Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Gonzalo Torrente Ballester σε μετάφραση Νίκου Πρατσίνη

Μια γυναίκα που ξεφεύγει μέσα από τα τούνελ

 



Εμφανίσθηκε στον καθρέφτη αναπάντεχα (πέρα από το κρύσταλλο, πέρα και από τη ζωή), απρόσμενη και απρόβλεπτη. Πρόβαλε με το πρόσωπό της ρημαγμένο, σχεδόν παραμορφωμένο, μια παραμόρφωση που έκφραζε τρομάρα μάλλον, παρά φρίκη, κρίνοντας από τα μάτια της, κρίνοντας από τις γωνίες του στόματός της, κρίνοντας από ό,τι  έδειχνε το τσιτωμένο δέρμα της. Και ήταν μια οπτασία φευγαλέα: το χρονικό διάστημα, ίσα-ίσα, που ήταν αναγκαίο για να πω μέσα μου πως όφειλα να την ακολουθήσω ή πως όφειλα, τουλάχιστον, να φανταστώ τη διαδρομή της - από πού και προς τα πού - όμως η ελάχιστη παραμονή στον καθρέφτη ενός προσώπου εμβρόντητου και εκστατικού δεν συνιστά στοιχείο που να επιτρέπει ικανοποιητικές υποθέσεις, ούτε καν καθησυχαστικές, θα έλεγα. Ερχόταν μέσα από τα τούνελ και μέσα από τα τούνελ ξέφευγε, ποια, όμως, τούνελ ήταν αυτά; Όσο για τους λόγους, τρεις θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: πως, κατά κάποιο τρόπο, δεν ήταν αυτή η ίδια, πως, κατά κάποιο τρόπο, ήταν αυτή, καθώς και αυτά τα ίδια τα τούνελ. Είναι φοβερά λογική, φοβερά εύλογη η φυγή από τα τούνελ, η φυγή μέσα από τα τούνελ, η φυγή από το φόβο εισχωρώντας ακόμη πιο πολύ μέσα του, η φυγή προς τα εμπρός, όπως λέγεται, αλλά εδώ, ίσως, να πρόκειται για κάτι το εντελώς διαφορετικό, ίσως να μην μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στη γυναίκα στην οποία ανήκε το πρόσωπο, να μην μπορεί ν αποδοθεί στην πολύ πιθανή περίπτωση το πρόσωπο  εκείνο να βρισκόταν σε μια σχέση αντιστοιχίας, κατά πώς είθισται (πράγμα, κατά κάποιο τρόπο, αξιέπαινο, κατά τα άλλα), προς ένα σώμα ολόκληρο, εξ ολοκλήρου τρομαγμένο, αν και όχι κατ’ ανάγκην τρομακτικό. Πιο σωστό, μάλιστα,  είναι να δεχθεί κανείς το αντίθετο, γιατί και το πρόσωπο μόνο τρομαγμένο δεν ήταν, λαμβάνοντας δε υπ΄ όψιν και το ύψος στο οποίο βρισκόταν ο καθρέφτης, μάλλον αντιστοιχούσε σε μια γυναίκα ευσταλή. Θα μπορούσε κανείς να μου αντιτείνει πως ίσως να είχε σκαρφαλώσει σε κάποιο σκαμνί, όποιος, όμως, έχει εμπειρία από τούνελ, ξέρει πως δεν έχουν σκαμνιά, εκτός από εκείνα που έχουν τοποθετηθεί επίτηδες για να πέφτει όποιος πάει να φύγει. Η γυναίκα, όμως, δε σκόνταψε. Έφυγε τρέχοντας. Είχε εμφανισθεί από τα δεξιά και εξαφανίσθηκε από τα αριστερά. Όμοια με αστραπή, που ερχόταν από τα ανατολικά.
    Όλα όσα λένε τώρα, πως ακούστηκαν συνταρακτικά τα βήματά της, το ξέφρενο τρεχαλητό της… ε λοιπόν, η αλήθεια είναι πως δεν ακούστηκαν, σημειωτέον δε πως του λόγου μου αφουγκραζόμουν προσεχτικά μήπως και από το θόρυβο ήταν δυνατόν να βγει, αν όχι κάποιο συμπέρασμα, τουλάχιστον κάποια άκρη. Τίποτα. Μάλλον δε φορούσε παπούτσια και έτρεχε σε μαλακό έδαφος. Θα ήταν τρομακτικό αν, η κακομοίρα η γυναίκα, μέσα σε όλα τα άλλα, έπρεπε και να αδράχνει σφιχτά τα πόδια της, σαν ψάρι πιασμένο στ’ αγκίστρι, δίχως να μπορεί να ξεφύγει: κάτι που θα έπρεπε να με ανησυχεί, γιατί κανείς δεν τρέχει να φύγει για το κέφι του αλλά για κάποιο λόγο και παρά την επιθυμία του, χωρίς, βέβαια, να λείπουν και εκείνοι που είναι εκ φύσεως επιρρεπείς προς τη φυγή. Η τελευταία αυτή υπόθεση ήταν και κείνη που με έκανε να πάρω την απόφαση και να την ακολουθήσω, εκείνη που έδωσε την τελική ώθηση στη θέλησή μου. Είχε διαβεί τον καθρέφτη, κάτι που είναι είτε αδύνατον είτε πανεύκολο, το οποίο, όμως,  είναι ίδιον ελαχίστων ανθρώπων, μιας παράξενης κοινότητας ατόμων που αναγνωρίζονται αμέσως, όπως είναι όσοι ανήκουν σε άλλες μαφίες, σε άλλες ελίτ, σε άλλες αδελφότητες αλληλοϋποστήριξης. Όπως, είναι, παραδείγματος χάριν, κάποιος που έρχεται για επίσκεψη και, δείχνοντάς του τον καθρέφτη, τον προσκαλούμε να περάσει. Αν δεν είναι κάποιος από τους δικούς μας (πράγμα ασυνήθιστο) κοιτά λες και δεν τολμά να κοιτάξει, ωσάν λωλός ή ηλίθιος. Τον βγάζουμε από τη δύσκολη θέση, λέγοντας: «Α!… έχω χαζέψει τελείως! Μπέρδεψα τον καθρέφτη με την πόρτα!». Αν τον διαβεί, όμως, εγώ τον ακολουθώ.
    Ο χρόνος που έχει κυλήσει από τη στιγμή που άρχισα την αφήγησή μου ίσαμε τώρα ακριβώς είναι αρκετά περισσότερος από το χρόνο που καταναλώθηκε σε λογικούς συλλογισμούς και αποφάσεις οπότε, σε αυτό το σημείο της αφήγησής μου, εγώ είχα ήδη πια ορμήσει μες στα ολοσκότεινα τούνελ, βγαίνοντας από τον καθρέφτη, προς τα αριστερά (τα αριστερά μου). Το έδαφος δεν είχε γλίτσα, ούτε καν λάσπη, ήτανε λείο και σκληρό. Επιπλέον, μόλις πάτησα τα πόδια μου και κοίταξα προς τα αριστερά, μου φάνηκε πως όχι μόνον είδα κάτι σαν την υποψία μιας λάμψης αλλά και πως άκουσα και κάτι σαν τα βήματα γαζέλας που τρέχει να φύγει. Δεν προσάρμοσα τα δικά μου στο ρυθμό ούτε και την περπατησιά του κυνηγού, για να μη με φοβηθεί  και μεγαλώσει η τρομάρα ή η γρηγοράδα της. Αντίθετα, αυτό που έκανα ήταν να υπολογίσω το εύρος των βημάτων της, μέσω μιας δύσκολης αν και γρήγορης εξίσωσης, στην οποία φρόντισα να υπεισέρχονται τα δεδομένα σχετικά με την απόσταση, το χρόνο και τον ήχο και, αφού κατέληξα σε ακριβή εξαγόμενα, να ρυθμίσω τα δικά μου στο απαραίτητο άνοιγμα για να φθάσω τη γυναίκα που είχε τραπεί σε φυγή προτού φθάσει σε κάποιον τόπο που αγνοούσα, αν βέβαια, προέκυπτε η ανάγκη να τη φθάσω, αν το επιθυμούσα ή αν, λόγω αυτού που μαθηματικοί αποκαλούν αμελητέο σφάλμα, την έφθανα άθελά μου.
    Η φύση του φωτός που έβλεπα ή πίστευα πως έβλεπα δεν ήταν εύκολο να προσδιορισθεί επακριβώς, γιατί, αν και αρχικά εμφανίσθηκε ως μια απλή και μακρινή λάμψη (ενός ήλιου, για παράδειγμα, εκατομμύρια έτη φωτός μακριά), καθώς προχωρούσα, και χωρίς να ξέρω για ποια αιτία, μου σφηνώθηκε στο μυαλό πως επρόκειτο για φως εξ αντανακλάσεως, που κάπως έφθανε μέχρις εμένα χάρη σε αναρίθμητους τοίχους που το έστελναν ο ένας στον άλλον. Εντάξει, ίσως να υπερβάλλω κάπως λέγοντας πως ήταν αναρίθμητοι, οπωσδήποτε όμως ήταν πολλοί. Έτσι, έφθανε τόσο εξασθενημένο, που μπορούσε κανείς να το εκλάβει ως τη λάμψη από ένα άστρο πιθανόν πια νεκρό, όπως λένε πως είναι κάποια από αυτά που βλέπουμε ακόμα. Γιατί, πώς θα ήταν, άραγε, το φως της Γης σε κάποια από εκείνες τις νύχτες όπου θα ήταν αυτή το μόνο άστρο που θα έλαμπε; Προσωπικά, πιστεύω πως δε θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για φως, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά για προαίσθηση, ψευδαίσθηση ή πόθο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αρκετό για να μαντέψω, αρκετά μακριά από μένα, τη γοργή σκιά μιας γυναίκας τρομοκρατημένης, ίσως, βέβαια, όχι και τόσο τώρα πια, γιατί, αν λόγω κάποιου αναπόφευκτου φαινομένου είχε φθάσει να προαισθάνεται τα βήματά μου, είναι πάντα λιγότερο τρομερό να ξέρεις πως βρίσκεται στο κατόπι σου κάποιος παρά τίποτα ή κανείς. Σε σχέση με το τελευταίο επιτρέψτε μου να καταθέσω μια προσωπική εμπειρία. Τίποτα και κανείς δε βρίσκεται στο κατόπι μου, όμως εγώ δεν μπορώ να απαλλαγώ ποτέ από το φόβο. Μονάχα το τίποτα είναι χειρότερο από το κανείς. Να υπάρχει, άραγε, κάτι χειρότερο από το τίποτα;
     Το τούνελ σχημάτισε ξαφνικά μια γωνία και να!… η λάμψη – η φωταύγεια θα έπρεπε πια να λέω – θαρρείς και δυνάμωσε μια στάλα, που αρκούσε, όμως, για να αντιληφθώ πως ο αριθμός των τοίχων ανάκλασης είχε μειωθεί σε έναν. Αυτόν, μου τον έκρυβε μια ακόμη γωνία και, παρότι εξακολουθούσα να ακούω ένα είδος ρυθμικού θροΐσματος, που πίστευα πως ήταν τα βήματά της, δεν κατόρθωνα να δω εκείνη τη σκιά, την πιο σκοτεινή από τις υπόλοιπες, που θεωρούσα πως θα ήταν η σιλουέτα της. Δε θορυβήθηκα, όμως, γιατί είχε αλλάξει το σχέδιο των τούνελ και, αντί να διαγράφουν ευθείες, τώρα ήταν δαιδαλώδη, σχηματίζοντας ορθές γωνίες, σχεδόν τέλειες, από τις οποίες, μόλις έστριβες, είχες πρόσβαση σε ένα φως όλο και πιο δυνατό, αν και αμυδρά ορατό. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα, βρέθηκα μπροστά σε κάτι που μου φάνηκε σαν άβυσσος, γιατί η λάμψη, αντί να φαίνεται μπροστά, φαινόταν πως ήταν εκεί κάτω, πολύ μακριά – το χρονικό διάστημα ήταν ίσα-ίσα το απαραίτητο για να το αντιληφθώ, να κοντοσταθώ και να μην πέσω. Λίγα δευτερόλεπτα στάθηκαν αρκετά για να μαντέψω, πλάι στα πόδια μου, μια σκάλα, την οποία συνειδητοποίησα ταυτόχρονα με ένα βουητό σαν από ξύσιμο, λες και γλιστρούσε κάτι ανάμεσα σε δυο λεπτά στρώματα αέρα. Βάζοντας λίγο παραμπρός το πόδι μου, ανιχνευτικά, κατάλαβα πως ήταν η σκάλα εν κινήσει και, αν και προς στιγμήν τρόμαξα, αναθυμήθηκα τα ιπτάμενα χαλιά και το φυλλοκάρδι μου γαλήνεψε κι αναθάρρησε, γιατί έκανα τη σκέψη πως, όσο κινείται και πετάει ένα χαλί, άλλο τόσο μπορεί να κινείται και να πετάει και μια σκάλα. Αλλά και αν δεν το είχα εκλογικεύσει, πάλι τίποτα δε θα άλλαζε, γιατί το ένιωσα, ένιωσα να παρασέρνομαι προς τα κάτω, προς το τετράγωνο της λάμψης, όλο και πιο έντονης καθώς πλησίαζα, αρκετής για να δω τη σκιά που είχα πάρει στο κατόπι να γλιστρά προς το μέρος από όπου προερχόταν το φως. Δεν μπόρεσα να επισπεύσω την κάθοδο γιατί η σκάλα με οδηγούσε με το δικό της το ρυθμό, γαλήνιο και ομοιόμορφο, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που ίσως να είναι και σφάλμα να τον αποκαλώ ρυθμό: ήταν ένα θρόισμα χωρίς κορυφώσεις και κοιλιές, χωρίς παύσεις, χωρίς οποιοδήποτε ηχητικό στοιχείο που θα επέτρεπε να ορίσει κανείς τις συνιστώσες ενός ρυθμού.
    Ένιωσα ξαφνικά να με απιθώνουν σε ένα ακίνητο δάπεδο. Το τετράγωνο της λάμψης εξακολουθούσε να είναι μπροστά, το φως που το δημιουργούσε ερχόταν από τα δεξιά. Ανακάλυψα ένα ακόμη τούνελ, το ανακάλυψα τη στιγμή που η σιλουέτα – δεν ήταν πια σκιά – της γυναίκας χανόταν σε μια γωνία. Και, μη με ρωτήσετε το γιατί, ένιωσα μια απέραντη χαρά διαπιστώνοντας πως στον τοίχο υπήρχε η προβολή μιας σκιάς της, χαρά περισσότερο γιατί θυμόμουν πως είχα αντιληφθεί κάτι παρά από το ίδιο το γεγονός. Ήταν, τουλάχιστον, ένα σώμα, δεν ήταν μια ψευδαίσθηση. Η σκιά εκείνη με έβγαλε από μια κατάσταση κάπως σαν ονειροφαντασία, στην οποία πίστευα πως είχα περιέλθει, και μου επέτρεψε να πατήσω γερά σε μια πραγματικότητα που έδειχνε πιο στερεή από την πραγματικότητα του φόβου και της ελπίδας.
    Στον τοίχο υπήρχε και η προβολή μιας δικιάς μου σκιάς και στράφηκα για να το επιβεβαιώσω. Αν και φευγαλέα, είδα τη σιλουέτα μου στον τοίχο. Καθώς, όμως, έστριβα στην κοντινή γωνία, βρέθηκα μπροστά σε έναν εκθαμβωτικό διάδρομο, που στο άκρο του, που ήταν σιμά, φαίνονταν φώτα ή, τουλάχιστον, κάποιο φως που δεν ήταν αντανάκλαση - τίποτα δεν αντανακλούσε πάνω σε τίποτα - και που τώρα πια διαδιδόταν δίχως να μεσολαβούν τοίχοι. Τα τελευταία σκαλιά, το τελευταίο τμήμα, τα είδα πολύ καθαρά: με άφησαν σε μια απέραντη αποβάθρα, μία ακόμη αποβάθρα εν μέσω άλλων, αριστερά και δεξιά, ων ουκ εστίν αριθμός, που τις οριοθετούσαν σκιές, πράγμα που εξηγούσε την περιφορά αυτού που ήταν, πιθανότατα, ένα τετράγωνο, όσο παράλογο και αν ήταν κάτι τέτοιο. Διαισθανόμουν κάτι όσον αφορά τη μορφή του, αν και χωρίς να πολυεμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου. 
    Η γυναίκα με το τρομαγμένο πρόσωπο βρισκόταν μπροστά μου, όχι κοντά, όσο, όμως, ήταν αρκετό για να τη δω και να διαπιστώσω πως, αν εγώ ήμουν από σάρκα και οστά, άλλο τόσο ήταν και αυτή. Το αν ήμουν από σάρκα και οστά, ήταν, βέβαια, αμφισβητήσιμο ή θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, τουλάχιστον από μένα, καθώς ήμουν συνηθισμένος σε προβολές μου εκτός του εαυτού μου, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από όλες μου τις ιδιότητες αλλά που ήταν απολύτως άυλες. Η αυτόβουλη εξακόντιση του ατόμου μου σε κάθε λογής ταξίδι και περίπλου – κάτι που έμοιαζε, σε γενικές γραμμές, με ό,τι μόλις είχα πραγματοποιήσει χωρίς να το έχω καλοσκεφτεί – πάντα κατέληγε στη μέγγενη του φόβου ή του πόθου: γιατί τάχα να μην είναι και τα άτομα που συναντούσα στο διάβα μου και αυτά εκτός του εαυτού τους, εξίσου άυλα με μένα. Η δοκιμή της σκιάς, που πριν τη θεωρούσα αδιαμφισβήτητη, άμα κανείς την καλοεξετάσει δεν είναι, γιατί κανένας δεν έχει αποδείξει πως μια σκιά δεν μπορεί να δημιουργήσει μιαν άλλη και αυτή μια τρίτη, έπ’ άπειρον, με την τελευταία να πέφτει σε έναν τοίχο ή ένα δάπεδο. Αντιλήφθηκα, εντούτοις, πως θα ήταν ανάγκη να αντιπαρέλθω το ταχύτερο δυνατόν αυτό το βυζαντινισμό, στον οποίο θα μπορούσα να εγκλωβιστώ ανάμεσα σε ανούσια επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα χωρίς τελειωμό, πολλώ δε μάλλον όταν πια βρέθηκα να ατενίζω, αρκετά έκπληκτος, τη γοργή διέλευση ενός τρένου ανάμεσα από δυο αποβάθρες, χωρίς όμως η ταχύτητα να μου επιτρέπει να εξακριβώσω αν είχε ή δεν είχε κόσμο.  Η αλήθεια είναι πως αυτό με ενδιέφερε δευτερευόντως και εντελώς θεωρητικά, αυτή, όμως, η ελαφρά ανησυχία, αν μπορεί κανείς να την αποκαλέσει έτσι, εξαφανίσθηκε βλέποντας, στην πιο κοντινή αποβάθρα στα δεξιά μου, να μπαίνει ένα τρένο που ερχόταν από πίσω, το οποίο αντιλήφθηκα μονάχα από το χτύπημα του αέρα στο μάγουλο και την πρόσκρουση του βουητού των τροχών στο τύμπανο του αυτιού μου. Το κοίταξα. Ήταν και αυτό κατάφωτο. Τα πρώτα βαγόνια είχαν κόσμο. Καθισμένοι άνθρωποι που σε κοιτούσαν, όρθιοι που στηρίζονταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ακίνητοι όμως. Η πρώτη λέξη με την οποία ανταποκρίθηκε το συνειδητό μέρος της ύπαρξής μου στο θέαμα ήταν «νεκροί», έστω και αν, στη συνέχεια, ήταν γραφτό της να υποχωρήσει μπροστά στην πολύ πιο καθησυχαστική έκφραση «κούκλες στη βιτρίνα». Και αυτό, δίχως να κάτσω και να σκεφτώ πώς γινόταν και, τέτοια ώρα που ήταν, ένα τρένο ταξίδευε κατάφορτο με κούκλες στα μισά του βαγόνια και αδειανό στα υπόλοιπα. Από το πρώτο αδειανό βαγόνι, που είχε σταματήσει στο ύψος της γυναίκας, βγήκε ένας ένστολος, με ένα γαλάζιο πηλίκιο, με κάτι μηχανικό στις κινήσεις του, που με ένα χέρι άκαμπτο έδειξε στη γυναίκα την ανοιχτή πόρτα. Αυτή μπήκε. Στη συνέχεια, με κοίταξε και, χωρίς να πλησιάζει, μου έδειξε την πιο κοντινή πόρτα. Με το που μπήκα έκλεισαν και το τρένο ξεκίνησε: αργά στην αρχή και ύστερα με τέτοια ταχύτητα, που δεν μπορούσα να διαβάσω τα μεγάλα γράμματα των διαφημίσεων που ήταν ζωγραφισμένες στους τοίχους του τούνελ: μεγάλα κόκκινα ορθογώνια με κίτρινα γράμματα μέσα και με ζωγραφισμένο ένα μωρό ή ένα κομπιουτεράκι. Η προσοχή μου δεν έμεινε στραμμένη για πολύ στους τοίχους γιατί, μέσα από τα τζάμια, ανακάλυψα τη γυναίκα, στο βαγόνι που ήταν πίσω από το δικό μου, στριμωγμένη σε μια γωνία, ίσως και καθισμένη ανακούρκουδα. «Ωραία – είπα μέσα μου – αν γίνει τίποτα, μπορώ να τη βοηθήσω λίγο και, πού ξέρεις, ακόμη και να τη φέρω στο βαγόνι μου». Περάσαμε δυο-τρεις σταθμούς, εξίσου μεγάλους και ανοικονόμητους με τον πρώτο, εξ όψεως τουλάχιστον, χωρίς να σταθούμε, ψυχή δεν υπήρχε. Πιστεύω πως το τρένο σταμάτησε στον τέταρτο σταθμό. Υπήρχε κάποιος. Άνοιξε η πόρτα του βαγονιού όπου ήταν η γυναίκα και μπήκε ένας άντρας με μαύρη στολή - έδειχνε να βρίσκεται σε πένθος, με ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί το οποίο, αν και είχε τετράγωνο σχήμα, όχι μόνο θα μπορούσε κάλλιστα να περιέχει αλλά και έδειχνε να περιέχει ένα στρογγυλό αντικείμενο, που από το σχήμα του κάτι αχνοδιακρινόταν, κάτι σαν πελώριος τροχός. Πάνω που τέλειωνε η εξέταση στην οποία το είχα υποβάλει, βρεθήκαμε να τρέχουμε ξανά μέσα από σκοτεινά τούνελ, ανάμεσα από δυσανάγνωστες διαφημίσεις, όμως ο θόρυβος δεν ήταν δυνατός. Άλλοι τρεις-τέσσερις σταθμοί και άλλη μια στάση: στο τρένο μπήκε ένα υποκείμενο, καθ’ όλα όμοιο με το πρώτο, αν εξαιρέσει κανείς ότι το μέγεθος του κουτιού ήταν μικρότερο και, λίγο αργότερα,  και ένα τρίτο, αυτό, όμως, χωρίς κουτί. Κρατούσε ένα μεγάλο μπουκέτο με γαλάζια λουλούδια, ίσως και να ήταν ένα μονάχα τεράστιο γαλάζιο λουλούδι, που έφερνε προς το μωβ, άμα το καλοεξέταζες, και που όλα στην όψη του μαρτυρούσαν πως δεν είχε μεγαλώσει σε κήπο, με ένα συρμάτινο δίχτυ να διασφαλίζει πως δε θα έδειχνε κατσιασμένο.  Το περιβάλλανε παρόμοια λουλουδάκια, όμοια με γουρουνάκια γύρω από τη γουρούνα τους (Γιατί να μου έρθει στο νου αυτή η εικόνα, εμένα που δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου ούτε γουρούνα ούτε γουρουνάκια; Ας είναι…). Δεν ξεκολλούσε ούτε στιγμή από το μπουκέτο του, ούτε και οι άλλοι  από τα κουτιά τους. Το περίεργο δε ήταν πως δε μιλούσαν, αν και μοιάζανε να είναι αδέρφια, κρίνοντας, τουλάχιστον, από τα ρούχα τους, όχι όμως σαν κάποιοι που αγνοούν ο ένας τον άλλον, αλλά σαν άνθρωποι που τηρούν σιγή λόγω σεβασμού.   
    Περάσαμε μερικούς σταθμούς ακόμα, όλους έρημους, και όταν σταματήσαμε ξανά, οι αποβάθρες έσφυζαν από κόσμο με αμφίεση πένθους, κυρίους με φράκο και ημίψηλο: για να είμαι σαφής, δεν φορούσαν όλοι φράκο και ημίψηλο, αλλά κάποιοι φράκο και κάποιοι άλλοι ημίψηλο. Αυτές οι αμφίεσεις θα έπρεπε να συμβόλιζαν κάποια ιεραρχική διαφορά, γιατί αυτοί με το φράκο μπήκαν πρώτοι στο βαγόνι της γυναίκας, ενώ οι άλλοι τους χαιρετούσαν βγάζοντας τα ημίψηλα και, μόλις αυτοί μπήκαν στο βαγόνι, εκείνοι που είχαν ήδη μπει τους έκαναν μια υπόκλιση, υπερβολική κατά την κρίση μου: είναι προφανές πως αυτό που προσπαθώ να καταστήσω κατανοητό είναι ότι ο κάθε ένας τους έκανε κι από μια υπόκλιση και όχι ότι όλοι έκαναν την ίδια, πράγμα που θα ήταν όχι μόνον παράλογο αλλά και ακατανόητο, όσο και αν ήταν πανομοιότυπες και ταυτόχρονες οι υποκλίσεις. Πήραν θέσεις στοιχιζόμενοι στη μια και την άλλη πλευρά του βαγονιού: στριμώχνονταν αν και χωρίς να ξεφεύγουν από τα όρια της κοσμιότητας και, οπωσδήποτε, χωρίς να μιλούν. Εκείνοι που κρατούσαν λουλούδια η κουτιά εξαφανίσθηκαν πίσω από αυτή τη μάζα των σκοτεινών καθωσπρέπει κυρίων. Όσο για τη γυναίκα, δεν την έχασα από τα μάτια μου και ανάσανα ήρεμα όταν διαπίστωσα πως εξακολουθούσε να είναι στη γωνιά της, αν και με αρκετές σειρές από φράκα μπροστά της: κατά πάσαν πιθανότητα, από τη θέση όπου είχε εγκατασταθεί, ακόμη και αν δεν έβλεπε, από αυτούς που ήταν στη μια ομάδα, τίποτα παραπάνω από μια σειρά από πολυάριθμους σβέρκους, από την απέναντι θα πρέπει να έβλεπε οπωσδήποτε μια σειρά από πολυάριθμα ημίψηλα.
    Το ανθρωπομάνι της αποβάθρας έδειχνε να έχει αραιώσει. Δεν αναρωτήθηκα πώς είχε χωρέσει τόσος κόσμος σε ένα μονάχα βαγόνι, γιατί αυτό που έμενε στην αποβάθρα δεν έπαυε να μου κινεί την προσοχή. Ήταν ένα αντικείμενο που σήμερα δεν είναι πλέον εν χρήσει, αλλά που πριν από μισόν αιώνα το έβλεπε κανείς στους δρόμους με μια συχνότητα θλιβερή, όχι λόγω του αντικειμένου αυτού καθεαυτού αλλά λόγω της λειτουργίας του, μακάβριας πλην αναγκαίας και, εξάπαντος, αξιέπαινης. Με μια λέξη (ή εν ολίγοις), επρόκειτο για μια νεκροφόρο άμαξα της εποχής κατά την οποία κυριαρχούσε – σχεδόν ομόφωνα - η πεποίθηση πως δεν νοείτο αξιοπρεπές επιστέγασμα για έναν θάνατο αν δεν περιστοιχιζόταν από μια πομπή αλόγων, κάτι που επινοήθηκε στη Γαλλία από το Λουδοβίκο το ΙΔ’, συν όλα τα υπόλοιπα, που επινοήθηκαν από το Λουδοβίκο τον ΙΕ’: μπορεί κανείς να εκτιμήσει τις διαφορές μόνον αν εντρυφήσει στις λεπτομέρειες, εν πάση περιπτώσει, όμως, τα άλογα έφεραν λοφία με μαύρα φτερά, οι ηνίοχοι και οι πεζοί ιπποκόμοι τους επενδύτες και τρίκωχα, ενώ το κυρίαρχο χρώμα ήταν το χρυσαφί σε μαύρο φόντο. Χαράς ευαγγέλια… όλοι αυτοί οι καταρράκτες χρυσού μετά από τόσο πένθος! Έκανα τη σκέψη πως αυτό το μεγαθήριο, με τα άλογα της και το απαραίτητο για αυτήν προσωπικό, θα πρέπει να βρισκόταν εκεί καθ’ οδόν για κάποιο μουσείο ταφικών εθίμων… και όμως: ο ηνίοχος έκανε μια στράκα με το μαστίγιο του και τράβηξε τα γκέμια, η άμαξα άρχισε να κινείται και, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πώς, όχι μόνον μπήκε από την πόρτα του βαγονιού – ολοφάνερα μικρή – αλλά και εγκαταστάθηκε σε εκείνον εκεί το διάδρομο που είχε, κατά κάποιο τρόπο, δημιουργήσει η ομάδα με τα φράκα,  εν είδει χωρίσματος, ίσως και αβύσσου, από την ομάδα με τα ημίψηλα. Δε φταίω εγώ που άρχισα να αμφιβάλλω για το αν ήμουν στα καλά μου, αν και η αμφιβολία ήταν συνεχώς παρούσα ευθύς εξαρχής, γιατί αμέσως αντιλήφθηκα πως, όσο και αν αυτό αντέβαινε στους νόμους των στερεών σωμάτων, όλα αυτά βρίσκονταν μέσα, ο κόσμος ήταν ήσυχος και τα άλογα ήρεμα: θα έλεγε κανείς πως είχαν αποκοιμηθεί ξαφνικά. Η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι στη γωνιά της. Από την έκφρασή της κατάλαβα πως το πνεύμα της βρισκόταν υπό την επενέργεια κάποιας σημαντικής μεταλλαγής: δεν ξέφευγε πλέον, αποδεχόταν. Και αυτό με έκανε να τιναχτώ και να έρθω στα συγκαλά μου, καθώς αντιλήφθηκα πως αυτό που αποδεχόταν ήταν ο ίδιος ο θάνατός της: γιατί όλα εκείνα τα πένθιμα και αξιοσέβαστα συμπράγκαλα, στα οποία είχαν μόλις προσθέσει ένα απέριττο, μακρόστενο σχεδόν, φέρετρο, είχαν αυτήν ως αποδέκτη. Και τότε ήταν η στιγμή που άνοιξα την πόρτα ανάμεσα στα βαγόνια, η στιγμή που σίμωσα κοντά της με αμέτρητες προφυλάξεις και αργοπορίες, εντελώς ασυμβίβαστες με τη βιάση μου να την αδράξω και να τη βγάλω από κει. «Ελάτε!», της είπα, σφιχτοκρατώντας την από το χέρι, ενώ την τραβολογούσα και έμπαινα μπρος από το κορμί της, γυρεύοντας ταυτόχρονα την έξοδο. Κανείς δεν μας εμπόδισε, μόλις όμως βρέθηκε στο άλλο βαγόνι, με ρώτησε: «Τι είναι αυτό που θέλετε; Γιατί το κάνατε αυτό;». «Δεν βλέπετε πως πορεύεστε προς το θάνατό σας;». «Ναι, το έχω πλέον αντιληφθεί αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση». «Θα σας βγάλω από δω!». Λούφαξε σε μια γωνιά, φοβισμένη. «Όχι, όχι. Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι τέτοιο. Είναι τόσοι άνθρωποι, δεν τους σκέφτεστε καθόλου; Δείτε τους. Το μόνο που προσμένουν είναι να τοποθετηθεί το φέρετρο στην άμαξα για να μπω μέσα. Θα νιώσουν ευτυχείς». «Δεν καταλαβαίνετε, όμως, πως όσο ετούτοι βρίσκονται εδώ για αυτό, άλλο τόσο βρίσκομαι και εγώ για να το εμποδίσω;». «Όχι, δε γίνεται. Είναι πολύς κόσμος. Κοιτάχτε. Αυτή τη στιγμή σταματάμε για να μπουν οι παπάδες. Δεν μπορώ να απογοητεύσω τους παπάδες». Όντως. Το τρένο κοντοζύγωνε, αργά, σε μια ομάδα από άλλες τρεις μαύρες μορφές που το πρόσμεναν σε άλλην αποβάθρα. Οι πόρτες άνοιξαν για να μπουν. Εγώ κράτησα σφιχτά τη γυναίκα, σέρνοντάς την σχεδόν: οι πόρτες έκλεισαν πάνω στο κορμί της και, χάρη στο γεγονός ότι τα πόδια μου είχαν στηριχτεί γερά στο έρημο δάπεδο, το τρένο ούτε με παράσυρε ούτε και μου την πήρε μαζί του. Απόμεινε στην αγκαλιά μου, ξεμαλλιασμένη και, τελικά, στηρίχτηκε πάνω μου και άρχισε να κλαίει. Το τρένο βυθιζόταν στα έγκατα των τούνελ - της νύχτας ήταν ή της γης, εγώ δεν ήξερα πια τι να πω – και μεις βρισκόμασταν σε έναν ερημότοπο, όπου υπήρχαν αποβάθρες αλλά όχι ράγες, και όπου το φως προερχόταν από ένα αόρατο δειλινό και όχι από τους μεγάλους σωλήνες αλογόνου. Βρισκόμασταν στην άδεια γη.
«Μα πώς ήταν δυνατόν να σε αφήσω να φύγεις; Πρέπει να εποικίσουμε ξανά τον κόσμο, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Ναι».
Αρχίσαμε να περπατάμε. Στηριζόταν στο μπράτσο μου.
«Ευριδίκη δε σε  λένε;»
«Ναι».

1984

Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης, Νοέμβριος 2003

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο Γκονθάλο Τορέντε Μπαγεστέρ γεννήθηκε το 1910 στο Ελ Φερόλ της Γαλικίας και απεβίωσε το 1999 στη Σαλαμάνκα. Ήταν ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της πρώτης μετεμφυλιακής γενιάς συγγραφέων της Ισπανίας, έστω και αν το πρώτο έργο του (το θεατρικό Javier Tobías) το έγραψε το 1938. Έγινε γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ιστορικός της λογοτεχνίας, διηγηματογράφος αλλά κυρίως μυθιστοριογράφος. Κυριότερα έργα του είναι: La saga/fugal de J.B., Off-side, Filomeno a mi pesar και Doménica. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημα Το χρονικό του εκστατικού βασιλιά σε μετάφραση Λεωνίδα Καρατζά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου