουδών Κέντρου Εκπαίδευσης Μεταφραστών meta|φραση και μεταφραστής λογοτεχνίας, Κατερίνα Γουλέτη, Υποτιτλίστρια, μέλος ΕΔΙΠ Τομέας Μετάφρασης και Διαπολιτισμικών Σπουδών Τμήμα Αγγλικής ΑΠΘ

Συντονιστής: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας, ΑΠΘ – Μεταφραστής.




Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Talleres de traducción colectiva de poesía esp > gri, Festival LEA 2025

 












Απαιτείται καλή γνώση της ελληνικής και της ισπανικής γλώσσας και ελάχιστη μεταφραστική εμπειρία.

Τιμή: 20€

Διάρκεια εργαστηρίου: 2 ώρες

Μέγιστος αριθμός συμμετεχόντων: 15

Πληροφορίες και εγγραφές:

Αλίκη Μανωλά:

inscripciones@lea-festival.com