Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025
Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
Βιβλιοκριτική της Φανής Χατζή για το Κουίρ 2024 - Βίωμα, Τέχνη, Θεωρία
Κουίρ 2024 – Βίωμα, Τέχνη, Θεωρία
Συλλογικό, επιμέλεια Γιώτα Τεμπρίδου, εκδ. Ψηφίδες
Ήδη από την προπερσινή χρονιά, οι
εκδόσεις Ψηφίδες επέδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για ζητήματα που άπτονται της
κουίρ θεωρίας. Στην προπερσινή λίστα μετρούσαμε τρία βιβλία τους, με το ένα από
αυτά να απευθύνεται σε παιδιά, και στη φετινή άλλα δύο. Το 2024 κατέφτασε στα
ράφια των βιβλιοπωλείων ένας συλλογικός τόμος που ετοιμαζόταν πολύ καιρό, ένα
φροντισμένο πόνημα με τίτλο Κουίρ 2024 – Βίωμα, Τέχνη, Θεωρία. Με τη συμβολή
πολλών ατόμων και συνδετικό κρίκο την επιμελήτρια του τόμου και συγγραφέα Γιώτα
Τεμπρίδου, προέκυψε αυτή η πολυφωνική έκδοση με βιωματικά, λογοτεχνικά και
δοκιμιακά κείμενα.
Το Κουίρ
2024 είναι από τα βιβλία που θέλεις να έχεις στη βιβλιοθήκη ή στο
κομοδίνο σου για να επιστρέφεις διαρκώς, διαχρονικό και ταυτόχρονα χρονικά
προσδιορισμένο. Το «2024» στον τίτλο δηλώνει μια απόπειρα του τόμου να
αφουγκραστεί το κουίρ στη σημερινή πραγματικότητα, όπως το ζουν τα συμμετέχοντα
υποκείμενα τη δεδομένη χρονική στιγμή. Στον «κουιροτόμο» αυτόν, όμως, δεν
υπάρχει καμία οριοθέτηση ή ορισμός του κουίρ, παρά μόνο ένας πολυπρισματικός
εορτασμός του. Το αποτέλεσμα είναι μια διεκδίκηση χώρου απτή, λόγω του όγκου
της έκδοσης, αλλά και συμβολική. Το πιο κουίρ απ’ όλα είναι ότι το βιβλίο
διατέμνει τα είδη, καθώς η λογοτεχνικότητα εισβάλλει στα κείμενα που
κατηγοριοποιήθηκαν ως βιωματικά και το βίωμα τρυπώνει στην Τέχνη και στον Λόγο
που βρίσκονται εντός του.
Φανή Χατζή, BookPress, 17-01-2025
Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025
O Emiliano Monge στις Εκδόσεις Carnívora σε μτφρ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ρημαγμένοι τόποι
Ο Εμιλιάνο Μόνχε
[Emiliano Monge] γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1978. Σπούδασε Πολιτικές
Επιστήμες στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, όπου εργάστηκε ως
διδάσκων για αρκετά χρόνια. Αρθρογραφεί για διάφορα έντυπα, ενώ έχει μόνιμη
στήλη στην εφημερίδα El País. Το έργο του, που έχει μεταφραστεί σε
πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ολλανδικά, πορτογαλικά, τουρκικά,
ελληνικά), περιλαμβάνει τις συλλογές διηγημάτων Arrastrar esa sombra (2008), και La superficie más honda (2017), και τα
μυθιστορήματα Morirse de memoria
(2011), El cielo árido (2012), Ρημαγμένοι τόποι [Las tierras arrasadas] (2018), No contar todo (2018), Tejer la oscuridad (2020) και Justo antes del final (2022).
Ο Μόνχε, σε πρόσφατη συνέντευξη στην El País (8 Σεπτεμβρίου 2024),
υποστηρίζει ότι οι συγγραφείς είναι σαν τα χταπόδια: «Υπάρχει ένας κεντρικός
εγκέφαλος, που είναι ο συγγραφέας, και μετά κάθε πλοκάμι, που είναι κάθε
βιβλίο, επίσης με τον δικό του εγκέφαλο. Το καθένα από αυτά προσλαμβάνει με
τρόπο διαφορετικό την πέτρα ή την άμμο στον πάτο της θάλασσας, τη θερμοκρασία
του νερού».
Εκδόσεις Carnívora
Τίτλος πρωτοτύπου: Tierras arrasadas
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025
Το Tiempos recios του Mario Vargas Llosa σύντομα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μτφρ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
ΑΓΡΙΟΙ ΚΑΙΡΟΙ [απόσπασμα]
ΧΧΙΙ
Θα του είχαν πάει πολύ καλύτερα τα πράγματα, σκέφτηκε
πολλές φορές ο πρώην αντισυνταγματάρχης Ενρίκε Τρινιδάδ Ολίβα, αν είχε αποδεχτεί
την πρόταση που του είχε κάνει εκείνο το πρωί, εξ ονόματος του Στρατού της
Γουατεμάλας, ο αρχηγός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, συνταγματάρχης Πέδρο
Καστανίνο Γκαμάρα. Αλλά, θα είχαν τηρήσει άραγε τη συμφωνία να τον κρατήσουν
μόνο για δύο χρόνια σε στρατιωτική φυλακή, με καλή μεταχείριση και καταβάλλοντας
ανελλιπώς τη σύνταξή του, αν ζητούσε την αποστράτευσή του;
Κατά πάσα πιθανότητα, όχι. Αλλά μάλλον
δεν θα είχε περάσει, μετά από εκείνη τη συνομιλία, τα επόμενα πέντε χρόνια περιοδεύοντας
σε κάθε στρατιωτική και πολιτική φυλακή σε ολόκληρη τη Γουατεμάλα, ένα
ακατανόητο, αυθαίρετο, ηλίθιο και ταπεινωτικό οδοιπορικό, ένας σαδιστικός Γολγοθάς,
μόνο και μόνο για να τον κάνουν να υποφέρει και να πληρώσει για ένα έγκλημα που
τεχνικά δεν είχε διαπράξει. Μα δεν ήταν ο Δομινικανός εκείνος που πυροβόλησε
δύο φορές και σκότωσε τον Καστίγιο Άρμας; Ένα έγκλημα που θα ήθελαν να είχαν
διαπράξει όλοι εκείνοι οι συνταγματάρχες, οι αντισυνταγματάρχες, οι ταγματάρχες
και οι λοχαγοί, οι οποίοι ένιωθαν χαρούμενοι που κάποιος επιτέλους το έκανε, με
προεξάρχοντα στη χαρά εκείνον τον καριόλη, τον στρατηγό Μιγκέλ Ιδίγορας
Φουέντες, ο οποίος απολάμβανε τώρα μια Προεδρία που, φυσικά, δεν του άξιζε.
Στη διάρκεια εκείνων των πέντε ετών
είχε εκδιωχθεί ταπεινωτικά από τον Στρατό, έχοντας χάσει το δικαίωμα στη
σύνταξη, λόγω του πιο επονείδιστου των εγκλημάτων –προδοσία κατά της Πατρίδας–,
και τόσο η γυναίκα του, όσο και τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει, και είχαν
μετακομίσει στη Νικαράγουα, νιώθοντας, κατά πως φαίνεται, ντροπή να φέρουν το
επώνυμό του, αφού βέβαια προηγουμένως πουλήσαν το σπίτι του, αδειάσαν όλες τις
οικονομίες του στην τράπεζα και τον παράτησαν πιο φτωχό κι από ζητιάνο. Και φυσικά
τον λησμόνησαν και δεν πήγαν ποτέ να τον επισκεφτούν ούτε του ξαναέστειλαν
φαγητό όπως έκαναν τους πρώτους μήνες του εγκλεισμού του. Ακόμα και οι γονείς
και τα αδέρφια του τον είχαν ξεχάσει, σαν να ήταν ουσιαστικά η ντροπή της
οικογένειας.
Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν
ότι δεν έγινε ποτέ δίκη, ότι ποτέ δεν καταδικάστηκε ούτε μπόρεσε να
υπερασπιστεί τον εαυτό του, ότι οι δικηγόροι που είχαν αναλάβει την υπεράσπισή
του στην αρχή –ή που, τουλάχιστον, προσποιούνταν ότι τον υπερασπίζονταν– τον
εγκατέλειψαν κι εκείνοι όταν πλέον δεν μπορούσε να τους καταβάλλει την αμοιβή
τους, αφού η σύζυγος, τα παιδιά του και οι λοιποί συγγενείς τον είχαν αφήσει
στην απόλυτη ένδεια.
Επί πέντε χρόνια είχε ζήσει
ανάμεσα σε δολοφόνους και κλέφτες, παιδοκτόνους και μητροκτόνους και πατροκτόνους,
διεστραμμένους και παιδόφιλους και έκφυλους κάθε είδους, αναλφάβητους Ινδιάνους
που δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν στη φυλακή, και είχε φάει τις βρομιές που
τάιζαν τους κρατούμενους, και υπεραμυνόταν της παρθενιάς του κώλου του με
δαγκώματα και κλωτσιές όταν οι διάφοροι ακόλαστοι, εκμεταλλευόμενοι τον συγχρωτισμό
και τον συνωστισμό σ’ εκείνα τα ομαδικά μπουντρούμια που έμοιαζαν με χοιροστάσια
γεμάτα με λογιών λογιών τέρατα, προσπαθούσαν να του την αφαιρέσουν.
Σ’ αυτά τα πέντε χρόνια από φυλακή
σε φυλακή, ο πρώην αντισυνταγματάρχης αναγκάστηκε να τρώει το ένα σκατό μετά το
άλλο, άθλιες νερουλές σούπες, βρόμικο ψωμί χωρίς ψίχα, ρύζι γεμάτο μαμούνια
και, σε κάποια μέρη, ακόμα και με γρύλους, βατράχια, χελώνες, μυρμήγκια και
φίδια. Και άντε, τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστημα, κάποιες νύχτες που τον
κατάτρωγε το άγχος, τον έπιανε η τρέλα και αυνανιζόταν σαν μαθητούδι· αργότερα,
όμως, του κόπηκε η σεξουαλική όρεξη κι έμεινε ανίκανος.
Όταν, ύστερα από δύο ή τρία
χρόνια που το αιτούνταν σε όποια φυλακή κι αν τον έστελναν, πείστηκε ότι δεν θα
καθόταν ποτέ ενώπιον κάποιου δικαστή, πολύ λιγότερο ενώπιον ενός ειδικού δικαστηρίου,
και σκέφτηκε ότι τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του θα τα περνούσε έτσι, αποφάσισε
να αυτοκτονήσει. Αλλά ούτε αυτό δεν ήταν εύκολο στις φυλακές της Γουατεμάλας.
Μπόρεσε να φτιάξει μια θηλιά με το παντελόνι και το πουκάμισό του και, μένοντας
μόνο με το σώβρακο, προσπάθησε να κρεμαστεί την ώρα που κοιμόντουσαν οι συγκρατούμενοί
του. Το αποτέλεσμα ήταν γκροτέσκο. Έδεσε το υποτιθέμενο σχοινί σε μια δοκό της οροφής,
το τύλιξε γύρω από τον λαιμό του και, υψώνοντας τα πόδια του, το μόνο που κατάφερε
ήταν μια γελοία πτώση στο πάτωμα όταν το σχοινί λύθηκε, αφού πρώτα έσπασε στα
δύο τη σαρακοφαγωμένη δοκό στην οποία ήταν στερεωμένο. Άρχισε να γελάει στο
σκοτάδι, σκεπτόμενος ότι η αδικία της οποίας είχε πέσει θύμα έφτανε στο σημείο
να τον εμποδίσει να αυτοκτονήσει.
Όταν, στη φυλακή του
Τσιτσικαστενάνγκο, μια ωραία πρωία ο δεσμοφύλακας του ανακοίνωσε ότι είχε κηρυχθεί
αμνηστία που τον συμπεριελάμβανε κι εκείνον, δεν συγκινήθηκε καν. Ήταν ένα σκελετωμένο
ον που έξυνε με μανία όλη μέρα το κεφάλι του για να συνθλίψει τις ψείρες· είχε
πολύ μακριά και μπερδεμένα μαλλιά και γένια· τα παπούτσια, το πουκάμισο και το
παντελόνι του ήταν λιωμένα. Τον πέταξαν στον δρόμο χωρίς δεκάρα στην τσέπη και
μόνο με τα κουρελιασμένα ρούχα που φορούσε. Και χωρίς κανένα έγγραφο που να
πιστοποιούσε την ταυτότητά του. Ευτυχώς, κανείς δεν μπορούσε να τον
αναγνωρίσει. Ήταν άλλος άνθρωπος.
Αρκετές εβδομάδες αργότερα,
έφτασε στην Πόλη της Γουατεμάλας, ζητιανεύοντας, περνώντας τις νύχτες στο
ύπαιθρο, διαπράττοντας μικροκλοπές στα μποστάνια για να τραφεί. Δεν ήξερε πού
να πάει μήτε τι να κάνει. Σε όλο το ταξίδι κατάφερε να επιβιώσει κάνοντας γελοίες
μικροδουλειές, όπως το ξεβοτάνισμα ενός αγροκτήματος, η αφαίρεση βράχων και λιθαριών
από κάποιο μονοπάτι, κι όλα αυτά για ένα γλίσχρο μεροκάματο. Στην πρωτεύουσα
έμεινε στο άσυλο για άπορους και αναξιοπαθούντες μιας ευαγγελικής εκκλησίας.
Εκεί έκανε μπάνιο και σαπουνίστηκε μετά από πολλά χρόνια. Και φόρεσε ρούχα, που
του έδωσε το ευαγγελικό ίδρυμα, που ήταν λιγότερο παλιά από εκείνα που φορούσε.
Μπόρεσε να κόψει τα μαλλιά του και να ξυριστεί. Ο καθρέφτης τού έδειξε το
πρόσωπο ενός ηλικιωμένου, παρότι μόλις είχε κλείσει τα πενήντα.
Επέζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα με περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες, όπως θυρωρός, οδοκαθαριστής ή νυχτοφύλακας σε φαρμακεία και υπαίθριες αγορές. Ώσπου μια μέρα, περνώντας έξω από ένα καζίνο, θυμήθηκε εκείνον τον κοσμηματοπώλη με την κακή φήμη, τον Αχμέντ Κουρόνι, τον Τούρκο, τον οποίο, σε συνεννόηση με τον Δομινικανό, τον είχαν βάλει ως παρένθετο πρόσωπο σε κάποιο καζίνο. Του έγραψε ένα γράμμα, ζητώντας του δουλειά και, ω του θαύματος, ο Τούρκος του απάντησε δίνοντάς του ραντεβού. Έμεινε έκπληκτος όταν είδε έναν πρώην στρατιωτικό να μπαίνει στο γραφείο του. Όταν άκουσε την ιστορία που μέσες άκρες του είπε ο Ενρίκε, τον λυπήθηκε. Φυσικά και θα του έβρισκε μια δουλίτσα, του υποσχέθηκε, και θα τον βοηθούσε να βγάλει ταυτότητα. Και, τι έκπληξη, το έπραξε! Λίγο καιρό αργότερα, ο Τρινιδάδ Ολίβα ορίστηκε υπεύθυνος ασφαλείας των χώρων παράνομου τζόγου που είχε ο Τούρκος Κουρόνι στην πρωτεύουσα της Γουατεμάλας.
>.<>.<
Άγριοι καιροί
Είναι άραγε η ιστορία η μυθοπλαστική διαστρέβλωση της πραγματικότητας;
Γουατεμάλα, 1954. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του Κάρλος Καστίγιο Άρμας, που χρηματοδοτήθηκε και οργανώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω της CIA, και με την καταλυτική, όσο και βρόμικη, συνδρομή του Χασάπη της Ελλάδας, πρέσβη Τζον Έμιλ Πιουριφόι, ανατρέπει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Χακόμπο Άρμπενς. Πίσω από αυτό το βίαιο γεγονός κρύβεται ένα ψέμα που παρουσιάστηκε ως αλήθεια, ένα ψέμα που άλλαξε τη μοίρα της Λατινικής Αμερικής: η ανυπόστατη κατηγορία, εκ μέρους της κυβέρνησης του Αϊζενχάουερ, με την προσεπικουρία σύσσωμου σχεδόν του αμερικανικού Τύπου και της πανίσχυρης United Fruit, ότι ο Άρμπενς ενθάρρυνε την είσοδο του σοβιετικού κομμουνισμού στην αμερικανική ήπειρο.
Οι Άγριοι καιροί είναι μια κυνική και αιματοβαμμένη ιστορία διεθνών συνωμοσιών, προδοσίας και αντικρουόμενων συμφερόντων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο απόηχος της οποίας αντηχεί μέχρι σήμερα.
Σε αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα, που συνδέεται άμεσα με το τόσο επιτυχημένο και πολυδιαβασμένο Η γιορτή του τράγου, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα αναπλάθει μυθιστορηματικά την πραγματικότητα βασιζόμενος σε δύο ειδών μυθοπλασίες: εκείνη του αφηγητή που αναδημιουργεί ελεύθερα χαρακτήρες και καταστάσεις και εκείνη των ταγών της εξουσίας που ανερυθρίαστα θέλησαν να ελέγξουν την πολιτική και την οικονομία μιας ηπείρου, χειραγωγώντας την ιστορία της.
Το Tiempos recios του Mario Vargas Llosa, που θα κυκλοφορήσει εντός του 2025 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, αφηγείται, με όπλο πάντα τη μυθοπλασία, την πολύπαθη ιστορία της Γουατεμάλας (και ολόκληρης της Κεντρικής Αμερικής υπό τη σκιά των ΗΠΑ) στα μέσα του περασμένου αιώνα. Το βιβλίο απέσπασε το βραβείο Francisco Umbral το 2019. Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025
Un poema de Xel-Ha López Méndez / Ένα ποίημα της Σελ-Χα Λόπες Μέντες
Xel-Ha López Méndez
Cuando era niña
en el mercado vendían
unos pollos pintados de colores
el mío se llamaba rutilio
y vivió dos días y medio
su casa era un poco
más grande que la mía
la hice con cuidado
y cartón viejo
tenía la comodidad
de un almohadón
formado con los restos
de un trapo de cocina
y toda mi atención
que era mucha
quizá demasiada
mi cariño es
siempre ha sido
una caja muy
grande
que se llena y
se vacía
de vez en
cuando
al bañarlo
a rutilio
lo maté
de frío o de calor
ya no me acuerdo
lloré mucho
al ver sus patas tiesas
lo enterré yo sola
en una jardinera en la
banqueta
yo no sé
si entendí la muerte entonces
pero mi corazón se sintió
como una isla
lloré mucho
no supe aprender sola
a cuidar la vida de los pollos
pero me construí con los retazos
una enorme casa al centro
de mí misma
donde a veces
la vida apenas se sostiene
y otras tantas
me encuentro de colores
aprendiendo a medir
la temperatura
exacta de las cosas.
Xel-Ha López
Méndez, Guadalajara, México, 1991. Poeta, traductora y artista. Su libro Crónicas
de un nuevo siglo (ámbar, 2016) se encuentra en PDF para
descarga libre.
Σελ-Χα Λόπες Μέντες
Όταν ήμουν μικρούλα
πουλούσαν στην αγορά
κάτι χρωματιστά
κοτοπουλάκια
το δικό μου το έλεγαν
ρουτίλιο
κι έζησε δυόμισι μέρες
το σπίτι του ήταν λίγο
μεγαλύτερο από το δικό
μου
το έφτιαξα με έγνοια
και παλιά χαρτόνια
είχε τις ανέσεις
μιας μαξιλάρας
φτιαγμένης από κουρέλια
κουζινόπανων
κι όλο μου το νοιάξιμο
που ήταν πολύ
ίσως υπερβολικό
η τρυφερότητά μου είναι
πάντα ήταν
ένα πολύ μεγάλο κουτί
που γεμίζει κι αδειάζει
περιστασιακά
καθώς τον έκανα μπάνιο
τον ρουτίλιο
τον σκότωσα
από κρύο ή από ζέστη
δεν θυμάμαι πια
έκλαψα πολύ
όταν είδα τα άκαμπτα
ποδαράκια του
τον έθαψα μόνη μου
στο χώμα ενός δέντρου
στο
πεζοδρόμιο
δεν ξέρω
αν κατάλαβα τον θάνατο
τότε
αλλά η καρδιά μου
ένιωσε
σαν να ’ταν νησί
έκλαψα πολύ
δεν κατάφερα από μόνη
μου να μάθω
να φροντίζω ζωντανά κοτοπουλάκια
αλλά κατασκεύασα με τα
απομεινάρια
ένα τεράστιο σπίτι στο
κέντρο
του εαυτού μου
όπου ορισμένες φορές
η ζωή μετά βίας διατηρείται
κι άλλες τόσες
νιώθω πολύχρωμη
μαθαίνοντας να μετρώ
την ακριβή
θερμοκρασία των
πραγμάτων.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος
H Σελ-Χα Λόπες Μέντες (Γουαδαλαχάρα, Μεξικό, 1991) είναι ποιήτρια,
μεταφράστρια και καλλιτέχνις. Το βιβλίο της Crónicas de un nuevo siglo (εκδόσεις ámbar, 2016) είναι διαθέσιμο σε PDF για δωρεάν λήψη.
Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025
Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025
Ξενοδοχεία, πρεσβείες, αρχαιολογικοί χώροι: υλικό για γραφιάδες, της Marta Sanz
https://www.hartismag.gr/hartis-73/pyxides/ksenodokheia-presveies-arkhaiologhikoi-khwroi-iliko-ghia-ghrafiades
Τον Ιούνιο του 2024 η ισπανίδα συγγραφέας Μάρτα Σανθ επισκέφθηκε την
Αθήνα προσκεκλημένη τους Festival LEA και των εκδόσεων Carnívora με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του μυθιστορήματός
της Μικρές κόκκινες γυναίκες, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Δύο εβδομάδες μετά από την επιστροφή της στη Μαδρίτη, στις 4 Ιουλίου 2024, δημοσίευσε
(κάποιες) από της εντυπώσεις της στην εβδομαδιαία στήλη της στην εφημερίδα El País. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο της σε μετάφραση Κωνσταντίνας
Δράτσα.
Ξενοδοχεία, πρεσβείες, αρχαιολογικοί χώροι: υλικό
για γραφιάδες
Από τη βεράντα του ξενοδοχείου μπορεί κανείς
να απολαύσει μια πανοραμική θέα της Αθήνας
που, σε γενικό πλάνο, είναι μια λευκή κουβέρτα. Στη μία άκρη υψώνεται η Ακρόπολη· στο βάθος, ο
Παρθενώνας μοιάζει με κατασκευή lego. Νιώθω σαν τον Δία-Λώρενς Ολίβιε στο Η σύγκρουση των
Τιτάνων με τα οπτικά εφέ του Ρέι Χαριχάουζεν: ο Θεός χειραγωγεί ανθρώπινες φιγούρες πάνω σ’
έναν κύκλο. Κατεβαίνοντας από
τα ύψη, η Αθήνα έχει άλλα χρώματα, ηλιοκαμένα,
φθαρμένα, μυρωδάτα. Τα αυτοκίνητα εισβάλλουν σε στενά σοκάκια που οδηγούν στο Μοναστηράκι και τα καταστήματά
του με τα στοιβαγμένα ρολά υφασμάτων. Μου αρέσει η ανομοιομορφία, αλλά επίσης
και η οκταγωνική ισορροπία των
Αέρηδων. Οι γάτες της Πλάκας και της Κεντρικής Αγοράς. Το φως είναι τόσο διαπεραστικό που οι φωτογραφίες βγαίνουν σαν καμένες. Εμείς, οι τουρίστριες, φοράμε κασκέτα
και κοιτάζουμε τους άστεγους της Αθήνας που στα μυθιστορήματα του
Ροντρίγο Ρέι Ρόσα είναι μετενσαρκώσεις των σοφιστών. Δεν υπάρχει κανένα στυλιζάρισμα,
παρά μόνο σεβασμός στον άνθρωπο σε μια εποχή απαξίωσης της κοινωνικής
δικαιοσύνης. Για τον Ρέι Ρόσα, ο Μπολάνιο έγραψε: «Το να τον διαβάζεις
είναι σαν να μαθαίνεις να γράφεις».
Ο Ροντρίγο προετοιμάζει
μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο για τη
Σάρα Μέσα κι εμένα. Μας συνοδεύει ο συγγραφέας και ελληνιστής Πέδρο Ολάγια –το τελευταίο του έργο έχει τον
τίτλο Αιγαίου Λόγος–, και μαζί του μοιραζόμαστε τη χαρά της μάθησης μέσω της παρατήρησης. Όταν κοιτάζουμε ένα
έργο τέχνης, κάτι αγγίζει την καρδιά μας πέρα από τη λογική, αλλά έχοντας το πλαίσιο και τη γνώση η απόλαυση αυξάνεται.
Γίνεται προνόμιο, και σαν
προνομιούχα όντα περιπλανιόμαστε στις αίθουσες –κάποιες κλειστές
λόγω έλλειψης προσωπικού– και θαυμάζουμε το χαμόγελο
κορών και κούρων· τα κόκκινα κρίνα της ανοιξιάτικης τοιχογραφίας που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα π.Χ.· τα
τηγανόσχημα ημερολόγια της Αφροδίτης –οστά,
κολπικά ανοίγματα, κύματα και άνεμοι–· τον χάλκινο Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, του οποίου ο γαλήνιος έλεγχος μιας
χαμένης τρίαινας ενσαρκώνει μια ιδέα
της τέχνης που είναι ξένη προς την έντονη σωματική προσπάθεια. Σε άλλη αίθουσα, ένα παιδί αναβάτης με
σφιγμένους μύες ιππεύει το πολύ
γρήγορο άλογό του. Η Αφροδίτη, επίσης, βγάζει το σανδάλι της για να βαρέσει τον Πάνα, ο οποίος έχει αρχίσει να
γίνεται φορτικός. Δύο γυναίκες και
δύο άντρες συγγραφείς επισκέπτονται ένα αρχαιολογικό
μουσείο. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση αυτού του φρεσκοσυντηρημένου δημοφιλή
Δία, αν και το δημοφιλής ακούγεται ινσταγκραμικό, και παρατηρώ πόσο χοντροί δείχνουμε. Η είσοδος στο
Αρχαιολογικό Μουσείο θα έπρεπε να είναι φθηνότερη, αλλά τα αθλητικά
παπούτσια, τα κινητά
τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας και οι συναυλίες της Τέιλορ Σουίφτ που
υποτίθεται ότι είναι λιγότερο ελιτίστικα είναι
πολύ, πολύ ακριβότερα. Στο σπίτι του Ισπανού πρέσβη, ένας συνδαιτυμόνας παρατηρεί ότι οι πλούσιοι στην Ελλάδα
εξευτελίζονται κάνοντας ουρά σε πολυτελή καταστήματα.
Του απαντώ ότι το βρίσκω μια χαρά. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο
δεν υπάρχει ουρά.
Μάλλον αγνοούμε τι σημαίνει πολυτέλεια.
Για να καλύψουμε τα νώτα
μας από τυχόν κατηγορίες περί ελιτισμού –πρεσβείες, αρχαιολογικοί χώροι, υλικό για γραφιάδες– τρώμε στα Εξάρχεια,
την γειτονιά των αναρχικών. Εκεί
υπάρχουν μνημειώδη αντικαπιταλιστικά γκράφιτι, υπαίθριοι
κινηματογράφοι, ταβέρνες, εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία
όπως το Polyglot, όπου ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παρουσιάζει την εξαιρετική μετάφρασή του των Μικρών κόκκινων γυναικών. Στα Εξάρχεια εξακολουθούν να υπάρχουν
διαμαρτυρίες και επεισόδια, πνεύμα παραβατικό
τητας, αλλά με τον τρόπο τους είναι καθαρή γκλαμουριά, στα πρόθυρα μόδας, του συρμού, όπως συμβαίνει
στη Μαδρίτη με τη Μαλασάνια ή το Τραστέβερε. Πήγα στην Αθήνα μετά από πρόσκληση του λογοτεχνικού φεστιβάλ ΛΕΑ. Ο Κώστας, ο ταξιτζής του φεστιβάλ, μου
εξήγησε ότι η λέξη «ταξί» προέρχεται από
τα ελληνικά και μου έκανε μια αποκάλυψη: «Δεν έχω ανάγκη να δουλεύω. Είμαι
πλούσιος». Νομίζω ότι αστειεύεται. «Έχω 30 διαμερίσματα στην Αθήνα. Το
μηνιαίο εισόδημά μου είναι 20.000 ευρώ». Λαβωμένοι πένητες σοφιστές στην πλατεία Συντάγματος, νέοπλουτοι που στήνονται στην ουρά,
κονσερβοποιημένοι επαναστάτες, ταξιτζήδες που δουλεύουν από χόμπι,
η σιωπηλή πολυτέλεια της αυθεντικής εξουσίας. Κεφαλαλγία και ταξί είναι λέξεις που
προέρχονται από τα ελληνικά. Η ουτοπία και η δυστοπία επίσης.
Μετάφραση: Κωνσταντίνα Δράτσα
Η Μάρτα
Σανθ [Marta Sanz,
Μαδρίτη, 1967] είναι σήμερα μια από τις πιο καταξιωμένες Ισπανίδες συγγραφείς.
Τα έργα της έχουν βραβευτεί με τα σημαντικότερα βραβεία ισπανικής λογοτεχνίας,
όπως το βραβείο μυθιστορήματος Herralde, το βραβείο Ojo Crítico ή το βραβείο
Vargas Llosa για τα διηγήματά της, μεταξύ άλλων.
H Κωνσταντίνα
Δράτσα γεννήθηκε το 1992 στην Λάρισα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας
και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές μεταφράσεις όπως Άσμα
δημώδες και άλλα ποιήματα της Blanca Varela (Librofilo & Cο, 2024), και
«Τα φαλάγγια του Σαν Φερνάντο» του Fernando Sorrentino (περιοδικό Χάρτης,
τεύχος, 71, Νοέμβριος 2024).