Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Το Tiempos recios του Mario Vargas Llosa σύντομα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μτφρ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ [απόσπασμα]




ΧΧΙΙ

 

Θα του είχαν πάει πολύ καλύτερα τα πράγματα, σκέφτηκε πολλές φορές ο πρώην αντισυνταγματάρχης Ενρίκε Τρινιδάδ Ολίβα, αν είχε αποδεχτεί την πρόταση που του είχε κάνει εκείνο το πρωί, εξ ονόματος του Στρατού της Γουατεμάλας, ο αρχηγός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, συνταγματάρχης Πέδρο Καστανίνο Γκαμάρα. Αλλά, θα είχαν τηρήσει άραγε τη συμφωνία να τον κρατήσουν μόνο για δύο χρόνια σε στρατιωτική φυλακή, με καλή μεταχείριση και καταβάλλοντας ανελλιπώς τη σύνταξή του, αν ζητούσε την αποστράτευσή του;

Κατά πάσα πιθανότητα, όχι. Αλλά μάλλον δεν θα είχε περάσει τα πέντε χρόνια που ακολούθησαν μετά από εκείνη τη συνομιλία περιοδεύοντας σε κάθε στρατιωτική και πολιτική φυλακή σε ολόκληρη τη Γουατεμάλα, ένα ακατανόητο, αυθαίρετο, ηλίθιο και ταπεινωτικό οδοιπορικό, ένας σαδιστικό Γολγοθάς, μόνο και μόνο για να τον κάνουν να υποφέρει και να πληρώσει για ένα έγκλημα που τεχνικά δεν είχε διαπράξει. Μα δεν ήταν ο Δομινικανός εκείνος που πυροβόλησε δύο φορές και σκότωσε τον Καστίγιο Άρμας; Ένα έγκλημα που θα ήθελαν να είχαν διαπράξει όλοι εκείνοι οι συνταγματάρχες, οι αντισυνταγματάρχες, οι ταγματάρχες και οι λοχαγοί, οι οποίοι ένιωθαν χαρούμενοι που κάποιος επιτέλους το έκανε, με προεξάρχοντα στη χαρά εκείνον τον καριόλη, τον στρατηγό Μιγκέλ Ιδίγορας Φουέντες, ο οποίος απολάμβανε τώρα μια Προεδρία που, φυσικά, δεν του άξιζε.

Στη διάρκεια εκείνων των πέντε ετών είχε εκδιωχθεί ταπεινωτικά από τον στρατό, έχοντας χάσει το δικαίωμα στη σύνταξη, λόγω του χειρότερου των εγκλημάτων –προδοσία κατά της Πατρίδας–, και τόσο η γυναίκα του, όσο και τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει, και είχαν μετακομίσει στη Νικαράγουα, νιώθοντας, κατά πως φαίνεται, ντροπή να φέρουν το επώνυμό του, αφού βέβαια προηγουμένως πουλήσαν το σπίτι του, αδειάσαν όλες τις οικονομίες του στην τράπεζα και τον παράτησαν πιο φτωχό και από ζητιάνο. Και φυσικά τον λησμόνησαν και δεν πήγαν ποτέ να τον επισκεφτούν ούτε του ξαναέστειλαν φαγητό όπως έκαναν τους πρώτους μήνες του εγκλεισμού του. Ακόμα και οι γονείς και τα αδέρφια του τον είχαν ξεχάσει, σαν να ήταν ουσιαστικά η ντροπή της οικογένειας.

Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι δεν έγινε ποτέ δίκη, ότι ποτέ δεν καταδικάστηκε ούτε μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ότι οι δικηγόροι που είχαν αναλάβει την υπεράσπισή του στην αρχή –ή που, τουλάχιστον, προσποιούνταν ότι τον υπερασπίζονταν– τον εγκατέλειψαν κι εκείνοι όταν πλέον δεν μπορούσε να τους καταβάλλει την αμοιβή τους, αφού η σύζυγος, τα παιδιά του και οι λοιποί συγγενείς τον είχαν αφήσει στην απόλυτη ένδεια.

Επί πέντε χρόνια είχε ζήσει ανάμεσα σε δολοφόνους και κλέφτες, παιδοκτόνους και μητροκτόνους και πατροκτόνους, διεστραμμένους και παιδόφιλους και έκφυλους κάθε είδους, αναλφάβητους Ινδιάνους που δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν στη φυλακή, και είχε φάει τις βρωμιές που τάιζαν τους κρατούμενους, και υπεραμυνόταν της παρθενιάς του κώλου του με δαγκώματα και κλωτσιές όταν οι διάφοροι ακόλαστοι, εκμεταλλευόμενοι τον συγχρωτισμό και τον συνωστισμό σ’ εκείνα τα ομαδικά μπουντρούμια που έμοιαζαν με χοιροστάσια γεμάτα με λογιών λογιών τέρατα, προσπαθούσαν να του την αφαιρέσουν.

Σ’ αυτά τα πέντε χρόνια στις φυλακές, ο πρώην αντισυνταγματάρχης αναγκάστηκε να τρώει το ένα σκατό μετά το άλλο, άθλιες νερουλές σούπες, βρόμικο ψωμί χωρίς ψίχα, ρύζι γεμάτο μαμούνια και, σε κάποια μέρη, ακόμα και με γρύλους, βατράχια, χελώνες, μυρμήγκια και φίδια. Και, τουλάχιστον το πρώτο διάστημα, κάποιες νύχτες που τον κατάτρωγε το άγχος, τον έπιανε η τρέλα να αυνανίζεται σαν μαθητούδι. Αργότερα, του κόπηκε η σεξουαλική όρεξη κι έμεινε ανίκανος.

Όταν, ύστερα από δύο ή τρία χρόνια που το ζητούσε σε όποια φυλακή κι αν τον έστελναν, πείστηκε ότι δεν θα καθόταν ποτέ ενώπιον κάποιου δικαστή, πολύ λιγότερο ενώπιον ενός ειδικού δικαστηρίου, και σκέφτηκε ότι τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του θα τα περνούσε έτσι, αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Αλλά ούτε αυτό δεν ήταν εύκολο στις φυλακές της Γουατεμάλας. Μπόρεσε να φτιάξει μια θηλιά με το παντελόνι και το πουκάμισό του και, μένοντας μόνο με το σώβρακο, προσπάθησε να κρεμαστεί την ώρα που κοιμόντουσαν οι συγκρατούμενοί του. Το αποτέλεσμα ήταν γκροτέσκο. Έδεσε το υποτιθέμενο σχοινί σε μια δοκό της οροφής, το τύλιξε γύρω από τον λαιμό του και, υψώνοντας τα πόδια του, το μόνο που κατάφερε ήταν μια γελοία πτώση στο πάτωμα όταν το σχοινί λύθηκε, αφού πρώτα έσπασε στα δύο τη σαρακοφαγωμένη δοκό στην οποία ήταν στερεωμένο. Άρχισε να γελάει στο σκοτάδι, σκεπτόμενος ότι η αδικία της οποίας είχε πέσει θύμα έφτανε στο σημείο να τον εμποδίσει να αυτοκτονήσει.

Όταν, στη φυλακή του Τσιτσικαστενάνγκο, μια ωραία πρωία ο δεσμοφύλακας του ανακοίνωσε ότι είχε κηρυχθεί αμνηστία που τον συμπεριελάμβανε κι εκείνον, δεν συγκινήθηκε καν. Ήταν ένα σκελετωμένο ον που έξυνε με μανία όλη μέρα το κεφάλι του για να συνθλίψει τις ψείρες· είχε πολύ μακριά και μπερδεμένα μαλλιά και γένια· τα παπούτσια, το πουκάμισο και το παντελόνι του ήταν λιωμένα. Τον πέταξαν στον δρόμο χωρίς δεκάρα στην τσέπη και μόνο με τα κουρελιασμένα ρούχα που φορούσε. Και χωρίς κανένα έγγραφο που να πιστοποιούσε την ταυτότητά του. Ευτυχώς, κανείς δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Ήταν άλλος άνθρωπος.

Αρκετές εβδομάδες αργότερα, έφτασε στην Πόλη της Γουατεμάλας, ζητιανεύοντας, περνώντας τις νύχτες στο ύπαιθρο, διαπράττοντας μικροκλοπές στα μποστάνια για να τραφεί. Δεν ήξερε πού να πάει μήτε τι να κάνει. Σε όλο το ταξίδι κατάφερε να επιβιώσει κάνοντας γελοίες μικροδουλειές, όπως το ξεβοτάνισμα ενός αγροκτήματος, η αφαίρεση βράχων και λιθαριών από κάποιο μονοπάτι, κι όλα αυτά για ένα γλίσχρο μεροκάματο. Στην πρωτεύουσα έμεινε στο άσυλο για άπορους και αναξιοπαθούντες μιας ευαγγελικής εκκλησίας. Εκεί έκανε μπάνιο και σαπουνίστηκε μετά από πολλά χρόνια. Και φόρεσε ρούχα, που του έδωσε το ευαγγελικό ίδρυμα, που ήταν λιγότερο παλιά από αυτά που φορούσε. Μπόρεσε να κόψει τα μαλλιά του και να ξυριστεί. Ο καθρέφτης τού έδειξε το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου, παρότι μόλις είχε κλείσει τα πενήντα.

Επέζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα με περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες, όπως θυρωρός, οδοκαθαριστής ή νυχτοφύλακας σε φαρμακεία και υπαίθριες αγορές. Ώσπου μια μέρα, περνώντας έξω από ένα καζίνο, θυμήθηκε εκείνον τον κοσμηματοπώλη με την κακή φήμη, τον Αχμέντ Κουρόνι, τον Τούρκο, τον οποίο, σε συνεννόηση με τον Δομινικανό, τον είχαν βάλει ως παρένθετο πρόσωπο σε κάποιο καζίνο. Του έγραψε ένα γράμμα, ζητώντας του δουλειά και, ω του θαύματος, ο Τούρκος του απάντησε δίνοντάς του ραντεβού. Έμεινε έκπληκτος όταν είδε έναν πρώην στρατιωτικό να μπαίνει στο γραφείο του. Όταν άκουσε την ιστορία που μέσες άκρες του είπε ο Ενρίκε, τον λυπήθηκε. Φυσικά και θα του έβρισκε μια δουλίτσα, του υποσχέθηκε, και θα τον βοηθούσε να βγάλει ταυτότητα. Και, τι έκπληξη, το έπραξε! Λίγο καιρό αργότερα, ο Τρινιδάδ Ολίβα ορίστηκε υπεύθυνος ασφαλείας των χώρων παράνομου τζόγου που είχε ο Τούρκος Κουρόνι στην πρωτεύουσα της Γουατεμάλας.


Το Tiempos recios του Mario Vargas Llosa, που θα κυκλοφορήσει εντός του 2025 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, αφηγείται, με όπλο πάντα τη μυθοπλασία, την πολύπαθη ιστορία της Γουατεμάλας (και ολόκληρης της Κεντρικής Αμερικής υπό τη σκιά των ΗΠΑ) στα μέσα του περασμένου αιώνα. Το βιβλίο απέσπασε το βραβείο Francisco Umbral το 2019. Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου