Σκληρές ζωές, άγριοι κόσμοι
H Εποχή, 6 Απριλίου 2025
—
Στα σύνορα του θανάτου
Εμιλιάνο Μόνχε «Ρημαγμένοι τόποι», μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,
εκδόσεις Carnívora, 2025
Σε έναν άλλο βάναυσο, άγριο κόσμο μάς μεταφέρει το
μυθιστόρημα του Εμιλιάνο Μόνχε: στα σύνορα ανάμεσα στο Μεξικό και στις ΗΠΑ, τα
οποία προσπαθούν απελπισμένα χιλιάδες άνθρωποι να διασχίσουν, με μια ελπίδα που
πολλές φορές μεταλλάσσεται σε φόβο, σε αγωνία, σε τρόμο.
Οι διαδοχικές και πολλαπλές κρίσεις στις χώρες της
Κεντρικής αλλά και της Νότιας Αμερικής η διάχυτη βία που τις συνοδεύει, η
περιβαλλοντική καταστροφή, η φτώχια που κυριαρχεί σε χώρες με ακραίες
ανισότητες, η κρατική βία («ήρθε η αστυνομία… με κατηγόρησαν… αναγκάστηκα να
δραπετεύσω»), οδηγούν κάθε χρόνο πολλές χιλιάδες ανθρώπους στη ριψοκίνδυνη
απόφαση να φύγουν προς τα βόρεια, αναζητώντας μια στοιχειωδώς καλύτερη ζωή, για
να βρεθούν συχνά στο έλεος συνοριακών περιπόλων και συμμοριών διακινητών. Οι
αριθμοί τους είναι άγνωστοι, πάντως κάθε χρόνο αναφέρονται χιλιάδες συλλήψεις
και εκατοντάδες θάνατοι, οι γνωστοί και καταμετρημένοι δηλαδή, γιατί πολλοί
μετανάστες και μετανάστριες εξαφανίζονται χωρίς κανένα ίχνος και χωρίς κανένας
να τους μετρήσει πουθενά.
Η αιματοβαμμένη ιστορία αυτών των συνόρων έχει
αποτελέσει πολλές φορές θέμα λογοτεχνικών βιβλίων (κάποια κυκλοφορούν
μεταφρασμένα και στα ελληνικά) αλλά και κινηματογραφικών ταινιών. Σε αυτά
έρχεται τώρα να προστεθεί το βιβλίο αυτό του Μεξικανού συγγραφέα Εμιλιάνο
Μόνχε, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2015.
Στο βιβλίο του Μόνχε πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι, ο
Επιτάφιος και η Επιτύμβια, αρχηγοί μιας άγριας συμμορίας διακινητών ανθρώπων.
Μέσα σε ένα σκηνικό βίας και φρίκης, ο Επιτάφιος και η Επιτύμβια ζουν έναν
παθιασμένο, καταστροφικό έρωτα, που είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο
εξελίσσεται το βιβλίο. Σε πρώτο επίπεδο, όμως, σχεδόν προσχηματικό ίσως. Γιατί
οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι άλλοι, όσο κι αν μένουν βουβοί: εκείνοι
που έρχονται από πολύ μακριά, οι άντρες και οι γυναίκες που
διέφυγαν από τόπους ρημαγμένους, τα πλάσματα που χωρίς να είναι
νεκρά περπατάνε ήδη στο βασίλειο των νεκρών, οι στερημένοι από κάθε
ελπίδα, οι δίχως-όνομα που δεν έχουν ακόμα πουληθεί.
Στο βιβλίο, παρακολουθούμε μια ομάδα μεταναστών και
μεταναστριών που, προσπαθώντας να περάσουν τα σύνορα, πέφτουν στα χέρια της
συμμορίας των διακινητών και έρχονται αντιμέτωποι με τον πιο ακραίο τρόμο: τους
μεταφέρουν σαν σφαχτάρια, τους χωρίζουν όπως γουστάρουν και τους πουλάνε σε
εμπόρους ανθρώπων («τι θα του κάνουν, αναρωτιόμασταν κάθε φορά που έπαιρναν
ακόμα έναν […] ποιον θα διαλέξουν άραγε τούτη τη φορά»), τα μικρά παιδιά τα
σημαδεύουν σαν ζώα, οι βιασμοί και οι φόνοι είναι συνεχείς. Η ανθρώπινη υπόσταση
θολώνει και εξαφανίζεται, οι μετανάστες και οι μετανάστριες αντιμετωπίζονται
σαν κομμάτια κρέας, οι διακινητές φέρονται σαν άγρια κτήνη.
Σε αυτό το σκοτεινό βασίλειο της βίας και της
διαφθοράς συμμετέχουν αστυνομικοί και στρατιωτικοί, βέβαια, καθώς και ένας
ιερέας, ο πατέρας Λάκκος, που διευθύνει ένα ορφανοτροφείο αλλά ταυτόχρονα και
όλη την επιχείρηση των διακινητών, που όπως θα ανακαλύψουμε συνδέεται άμεσα με
το ορφανοτροφείο του…
Ο συγγραφέας επιλέγει να μην εστιάσει το βλέμμα του
στις ίδιες τις πράξεις της διάχυτης βίας, δημιουργώντας με έμμεσο τρόπο αυτή τη
δαντική ατμόσφαιρα, διανθίζοντας το έτσι κι αλλιώς δυνατό κείμενο με διάσπαρτες
φράσεις από μαρτυρίες των ίδιων των μεταναστών και των μεταναστριών,
δημιουργώντας χαρακτηριστικές φράσεις που γίνονται ονόματα
(«Αυτόσπουακόμηκαυχιέταιότιέχειψυχή») ή χρησιμοποιώντας εξίσου χαρακτηριστικά
παρατσούκλια (ο Νεκροδόχος, ο Τύμβος), ισορροπώντας με εξαιρετικό τρόπο σε μια
γλώσσα που ακροβατεί ανάμεσα στη λόγια και την αργκό.
Το μυθιστόρημα του Μόνχε τιμήθηκε το 2016 στο Μεξικό
με το Βραβείο Μυθιστορήματος Ελένα Πονιατόφσκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου