Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Διεκδικώντας το αυτονόητο, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Πρόσφατα, συνάδελφος μεταφραστής, με το που παρέδωσε, έπειτα από εργασία πολλών μηνών, το μετάφρασμα το οποίο του είχε αναθέσει γνωστός αθηναϊκός εκδοτικός οίκος, ζήτησε να επιβεβαιώσει το, κατ’ εκείνον, αυτονόητο: πως το ονοματεπώνυμό του θα αναγραφόταν στο εξώφυλλο του μυθιστορήματος, όταν αυτό θα εκδιδόταν. Η απάντηση τον άφησε εμβρόντητο: «Όχι. Το κάνουμε μόνο σε περιπτώσεις "πιασάρικων" μεταφραστών που "πουλάνε". Γενικά το εξώφυλλο όσο πιο λίγα γράφει, τόσο καλύτερο είναι... Μη στενοχωριέσαι όμως, θα βάλουμε το όνομά σου με ανάγλυφα γράμματα στο πρωτοσέλιδο».
          Οι μεταφραστές είναι επαγγελματίες, κακοπληρωμένοι επαγγελματίες, αλλά επαγγελματίες. Και ταυτόχρονα είναι δημιουργοί: πάνω από το 45% της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής δεν θα βρισκόταν στα ράφια και τις προθήκες των βιβλιοπωλείων αν δεν υπήρχαν εκείνοι. Και όμως, ενώ είναι αδιανόητο να δούμε κάποιο CD δίχως το όνομα του καλλιτέχνη στο εξώφυλλο ή την αφίσα μιας ταινίας στις προθήκες των κινηματογράφων δίχως το όνομα του σκηνοθέτη, δεν μας ξενίζει καθόλου η απουσία του ονόματος του μεταφραστή από το εξώφυλλο του βιβλίου που συνυπογράφει.
Θεωρώ ότι μεγάλη ευθύνη για την αφάνεια του μεταφραστή φέρουμε εμείς οι ίδιοι, οι επαγγελματίες του χώρου, και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το επάγγελμά μας· δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι έχουμε εφεύρει μια πλειάδα από μεταφορές για να αναφερθούμε σε αυτό: μας χαρακτηρίζουμε από «εκτελεστές μιας παρτιτούρας» έως «αδέξιες μέλισσες» και από «όχημα του συγγραφέα» έως… «προδότες» [traduttore, traditore]. Οι μεταφορές αποτελούν, βεβαίως, ουσιώδες συστατικό του λόγου και αναφέρονται σε όλα τα επίπεδα του καθημερινού βίου, πλην όμως, η κατάχρηση που γίνεται στην περίπτωση των μεταφραστών,  κάθε άλλο παρά βοηθάει να γίνουμε ορατοί από το αναγνωστικό κοινό και να σταθούμε ισότιμα δίπλα στην καταξιωμένη φιγούρα του συγγραφέα.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο αργεντινός συγγραφέας και μεταφραστής, είχε επανειλημμένα τονίσει ότι η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζεται ο μεταφραστής οφείλεται στο ιστορικό βάρος της μορφής τού συγγραφέα όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο δυτικό πολιτισμό από την εποχή του Ρομαντισμού και εντεύθεν. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε ένα κείμενο, υποστήριζε ο Μπόρχες, με τον τρόπο που το έκαναν οι άνθρωποι κατά το Μεσαίωνα ή την Αναγέννηση, καθώς σήμερα μάς ενδιαφέρει να μάθουμε τις περιστάσεις που γέννησαν ένα κείμενο. Θα έρθει όμως μια μέρα που οι άνθρωποι δεν θα νοιάζονται για το τι γέννησε την ομορφιά, δεν θα νοιάζονται καν για τα ονόματα και τα βιογραφικά στοιχεία των ποιητών, θα νοιάζονται για την ίδια την ομορφιά και τότε, κατέληγε ο Μπόρχες, θα έχουμε μεταφράσεις όχι μόνο εξαιρετικά καλές (ήδη τις έχουμε) αλλά και διάσημες.
Πεποίθησή μου είναι ότι αυτή η στιγμή που ονειρευόταν ο Μπόρχες δεν αργεί, αλλά δεν είναι και κοντά. Και ώσπου να διανυθεί η απόσταση που χωρίζει στη συνείδηση των αναγνωστών τον «μεταφραστή-όχημα του συγγραφέα» από τον «μεταφραστή-δημιουργό, ισότιμο με τον συγγραφέα», θα βλέπουμε πολύ συχνά τα ονόματά τους, όσων τουλάχιστον δεν είναι «πιασάρικοι», να καταχωνιάζονται στα ενδότερα των βιβλίων, έστω και με γράμματα ανάγλυφα...

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε, στις 19/10/2015, στην ενότητα «ιδέες και απόψεις» του anampa.gr (Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων).

[http://www.amna.gr/article-featured.php?id=92149]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου