Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗ/ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ


Η λογοτεχνία είναι συνυφασμένη με το ταξίδι, είναι η ίδια ένα ταξίδι, εξωτερικό (σε τοπία γνωστά ή άγνωστα, υπαρκτά ή επινοημένα, ειδυλλιακά ή δυστοπικά) και εσωτερικό (στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης). Το σύγχρονο μυθιστόρημα, άλλωστε, ξεκινάει με έναν αλλοπαρμένο τύπο που ανάγει σε σκοπό της ζωής του το διαρκές ταξίδι: το μυθιστόρημα αυτό είναι ισπανικό και ο εν λόγω «τύπος» είναι ο θρυλικός Δον Κιχότε, ένα μυθιστόρημα και ένας ήρωας που, πέραν της πανθομολογούμενης λογοτεχνικής τους αξίας, εδώ και κάποιες δεκαετίες έχουν βγάλει από την αφάνεια μια από τις λιγότερο «τουριστικά» γνωστές περιοχές της Ισπανίας, την Καστίλλη-Λα Μάντσα, στην οποία, ως γνωστό, διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του δημιουργήματος του Θερβάντες.
            Σκοπός όμως αυτού του κειμένου, εκτός από το να μας θυμίσει το πιο διάσημο λογοτεχνικό ταξίδι και τη σύγχρονη τουριστική του «εκμετάλλευση», είναι να καταδείξει πώς η ισπανική πεζογραφία του 20ού αιώνα, αρχής γενομένης από το Νοtas de andar y ver (1915/16) του Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ και συνεχίζοντας με βιβλία όπως τo επικό Viaje a la Alcarria που έγραψε το 1948 o μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας Καμίλο Χοσέ Θέλα ή το μεταγενέστερο (1981) Εl río del olvido του Χούλιο Γιαμαθάρες, μας δίνει μέσα από τη ματιά του καλλιεργημένου συγγραφέα ταξιδιώτη/περιηγητή (επίγονο των ρομαντικών ταξιδευτών του 19ου αιώνα) την ευκαιρία να θυμηθούμε ή να ανακαλύψουμε έναν άλλο τρόπο ταξιδιού και πρόσληψης του οικείου ανοίκειου.   
            Ας επιστρέψουμε όμως στον Δον Κιχότε και στον τρόπο με τον οποίο έχει συμβάλλει, κατά τρόπο καταλυτικό, στην τουριστική ανάπτυξη της Καστίλλης-Λα Μάντσα. Η Ισπανία είναι μια από τις πιο σημαντικές τουριστικές «βιομηχανίες» του πλανήτη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2017 (υπο)δέχθηκε 82.000.000 ξένους επισκέπτες που επισκέφτηκαν τα μνημεία και τις ακρογιαλιές της Ανδαλουσίας, τις εξωτικές παραλίες και τα κλαμπ των Βαλεαρίδων και των Καναρίων Νήσων, τα μουσεία και τα μπαρ της Μαδρίτης, τα αξιοθέατα της Βαρκελώνης, του Σαν Σεμπαστιάν ή της Βαλένθιας… Η Καστίλλη-Λα Μάντσα, το γαλήνιο οροπέδιο στο κέντρο της Ιβηρικής χερσονήσου, βρισκόταν επί δεκαετίες εκτός των συνήθων τουριστικών διαδρομών, μέχρι που, κυρίως από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας με αφορμή τις επετειακές εκδηλώσεις για τα 400 χρόνια από την έκδοση του πρώτου μέρους του Δον Κιχότε (χρονολογία έκδοσης: 1605 το πρώτο μέρος, 1615 το δεύτερο), ο πιο διάσημος λογοτεχνικός ήρωας του κόσμου την έβγαλε από την τουριστική ανυπαρξία. Πλέον, την επισκέπτονται κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες για να θαυμάσουν από κοντά τα τοπία στα οποία περιηγείται ο ιδαλγός παρέα με τον πιστό υπηρέτη του, τον Σάντσο Πάνθα. Υπολογίζεται ότι τα τελευταία χρόνια διανυκτερεύουν ετησίως στα ξενοδοχεία και τους ξενώνες της περί τα 2.000.000 ξένοι ταξιδιώτες, ρεκόρ που, σύμφωνα με τα τοπικά Μέσα, αναμένεται να ξεπεραστεί κατά την τρέχουσα τουριστική περίοδο (2019).
            Δεν είναι αυτό, φυσικά, το μοναδικό παράδειγμα που ένα λογοτεχνικό βιβλίο και ένας λογοτεχνικός ήρωας δημιουργούν τουριστικό ρεύμα σε κάποια περιοχή της Ισπανίας η οποία δεν διακρίνεται για το ιδιαίτερο φυσικό της κάλλος. Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι το Οβιέδο και η Ρεχέντα, η σύζυγος, δηλαδή, του «regente», του τοπικού δικαστή. Η Ρεχέντα, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Λεοπόλδο Άλας, πιο γνωστού με το ψευδώνυμο «Κλαρίν», εκδόθηκε το 1884 (πρώτο μέρος) και το 1885 (δεύτερο μέρος) και αφηγείται τις περιπέτειες μιας καταπιεσμένης ισπανίδας «Μαντάμ Μποβαρί» στο ασφυκτικό επαρχιακό πλαίσιο της πρωτεύουσας της αυτοδιοικούμενης περιφέρειας της Αστούριας. Το σχεδόν μονίμως συννεφιασμένο Οβιέδο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, ακόμα και μέχρι πριν λίγα χρόνια, ως ισχυρός πόλος έλξης τουριστών, γεγονός που άλλαξε άρδην όταν ο Δήμος σε συνεργασία με το τοπικό Πανεπιστήμιο έφτιαξαν, το 2013, μια ψηφιακή πλατφόρμα που είχε ως σκοπό της (και το κατάφερε) την ανάδειξη των σημείων εκείνων της πόλης που αποτελούν ταυτόχρονα σημεία εξέλιξης της πλοκής του μυθιστορήματος (ο Καθεδρικός Ναός, το παλιό Καζίνο, τα στενάκια της παλιάς πόλης κ.λπ.), εκτοξεύοντας τον αριθμό επισκέψεων και διανυκτερεύσεων ξένων τουριστών στο Οβιέδο.
            Είναι αμέτρητα, παγκοσμίως, τα παραδείγματα που ένα λογοτεχνικό έργο (όπως και μια κινηματογραφική ταινία, μια τηλεοπτική παραγωγή, ένας πίνακας ή μια μουσική σύνθεση) κινητοποιούν (προς συγκεκριμένη «κατεύθυνση») τις μάζες των τουριστών. Θυμηθείτε μόνο τι συνέβη στην Αμοργό με αφορμή την παγκόσμια επιτυχία του Απέραντου γαλάζιου ή στην Κεφαλλονιά μετά τα γυρίσματα του Μαντολίνου του λοχαγού Κορέλι. Η τέχνη, όμως, μπορεί να αποτελέσει αφορμή και για έναν άλλο τύπο περιήγησης, πιο μοναχικό και εσωστρεφή, ο οποίος διακρίνεται από μια διαφορετική σχέση με το τοπίο, πιο ρομαντική και υπαρξιακή, λιγότερο καταναλωτική. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στην έννοια του τουρίστα και εκείνη του περιηγητή/ταξιδιώτη, «καταφεύγοντας» στην ισπανική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Προηγουμένως όμως, καλό θα ήταν να παρουσιάσουμε επιγραμματικά τις διαφορές του ενός από τον άλλον:

1) Οι τουρίστες ταξιδεύουν ομαδόν / Οι περιηγητές/ταξιδιώτες ταξιδεύουν κατά μόνας (συνήθως).
2) Οι τουρίστες προτιμούν ξενοδοχεία και άλλα άνετα καταλύματα / Οι περιηγητές/ταξιδιώτες βολεύονται όπου τους βγάλει ο δρόμος.
3) Οι τουρίστες ταξιδεύουν επί το πλείστον με αεροπλάνα / Οι περιηγητές/ταξιδιώτες ταξιδεύουν με δικά τους μέσα (βανάκια, μηχανές, ποδήλατα, με τα πόδια…) ή με τρένα και πλοία.
4) Οι τουρίστες αγωνιούν μην τυχόν και τους ξεφύγει κάποιο από τα μέρη που προτείνουν οι τουριστικοί οδηγοί / Οι περιηγητές/ταξιδιώτες προτιμούν να ανακαλύψουν μέρη που δεν υπάρχουν (ακόμη) στους τουριστικούς οδηγούς.
5) Οι τουρίστες κουβαλούν βαλίτσες που ξεπερνούν… το μπόι τους / Οι περιηγητές/ταξιδιώτες παίρνουν απλώς τα απαραίτητα, ενίοτε ούτε αυτά…
6) Ο χρόνος ταξιδιού των τουριστών είναι προσδιορισμένος εκ των προτέρων / Οι περιηγητές/ταξιδιώτες δεν ορίζουν ημερομηνία επιστροφής.

            Το 1915 ο σημαντικότερος ισπανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ (1883-1955), εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό España. Όταν λοιπόν αποφασίζει να  περάσει το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς στην Αστούριας (σε μια εποχή που δεν είχε εφευρεθεί ακόμα ο όρος «καλοκαιρινές διακοπές»), το ταξίδι από το άνυδρο οροπέδιο της Καστίλλης μέχρι τις απόκρημνες συννεφιασμένες ακτές της Αστούριας (κατά σύμπτωση ξανασυναντούμε τα «σκηνικά» των δύο μυθιστορημάτων στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως), του προκαλεί τέτοια εντύπωση που αποφασίζει να τη μεταφέρει, σε εβδομαδιαίες συνέχειες, στους αναγνώστες του περιοδικού. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας Χούλιο Γιαμαθάρες, «ταξίδι» είναι «εκείνη η προσωπική εμπειρία που γίνεται συλλογική μόλις κάποιος την αφηγηθεί». Γεννιέται έτσι, πρώτα υπό μορφή επιφυλλίδων και ύστερα υπό μορφή βιβλίου το Νotas de andar y ver. Viajes, gentes y países [Σημειώσεις ενός αυτόπτη περιπατητή. Ταξίδια, άνθρωποι και τόποι].
            Ο Ορτέγα ι Γκασέτ γίνεται έτσι ο πρώτος μοντέρνος ισπανός περιηγητής που παίρνει χαρτί και μολύβι προκειμένου να μοιραστεί με τους αναγνώστες του αυτή την αίσθηση ιλιγγιώδους συμπύκνωσης του χρόνου που χαρακτηρίζει τα ταξίδια: «Στα ταξίδια τονίζεται ιδιαιτέρως το στιγμιαίο της επαφής μας με τα αντικείμενα, τα τοπία, τις μορφές, τις λέξεις και η συναίσθηση αυτού του γεγονότος μάς προκαλεί τεράστια θλίψη […] Γι’ αυτό το λόγο παίρνουμε τετράδιο και μολύβι, σημειώνουμε κάποιες σκόρπιες λέξεις, και όταν κάποια μέρα, καιρό αργότερα, τις διαβάζουμε, το τοπίο, η λέξη, η φυσιογνωμία που έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί κατά κάποιο τρόπο ξαναζωντανεύει, σαν όραμα που διατηρεί ζωντανή μια αόριστη ανάμνηση, κάποιο μακρινό χτυποκάρδι, της πραγματικής ζωής».
            Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 ο Καμίλο Χοσέ Θέλα (1916-2002), Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1989, παίρνει το σακίδιό του, και τη σκυτάλη από τον Ορτέγα ι Γκασέτ, και διατρέχει μόνος και πεζή τα χωριά της Λα Αλκάρια, μιας από τις πιο φτωχές και απομονωμένες, εκείνη την εποχή, περιοχές της Καστίλλης-Λα Μάντσα (για άλλη μια φορά στο προσκήνιο η «πατρίδα» του Δον Κιχότε). Αποτέλεσμα εκείνου του οδοιπορικού είναι, το 1948, το Viaje a la Alcarria [Ταξίδι στην Αλκάρια], ένα βιβλίο που σύμφωνα με τον δημιουργό του: «Είναι το ημερολόγιο καταστρώματος ενός άντρα που βαριόταν στην πόλη, πήρε το δισάκι του και βγήκε στην εξοχή όπου δεν θα του συνέβαινε και τίποτα το ιδιαίτερο».
            Ο συγγραφέας, που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του τον όρο «viajero» [ταξιδιώτης], περιγράφει με χιούμορ, τρυφερότητα και ειρωνεία όλα όσα βλέπει περιπλανώμενος στα χωριά τής «España profunda», αυτής της άγονης, υπανάπτυκτης, κατεστραμμένης από τον εμφύλιο πόλεμο Ισπανίας  –σπίτια γκρεμισμένα, εκκλησίες ρημαγμένες από τις βόμβες, άνθρωποι σε απόλυτη ένδεια–, και ταυτόχρονα φιλοτεχνεί το πορτρέτο των κατοίκων και των επιθυμιών τους, του μάταιου μόχθου και των φλογερών προσδοκιών τους, με γραφή απλή, αλλά και τόσο μα τόσο περιεκτική η οποία διανθίζεται από γνωμικά, λαϊκές δοξασίες, παροιμίες και σκηνές, σαν βαθιές πληγές, μιας σκληρής καθημερινότητας, η οποία, μέσω της αφήγησης του viajero, διασώζεται για πάντα από τη λήθη του χρόνου. Άλλωστε, και αυτό αποτελεί ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, ο περιηγητής/ταξιδιώτης ενδιαφέρεται για τη διαχρονικότητα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) του τοπίου, σε αντιδιαστολή με τον τουρίστα που τον ενδιαφέρει μόνο η κατανάλωση του τοπίου στο εδώ και τώρα του ταξιδιού του.
            Το 1981, σε μια Ισπανία που πλέον έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του φρανκικού καθεστώτος και ετοιμάζεται να μπει στη (μετα)νεωτερικότητα, ο Χούλιο Γιαμαθάρες μιμείται τον Θέλα και, αφού διατρέχει πεζή τα ορεινά, και στην πλειονότητά τους εγκαταλειμμένα, χωριά της επαρχίας της Λεόν που βρέχονται από τον ποταμό Κουρουένιο, γράφει ένα ταξιδιωτικό δοκίμιο, το El río del olvido [Το ποτάμι της λησμονιάς] που έμελλε να αφήσει εποχή ακριβώς γιατί ο συγγραφέας επιστρέφει ως viajero στα τοπία της παιδικής του ηλικίας. Σε αντίθεση με τον Ορτέγα ι Γκασέτ και τον Θέλα που ως ταξιδιώτες/περιηγητές ανακαλύπτουν κοντινά τους μεν πλην όμως ανοίκεια τοπία, ο Γιαμαθάρες πραγματοποιεί ένα ταξίδι στο παρελθόν του και επισκέπτεται τα κάποτε οικεία, πλην όμως πλέον και για εκείνον ανοίκεια τοπία των παιδικών του χρόνων, έχοντας (και μεταδίδοντας διαρκώς στους αναγνώστες) την αίσθηση ότι οι δρόμοι που διατρέχει είναι αδιέξοδοι: «Για τον ρομαντικό άνθρωπο δεν είναι το βλέμμα εκείνο που θλίβεται και αρρωσταίνει· είναι το τοπίο που καταλήγει να γίνει αρρώστια της καρδιάς και του πνεύματος».
Ο Γιαμαθάρες δεν βιάστηκε να εκδώσει τις σημειώσεις εκείνου του ταξιδιού, άλλωστε ένας περιηγητής/ταξιδιώτης δεν βιάζεται ποτέ. Τις κράτησε για χρόνια στο συρτάρι του, με αποτέλεσμα, όταν, καιρό αργότερα, ήρθε ο χρόνος της δημοσίευσης, να δηλώσει: «η εκδοχή του ταξιδιού που παρουσιάζεται σε αυτό δεν είναι μόνο η ανάμνηση του τοπίου, των τοπίων, του ποταμού Κουρουένιο, αλλά και η ανάμνηση της διαδρομής· ανάμνηση ενός τοπίου που αντίκρυσα ξανά κάποια μέρα με την υποψία ότι επέστρεφα σε ένα ποτάμι και έναν κόσμο άγνωστους σε εμένα, και ανάμνηση μιας διαδρομής που διέτρεξα πεπεισμένος ότι οι πιο άγνωστοι δρόμοι είναι εκείνοι που πιο κοντά βρίσκονται στην καρδιά μας».
Η ισπανική λογοτεχνία κατά τον 20ό αιώνα «ανακαλύπτει» εκ νέου τη φιγούρα του μοναχικού, ρομαντικού (;) περιηγητή/ταξιδιώτη που με τα πόδια και το δισάκι στον ώμο διατρέχει τοπία εγκαταλειμμένα από τον Θεό και, ενίοτε, τους ανθρώπους, και καταγράφει με ματιά τρυφερή και διεισδυτική τα όσα βλέπει. Ο περιηγητής/ταξιδιώτης δεν είναι σίγουρα ο «τουρίστας» που θα τονώσει με την αγοραστική του δύναμη την οικονομία κάποιου, οποιουδήποτε, θερέτρου, είναι όμως εκείνος που δίνει μια διαφορετική διάσταση στον όρο «ταξίδι» και εκείνος που με τις σημειώσεις του θα κάνει γνωστή στους πολλούς (ή, ας μην γινόμαστε υπερβολικοί, σε περισσότερους) την αξία που μπορεί να κρύβουν τα μέρη που βρίσκονται στο περιθώριο της τουριστικής ζήτησης.
Στην Ισπανία, τα μέρη αυτά, τα οποία απαντώνται ως επί το πλείστον στις κεντρικές, ορεινές και άγονες περιοχές της Ιβηρικής χερσονήσου (τα μέρη, δηλαδή, που διατρέχουν οι συγγραφείς περιηγητές /ταξιδιώτες στους οποίους αναφερθήκαμε) έχουν όνομα: La España vacía, η «Άδεια Ισπανία», η Ισπανία που άδειασε κυρίως κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 του περασμένου αιώνα, εξαιτίας της εγκατάλειψης του κάμπου, που δεν μπορούσε να θρέψει πολλά στόματα, και της μετακόμισης τεράστιου αριθμού κατοίκων προς τις πόλεις σε αναζήτηση εργασίας στις ανθούσες τότε βιομηχανουπόλεις: Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Μπιλμπάο κ.λπ.· η Ισπανία που εξακολουθεί να αδειάζει γιατί δεν μπορεί να προσφέρει κανένα μέλλον στους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους της.
La España vacía είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου που έβγαλε το 2016 ο Σέρχιο δελ Μολίνο (γεννημένος το 1979), ο τίτλος ενός ιδιότυπου ταξιδιωτικού δοκιμίου, καρπός πολλών ταξιδιών σε διάφορές περιοχές αυτής της «Άδειας Ισπανίας» και «συνομιλίας» με συγγραφείς περιηγητές/ταξιδιώτες τόσο του 19ου αιώνα (του αποκαλούμενους «ρομαντικούς») όσο και τους επιγόνους τους του 20ού. Σημειώνει ο συγγραφέας: «Υπάρχουν δύο Ισπανίες: μια αστική και ευρωπαϊκή και μια επαρχιακή και ακατοίκητη. Η επικοινωνία ανάμεσα σε αυτές τις δύο Ισπανίες υπήρξε και εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Πολύ συχνά φαντάζει σαν να είναι δύο ξένες χώρες. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να καταλάβει κανείς την αστική Ισπανία, αν δεν καταλάβει πρώτα την άδεια».       
Ο Σέρχιο δελ Μολίνο ταξίδεψε και εκείνος στη μη τουριστική Ισπανία ακολουθώντας τα βήματα άλλων συγγραφέων περιηγητών/ταξιδιωτών σε ένα οδοιπορικό εξωτερικό, αλλά κυρίως και ταυτόχρονα εσωτερικό (κάθε ταξίδι που σέβεται τον «εαυτό» του είναι τέτοιο), ψηλαφίζοντας το Μεγάλο Τραύμα,  το τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα των μέσων του περασμένου αιώνα, που είχε ως αποτέλεσμα να αδειάσει η Ισπανία στην οποία περιπλανήθηκε ο Δον Κιχότε, η Ισπανία στην οποία περπάτησε ο Θέλα, η Ισπανία στην οποία πρόλαβε να ζήσει ο Γιαμαθάρες (πριν εγκατασταθεί και εκείνος στην μεγάλη πόλη), αυτή η Ισπανία, δηλαδή, που διατρέχουν αδιάφοροι οι τουρίστες καθοδόν προς τις παραλίες και τις ξενοδοχειακές μονάδες των τουριστικών θερέτρων.  

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου