Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Βιβλιοκριτική της Ιωάννας Φωτοπούλου για τις Μικρές κόκκινες γυναίκες της Marta Sanz

 

Μια γυναίκα παλεύει για τη δικαίωση των θυμάτων του Ισπανικού Εμφυλίου

 

BookPress, 12 Φεβρουαρίου 2025

 

 

Για το μυθιστόρημα της Μάρτα Σανθ (Marta Sanz) Μικρές κόκκινες γυναίκες, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Carnívora, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

 

Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου

 

Αν δεχτούμε ότι η λογοτεχνία είναι πρωτίστως τέχνη, τότε θα μιλήσουμε για την ελευθερία της έκφρασης, τις φροντισμένες λέξεις, τη μουσικότητα, τον ρυθμό και τη φωνητική διάσταση των φράσεων, την ιδιαιτερότητα του ύφους, την πρωτοτυπία, τη δημιουργία έντονων συναισθημάτων, τη διαισθητική ανίχνευση της εποχής, την καλλιτεχνική αποτύπωσή της και φυσικά την πολυσημία. Αν στην τέχνη προσθέσουμε και την πολιτική, με τη συνεπαγώμενη συγκρουσιακότητα που φέρει μια τέτοια διάσταση, τότε αποκτά, αν όχι βάθος και νόημα, τουλάχιστον λόγο ύπαρξης. Κι αν θέλουμε να δούμε πώς μπορεί κάτι τέτοιο να υλοποιηθεί υποδειγματικά, τότε δεν έχουμε παρά να διαβάσουμε τις Μικρές κόκκινες γυναίκες, αν όχι για να συμφωνήσουμε, τουλάχιστον για να απολαύσουμε τον τρόπο με τον οποίο το κάνει η Μάρτα Σανθ, πολυβραβευμένη και δημοφιλής στη χώρα της, Ισπανίδα συγγραφέας.

Οι Μικρές κόκκινες γυναίκες, αποτελούν το κλείσιμο μιας μυθιστορηματικής τριλογίας της, για πρώτη φορά εξαιρετικά μεταφρασμένης στα ελληνικά από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Μάρτα Σανθ, που όμως διαθέτει αυθύπαρκτο νόημα και μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η ιστορία αφορά στη διαδικασία ωρίμανσης μιας νεαρής γυναίκας, της Πάολα, που πηγαίνει σ’ ένα χωριό της Ισπανίας με σκοπό να αναζητήσει ομαδικούς τάφους από την εποχή του εμφυλίου πολέμου για να αποκαταστήσει τα δικαιώματα των θυμάτων της φασιστικής παράταξης, να αποδώσει τις ευθύνες και να τους προσφέρει μια αξιοπρεπή ταφή. Καταλήγει να εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο με τους κατοίκους κι έτσι ξεδιπλώνεται το κουβάρι μιας ιστορίας δοσμένης με θάρρος και τόλμη.

«Θα μείνεις στήλη άλατος»

«Θα μείνεις στήλη άλατος», λέει η Καταλίνα στην Πάολα, παραπέμποντας στο βιβλίο της Γένεσης, καλώντας μας να αναρωτηθούμε τι είδε η γυναίκα του Λωτ, τι ήταν αυτό που δεν έπρεπε να δει. Η συγγραφέας τοποθετεί τον εαυτό της σε μια νεότερη γενιά τολμηρών στην προσέγγισή τους, ατίθασων, γλωσσούδων, ανυπότακτων Ισπανίδων συγγραφέων, που με τη γραφή τους ασκούν κριτική στα κοινωνικά στερεότυπα, δίνουν φωνή σε περιθωριοποιημένες ομάδες, σκιαγραφούν σύγχρονα κοινωνικά θέματα και χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία ως μέσο κοινωνικής κριτικής.

Το βιβλίο, όπως η ίδια η συγγραφέας αναφέρει, γεννήθηκε από τον προβληματισμό της ως προς τη δυνατότητα που έχει η γλώσσα μιας ιστορίας να είναι βίαιη, στην περίπτωση που αυτή η ιστορία αφορά στη συλλογική μνήμη. Η βία του μυθιστορήματος δεν έχει να κάνει τόσο με τις βίαιες περιγραφές, αν και δεν λείπουν ούτε αυτές, όσο με την αλήθεια των λέξεων που εκφέρονται σχετικά με την ιστορική μνήμη, μια αλήθεια σκληρή που αρνείται τις ίσες αποστάσεις και λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Μιλά επίσης για τη βία που επιβάλλεται στο γυναικείο σώμα μέσα από τον έμφυλο λόγο – άλλωστε, η ίδια η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Πάολα, το όνομα της οποίας σημαίνει «μικρή», είναι μια μικροσκοπική γυναίκα, μια κενταυρίνα με ένα χωλό πόδι, με όλους τους συμβολισμούς που αυτό φέρει και προοικονομεί. Η βία αυτή κατά των γυναικών είναι λάγνα, διεστραμμένη, και από εκεί προκύπτει μια έξαψη που για τη συγγραφέα δεν είναι ασύνδετη με την ανάδυση της ακροδεξιάς που παρατηρείται τόσο στην Ευρώπη όσο και σε όλο τον κόσμο.

Η φωνή της Λουθ

Σε αυτό το πολυφωνικό, εξπρεσιονιστικό μυθιστόρημα κυρίαρχη είναι η φωνή της Λουθ, μητέρας του Θάρκο και φίλης της Πάολα, η οποία οργανώνει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του βιβλίου. Η Λουθ μιλάει στον Θάρκο συνέχεια και του αφηγείται την ιστορία, την οποία η ίδια γνωρίζει από τα γράμματα της Πάολα, ενώ ο Θάρκο απουσιάζει από το βιβλίο – αυτή η απουσία είναι σημαντική καθώς η Λουθ τον κατηγορεί ακριβώς για το γεγονός ότι είναι απών. Αυτό που χαρακτηρίζει την Πάολα είναι η τρομερή της ικανότητα να ψυχανεμίζεται το περιβάλλον της διαθέτοντας μια ιδιαίτερη συναισθηματική ευφυΐα. Σε ό,τι αφορά στο κεντρικό θέμα του βιβλίου, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δεν είναι εντελώς ξένο για το ελληνικό κοινό, αφού το 2021 ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στην ταινία του «Παράλληλες μητέρες», σπάζοντας τη σιωπηρή συμφωνία για τη λήθη του παρελθόντος, καταπιάνεται επίσης με το ζήτημα της εκταφής και αναγνώρισης των χιλιάδων αμάχων που εξαφανίστηκαν από τους φασίστες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, ένα ζήτημα που επείγει καθώς όσο περνούν τα χρόνια, εκείνοι που μπορούν να τους αναγνωρίσουν φεύγουν από τη ζωή. Και στην ταινία, λοιπόν, όπως και στο βιβλίο, μια νεαρή γυναίκα με τη βοήθεια ενός ιατροδικαστή – αρχαιολόγου ξεθάβει έναν ομαδικό τάφο κοντά στο χωριό της, αναζητώντας τα λείψανα του προπάππου της ο οποίος σκοτώθηκε από τους φασίστες στον πόλεμο.

Όπως μαθαίνουμε από την ίδια τη συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου της στο πλαίσιο του φεστιβάλ ΛΕΑ, η Πάολα πρωτοεμφανίζεται στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας που έχει τον τίτλο Black black black ως η πικραμένη και πονεμένη γυναίκα ενός ντετέκτιβ ο οποίος δεν παραδέχτηκε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του παρά μόνο σε πολύ μεγάλη ηλικία κι αυτό λόγω της βίας που υφίστατο και του φόβου. Εξαιτίας αυτού, νιώθει εξαπατημένη, αισθάνεται πως δεν είναι ελκυστική κι ότι δεν είναι επιθυμητή, πράγμα που δεν είναι καθόλου αλήθεια. Ο Θάρκο είναι ένας ντετέκτιβ ο οποίος δεν έχει καμία ερευνητική ικανότητα και η Πάολα είναι αυτή που τον γειώνει. Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας μιλάει μόνο ο Θάρκο, που καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ψάχνει την Πάολα η οποία όμως δεν εμφανίζεται. Το φάντασμα του δεύτερου μυθιστορήματος είναι η Πάολα, ενώ στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας είναι παρόντες και οι τρεις και υπάρχει αυτό το παιχνίδι των φωνών στην πλοκή και των τριών βιβλίων, οι οποίες εκφράζονται μέσα από άλλες φωνές. Η συγγραφέας, χωρίς να αρνείται την πλοκή, πριμοδοτεί τη φροντίδα της γλώσσας με την προσεκτικά επιλεγμένη χρήση του λόγου και του λεξιλογίου που φωτίζει την πραγματικότητα.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος -πέρα από την καταπληκτική μετάφραση που μας έδωσε, με τον αναγνώστη να νιώθει ότι δεν στερείται τίποτα από το πρωτότυπο-, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε ένα κείμενο μπορεί να χαθούμε σε χάσματα που έχουν να κάνουν με την ιστορία ή τον πολιτισμό, έχει κάνει μία εξαιρετική έρευνα ως προς τις παραπομπές που φωτίζουν το κείμενο και διευκολύνουν τον αναγνώστη. Οι παραπομπές στο πλάι του κειμένου, αποτελούν μια εξαιρετική επιλογή από τις εκδόσεις Carnívora, φιλική προς τον αναγνώστη.

Η επιλογή των ονομάτων

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη χρήση των ονομάτων τα οποία, σύμφωνα με τη συγγραφέα, δεν είναι τυχαία, έχουν έναν λόγο ύπαρξης και αντανακλούν κάτι βαθύτερο. Μια αλητεία σε μια πινακίδα μετατρέπει την ονομασία του χωριού Σαφράν -που παραπέμπει στο φυτό με την όχι ιδιαίτερα ευχάριστη μυρωδιά- σε «σουφράν» – η Σανθ θεωρεί πως τέτοιου είδους πράξεις αποτελούν το φουκαριάρικο υποκατάστατο της διεκδίκησης. Κι ύστερα, υπάρχει ο Νταβίδ, ο υπερπροικισμένος, τέλειος γιος των ιδιοκτητών ενός καταλύματος, ο επί Γης αγιοποιημένος παππούς Χεσούς, με τη θρησκευτική σκληρότητα και τη μακάρια γλυκύτητα που ταιριάζουν στο προφίλ ενός δολοφόνου, τα αδέρφια Σαμουέλ και Λουίς, που τσακώνονται για την πατρική περιουσία παραπέμποντας στον Κάιν και τον Άβελ, ο θείος Φάουστους, οι αναφορές στον Δανιήλ και τον Ιώβ, το ίδιο το όνομα της οικογένειας Μπεάτο, που σημαίνει «μακάριος», «ευνοημένος». Κι απ’ την άλλη πλευρά, τα γυναικεία ονόματα, το όνομα της Πάουλι, που συμβολίζει τις γυναίκες και το πόσο μικρές αισθάνονται απέναντι στους άντρες, της Λουθ, που σημαίνει «φως», η αναφορά στην Ιουδίθ ως σύμβολο δύναμης, θάρρους και αντίστασης, στη Σωσάννα, η οποία σχετίζεται με θέματα που αφορούν στη σεξουαλική παρενόχληση, την κατάχρηση εξουσίας και την ανάγκη για δίκαιη κρίση, οι γυναίκες του Κυανοπώγωνα, η Βιρχινία, η παρθένα με τα τρία παιδιά. Η Καταλίνα που παραπέμπει στην αφρικανικής καταγωγής σκλάβα της Μάλαγα. Οι γυναίκες υπομένουν το βάρος των ονομάτων που φέρουν, είναι μικρές και κόκκινες, σύμβολα της επανάστασης και της θυσίας, ενώ σε ό,τι αφορά τα αντρικά ονόματα, το σημαίνον είναι αποκομμένο από το σημαινόμενο καθιστώντας τη χρήση τους ειρωνική, τονίζοντας μέσα από τον σαρκασμό τη σημειολογικά ανατρεπτική τους διάσταση και ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο το πολιτικό σχόλιο της συγγραφέως.

 

H Σανθ, λαμβάνοντας υπόψη τα διαγενεακά χάσματα και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος αναγνώστης διαβάζει, όχι για να προβληματιστεί, ούτε για να θυμηθεί ή να δημιουργήσει νέες συνάψεις στον εγκέφαλό του, μα με σκοπό την ψυχαγωγία και τη χαλάρωση, τον καλεί σε μια σύμβαση, σε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της ανάγνωσης. Τον παροτρύνει διαρκώς να διαβάζει αργά. Να ανατρέξει μέσω της προσωπικής του έρευνας στις μνήμες με τις οποίες είναι εμποτισμένες οι λέξεις, να αναζητήσει τα κρυμμένα νοήματα πίσω από αυτές, όχι μόνο τα ρητά αλλά και τα άρρητα στα οποία αποκτά κανείς πρόσβαση μόνο μέσω της διαίσθησής του. Να γνωρίσει το παρελθόν δημιουργώντας κοινούς κώδικες επικοινωνίας κι ενός είδους συνέχεια από γενιά σε γενιά. Κι αυτό έχει από μόνο του μια πολιτική διάσταση, πόσο μάλλον αν συνδυαστεί με τους αγνοούμενους του εμφυλίου και τη βία κατά των γυναικών.

Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.

 

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Βιβλιοκριτική της Θεώνης Κάμπρα για το Ιστορία και Ανθολόγιο κειμένων της Σύγχρονης Ισπανικής Λογοτεχνίας (20ός αιώνας) του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Βιβλιοκριτική


https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/24050-istoria-anthologio-sygxronis-ispanikis-logotexnias




 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ιστορία και Ανθολόγιο κειμένων της Σύγχρονης Ισπανικής Λογοτεχνίας (20ός αιώνας), Εκδόσεις Πεδίο, 2021

 

της Θεώνης Κάμπρα*

 

Το πάθος του συλλέκτη βιβλίων μοιάζει με εκείνο του ταξιδευτή. Κάθε βιβλιοθήκη είναι ένα ταξίδι, κάθε βιβλίο ένα διαβατήριο χωρίς ημερομηνία λήξης[1]. Ως άλλος έφιππος απεσταλμένος του βασιλιά της Αιγύπτου τα χρόνια συγκρότησης του μυθικού αλεξανδρινού οικοδομήματος, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος διέσχισε βουνά και κοιλάδες, διένυσε τεράστιες εκτάσεις στην άλλη όχθη της θάλασσας προς πάσα κατεύθυνση, αναζητώντας βιβλία-θηράματα για να δημιουργήσει την απόλυτα τέλεια Βιβλιοθήκη που θα απαρτίζεται από ένα μόνο βιβλίο, αφιερωμένο αποκλειστικά στην ιστορία και τα κείμενα της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.  

Με εκκίνηση τη Λα Ρεχέντα του Κλαρίν, το μεγάλο ισπανικό μυθιστόρημα των τελών του 19ου αιώνα,  την αντίθεση ρεαλισμού-νατουραλισμού στα έργα του ζεύγους Πέρεθ Γκαλδός και της φεμινίστριας Εμίλια Πάρδο Μπαθάν, καθώς και την ποίηση της Ροσαλία ντε Κάστρο, ο αναγνώστης βυθίζεται σταδιακά στα δίγλωσσα αποσπάσματα της εντυπωσιακής έρευνας.

Παραθέτωντας  σύντομες και κατατοπιστικές ιστορικές πληροφορίες σχετικά με την αλλαγή του αιώνα στην Ισπανία, εμφανίζονται σταδιακά οι Συμβολιστές, οι γενιές του ’98 και του ’14. Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Νομπέλ Λογοτεχνίας, 1956), Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, το σατιρικό εσπερπέντο του Μπάγε Ινκλάν.

«Εκεί όπου ο χρόνος ενώνεται περισσότερο με τη σκόνη είναι στις βιβλιοθήκες», γράφει σε μια από τις απολαυστικές αφοριστικές γκρεγκερίας του ο Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.  

Ο Αντόνιο Ματσάδο θα συνεχίσει το νήμα της αφήγησης, και στους περίφημους Κάμπους της Καστίλλης (1912) θα καταγράψει το κατά πάσα πιθανότητα διασημότερο δίστιχο της ισπανικής  ποίησης: Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται περπατώντας[2].

Με ανοιχτό τον δρόμο πλέον, η Ισπανία υποδέχεται την πρωτοπορία μιας νέας γενιάς ποιητών που σημάδεψε βαθύτατα την παγκόσμια λογοτεχνία, καθώς είχε φτάσει η ώρα της θρυλικής γενιάς του ’27 με προεξέχουσα φιγούρα οικουμενικού κύρους τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τα δραματικά έργα του ανδαλουσιανού θεατρανθρώπου, που εκτελέστηκε από φρανκική φάλλαγγα το 1936 λίγο μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, έχουν αγαπηθεί όσο ελάχιστα άλλα από τους λάτρεις της δραματουργίας.

Πολλά χρόνια αργότερα το 1977, τιμήθηκε ολόκληρη η γενιά του ’27, οι ποιητές της οποίας κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της δημιουργίας κατά τη διάρκεια του καταπιεστικού καθεστώτος, μέσω της απονομής ενός ακόμα Νομπέλ Λογοτεχνίας στο πρόσωπο του Βιθέντε Αλεϊσάντρε.

Επόμενο Νομπέλ το 1989 στον Γαλικιανό Καμίλο Χοσέ Θέλα, ο οποίος εγκαινίασε το νέο λογοτεχνικό ρεύμα του τρομακτικισμού με την Οικογένεια του Πασκάλ Ντουάρτε, ενώ στην Κυψέλη, ανέδειξε έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, αναπαράγωντας το ασφυκτικό κλίμα της εποχής υπό το πρίσμα του κοινωνικού ρεαλισμού. Παρά το αδιαφιλονίκητο συγγραφικό του ταλέντο και την πληθώρα βραβείων που κέρδισε κατά τη διάρκεια της 60ετούς συγγραφικής του πορείας, ο ίδιος υπήρξε φίλα προσκείμενος στο καταπιεστικό καθεστώς, καθώς παράλληλα είχε εργαστεί ως λογοκριτής των έργων συναδέλφων του στα πρώτα χρόνια του φρανκικού καθεστώτος.

Συγγραφικές ανησυχίες διακατέχουν και τον φτωχό πλην τίμιο Μάριο, στο Πέντε ώρες με τον Μάριο (1966) του Μιγκέλ Ντελίμπες, ο οποίος τα ακούει μετά θάνατον για πέντε ώρες από τη συμβία του Κάρμεν στο δημοφιλέστατο πολυφωνικό μονολογικό μυθιστόρημα, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, καθώς αποτυπώνει τις δυο Ισπανίες της εποχής, μέσω της αντίστιξης του αναχρονιστικού και νεωτεριστικού χαρακτήρα των δύο πρωταγωνιστών.

Με το θάνατο του Φράνκο το 1975, τη μετάβαση στη μεταπολίτευση και την επαναφορά της μοναρχίας, σηματοδοτείται μια καινούρια περίοδος στα ισπανικά γράμματα, καταργείται η λογοκρισία έπειτα από δεκαετίες φίμωσης, επαναπατρίζονται συγγραφείς που είχαν αυτοεξοριστεί από τα χρόνια του εμφυλίου, και αναγνωρίζονται οι τρεις επιπλέον γλώσσες (καταλανικά, βασκικά, γαλικιανά) πέρα των καστιλλιάνικων ως επίσημες του κράτους. Ραφαέλ Τσίρμπες, Χούλιο Γιαμαθάρες, Χαβιέρ Θέρκας[3], Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα, Αλμουδένα Γκράντες, Ζάουμε Καμπρέ, Κιμ Μονζό, μερικά από τα δημοφιλέστερα ονόματα (και στην Ελλάδα) τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Εξίσου εντυπωσιακή η εκδοτική παραγωγή ποιητών και θεατρικών ομάδων, όπως οι Fura del Baus, καθώς και μεμονωμένων θεατρικών καταλανόφωνων συγγραφέων (Γκαλθεράν, Μπελμπέλ κ.ά.)

Με το πέρας των ετών, η εκδοτική παραγωγή στην Ισπανία εκτοξεύεται. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τέλη του ’90 εκδίδονται πάνω από 50.000 βιβλία το χρόνο σε όλες τις επίσημες γλώσσες, ενώ έως σήμερα ετησίως εκατομμύρια απούλητα βιβλία ανακυκλώνονται ή πολτοποιούνται.

Έτερος φίλα προσκείμενος στο φρανκικό καθετώς,  ο Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ γράφει από το μακρινό 1935: «Υπάρχουν πια πάρα πολλά βιβλία! Έαν κάθε γενιά συνεχίσει να συσσωρεύει τυπωμένο χαρτί σε ανάλογες ποσότητες με τις προηγούμενες, τότε το πρόβλημα της υπερπληθώρας βιβλίων πρόκειται να πάρει τρομακτικές διαστάσεις! Επιπλέον, συνεχίζουν να παράγονται εν χειμαρρώδη αφθονία. Πολλά από αυτά είναι άχρηστα ή ανόητα, με την παρουσία και την διατήρησή τους να αποτελούν ένα πρόσθετο βάρος για την ανθρωπότητα, η οποία λυγίζει ήδη κάτω από τα υπόλοιπα πλείστα όσα φορτία της[4]».

Θεωρώντας το βιβλίο κατασκεύασμα που αντιστέκεται στην καύση[5], ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ως άλλος Μπόρχες, γοητεύτηκε από την ιδέα να συγκεντρώσει ένα μεγάλο αντιπροσωπευτικό σύνολο της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας, όχι σε μια μαγική βιβλιοθήκη, αλλά σε ένα και μόνο αριστουργηματικό βιβλίο επιστέγασμα της ισπανικής λογοτεχνικής παραγωγής του 20ού αιώνα.

Το opus magnum του συγγραφέα (καθηγητή ισπανικής λογοτεχνίας, μετάφρασης & μεταφρασεολογίας στο ΑΠΘ, στο ΕΑΠ, και στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγας) συνοδεύεται από πληθώρα ενδεικτικών αποσπασμάτων των έργων, πολλά από τα οποία είναι σε μετάφραση του ιδίου, συγκροτώντας ένα άνευ προηγουμένου πλουσιοπάροχο δίγλωσσο ανθολόγιο.

 

Ιστορία και Ανθολόγιο κειμένων της Σύγχρονης Ισπανικής Λογοτεχνίας (20ός αιώνας)

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Πεδίο

463 σελ.

ISBN 978-960-635-375-8

Τιμή €25,00

 

 

* Η Θεώνη Κάμπρα είναι μεταφράστρια ισπανόγραφης λογοτεχνίας στα ελληνικά (Πάρδο Μπαθάν, Γιαμαθάρες, Νέουμαν, Σεπούλβεδα, Γιάνιες, Βεντουρίνι, Περέιρα κ.ά.) και ξεναγός.



[1] Πάπυρος, Ιρένε Βαγιέχο, μετάφραση Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022.

[2] Το 1969 ο Καταλανός Ζοάν Μανουέλ Σεράτ μελοποίησε το διάσημο δίστιχο στον ομώνυμο δίσκο του Cantares σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.

[3] Στους Στρατιώτες της Σαλαμίνας (μετάφραση Ελισώ Λογοθέτη, εκδόσεις Πατάκη, 2011), ο Χαβιέρ Θέρκας τοποθετεί τη δράση των ηρώων κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου, παραπέμποντας στους Έλληνες που εξεγέρθηκαν ενάντια στην αυταρχική εισβολή των Περσών,  χωρίς την αριθμητική υπεροχή με το μέρος τους, για να υπερασπιστούν την πατρίδα, την δημοκρατία και τα όνειρά τους.

[4] Η αποστολή του βιβλιοθηκάριου, Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασσέτ, μετάφραση Δήμητρα Παπαβασιλείου, εκδόσεις Μάγμα, 2022.

[5] Βαρβαρισμοί, Αντρές Νέουμαν, μετάφραση Αναστασία Γιαλαντζή, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Αρμόδιος Διαμαντής, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Αναστασία Θεοδωρακοπούλου, Θεώνη Κάμπρα, Ασπασία Καμπύλη, Μαρία Μελαδάκη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδόσεις Opera, 2015.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Raúl Jiménez Muñoz: No soy yo / Ραούλ Χιμένεθ Μουνιόθ: Δεν είμαι εγώ

 




Raúl Jiménez Muñoz

 

No soy yo

 

Mamá nunca creyó en fantasmas. Era tan cabezota.

Cuando después de muerta, la sorprendíamos por la casa, fingía no ser ella.

—Que no, hijo, ¿cómo voy a ser yo? Si ya estoy bajo tierra —decía.

Y se alejaba levitando por el pasillo.   

 

 

Raúl Jiménez Muñoz fue en su infancia bombero, capitán de barco y astronauta. Luego se dio a la escritura, abandonándose por completo. 

 

>.<>.<

 

Ραούλ Χιμένεθ Μουνιόθ

 

Δεν είμαι εγώ

 

Η μαμά ποτέ της δεν πίστεψε στα φαντάσματα. Ήταν τόσο ξεροκέφαλη.

Κάθε φορά που, πεθαμένη πλέον, την κάναμε τσακωτή στο σπίτι, προσποιούνταν ότι δεν ήταν εκείνη.

«Όχι, ρε παιδί μου, μα πώς είναι δυνατόν να είμαι εγώ; Αφού πλέον είμαι βαθιά στο χώμα», έλεγε.

Και απομακρυνόταν, αιωρούμενη, στον διάδρομο.

 

μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Ραούλ Χιμένεθ Μουνιόθ όταν ήταν παιδί ήταν πυροσβέστης, καπετάνιος και αστροναύτης. Μετά άρχισε να γράφει, και πλέον δεν κάνει τίποτα άλλο.

 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

H Αλίκη Μανωλά συνομιλεί με τον Βαγγέλη Μπουμπάκη για την Carmen Yáñez και το Ένας έρωτας έξω από το χρόνο

 

Ένας έρωτας έξω απ’ το χρόνο | Κάρμεν Γιάνιες



Με τη μεταφράστρια Αλίκη Μανωλά συζητάμε για τη Χιλιανή ποιήτρια και συγγραφέα Κάρμεν Γιάνιες και το έργο της Ένας έρωτας έξω από το χρόνο – Η ζωή μου με τον Λουίς Σεπούλβεδα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opera.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

HÉCTOR VIEL TEMPERLEY, HOSPITAL BRITÁNICO // taller de traducción de poesía del español al griego, coordinado por Konstantinos Paleologos y Eduardo Lucena




Obra: Hospital Británico (1986), de Héctor Viel Temperley

Modalidad: virtual, en zoom, 5 reuniones (lunes 28/4, 5/5, 12/5, 19/5, 26/5/2025), de 20.00 a 22.00h.

 

“Necesito oler limón, necesito oler limón. De tanto respirar este aire azul, este cielo encarnizadamente azul, se pueden reventar los vasos de sangre más pequeños de mi nariz” (de Hospital Británico)

 

inscripciones: kpaleologos63@gmail.com



>.<>.<


Με έχουν βγάλει από τον κόσμο

Λίγα λόγια για το Hospital Británico του Héctor Viel Temperley

 

Στην αρχαιότητα, ο τρυπανισμός είχε μια μυστικιστική διάσταση: επρόκειτο για μια σωματική εκδοχή του εξορκισμού. Προκειμένου να φύγουν από το σώμα οι δαίμονες που προκαλούσαν συγκεκριμένες ασθένειες –ημικρανίες ή ψυχικές διαταραχές–, έπρεπε να ανοιχτεί μια οπή στο κρανίο του ασθενούς, η οποία θα καλυπτόταν με μια μεταλλική πλάκα μόλις έφευγε το κακό πνεύμα. Αυτή η χειρουργική πρακτική εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην περίπτωση ορισμένων οργανικών και θανατηφόρων κακών πνευμάτων: στην περίπτωση των όγκων.

Μετά από μια ζωή προσκολλημένη σε πρωτόκολλα αποχής από τη δημοσιότητα που τον μετέτρεψαν σε αθέατη σκιά στα λογοτεχνικά σαλόνια της χώρας του, το 1986, ο Héctor Viel Temperley (Μπουένος Άιρες, 1933) αρρώστησε από καρκίνο· εισήχθη σ’ ένα νοσοκομείο στα νότια προάστια της γενέτειράς του, έγραψε την ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή που σήμανε την ποιητική καταξίωσή του και πέθανε τον επόμενο χρόνο.

Ο συγγραφέας περιγράφει το Hospital Británico ως «το βιβλίο ενός τρυπανισμένου». Αποτελείται από ένα κεντρικό ποίημα, συνοδευόμενο από «θραύσματα», όπου αναμειγνύονται σχόλια, πεζοποιήματα και μεμονωμένες φράσεις. Πρόκειται για αποσπάσματα από προηγούμενα βιβλία (τα παλαιότερα χρονολογούνται από το 1969, το 1976, το 1978 και το 1982 και ανήκουν στα Humanae vitae mia, Carta de marear, Legión extranjera και Crawl αντίστοιχα) και για αδημοσίευτα κείμενα (τα οποία είναι γραμμένα το 1984 και το 1985) που κατέληξαν να αποτελέσουν μέρος αυτού του πνευματικού παζλ. Ο ποιητής περιγράφει τη σκηνή που βίωσε, και αποτελεί την αφετηρία των πάντων, ένα βίωμα στην ατμόσφαιρα του οποίου θα επέστρεφε συνεχώς τους δύο μήνες που του πήρε για να γράψει το βιβλίο:

 

Pabellón Rosetto, larga esquina de verano, armadura de mariposa: Mi madre vino al cielo a visitarme.

 

Tengo la cabeza vendada. Permanezco en el pecho de la Luz horas y horas. Soy feliz. Me han sacado del mundo.

 

Στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε, ο ποιητής, μετά από μια συνεδρία ακτινοθεραπείας, εξηγεί στον δημοσιογράφο Σέρχιο Μπίσιο την προέλευση του ποιήματος: «Αρρώστησα όταν είδα ότι η μητέρα μου ήθελε να πεθάνει, και πράγματι πέθανε τέσσερις μέρες αφότου με τρυπάνισαν. Είχαμε περάσει και οι δυο μας τρεις μήνες στο κρεβάτι. Λοιπόν, κάνω την εγχείρηση στην κούτρα μου και μετά από δύο τρεις μέρες βγαίνω στον κήπο. Με κρατούσε από το μπράτσο η γυναίκα μου. Καθίσαμε μπροστά από μια πτέρυγα, που εγώ την αποκαλώ Pabellón Rosetto. Πετούσαν μερικές πεταλούδες και υπήρχαν μερικοί πολύ όμορφοι ευκάλυπτοι, τίποτα περισσότερο από αυτό, και τότε με περιέβαλε και με διαπέρασε μια αίσθηση αγάπης τόσο έντονη που κατέστρεψε διά παντός τη ζωή μου σε τούτον τον κόσμο».

Ο ποιητής έζησε μια θρησκευτική εμπειρία, γνώρισε την τέλεια ένωση με τη δημιουργία. Ένιωσε το άγγιγμα του Θεού και ταυτόχρονα ένιωσε να είναι μέρος του Θεού: «Yo era amado con una intensidad que estaba en el límite de lo soportable». Τις επόμενες ημέρες θα προσπαθούσε να επιστρέψει σ’ εκείνη την κοιλάδα της δόξας, χωρίς επιτυχία. Η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει, και ο ίδιος, ορφανός πια, θα επέστρεφε ξανά και ξανά σ’ εκείνον τον πόνο («Mi madre es la risa, la libertad, el verano. / A veinte cuadras de aquí yace muriéndose»).

Σε μια στιγμή μετεγχειρητικής φώτισης, του ήρθε η δομή του ποιήματος, άρχισε αμέσως να γράφει και, όταν τελείωσε, το αποτέλεσμα του ήταν ξένο: «¿Quién carajo armó todo eso? No tengo idea»· «No soy el autor de eso […] es algo que estaba en el aire».

Ο τρυπανισμός δεν άνοιξε μια δίοδο για να εκδιώξει ένα δαιμόνιο, παρά άνοιξε την πύλη για να υπάρξει πρόσβαση στη δοξολογία και στον διάλογο με έναν θεό, χωρίς την παρουσία του οποίου η αναγνώριση του επερχόμενου τέλους, του άλγους του παρακμάζοντος σώματος, της εξαφάνισης της αγάπης και της απελπισίας του κόσμου μετά την υπέρτατη ένωση θα ήταν απλώς αφόρητη. Η νόσος ως διαμεσολάβηση· η θεραπεία είναι καταδικασμένη να αποτύχει στην προσπάθειά της να σώσει το σώμα, αλλά το παράπλευρο αποτέλεσμά της είναι ένα συναρπαστικό μυστικιστικό όραμα.

Ο ποιητής, έξω πια από τον εαυτό του, φευγάτος, αχαλίνωτος, είναι ικανός να δει τον εαυτό του πέρα από τον χρόνο, και έτσι αρχίζει να οργανώνει τον υπόγειο διάλογο με τη θεότητα προς την οποία –τώρα το αντιλαμβάνεται, από τη διαύγεια του εκτοπισμένου, από την απογύμνωσή από το σώμα που βρίσκεται κοντά στη μη- ύπαρξη– οδεύει ολόκληρη η γραφή του από παλιά. Το ποίημα που δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τη βαρβαρότητα του πριονιού πάνω στο κρανίο. Το πνεύμα που εμφανίστηκε επί Γης –μέσω του γραψίματος– λίγο πριν την εγκαταλείψει.

Ο Viel Temperley πέθανε, το 1987, θύμα του καρκίνου, λίγους μήνες αφότου ολοκλήρωσε το κορυφαίο ποίημά του και ψέλλισε το παραξένισμα  που του προκάλεσε η συγγραφή του.


Πηγή: Λουίς Χόρχε Μπόνε, Μυστικά δωμάτια. Περί ασθένειας, πόνου και σώματος στη λογοτεχνίαμτφρ: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, υπό έκδοση.