Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Αμπντόν Ουμπίδια: Η ιστορία των βρώσιμων βιβλίων


Αμπντόν Ουμπίδια

Η ιστορία των βρώσιμων βιβλίων

Η πείνα από τα μαλλιά της πιάνεται. Μια μέρα συνέβη στον Μπλουμ αυτό που έχει συμβεί σε τόσους και τόσους: κουράστηκε να είναι φτωχός. Και αντί να γράφει βιβλία, άρχισε να τα φτιάχνει. Ξύπνησε ένα πρωί και είχε γίνει εκδότης. Αλλά –ούτε η πείνα του ούτε το εγώ του μπορούσαν να επιτρέψουν κάτι διαφορετικό–, εκδότης πολύ πρωτότυπων βιβλίων: βρώσιμων βιβλίων. Τα βιβλία του ήταν βρώσιμα. Τα φύλλα φτιαγμένα από ζυμάρι παρόμοιο με εκείνο για τις όστιες, αλλά εύκαμπτο· το μελάνι δεν ήταν μελάνι, παρά σκουρόχρωμο σιρόπι· τα εξώφυλλα από μπισκότο. Έτσι, αν εξαιρέσεις τους συλλέκτες και τους εκκεντρικούς, ο κοινός αναγνώστης, ενόσω διάβαζε το βιβλίο του, σιγά σιγά, στην κυριολεξία, το καταβρόχθιζε. Ή, καλύτερα: το γευόταν. Το αφομοίωνε, ούτως ειπείν, κατά τρόπο πιο σαφή και οριστικό. Σύντομα η επιχείρηση γνώρισε επιτυχία. Ο Μπλουμ τη λάνσαρε ωραία. Οι παλιές λογοτεχνικές του φιλοδοξίες τού είχαν φανεί εξαιρετικά χρήσιμες: ο ίδιος έγραφε τα διαφημιστικά σλόγκαν της εταιρείας του. Φυσικά, ορισμένες φορές, επιστράτευε κάτι παλιές, πολύ μακρινές πλέον, προσωπικές αλήθειες τις οποίες ως εκ θαύματος, μέσω των δημοσίων σχέσεων, τις μετέτρεπε σε συλλογικές αλήθειες, με νέο, ειρήσθω εν παρόδω, περιεχόμενο. Ένα από αυτά τα σλόγκαν, με ολοκαίνουργιες συνυποδηλώσεις, έλεγε: «ΦΙΛΤΑΤΕ, ΑΝ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΜΕ ΕΣΑΣ, ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΤΕ ΝΑ ΤΟ ΒΓΑΛΕΤΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΑΣ».   
            Ο Μπλουμ άρχισε να πλουτίζει.
            Για να ανανεωθεί και, κυρίως, για να διατηρήσει πάντα το πλεονέκτημα σε σχέση με τους αναπόφευκτους μιμητές του, επινόησε νέες γραμμές παραγωγής: τα βιβλία με γεύσεις –σοκολάτα, βανίλια, καφές κ.λπ.–, τα βρώσιμα βιβλία δίχως γράμματα, οι λευκές σελίδες των οποίων απλώς χρησίμευαν για να τις φάει κανείς ή, ακόμα, τα «μη βρώσιμα βιβλία» που δεν τα προτίμησε κανείς γιατί ο κόσμος έλεγε πως δεν κατόρθωνε να τα ξεχωρίσει από τα απλά κανονικά βιβλία. Αντίθετα, τα βιβλία με γεύσεις γνώρισαν αλησμόνητη επιτυχία. Οι σελίδες ενός τεράστιου μυθιστορήματος, το θέμα του οποίου ήταν η ιστορία ενός ψαριού, είχαν τη μυρωδιά του, και ένα άλλο που αναφερόταν στο μεγάλο φαγοπότι μερικών συνταξιούχων δικαστικών, καθώς προχωρούσε η πλοκή, συνδύαζε διαφορετικές γεύσεις: αρνί, χοιρινό, κοτόπουλο, φράουλες με σαντιγί και λοιπά.
            Να μην πολυλογούμε, ο Μπλουμ έφτασε να γίνει πάρα πολύ πλούσιος και τόσο οι πολιτικές όσο και οι επιχειρηματικές σχέσεις του διευρύνονταν μέρα με τη μέρα.
            Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα –ένας παγωμένος αχνός στα τζάμια των παραθύρων και μια μαύρη πλάκα στον ουρανό– χτύπησε την πόρτα του ο ποιητής Γκρέι, παλιός σύντροφος από τα χρόνια της θλίψης. Ο Μπλουμ τον είδε να καταφτάνει ως κακό προάγγελμα. Σχεδόν ένιωσε τρόμο όταν τον είδε: ισχνός, φτωχός, χαμένος. Δεν κατάλαβε τι συνέβη μέσα του, αλλά για ένα δευτερόλεπτο νόμισε ότι έβλεπε τον εαυτό του, όπως ήταν πριν πολλά χρόνια, να μπαίνει σε αυτό το γραφείο που για ένα δευτερόλεπτο έπαψε να είναι δικό του.
            Ο ποιητής Γκρέι δίχως να τον χαιρετήσει ψέλλισε:
            «Έρχομαι για να σου πουλήσω μια ιδέα».
            Η καρδιά του Μπλουμ, ξαφνικά σκοτεινιασμένη, του απάντησε: «Τι μου ’ρθες; Άντε από δω. Πήγαινε πίσω στο παρελθόν σου και στη μιζέρια σου. Και στα επαναστατικά καμώματά σου. Μη μου χαλάς τη μέρα. Δεν είμαι πια αυτός που ήμουν. Είμαι άλλος. Έχω άλλες ιδέες. Άλλη θέση στην κοινωνία. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε». Αυτό είπε η καρδιά του. Αντιθέτως, το στόμα του, άδειο και κούφιο όπως κάθε στόμα, περιορίστηκε να του πει:
            «Καθώς βλέπεις, δεν μου λείπουν οι ιδέες».
            «Τότε να πηγαίνω», ήταν η μόνη απάντηση του ποιητή Γκρέι.
            Ο Μπλουμ θα έπρεπε να είχε εκμεταλλευτεί το ξερό και κακότροπο ύφος του Γκρέι, να είχε σηκωθεί από το πελώριο δερμάτινο κάθισμά του, που βρισκόταν πίσω από το πελώριο επαγγελματικό γραφείο του, να του είχε τείνει το χέρι για ένα οριστικό αντίο και να του είχε πει: «Ναι, δίνε του επιτέλους. Και μην μου ξανάρθεις ποτέ. Μακριά από μένα για πάντα. Έκανες τις επιλογές σου, δέξου το ρίσκο τους. Εγώ πρέπει να σε ξεχάσω. Δεν είσαι τίποτ’ άλλο από κατάλοιπο ενός παρελθόντος και κάποιων ιδεών που έχω αποφασίσει να ξεχάσω. Εγώ πλέον δεν θέλω ούτε να αλλάξω τη ζωή μου ούτε να αλλάξω τον κόσμο, γιατί η ζωή μου και ο κόσμος με άλλαξαν εμένα. Εγώ το επέλεξα. Δεν είμαι πλέον ο ποιητής των λέξεων και της ζωής, ο προφήτης των ονείρων και των ουτοπιών που δεν εκπληρώνονται ποτέ. Έγινα ένας ευυπόληπτος πολίτης. Πολίτης ενός κόσμου δικού μου, συγκεκριμένου, που εσύ απειλείς. Άντε από δω. Δεν θα κερδίσεις τίποτα από μένα». Αυτά έπρεπε να του είχε πει. Αλλά η φωνή του ήχησε στο λαρύγγι του με άλλες λέξεις, πολύ διαφορετικές:
            «Περίμενε. Μίλα».
            Ο ποιητής Γκρέι μίλησε.
            Όντως, επρόκειτο για μια ιδέα. Υπό άλλες συνθήκες ο Μπλουμ θα είχε ενοχληθεί. Η έπαρση και η αλαζονεία του θα έτριζαν όμοια με σκουριασμένα ροδάκια μέσα στο μυαλό του. Όμως τώρα δεν έγινε έτσι. Γιατί στις λέξεις του ποιητή Γκρέι συνειδητοποίησε την καθυστερημένη άφιξη ενός ηττημένου πλάσματος που εκλιπαρούσε με λαχτάρα για μια τελευταία θέση στο ίδιο εκείνο τρένο που δεν είχε θελήσει ποτέ του να πάρει. Ο ποιητής Γκρέι, γερασμένος, πνιγμένος από τα χρέη, στα σαράντα του, ήθελε να μπει και εκείνος στον κόσμο των επιχειρήσεων. Αυτό σκέφτηκε τουλάχιστον ο Μπλουμ.
            Η πρότασή του ήταν η ακόλουθη: να προστεθούν διεγερτικά στα βρώσιμα βιβλία. Αφροδισιακά στα ερωτικά μυθιστορήματα, παραισθησιογόνα στη λογοτεχνία του φανταστικού ή του μαγικού ρεαλισμού, ψυχοτρόπα στα περιπετειώδη μυθιστορήματα, καταθλιπτικά στα μυθιστορήματα τρόμου. Θα μπορούσαμε μάλιστα να σχεδιάσουμε –είπε– μια νέα σειρά θεραπευτικών βιβλίων, για παράδειγμα, μια σειρά μυθιστορημάτων που θα απευθυνόταν σε πάσχοντες από αϋπνίες και οι σελίδες της θα ήταν διαποτισμένες από υπνωτικές ουσίες. Όσον αφορά το καθαρά λογοτεχνικό υλικό της εν λόγω σειράς, ε, θα ήταν πολύ εύκολο να το βρουν: τα βερμπαλιστικά και ρητορικά ρεύματα της λογοτεχνίας που δίνουν επιτούτου περισσότερη βαρύτητα όχι στην ιστορία, στα μέρη όπου εξελίσσεται η πλοκή ή στους χαρακτήρες των βιβλίων, αλλά στη γλώσσα και στα ιδιότυπα λεκτικά παιχνίδια, προσφέρουν πλήθος κειμένων απολύτως κατάλληλων για να κάνουν κάποιον να πάρει ένα μακάριο και τονωτικό υπνάκο.
            Όταν ο Γκρέι ολοκλήρωσε την παρουσίαση του σχεδίου του, ο Μπλουμ ένιωσε στο στόμα του, σαν τη γεύση ενός εκλεκτού και ζεστού ηδύποτου που μόλις είχε κατέβει από το λαρύγγι του, την ελκυστική διαπίστωση ότι ο φίλος του, εύθραυστος και μεταμελημένος, είχε γίνει πλέον κατ’ εικόνα και ομοίωσή του: είχε και εκείνος αποκηρύξει τον αφελή κόσμο των αφηρημένων αξιών, των ιερών σκοπών, των φαντασιώσεων, της περιθωριοποίησης και των ριζοσπαστικών αντιρρήσεων. Ακόμη και εκείνος είχε στρέψει το βλέμμα του προς τα επίγεια αγαθά, προς τις κατηγορηματικές πραγματικότητες που μόνο το χρήμα και η εξουσία μπορούν να υποθάλψουν. Τότε ο Μπλουμ είπε από μέσα του: «Αυτός ο κακομοίρης ήρθε στον κήπο σου. Άσ’ τον να μπει. Άσ’ τον να περιπλανηθεί στα μονοπάτια του. Εγκατέλειψε το τραχύ βουνό του. Δεν είναι πλέον το πεινασμένο θηρίο που γεμάτο οργή βρυχάται μέσα στα βάτα για ελευθερία. Εξημερωμένο και πράο θα τον έχεις στην υπηρεσία σου. Θα δουλέψει για σένα. Θα τον χρησιμοποιήσεις όπως σου κάνει κέφι. Θα εκδικηθείς έτσι εκείνον που, για νύχτες ατέλειωτες αμφιβολιών και αγρύπνιας, βασάνιζε το μυαλό σου με όλα όσα είχες υποθέσει ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν την άλλη σου ζωή, σε περίπτωση που είχες συνεχίσει με τους στίχους και τις ανούσιες εξεγέρσεις σου. Άσ’ τον να μπει. Θα είναι ένα αιχμάλωτο φάντασμα, μια αξιολύπητη θαμπή σκιά πιασμένη στα αγκάθια από τις τριανταφυλλιές».
            «Πολύ καλά», είπε ο Μπλουμ, «σε προσλαμβάνω. Ελπίζω η ιδέα σου να αποδώσει καρπούς. Θα έχεις ένα γραφείο με όλα τα απαραίτητα και μια νέα και εξυπηρετική γραμματέα».
            Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ποιητής Γκρέι άρχισε να εργάζεται στην επιχείρηση του Μπλουμ.
            Και εκείνος ο κακομοίρης με ύφος πουλιού, τραχύς, φοβιτσιάρης, σουβλερός σαν πουλί, επέδειξε μια πολύ μεγάλη επιχειρηματική αποτελεσματικότητα. Όχι μόνο προσέλαβε νέο προσωπικό, αλλά έφτασε να διοργανώσει μέχρι και εσωτερικό σεμινάριο με τη συμμετοχή χημικών και μαγείρων οι οποίοι, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, συνεργάστηκαν άψογα.
            Οι νέες εκδόσεις πολλαπλασιάστηκαν και ο Μπλουμ άρχισε να υποψιάζεται ότι τα πλούτη είναι σαν ένας ανεμοστρόβιλος που ως δια μαγείας μεγαλώνει από το ίδιο του το κέντρο, όλο και με μεγαλύτερη ορμή. Τα νέα βιβλία είχαν μεγάλη ζήτηση. Σύμφωνα δε με τις κυρίες της καλής κοινωνίας, έπαψαν να είναι πολυτέλεια και είχαν εξελιχθεί πλέον σε ανάγκη. Μάλιστα, στα επίσημα γεύματα είχε γίνει συνήθεια να σερβίρονται, ως επιδόρπιο, νοστιμότατα βιβλιαράκια με στίχους τραγικών ποιητών. Τα χημικά πρόσθετα στις σελίδες τους εγγυούνταν, σε όλους όσοι τα κατανάλωναν, τουλάχιστον μια ώρα ρέουσας και ενίοτε ευφυούς συζήτησης.   
            Και έτσι πέρασαν ένα, δύο, τρία χρόνια.
            Κάποιο άλλο χειμωνιάτικο απόγευμα, ο ποιητής Γκρέι πήγε να βρει τον Μπλουμ:
            «Παραιτούμαι», του είπε.
            Ο Μπλουμ, αιφνιδιασμένος, ψέλλισε μία και μόνο λέξη:
            «Γιατί;»
            Αλλά σε αυτή τη μοναδική λέξη εμπεριέχονταν πολλές ακόμα ερωτήσεις. Μήπως δεν θεωρούσε δίκαιο το ποσοστό του; Μήπως δεν είχε αρκετή αυτονομία στο αντικείμενο εργασίας του; Η δουλειά του δεν τον έκανε ευτυχή; Νοσταλγούσε το βουνό του και τα άχρηστα αιχμηρά νύχια της χάρτινης τίγρης; Θεωρούσε, άραγε, ο ταλαίπωρος τον εαυτό του τόσο αναγκαίο, ώστε πίστευε πως εκείνος, ο Μπλουμ, θα τον παρακαλούσε να μην φύγει; Είχε αποταμιεύσει αρκετά, ώστε να ξεφύγει από τα χρέη και την αστυνομία, τουλάχιστον για μερικά χρόνια;
            «Αυτό δεν σας αφορά. Απλώς τελειώσαμε. Δεν θέλω άλλο. Κουράστηκα. Τέλος», έσπευσε ο ποιητής Γκρέι να διακόψει την αιφνίδια ενδοσκόπηση του Μπλουμ.
            «Πολύ καλά, λοιπόν, δίνε του», απάντησε εκείνος.
            «Πριν από αυτό, όμως, θέλω να παρουσιάσω το βιβλίο με τα ποιήματά μου. Το έγραψα πριν τρία χρόνια. Πριν από…»
            Ο ποιητής Γκρέι σώπασε κάνοντας μια γκριμάτσα και μια περιφρονητική χειρονομία.
            «Και θα αναλάβεις εσύ ο ίδιος το τύπωμα, τα μείγματα και όλα τα υπόλοιπα;»  
            «Ήδη το έχω κάνει. Είναι έτοιμο. Θέλω όμως να δεις τη λίστα με τους καλεσμένους».
            Ο Μπλουμ διέτρεξε με το βλέμμα του τη δαχτυλογραφημένη σελίδα. Εκεί βρίσκονταν οι πιο καλλιεργημένοι, φινετσάτοι και ισχυροί άντρες του βασιλείου: οι πιο μεγάλοι απατεώνες της ιστορίας του. Έχοντας, μάλιστα, μαζί τους την αναπόφευκτη συνοδεία από πρωτοπαλίκαρα και συνεργούς.
            «Θέλεις ένα γκραν φινάλε, έτσι δεν είναι;»
            «Δες το όπως θέλεις. Το μόνο που ζητάω είναι να μου υποσχεθείς πως θα τους προσκαλέσεις».
            «Πολύ καλά», μουρμούρισε ο Μπλουμ.
            Ο επιχειρηματίας τον κοίταξε βαριεστημένα με την υπεροπτική και επιφυλακτική έκφραση εκείνων που έχουν δει και έχουν κάνει πολλά. Και σκέφτηκε: «Είναι γεγονός πως τώρα μου είσαι ένας άγνωστος. Πως η εικόνα σου άρχισε σταδιακά να θαμπώνει στο μυαλό μου όλον αυτό τον καιρό που εργάζεσαι μαζί μου. Αυτό όμως που μου ζητάς δεν το περίμενα με τίποτα από σένα. Δεν μπορώ να καταλάβω πολύ καλά γιατί το κάνεις όλο αυτό. Μπορεί και να έχεις επιλέξει να γίνεις κυνικός, πιστεύοντας ότι κάτι τέτοιο θα κάνει καλό στο μέλλον σου. Μπορεί επίσης ο κυνισμός σου να είναι απλώς μια πρόκληση. Σε αυτή την περίπτωση, κι εγώ μαζί σου. Είμαι σ’ ένα δρόμο που δεν έχει τέλος. Το γνωρίζω καλά. Αν μπορώ να ρίξω μια γέφυρα επικοινωνίας προς αυτά τα άτομα, θα το κάνω. Δεν θα με τρόμαζαν ούτε ως συνέταιροι. Μπορεί εσύ να προσπαθείς να χώσεις τη μύτη σου σε αυτή τη συμμαχία, αλλά με άλλους όρους, και ίσως εκεί να οφείλεται η ξαφνική σου παραίτηση από την εταιρεία μου. Μπορεί όμως να είναι και κάτι άλλο: κάποια τρέλα που δεν μπορώ ακόμα να διακρίνω, κάποιος τρελός απόηχος από τα χρόνια της τρέλας σου. Αν είναι έτσι, δεν θα μπορέσεις να με αιφνιδιάσεις».
            «Πολύ καλά», επανέλαβε ο Μπλουμ, «αλλά θέλω να δω το έργο σου».
            «Αυτή τη στιγμή είναι για βιβλιοδεσία. Θα σου το δώσω όμως την ώρα που πρέπει».
            Την παραμονή της παρουσίασης ο ποιητής Γκρέι τού παρέδωσε ένα αντίτυπο του Λογαριασμός (έτσι λεγόταν το βιβλίο).
            «Διάβασέ το, αλλά μην το δοκιμάσεις. Είναι το πρώτο αντίτυπο και θέλω να το φυλάξεις για ενθύμιο».
            Όταν έφυγαν όλες οι γραμματείς, ο Μπλουμ, στη μοναξιά του γραφείου του, φυλλομέτρησε τις τραχιές σελίδες, χοντροκομμένα δεμένες που, μπροστά στα δυσαρεστημένα μάτια του, φάνταζαν ίδιες με κοινό χαρτί. Έτσι ακριβώς όπως το είχε φανταστεί, επρόκειτο για την ίδια επιθετική ποίηση που έγραφε ο ποιητής Γκρέι εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Η ίδια εικονοκλασία. Η ίδια υπεροπτική οργή. Αίφνης, στάθηκε σε μερικούς στίχους που αντιλάλησαν στο μυαλό του σαν ηχώ μακρινή: «να κάψουν οι λέξεις / να διατρέξουν τα σωθικά σαν χολερικά οξέα / να πληγώσουν και να σκοτώσουν σαν…». Ένας λιπαρός και παγωμένος ιδρώτας μούσκεψε το μέτωπο του Μπλουμ. Μονομιάς, η μνήμη του ανακάλεσε αυτούς τους στίχους με τη δύναμη μιας ανεμοθύελλας. Τους στίχους αυτούς τούς είχε γράψει ο ίδιος, ο Μπλουμ, πριν πολλά χρόνια.
            Για ποιο λόγο τούς είχε συμπεριλάβει ο Γκρέι στην ποιητική του συλλογή;
            Τι είδους παράφρονα πράξη μαγείρευε για την παρουσίαση του Λογαριασμού; Οι σελίδες ανέδιδαν μια μυρωδιά που θύμιζε νωπό μελάνι.
            Εκείνο το βράδυ ο Μπλουμ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Δεν σκεπτόταν όμως μόνο τον ποιητή Γκρέι και την παρανοϊκή μνησικακία του. Σκεφτόταν πρώτα και κύρια τον εαυτό του. Αυτό που έπαψε να είναι από τη στιγμή που αποφάσισε να αποκηρύξει το άλλο του πεπρωμένο: τη μεγάλη επική λάμψη που υποτίθεται ότι θα ήταν η ζωή του ως μεγάλος ποιητής και μεγάλος επαναστάτης· η ζωή που δεν έζησε. Αντί για εκείνο το πάθος, την πίστη, την τρέλα, ή όπως θέλεις πες το, είχε αποκτήσει πολλά εγκόσμια αγαθά, ακόμα και αυτή τη φινετσάτη γυναίκα που κοιμόταν στο πλάι του. Πολλά αγαθά, ναι! Συγκεκριμένα και υλικά, ναι! Αν και η πηγή με το χρυσό νερό είχε πλέον στερέψει στην καρδιά του.
            Μόνο πολύ κοντά στην αυγή έσπευσε το μίσος προς βοήθειά του.
            Την επομένη, η τελετή της παρουσίασης ξεκίνησε όπως πάντα: ύμνοι και σοβαρές ομιλίες. Αλλά μόλις ο ποιητής Γκρέι μοίρασε το βιβλίο του, και πριν το δοκιμάσει κάποιος, ο Μπλουμ πήρε το λόγο. Και είπε:
            «Κυρίες και κύριοι, μην δοκιμάσετε αυτό το έργο. Φυλλομετρήστε το με προσοχή. Ίσως να γνωρίζετε το μυθιστόρημα εκείνο που ένας καλόγερος δολοφονεί άλλους καλόγερους με τις δηλητηριώδεις σελίδες ενός βιβλίου. Ε, λοιπόν, ο συγγραφέας του Λογαριασμού θέλει να σας δηλητηριάσει. Οι σελίδες του βιβλίου του είναι δηλητηριώδεις. Φυλάξτε αυτή την ποιητική συλλογή ως ενθύμιο και προειδοποίηση. Την τελευταία στιγμή ανακάλυψα το σχέδιό του. Σας έσωσα τη ζωή. Η μνησικακία αυτού του ατόμου δεν έχει όρια. Μας θεωρεί όλους εμάς, όλους όσοι βρισκόμαστε εδώ, υπεύθυνους για τις δυστυχίες αυτού του κόσμου. Εμού συμπεριλαμβανομένου, που θέλησα να τον βοηθήσω. Αλλά μην φοβάστε, η αστυνομία θα ασχοληθεί μαζί του. Στο εντωμεταξύ, κοιτάξτε τον. Κοιτάξτε τον καλά. Κοιτάξτε πώς χλόμιασε. Νιώστε το πόσο γελοίος πρέπει να νιώθει. Παρατηρείστε την ντροπή του. Και το φόβο του. Κοιτάξτε πώς τρέμει. Αυτός ο δειλός, λοιπόν, είχε το θράσος να μας κρίνει. Να μας κηρύξει ενόχους. Να μας καταδικάσει σε βέβαιο θάνατο».
            Μετά την αρχική αναταραχή, οι καλεσμένοι αποσύρθηκαν. Και όπως ακριβώς είχε πει ο Μπλουμ, ο ποιητής Γκρέι συνελήφθη.   
            Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Μπλουμ δέχθηκε την επίσκεψη του αρχηγού της αστυνομίας. Γεροδεμένος, πενηντάρης, με το σίγουρο, ή ακόμη και ήρεμο, βλέμμα εκείνων που είναι πεπεισμένοι ότι ο κόσμος είναι έτσι και όχι αλλιώς. Ο άντρας τού εξέθεσε τις αποκαλύψεις και τις υποψίες του.
            Όση ώρα μιλούσε ο αξιωματούχος, ο Μπλουμ δεν κατάλαβε απλώς ότι όλη η ιστορία με τα δηλητήρια ήταν μια λανθασμένη και ακούσια δικιά του ανακάλυψη, ένα παραλήρημα του παραληρούντος μυαλού του, κατάλαβε επίσης ότι ο ποιητής Γκρέι δεν ήταν μόνο το ανθρωπάκι με σάρκα και οστά που έφευγε επιτέλους από την εταιρεία του, αλλά και το ισχυρογνώμον πρότυπο, το κακό ριζικό, το κάλεσμα ενός διαρκώς επανεμφανιζόμενου παρελθόντος το οποίο, παρά τις απορρίψεις και τους καλούς λογαριασμούς, στο τέλος δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ.   
            «Κύριε διευθυντά», είπε ο αξιωματούχος, «αναλύσαμε τα βιβλία. Δεν περιέχουν κανένα δηλητήριο. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, είναι φτιαγμένα από χαρτί και μελάνι. Όπως κάθε βιβλίο. Δεν είναι βρώσιμα γιατί έχουν φτιαχτεί όπως οποιοδήποτε άλλο βιβλίο. Ούτε ανακρίνοντας επί μακρόν τον Γκρέι βγάλαμε τίποτα. Πιστεύω, όμως, ότι δεν μιλάει γιατί δεν έχει τίποτα να πει. Σε κάθε περίπτωση, σας ζητάω να μιλήσετε μαζί του. Ίσως εσείς να μπορέσετε να μας βοηθήσετε».
            Και έτσι ο Μπλουμ βρέθηκε στο κελί του ποιητή Γκρέι ο οποίος, μετά τις προαναφερθείσες ανακρίσεις έμοιαζε με Εσταυρωμένο, γεμάτος μελανιές και αίματα.
            Οι μοναδικές λέξεις, συγκεχυμένες, σχεδόν παραληρηματικές, που άρθρωσε ο τελευταίος ήταν:
            «Φύγε, φύγε επιτέλους!»
            Ο Μπλουμ δεν είπε λέξη. Έφυγε. Περπάτησε στους δρόμους. Μπήκε σ’ ένα καφέ. Ζήτησε ένα κόκκινο κρασί που δεν το ήπιε. Γύρισε με τα πόδια στο σημείο όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Περιπλανήθηκε άσκοπα. Μπήκε σε διάφορά μπαρ. Πήγε από μέρος σε μέρος, σε όσα μέρη χρειάστηκε ώστε να νυχτώσει για τα καλά και η γυναίκα του να νυστάξει τόσο όσο χρειαζόταν ώστε να μην έχει όρεξη να πιάσει κουβέντα μαζί του.
Αλλά δεν επέστρεψε σπίτι. Πήγε στο γραφείο του. Κατέβασε τις περσίδες για να μην βλέπει τα απατηλά φώτα της πόλης και κάθισε, περιτριγυρισμένος από σκοτάδι, στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα του. Δεν θέλησε να κοιμηθεί. Και τότε μπόρεσε να κάνει τον ανέφικτο διάλογο με τον βαριά πληγωμένο που τον κοιτούσε από τη γωνιά του κελιού του. Και μπόρεσε να τον ρωτήσει για ποιο λόγο είχε μηχανευτεί όλη εκείνη την ιστορία με τους προσκεκλημένους. Και ο άντρας τού απάντησε ότι ήταν οι ίδιοι που εκείνος, ο Μπλουμ, είχε προσκαλέσει σε άλλες περιπτώσεις. Και τον ρώτησε για ποιο λόγο είχε φτιάξει τα βιβλία με χαρτί και μελάνι. Και ο άλλος του απάντησε πως ήθελε να αντέξουν στο χρόνο. Και τον ρώτησε αν υπήρχε σε αυτή την ενέργεια κάποια διπλή πρόθεση. Και ο άλλος απάντησε πως φυσικά και υπήρχε: με αυτό τον τρόπο τα βιβλία του θα έμπαιναν στα σπίτια εκείνων των τύπων και ίσως τα διάβαζαν τα παιδιά τους και οι υπηρέτες τους και ίσως έτσι ένιωθαν αηδία για τους γονείς και τα αφεντικά τους. Και τον ρώτησε για ποιο λόγο είχε συμπεριλάβει το δικό του νεανικό ποίημα. Και ο άλλος απάντησε για να μην χαθεί, γιατί το ποίημα υπήρχε παρ’ όλο που πλέον δεν είχε συγγραφέα. Και τον ρώτησε αν είχε ψυλλιαστεί το τρομερό δικό του λάθος που τον είχε οδηγήσει να σκεφτεί ότι εκείνα τα βιβλία ήταν δηλητηριασμένα και τον είχε καταγγείλει ως ένοχο ενός ψεύτικου εγκλήματος. Και ο άλλος του αποκρίθηκε πως όχι, πως κανείς δεν μπορεί να ψυλλιαστεί τα μυθεύματα που κατασκευάζουν οι παλιοί φόβοι στις άδειες καρδιές. Και τον ρώτησε τόσα πράγματα, τόσα πολλά, και όλα έτυχαν μιας ακριβούς απάντησης στο βάθος του μυαλού του, καθώς κυλούσε η νύχτα αργοκίνητη και βαριά σαν ένα μαύρο ποτάμι από λάσπη.
            Ύστερα ήρθε η μέρα.
            Και ήρθαν και άλλες μέρες.
            Ο ποιητής Γκρέι βγήκε από τη φυλακή και χάθηκε στο θολό και ανώνυμο ορίζοντα, με το στίγμα μιας κατηγορίας που κανείς δεν ξεκαθάρισε. Ο Μπλουμ εξακολούθησε να πηγαίνει στο γραφείο του, ακολουθώντας το ίδιο ωράριο. Εν τέλει, όλα έμοιαζαν να ανακτούν το συνηθισμένο τους ρυθμό.
            Παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση του κενού εξακολουθούσε να μεγαλώνει στην καρδιά του Μπλουμ.
            Κάποιο βράδυ ονειρεύτηκε ότι το κτίριο όπου τυπώνονταν τα βιβλία άρχισε να γκρεμίζεται: οι τοίχοι ράγιζαν, τα πατώματα βυθίζονταν, οι μηχανές χάνονταν σε αβυσσαλέες ρωγμές.
            Ήταν περίεργο: ο Μπλουμ, μέσα στο όνειρό του, κοίταζε όλο εκείνον το χαμό σαν να ήταν άλλος εκείνος που τον κοίταζε: με την αδιαφορία και την απαξίωση που θα τον είχε κοιτάξει ο ίδιος ο Γκρέι.                 


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Abdón Ubidia είναι μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της σύγχρονης λογοτεχνίας του Ισημερινού. Γεννημένος στο Κίτο το 1944, δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό Pucuna (που εκδιδόταν στο Κίτο από το 1962 έως το 1968), την επίσημη έκφραση του ρεύματος «Τzántzicos», μιας ομάδας συγγραφέων και ποιητών του Ισημερινού που ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με την πνευματική ελίτ της χώρας κατά τη δεκαετία του ’60. Το 1979 εκδίδει στην Μπογκοτά της Κολομβίας τη συλλογή διηγημάτων Bajo el mismo extraño cielo και κερδίζει για πρώτη φορά το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Ισημερινού. Η δεύτερη είναι το 1986, με το μυθιστόρημα Sueño de lobos. Πέρα από την πεζογραφία, έχει ασχοληθεί επίσης με τη διάσωση και διάδοση της λαϊκής προφορικής ποίησης της χώρας του. Στα ελληνικά κυκλοφορούν η νουβέλα του Ciudad de invierno (1984), βιβλίο που έχει ξεπεράσει τις 20 εκδόσεις στα ισπανικά, με τον τίτλο Χειμωνιάτικη πόλη (μετάφραση: Βιργινία Γαλανοπούλου, εκδόσεις Ροές, 2009), μια επιλογή από τα Divertinventos, υπό τον τίτλο Τερπινοήσεις (συλλογική μετάφραση, επιμέλεια Νίκος Πρατσίνης,  εκδόσεις Ροές, 2015), το δοκίμιο Η ερωτική περιπέτεια και οι χαρακτήρες της (μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου, εκδόσεις Ροές, 2017) και το μυθιστόρημα Σιωπηλή σαν το θάνατο (μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora, 2020). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου