Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Ένα ποίημα της Sandra Santana

Nuevas consideraciones acerca del destino del agua

La tormenta aguardaba
respirando despacio.
 
De pronto echa a correr y todas las preguntas
 
caen agotadas
 
desde la orilla de nuestros labios.

“Entiéndeme, vivir es tan difícil, es un verbo tan frágil, tan inconstante... En cuanto le pones un dedo encima comienza a vibrar, a moverse, a perder su forma.”

Mi suspicacia hace
que se rompa la tarde
y la superficie del cielo,
como el vidrio por un leve golpe,
descubre una grieta infinita.

Continúa entero, créeme,
incluso más hermoso,
pero exhibiendo ahora
impúdicamente su fragilidad, 
su condición de material efímero.


Νέες θεωρήσεις αναφορικά με το πεπρωμένο του νερού

Παραμόνευε η καταιγίδα
αναπνέοντας αργά.
Άξαφνα, αρχίζει να τρέχει και όλες οι ερωτήσεις
σωριάζονται εξουθενωμένες
από την όχθη των χειλιών μας.

«Κατάλαβέ με, το να ζεις είναι τόσο δύσκολο, είναι ένα ρήμα τόσο εύθραυστο, τόσο ασυνεπές… Μόλις ακουμπήσεις το δάχτυλό σου επάνω του, αρχίζει να πάλλεται, να κινείται, να χάνει το σχήμα του».

Η καχυποψία μου
κατακερματίζει το απόγευμα
και η επιφάνεια του ουρανού,
όπως το γυαλί από ένα ελαφρύ χτύπημα,
ανακαλύπτει μια ατέλειωτη ρωγμή.

Πιστέψτε με, εξακολουθεί να είναι ακέραιος
ίσως και πιο όμορφος·
επιδεικνύει όμως τώρα,
δίχως ντροπή, την ευπάθειά του,
την εφήμερη υλικότητά του.

μετ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Η Σάντρα Σαντάνα είναι ποιήτρια. Γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1978. Εργάζεται ως καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Θαραγόθα.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Μετάφραση: Η εναντίωση στη Βαβέλ




Ο Αναγνώστης και το Ινστιτούτο Θερβάντες διοργανώνουν εκδήλωση με θέμα «Μετάφραση: Η εναντίωση στη Βαβέλ». Στόχος να συζητηθεί η διαδικασία της μετάφρασης υπό το φως της εποχής μας. Τα δεκάδες προβλήματα που αναφύονται στη μεταφραστική εργασία, τα φιλοσοφικά και πολιτιστικά ερωτήματα, η συγχρονία και διαχρονία, η σημασία των πολλαπλών μεταφράσεων για το ίδιο έργο, ο ρόλος των μεταφραστών, των εκδοτών και ζητήματα πρόσληψης  των αναγνωστών.
Δευτέρα 28 Μαρτίου, 7.30μμ
στο Ινστιτούτο Θερβάντες. Μητροπόλεως, 23
Τηλ.: 210-3634117
Παίρνουν μέρος οι μεταφραστές: 

Γιάννης Καλλιφατίδης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μαρία Παπαδήμα, Κατερίνα Σχινά.

Είσοδος ελεύθερη


Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Necrosis de la posmodernidad. Sobre el estado actual de la interpretación de la Filosofía y la Literatura en España




Necrosis de la posmodernidad, Jesús G. MAESTRO (ed.)
Sobre el estado actual de la interpretación de la Filosofía y la Literatura en España
Precio: 39,00 €
Vigo, Editorial Academia del Hispanismo, 2016, 246 pp.
ISBN 978-84-16187-37-9

La literatura tiene quien la escriba —pues sobran autores—, pero no tiene, con la misma frecuencia, quien la interprete: porque, cada día más, faltan transductores debidamente educados. Leer no es interpretar para los demás, sino para uno mismo. Un lector es un intérprete sin poder. Por eso, muchas veces, la literatura no tiene quien la interprete, aunque tenga quien la escriba. La interpretación exige un poder que la haga efectiva.

La esencia literaria de una obra, es decir, su materia literaria, su ser literario, no depende solo del lector. Algo así sería un reduccionismo de los cuatro materiales literarios (autor, obra, lector e intérprete o transductor) a uno solo de ellos (el lector). En esa falacia y reduccionismo incurrió la estética de la recepción de Jauss e Iser, y sus seguidores.
Tampoco todo esto puede reducirse solo al transductor o intérprete. La literatura es cosa de cuatro. No es un ménage à trois como consideraban Jakobson y los estructuralistas acríticos que le siguieron (emisor, mensaje, receptor). Semejante matraca la repitieron durante más de medio siglo, como si nada. No cabe mayor ni más miope simplismo. Aún hoy, en Francia, y en muchos otros países, siguen con lo mismo. Acríticamente, siguen con lo mismo. Y en media España, también. Así está la Teoría de la Literatura: hoy, como hace más de 50 años.
De cualquier modo, lo que quiero decir cuando escribo que la literatura puede sobrevivir sin lectores, pero no sin intérpretes o transductores, es que lo que preserva a la literatura como tal no son quienes la leen, sino quienes la interpretan institucionalmente para los demás, y como tal la preservan en las instituciones a las que sirven: universidades, bibliotecas, prensa, academias de la historia, de la lengua, etc... Es decir, quienes disponen de poder político, porque tales instituciones son políticas: son instituciones del Estado.
El lector interpreta para sí: no dispone de más alcance ni poder (es un consumidor). El intérprete o transductor interpreta para los demás: es un delegado de un poder institucional capaz de imponer su interpretación, o la interpretación de su amo, a los demás.
Lo peor para la literatura no es que se quede sin lectores. La literatura no tiene lectores: ¿quién lee el Cantar de mio Cid, Pasión de la Tierra o Cárcel de Amor? Solo los intérpretes académicos. Lo peor que le puede pasar a la literatura es que se quede sin intérpretes, porque nadie la preservará. No será ni recuerdo. Y porque, además, sin lectores se ha quedado ya hace un siglo. O más (cuando menos).
En esta monografía se publica casi una veintena de trabajos de investigación que reflexiona críticamente sobre las crisis y lisis de la posmodernidad. Más concretamente: sobre la necrosis y degradación agónica de la posmodernidad. Se objetiva de este modo una importante reflexión, con independencia de los intereses universitarios y gremiales del mundo académico, cada vez más hundido en un tercer mundo semántico, bajo los imperativos ideológicos de un posmodernismo yermo, agotado y anómico.


Jesús G. Maestro

Índice

I.             LOS INTELECTUALES Y LA LITERATURA

El ascenso de los intelectuales: crónica de una estupidez
María Teresa González Cortés

El criterio disparatado de Javier Cercas
Ramón Rubinat Parellada

Las primeras expresiones del problema nacional en Marx y Engels
José Luis Pozo Fajarnés

Los intelectuales españoles ante la URSS
José Antonio Santiago Sánchez

II.           CRISIS DE LA POSMODERNIDAD

Una posible alternativa lingüística al desierto teórico posmoderno: literatura e integracionismo
Raúl Álvarez-Moreno

Autonomía y postautonomía literaria: un debate teórico en español
Cecilia M. T. López Badano

III.          LITERATURA Y FICCIÓN

Ficción y Teoría de la Literatura: tres falsas teorías sobre la ficción literaria
Jesús G. Maestro

Las nuevas modalidades ficcionales en la novela contemporánea: estudio narratológico y representaciones textuales
Francisco Álamo Felices

La queja metaficticia como una seña de identidad literaria española Vicente Pérez de León

IV.         TEORÍA DE LA LITERATURA Y LITERATURA COMPARADA

Pensar la literatura mundial en español. Reflexiones sobre un debate abierto
Konstantinos Paleologos

“El campo casi infinito”: de la actualidad de Claudio Guillén en los estudios de Literatura Comparada
Maria Candida Ferreira de Almeida

V.           LOS AUTORES Y LA LITERATURA

La crítica práctica y teórica de los creadores Francisco Ayala y Torrente Ballester
Stephen Miller

Álvaro Pombo: para ser poeta no basta ser esteta
Laetitia Baligant

VI.         LITERATURA Y FILOSOFÍA

Las funciones filosóficas de la literatura
Bernat Castany Prado

El análisis retórico-general
Sorina Dora Simion

El universo entre páginas. Consideraciones sobre la indiscernibilidad entre literatura y filosofía en la prosa de Jorge Luis Borges

Gernot Kamecke

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

H πιο κακιά κυρία του κόσμου, του Francisco Hinojosa

Φρανσίσκο Ινοχόσα

 

Η πιο κακιά κυρία του κόσμου 

 

                                                                                                                

Για τη Σοφία 

 

Στα βόρεια του Τουραμπούλ ζούσε μια φορά κι έναν καιρό μια κυρία που ήταν η πιο κακιά κυρία του κόσμου. Ήταν χοντρή σαν ιπποπόταμος, κάπνιζε πούρο και είχε δύο σουβλερούς και λαμπερούς κυνόδοντες.

        Επιπλέον, φορούσε μυτερές μπότες και είχε κάτι μακριά και κοφτερά νύχια, με τα οποία της άρεσε να γρατζουνάει τον κόσμο.

        Τα πέντε παιδιά της τα έδερνε όταν έπαιρναν κακούς βαθμούς στο σχολείο, αλλά κι όταν έπαιρναν δεκάρια. Τα τιμωρούσε όταν φέρονταν καλά, αλλά κι όταν φέρονταν άσχημα. Τους έριχνε λεμόνι στα μάτια κι όταν έκαναν αταξίες, κι όταν τη βοηθούσαν να σκουπίσει το σπίτι ή να πλύνει τα πιάτα μετά το φαγητό.

        Και επιπλέον, για πρωινό τούς έδινε να φάνε σκυλοτροφή. Όποιο δεν την έτρωγε έπρεπε να κάνει σχοινάκι εκατόν είκοσι φορές, πενήντα βαθιά καθίσματα και να κοιμηθεί στο κοτέτσι.

        Τα παιδιά της γειτονιάς το έβαζαν στα πόδια όταν την έβλεπαν να πλησιάζει. Το ίδιο και οι κύριοι και οι κυρίες και τα γεροντάκια και οι γριούλες και οι αστυνομικοί και οι μαγαζάτορες.

Μέχρι και οι γάτες, οι γλάροι και οι κατσαρίδες ήξεραν ότι η ζωή τους κινδύνευε κοντά στη μοχθηρή γυναίκα. Στα μυρμήγκια ούτε που τους πέρναγε από το μυαλό να κάνουν τη φωλιά τους κοντά στο σπίτι της γιατί ήξεραν ότι η κυρία θα τους έριχνε καυτό νερό.

        Ήταν μια κυρία κακιά, απαίσια, φρικαλέα, μοχθηρότατη. Η πιο κακιά από τις πιο κακές κυρίες του κόσμου. Η πιο μοχθηρή από τις μοχθηρές.

Ώσπου μια μέρα τα παιδιά της και όλοι στο χωριό δεν την άντεξαν άλλο και προτίμησαν να το σκάσουν από φόβο για τη ζωή τους.

        Από τότε οι πλατείες ήταν άδειες, τα σκυλιά δεν γάβγιζαν πια στους δρόμους ούτε τα πουλάκια πετούσαν στον ουρανό ούτε οι μέλισσες γύρευαν λουλούδια. Ακουγόταν μόνο το σφύριγμα του ανέμου και ο χτύπος από τις σταγόνες της βροχής στις στέγες των σπιτιών.

        Κι έτσι η κακιά γυναίκα έμεινε μόνη, μοναχούλα, δίχως κανέναν να ενοχλεί ή να γρατζουνάει.

        Το μοναδικό πλάσμα που εξακολουθούσε να ζει εκεί ήταν ένα ταχυδρομικό περιστέρι φυλακισμένο στο κλουβί κάποιου γειτονικού σπιτιού. Η φρικαλέα γυναίκα διασκέδαζε δίνοντάς του κάθε μέρα να τρώει ψίχουλα βουτηγμένα σε καυτερή σάλτσα και να πίνει νερό ανακατεμένο με ξύδι. Κάποιες φορές τού ξερίζωνε ένα φτερό και κάποιες άλλες του στραμπουλούσε τα δάχτυλα των ποδιών.

        Όταν το καημένο το περιστέρι κόντευε να πεθάνει, η κυρία, απελπισμένη που δεν θα είχε κάποιον να δέρνει, κατάλαβε ότι μόνο εκείνο μπορούσε να τη βοηθήσει για να φέρει ξανά πίσω τους χωριανούς.

        Αποφάσισε τότε να του δίνει τα ψίχουλα χωρίς καυτερή σάλτσα, το νερό σκέτο και, μερικές μέρες αργότερα, τόλμησε να το χαϊδέψει. Όταν βεβαιώθηκε ότι το περιστέρι ήταν πια φίλος της και ότι θα πήγαινε ένα μήνυμά της στα παιδιά της και στους άλλους χωριανούς, το έγραψε σ’ ένα χαρτάκι, το έβαλε στο ράμφος του πουλιού και το άφησε να πετάξει.

        Λίγες μέρες αργότερα, οι παλιοί κάτοικοι του χωριού επέστρεψαν αφού η πιο κακιά από όλες τις κυρίες του κόσμου στο μήνυμά της τους ζητούσε συγγνώμη:

 

Θέλω να με συγχωρέσετε. Το ξανασκέφτηκα και πιστεύω ότι ήμουν κακός άνθρωπος. Δεν θα επαναληφθεί. Για να με πιστέψετε θα αφήσω να με πατήσετε και να με γρατζουνήσετε όσοι από εσάς θέλετε.

 

Μετά από λίγο καιρό ο κόσμος γύρισε στο χωριό, επέστρεψε στα σπίτια του και με χαρά μεγάλη γρατζούνησε και πάτησε την τρομακτική γυναίκα.

Μέχρι που μια νύχτα, ενώ όλοι κοιμόντουσαν, εκείνη βάλθηκε να χτίσει ένα τείχος γύρω από το χωριό, ώστε να μην μπορεί κανείς πια να ξεφύγει. Άντε ψάξε να βρεις πώς το έκανε, το μόνο σίγουρο είναι ότι ένα ψηλό τείχος φυλάκισε την επόμενη μέρα όλο μα όλο το χωριό.

Και από τότε ξανάγινε η πιο κακιά, η πιο κακιά κακιά, η πιο κακιασμένη από όλες τις γυναίκες του κόσμου.

Έριχνε χαστούκια στα παιδιά της, δάγκωνε τα αφτιά των μαραγκών, έσβηνε το πούρο της στους αφαλούς των ταξιτζήδων, βάραγε τα παιδιά στο κεφάλι, έδινε κλωτσιές στις γριούλες, έμπηγε τα δάχτυλά της στα μάτια των στρατηγών και χτυπούσε με το χάρακα τα χέρια των αστυνομικών.

Έπειτα έριχνε σάπιο κρέας στα σκυλιά, γρατζουνούσε με τα μακριά της νύχια τις προβοσκίδες των ελεφάντων, έστριβε τους λαιμούς των καμηλοπαρδάλεων και έτρωγε ζωντανές τις ανυπεράσπιστες ταραντούλες. Ακόμα και τα λιοντάρια έκαναν σα γατάκια όταν την έβλεπαν, γιατί τους τραβούσε τόσο δυνατά τη χαίτη, που τα άφηνε δίχως τρίχα και με δάκρυα στα μάτια.

Και τι να πούμε για τα λουλούδια: μέσα σε μερικές ώρες δεν υπήρχε ούτε ένα που να έχει πέταλα.

Μια ωραία μέρα, όμως, την ώρα που η κυρία απολάμβανε το μεσημεριανό της ύπνο, μαζεύτηκε όλο το χωριό στην κεντρική πλατεία. Ο αρχιπυροσβέστης είπε:

        «Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση».

        «Έχεις δίκιο», τον σιγοντάρισε ο φαρμακοποιός. «Πρέπει να ρίξουμε το τείχος και να τρέξουμε όσο βαστούν τα πόδια μας».

        «Και γιατί», ρώτησε ένα παιδί, «δεν την πείθουμε να σταματήσει μια και καλή να μας ενοχλεί;»

        «Χα, χα, χα», όλοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, που τα έπνιξαν αμέσως από φόβο μήπως την ξυπνήσουν.

        «Όχι», παρενέβη ο πιο ηλικιωμένος του χωριού. «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να την ξεγελάσουμε».

        «Να την ξεγελάσουμε;», ρώτησε έκπληκτος ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου πάγου. «Πώς μπορούμε να την ξεγελάσουμε;»

        «Πολύ εύκολα», διαβεβαίωσε ο γεροντάκος. «Όταν μας δέρνει, εμείς θα της λέμε ευχαριστώ. Αν μας δαγκώνει τα αφτιά, θα της ζητάμε να το ξανακάνει. Αν μας γρατζουνάει, θα της λέμε πως αυτό είναι ό,τι πιο απολαυστικό έχουμε νιώσει στη ζωή μας. Πώς σας φαίνεται;»

«Ωωωωω!», αναφώνησαν όλοι γουρλώνοντας τα μάτια.

«Δεν είναι και κακή ιδέα», πρόσθεσε ο ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου στόλου από καμήλες στο χωριό.

Και έτσι το συμφώνησαν.

        Η κυρία ξύπνησε έξω φρενών από το μεσημεριανό της ύπνο. Είχε τρομερή όρεξη να τσιμπήσει ένα παιδί. Το πρώτο που βρήκε, τον μεγάλο της γιο, τον άρπαξε από το μάγουλο και δεν έλεγε να τον αφήσει μέχρι που πέρασε ένα μισάωρο. Ο γιος, υπομένοντας τον πόνο, της είπε:

«Ευχαριστώ, μανούλα, μπορείς να μου δώσεις άλλη μια τσιμπιά; Έλα, σε παρακαλώ, μόνο μία…»

Η κυρία, ξαφνιασμένη στην αρχή, του είπε όχι, δεν την άξιζε τέτοια επιβράβευση.

        Κατόπιν κίνησε για τη γειτόνισσα. Μόλις την είδε της έδωσε μια τρομερή κλωτσιά στο καλάμι με τη μύτη της μπότας της. Αν και πέθανε στον πόνο, η γειτόνισσα δάγκωσε τα χείλη της, συγκράτησε τα δάκρυα και είπε στην κακούργα:

«Ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ. Θα μπορούσα να σας ζητήσω μια χάρη;»

«Χάρη; Τι χάρη και ξεχάρη;», φώναξε η μοχθηρή γυναίκα.

«Δώστε μου και μια κλωτσιά στον πισινό. Είναι υπέροχη η αίσθηση. Κανείς ποτέ δεν με είχε δείρει τόσο όμορφα όσο εσείς. Χτυπάτε τόσο δυνατά…»

«Όχι, όχι και πάλι όχι! Ποια νομίζετε ότι είστε για να μου ζητάτε χάρες;»

«Ούτε μια ξυλιά στον πισινό;», ικέτεψε η γειτόνισσα με ύφος, πραγματικά, πολύ θλιμμένο.

Βλέποντας ότι συνέβαιναν πολύ περίεργα πράγματα, η κακιά γυναίκα πήγε και βρήκε τον τσαγκάρη και του τράβηξε τα μαλλιά τόσο δυνατά που της έμειναν τούφες στο χέρι.

«Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία, θα το εκτιμούσα αν μου βγάζατε και τα υπόλοιπα μαλλιά. Δε φαντάζεστε πόσο λαχταράω να μείνω φαλακρός. Και μου τα βγάζετε με τόση λεπτότητα... Πιστέψτε με, ούτε ο καλύτερος κομμωτής του κόσμου δεν θα το έκανε τόσο καλά».

Κι αυτά έκανε η πιο κακιά κυρία του κόσμου σε όλους μα όλους τους χωριανούς, μέχρι που βράδιασε και την έπιασε νύστα.

Όσο εκείνη κοιμόταν, ο κόσμος συγκεντρώθηκε ξανά.

«Πιστεύω», είπε ο πιο ηλικιωμένος, «ότι το σχέδιό μας λειτουργεί. Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε να την ξεγελάμε. Όταν της έρθει να κάνει κάτι καλό, αν είναι να της έρθει, θα διαμαρτυρηθούμε σαν να μας πονάει και σαν να είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς».

Το χαμόγελο άνθισε σε όλα τα χείλη και όλοι μαζί αποκρίθηκαν:

«Σύμφωνοι!»

Το επόμενο πρωί, η πιο κακιά κυρία του κόσμου σηκώθηκε με πολύ κακή διάθεση. Πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει στα παιδιά της τη σκυλοτροφή. Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να συγκρατηθεί όταν ανακάλυψε ότι το κουτί ήταν άδειο.

«Γκρρρ!!!», γκρίνιαξε. «Θα πρέπει να τους δώσω για πρωινό δημητριακά με γάλα και μέλι».

        Τα παιδιά μόλις είδαν τι τους είχε σερβίρει, άρχισαν να διαμαρτύρονται.

        «Μαμά, τι είναι αυτή η αηδία;»

        «Δημητριακά με μέλι, βρε κουτορνίθι».

        «Εγώ δεν θέλω».

        «Ούτε εγώ», είπε ο μικρότερος μ’ ένα δάκρυ στα μάτια.

        «Προτιμώ τη σκυλοτροφή».        

        «Κι εγώ το ίδιο», ούρλιαξαν μαζί όλα τ’ άλλα.

        Η μαμά τους τα υποχρέωσε όλα να φάνε αυτό που τους είχε σερβίρει. Κι εκείνα, φυσικά, πήραν τέτοια έκφραση αηδίας που ήταν σαν να έτρωγαν σκορπιούς στιφάδο.

Αφού άφησε τα παιδιά της στο σχολείο, συνάντησε τυχαία στον δρόμο τον σιδερά, ο οποίος της είπε:

«Με συγχωρείτε, κυρία. Θα μπορούσατε να μου κάνετε τη χάρη να μου ρίξετε ένα χτύπημα καράτε στην πλάτη;»

«Όχι, βέβαια! Ποιος νομίζετε ότι είστε για να μου ζητάτε χάρες, ε;»

Ήταν τόσο τσαντισμένη και τόσο σαστισμένη η κυρία με όλα όσα συνέβαιναν γύρω της που, χωρίς να το καταλάβει, έδωσε ένα κέρμα στον ζητιάνο του χωριού. Εκείνος έγινε έξαλλος και την επέπληξε:

«Τι σας συμβαίνει, κυρία μου; Πάρτε από δω τα ψωρολεφτά σας. Μη με προσβάλλετε με την ελεημοσύνη σας».

Χαρούμενη στη σκέψη πως αυτό δεν άρεσε στον ζητιάνο, έβγαλε από την τσάντα της όλα τα χαρτονομίσματα κι όλα τα κέρματα που είχε και τα έριξε στο καπέλο του.

Το ίδιο έγινε με όλους μα όλους τους χωριανούς.

Ο τελευταίος που συνάντησε ήταν ο πιο ηλικιωμένος, ο οποίος της είπε:

«Πολύ κακή σας ημέρα, κυρία. Έχετε αντιληφθεί πως ένας άγγελος που έπεσε από τον ουρανό έχτισε στο χωριό μας ένα υπέροχο τείχος; Είμαστε όλοι πολύ χαρούμενοι και περήφανοι που έχουμε ένα τόσο ωραίο τείχος».

Έξαλλη από θυμό, βγάζοντας σάλια από το στόμα και αφρούς από τα ρουθούνια, έτρεξε στο τείχος και, σε λιγότερο από μία ώρα, το είχε γκρεμίσει εντελώς.

Από τότε όλοι έζησαν ευτυχισμένοι, γιατί η πιο κακιά κυρία συνέχιζε να κάνει τα πιο καλά κακά πράγματα του κόσμου, την ώρα που το χωριό διασκέδαζε με την ψυχή του ξεγελώντας την.

 

 

O Francisco Hinojosa [Φρανσίσκο Ινοχόσα] γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1954. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην ισπανική γλώσσα.

 

Η συλλογική μετάφραση του παραμυθιού του Francisco Hinojosa είναι προϊόν εργαστηρίου μετάφρασης που έλαβε χώρα στο Abanico στις 22 Μαρτίου 2016. Το εργαστήριο συντόνισαν οι Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Νίκος Πρατσίνης και συμμετείχαν οι Γεώργιος Αμολοχίτης, Ελένη Βότση, Αναστασία Γιαλαντζή, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Αρμόδιος Διαμαντής, Εύη Κύρλεση, Σπύρος Λαζάρου, Eduardo Lucena, Σταυρούλα Ντίντα, Μαρία Στρατηγάκου, Ναταλί Φύτρου και η συγγραφέας Tanya Huntington.

 

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Βιβλιοκριτική του Κώστα Κατσουλάρη για την Κίτρινη βροχή του Χούλιο Γιαμαθάρες

Βρισκόμαστε στο 1961. Στα ισπανικά χωριά της οροσειράς των Πυρηναίων, στα σύνορα με τη Γαλλία, τα σπίτια ερημώνουν το ένα μετά το άλλο. Οι χωρικοί είτε καταφεύγουν στις μεγάλες πόλεις είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Σε ένα από αυτά, στο Αϊνιέλιε, ο τελευταίος του κάτοικος αρνείται να πάρει τον δρόμο της φυγής και παραδίδεται σε έναν αργό, επώδυνο θάνατο, αποτέλεσμα της άνισης μάχης του με τη φθορά και την άγρια φύση, καθώς και με τις εξίσου αδυσώπητες μνήμες του. Η κίτρινη βροχή είναι η πυρετώδης εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων της ζωής του, χρόνων που τα σημάδεψαν η ερήμωση, η τρέλα, ο θάνατος αλλά και η οργισμένη επιμονή του στη διατήρηση των βωμών και των εστιών.

Η ιστορία ξεκινά την ώρα που μια ομάδα αντρών από κάποια διπλανά χωριά μπαίνει στο εγκαταλελειμμένο χωριό και βρίσκει τον Αντρές, τον ήρωα και αφηγητή, ημιθανή. Ο μεσήλικος άντρας κείτεται εξουθενωμένος σε ένα από τα λίγα εναπομείναντα οικήματα του χωριού σε κατάσταση πυρετικού παραληρήματος αλλά και ψυχικής έξαρσης. Ο νους του τρέχει στα χρόνια, στους μήνες και στις ημέρες που πέρασαν, στις οδυνηρές αναχωρήσεις των τελευταίων κατοίκων, στους θανάτους αγαπημένων προσώπων. Μοναδικός του σύντροφος ο πιστός του σκύλος, ύστατος μα και βουβός μάρτυρας της φυσικής αλλά και συμβολικής ερήμωσης του τόπου. Μονάχα φαντάσματα ­τα φαντάσματα της ψυχής του Αντρές­ κατοικούν πια τον χώρο, φαντάσματα που όσο οι ζωντανοί λιγοστεύουν τόσο πυκνώνουν την παρουσία τους: η πολυαγαπημένη του γυναίκα που αυτοχειριάστηκε μη μπορώντας να αντέξει την ερήμωση­ και κυρίως την εγκατάλειψή τους από τον γιο τους· η μάνα του και ο υπερήφανος πατέρας του, του οποίου η καταφατική στάση απέναντι στον θάνατο απετέλεσε και αποτελεί εσωτερική πυξίδα για τον αφηγητή, ο οποίος και επιλέγει τελικά να θαφτεί πρόωρα δίπλα στους τάφους των δικών του παρά να γεράσει μακριά τους. Ολόγυρά του ο τόπος, τα δέντρα και ο αέρας, οι εναλλαγές των εποχών, μάρτυρες ενός αναλλοίωτου μα τώρα πια εχθρικού κόσμου.

Αυτό που κάνει την Κίτρινη βροχή κείμενο πραγματικά σπαραξικάρδιο, πέρα από το έτσι κι αλλιώς συγκινησιακά φορτισμένο θέμα της, είναι η ταύτιση ανθρώπου και χώρου, ατόμου και κοινότητας, και η άρνηση του αφηγητή να δει τον εαυτό του εκτός αυτής της αλυσίδας. Ο συλλογικός θάνατος ­εν προκειμένω ο θάνατος ενός χωριού­ εγγράφεται πάνω στο σώμα και στη συνείδηση του ήρωα σαν να ήταν ο δικός του, ατομικός και βιολογικός θάνατος. Οι ρωγμές στα σπίτια, τα αγριόχορτα που ρημάζουν τα τοιχώματά τους, είναι ρωγμές και ρήμαγμα της δικής του ψυχής. Η γραφή του Γιαμαθάρες, πυκνή και σφιχτή, σκληρή μα και λυρική και ενίοτε δυσβάσταχτα αληθινή, συνοδεύει τον ημιθανή ήρωα στον τάφο του δίχως να του χαρίζει την παραμικρή αναλαμπή, την ελάχιστη ζεστασιά.

Σε μια ευρύτερη θεώρησή του το κείμενο του Γιαμαθάρες είναι ένας πικρός αποχαιρετισμός μιας ολόκληρης εποχής, μιας εποχής που διατηρήθηκε ίδια και απαράλλαχτη για εκατοντάδες χρόνια και σαρώθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες από τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις και το ολοένα διογκούμενο κύμα αστυφιλίας. Είναι ένας χαιρετισμός σε ένα είδος ανθρώπου που εξαφανίζεται, του ανθρώπου που παραμένει προσκολλημένος στη γη και στη φύση, στη μνήμη και στο παρελθόν, του ανθρώπου που ζει και τρέφεται από αυτά, που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από αυτά.

Η κίτρινη βροχή, έργο του 1985, έγινε δεκτό με διθυράμβους στην Ισπανία ενώ ακολούθησε και μια εντυπωσιακή για τον βαθμό δυσκολίας του βιβλίου εμπορική επιτυχία. Κατατοπιστικός ο πρόλογος του κ. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τόσο σε ό,τι αφορά τον Χούλιο Γιαμαθάρες όσο και τη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία και πολύ καλή η μετάφρασή του. Από το έργο του Γιαμαθάρες έχει επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη, το μυθιστόρημα Το φεγγάρι των λύκων (εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1991).

Κώστας Κατσουλάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-01-2001

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

El chimpancé, de Alejandro Ramírez / Ο χιμπατζής, του Αλεχάντρο Ραμίρες

El chimpancé, de Alejandro Ramírez

El chimpancé se escapó del zoológico y se refugió en mi casa. Me suplicó con la mirada que lo protegiera y que no lo denunciara. Me apiadé de él. Desde entonces el fastidioso animal se ha empeñado en imitar todos mis movimientos. Aprendió a comportarse correctamente en la mesa, cocina modestamente y sus hábitos higiénicos son bastante dignos. Pero me tocó detenerlo cuando también intentó acostarse con mi esposa: inconforme, se sentó a observarnos y a anotar sus impresiones en una libreta.



Ο   χιμπατζής, του Αλεχάντρο Ραμίρες

Ο χιμπατζής δραπέτευσε από το ζωολογικό κήπο και βρήκε καταφύγιο στο σπίτι μου.  Με το βλέμμα με παρακάλεσε να τον προστατέψω και να μην τον καταδώσω. Τον λυπήθηκα. Από εκείνη τη στιγμή, το ενοχλητικό ζώο έχει βαλθεί να μιμείται όλες μου τις κινήσεις. Έμαθε να συμπεριφέρεται σωστά στο τραπέζι, μαγειρεύει συμπαθητικά και οι συνήθειες υγιεινής του είναι αρκετά αξιοπρεπείς. Όμως χρειάστηκε να τον σταματήσω όταν προσπάθησε να πλαγιάσει με τη σύζυγό μου: ενοχλημένος, άρχισε να μας παρακολουθεί και να καταγράφει τις εντυπώσεις του σε ένα σημειωματάριο.

μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Ο Alejandro Ramírez (1980) είναι κολομβιανός συγγραφέας.