02/11/2024 // Δημήτρης
Μπαλτάς*
Λουίς Σεπούλβεδα,
Συγγνώμη να περάσω; Ποιήματα (1967
– 1999),
εκδόσεις opera, 2024, σ. 264.
Με το υφάδι της τρυφερότητας στην καμπή του
χρόνου και της Ιστορίας
Στον
συγκεντρωτικό τόμο Συγγνώμη… να περάσω; Ποιήματα
(1967 – 1999) των εκδόσεων opera (Ιούνιος 2024) παρουσιάζεται
στο ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό η πολύτιμη ποιητική παραγωγή του Χιλιανού
συγγραφέα, σκηνοθέτη, δημοσιογράφου και πολιτικού ακτιβιστή, Λουίς Σεπούλβεδα,
ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός χάρη στα πεζά – αφηγηματικά του έργα, όπως
για παράδειγμα τα μυθιστορήματα Η ιστορία του γάτου που έμαθε
σ’ ένα γλάρο να πετάει και Η ιστορία ενός σκύλου που τον
έλεγαν πιστό, τα οποία κυκλοφορούνται – όπως και το σύνολο του
έργου του – από τις εκδόσεις opera. Τη μετάφραση στα ελληνικά του παρόντος
τόμου υπογράφει μια ομάδα μεταφραστών αποτελούμενη από τους Μαρία Αθανασιάδου,
Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη και Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Η
επιλογή και η επιμέλεια των ποιημάτων που συμπεριλαμβάνονται σε αυτή την
έκδοση, που μεταφράζεται στα ελληνικά, ανήκει στον Αλεχάντρο Θέσπεδες, ο οποίος
συντάσσει και το επίμετρο στο τέλος του βιβλίου παρέχοντας στον αναγνώστη
πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος προσέγγισε το ποιητικό έργο του
Σεπούλβεδα, καθώς ο Χιλιανός συγγραφέας δημοσίευσε ελάχιστα ποιήματα κατά τη
διάρκεια της ζωής του. Τα υπόλοιπα ποιήματα έμειναν στην αφάνεια μέχρι την
έκδοση αυτού του τόμου από τον Θέσπεδες. Στο αρχείο του Σεπούλβεδα και σε κάθε
λογής χαρτιά υπήρχαν αδημοσίευτα πάρα πολλά ποιήματα και διαφορετικές εκδοχές
για κάποια από τα ποιήματα ή αναθεωρήσεις παλαιότερων ποιημάτων. Στην έκδοση,
μάλιστα, έχουμε τη δυνατότητα να δούμε κάποια τέτοια παραδείγματα, τα οποία
συχνά εμφανίζονται με διαφορετικό τίτλο αλλά είναι παρόμοια μεταξύ τους ή και
κατά πολύ διαφορετικά, επιτρέποντάς μας, ωστόσο, να κατανοήσουμε ότι αποτελούν
διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ποιήματος, της ίδιας σύλληψης. Το ποιητικό υλικό
που βρέθηκε στα χαρτιά του Σεπούλβεδα καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από
το 1967 μέχρι το 1999 και κατανέμεται στον ανά χείρας τόμο, στις συλλογές –
ενότητες: Πρώτα ποιήματα (μέχρι το 1973), Ο απρόσεκτος
κυνηγός (1972-1975), Ο αναμμένος σπόρος (Ποιήματα της εξορίας 1973-1979),
Ποιήματα της αναγκαστικής πορείας (1977-1980), Η μπαλάντα του τύπου με το ένα
αυτί (1979-1982), Μπαλάντα του ερημίτη (1974-1987), Ασκήσεις για να γίνεις ο
ποιητής που υπήρξα εγώ, Άλλα ποιήματα (τελευταία ποιήματα μέχρι το 1999).
Στην ποίηση
του Σεπούλβεδα ο αναγνώστης βλέπει σημαίνοντα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που
σημάδεψαν τον 20ο αιώνα
και αποτελούν βαρύνουσας σημασίας σελίδες της πολιτικής ιστορίας της Χιλής και,
ευρύτερα, της Λατινικής Αμερικής. Εκκινώντας από διαφορετικά και μεμονωμένα
παραδείγματα ο ποιητής προχωρά επαγωγικά σε, δυστυχώς, διαχρονικές, βαθιά
ριζωμένες στην αντίληψη του κόσμου, του λαού, ιδεοληψίες και προκαταλήψεις που
οδηγούν στην πόλωση του κοινωνικού ιστού σε μείζονα ζητήματα που στρέφονται
γύρω από τον φασισμό, τον ρατσισμό, την έμφυλη και σεξιστική βία. Η ματιά του
Σεπούλβεδα είναι ρεαλιστική. Δεν υπάρχει καμιά διάθεση εξωραϊσμού και αυτό
αποτυπώνεται και στις λεκτικές του επιλογές. Λόγος απλός, κατανοητός, με μια
μουσικότητα και έναν ρυθμό ακατέργαστο και αυθόρμητο, χωρίς φτιασίδια και χωρίς
καμιά υπόνοια επιτήδευσης. Ο ρυθμός, μάλιστα, σώζεται και σε αρκετά από τα
μεταφράσματα του τόμου. Παράλληλα, ο λόγος του μπαίνει εύκολα στο αυλάκι της
τρυφερότητας και του λυρισμού, όταν μιλά για τα αγαπημένα του πρόσωπα,
μπολιάζοντάς τον τόσο με εικόνες όσο και με ήχους από τη φύση και την
καθημερινότητα. Πολλές φορές οι τίτλοι των ποιημάτων λειτουργούν σαν
σκηνοθετικές οδηγίες βοηθώντας τον αναγνώστη να “δει” με τα μάτια του ποιητή
τον κόσμο αλλά και το ποίημα, όπως αυτό διαστέλλεται στους επιβλητικούς και
υποβλητικούς στίχους του. Βέβαια, από την ποίηση του Σεπούλβεδα δεν λείπει ο
μεταφορικός – αλληγορικός λόγος, εναρμονισμένος με την κατά τόπους αισθαντική
και εξιδανικευμένη ματιά στη ζωή και τον κόσμο, αλλά ούτε και ο σαρκασμός, η
σάτιρα, η ειρωνεία απέναντι σε εκφάνσεις ανελευθερίας, δουλοπρέπειας,
αναξιοπρέπειας, υποταγής και ανοχής.
Η ποίηση του
Σεπούλβεδα είναι βαθιά ανθρώπινη, ανυπόκριτη και προσηλωμένη στην αποκάλυψη και
διακήρυξη της αλήθειας‧ της μελαγχολικής αλήθειας του ποιητή που διαρκώς αναζητεί τη θέση του στον κόσμο. Η ποίηση για τον Σεπούλβεδα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί το παράθυρο στον κόσμο. Στα ποιήματά του συζητά τη θέση και τον ρόλο του ποιητή στην κοινωνία και αποκρυσταλλώνει τη δική του οπτική για το θέμα αυτό. Η ποίησή του είναι μια de profundis εξομολόγηση της ζωής του ενταγμένης στο πλαίσιο της πραγματικότητας στην
οποία εγγράφεται. Μια πραγματικότητα που τη διέπει η σύμβαση του χρόνου. Γι’
αυτό και η μνήμη του παρελθόντος είναι ιδιαίτερα έκδηλη στα ποιήματά του.
Γράφει ποίηση, επειδή θυμάται και οι ίδιες οι θύμησες τού επιτρέπουν να
ατενίζει το μέλλον άλλοτε ουτοπικά άλλοτε ρεαλιστικά, χωρίς να χάνει ούτε λεπτό
τη δημιουργική ώσμωσή του με τον ρόλο του ανθρώπου στην κοινωνία. Η πολιτική, η
ιδεολογία, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, ο πολιτικός και οικολογικός του
ακτιβισμός και εν γένει η κοινωνική ευαισθησία που απαντάται στο ποιητικό του
έργο συνδέονται αρραγώς με ό, τι συνιστά την προσωπική του αλήθεια, την έντονα
συναισθηματική και εξομολογητική.
Θα παραθέσω,
τελειώνοντας, εντελώς δειγματοληπτικά τρία ποιήματα που τα θεωρώ, εντούτοις,
ενδεικτικά της ποιητικής γραφής του Σεπούλβεδα:
ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ
ΠΟΛΙΤΗΣ 89
Δεν
ονειρεύεται την τάξη αφού την έχει
εγκαταλείψει
στο σαλόνι του σπιτιού του.
Τα αντικείμενα
της ευτυχίας περιλαμβάνουν
γραμματόσημα,
ετικέτες, διάφορες μάρκες,
αλλά είναι
συμβατά μεταξύ τους
όπως τα
όνειρα.
Το θέμα είναι
να ενδώσεις σε κάποια πράγματα,
η ανοχή είναι
χάρισμα των καιρών.
Όταν γίνεται
επίδειξη ευφυίας στην τηλεόραση,
ένας σωρός από
διαφορετικές απόψεις παρελαύνουν.
Ξαπλωμένος
στον καναπέ, ο σοφός άνθρωπος
παραδίδεται
στις ηδονές της ανυπαρξίας ηδονών.
Εκπληρώνει τα
καθήκοντά του ως πολίτης,
ψηφίζει,
πληρώνει φόρους και μέχρι που αποφεύγει
να
διαπληκτίζεται με τους γείτονες για το θόρυβο.
Κι έτσι
κοιμάται ευτυχής αλλά δεν ονειρεύεται
την ελευθερία
που άλλοι νοσταλγούν,
διότι ξέρει
ότι την έχει έξω απ’ την πόρτα του
ντυμένη τη
στολή
του έμμισθου
φρουρού.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΡΩΤΑΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
(Εκδοχή 1η)
Αγγίζω το
στήθος μου,
αυτή τη γνωστή
ορεινή επιφάνεια,
ψηλαφώ τις
πληγές του,
τη μακρινή μυρωδιά
λουλουδιών, κήπων ποτισμένων
πριν λίγες
ώρες.
Αγγίζω το
στόμα μου,
αυτή την
κοιλότητα που έχω γευτεί τόσες φορές,
όπου γεννιέται
η λέξη δικαιοσύνη, η τελετή, ο μύθος, η κραυγή.
Γνωρίζω τη
σχισμή του,
τις ροδαλές
σάρκες που σμιλεύουν, που πλάθουν
τον ήχο, το
τραγούδι, το στίχο.
Αγγίζω τα
μάτια μου,
αυτά τα δυο
αστέρια, πηγάδια με βαθύ φως
όπου ζει το
ποτάμι, το πουλί, το παιδί.
Μαντεύω την
ακλόνητη λάμψη τους.
Αγγίζω τα
χέρια μου,
αυτές τις
ωχρές αράχνες που βαδίζουν πάνω στη μέρα,
που φέρνουν το
νερό, το ψωμί, το κρασί, το φιλί.
Αγαπώ τον
τρεμάμενο παλμό τους, τη συγκίνηση των εραστών.
Όλο το σώμα
μου είναι πάνω στο σώμα μου,
μπορώ να το
νιώσω ολόκληρο,
είμαι ένας
καθρέφτης στον οποίο βλέπω σε απόσταση
την ίδια μου
την ύπαρξη ριγμένη στο μπουντρούμι.
Προσπαθώ να
της φωνάξω, να τη ρωτήσω
για να μάθω αν
είμαστε ακόμα όλοι εδώ
και μια φωνή
που δεν είναι δική μου
μου
απαντά: παρών.
Ένας άνθρωπος
δίπλα μου βογκάει
και ξέρω ότι
δεν είμαι μόνος.
Ο πόνος όλων
είναι το μόνο ίχνος ζωής.
(Φυλακές Χιλής,
1974)
ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ
Μπαίνω με αργά
βήματα στα ενεχυροδανειστήρια,
αγνοημένος από
χλομούς υπαλλήλους
που
ανταλλάσσουν ένα χοντρό χειμωνιάτικο παντελόνι
μ’ ένα κομμάτι
ψωμί για το χειμώνα της ζωής.
Ένα πριόνι που
παλιά έκοβε σπίτια, καρέκλες,
χαρούμενα
τραπέζια όπου τραγουδούσε η σούπα
σαν ένας
ατέλειωτος κορυδαλλός, ή φέρετρα
όπου η
ανθρωπότητα χαμογελούσε στα σκουλήκια.
Ένα κουτάλι,
ένα σίδερο, ένα σεντόνι, ένα σάβανο,
μια Kodak με
την κοιλιά γεμάτη χορευτές,
μια παλιά
γκρίζα ομπρέλα, μια ξεβαμμένη σημαία
που ποτέ δεν
κέρδισε καμία μάχη.
Και τώρα είναι
η σειρά μου σε αυτή τη μακριά ουρά από ανάπηρους,
από εργάτες
λιγομίλητους, από μουντές έφηβες.
Ο υπάλληλος με
τα μαύρα επιμανίκια παίρνει την καρδιά μου.
την κοιτάζει
κόντρα στο φως, τσεκάρει τον κουρδιστό μηχανισμό
και καταγράφει
με την Underwood τα πολλαπλά τραύματα.
Ύστερα από ένα
αγωνιώδες χρονικό διάστημα σιωπής
μου τείνει το
κομμάτι μαύρου ψωμιού
το οποίο
μασουλάω αργά
ανάμεσα στους
τοίχους αυτού του δρόμου δίχως πόρτες.
Για την
ιστορία, ο Λουίς Σεπούλβεδα γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1949 στο Οβάγιε της
Χιλής. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Σαντιάγο, σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία στο
Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Στα χρόνια των σπουδών του συμμετείχε ενεργά στο
φοιτητικό κίνημα, όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής. Στα χρόνια της
διακυβέρνησης του Αλιέντε υπήρξε στέλεχος στο τμήμα των πολιτιστικών θεμάτων.
Μετά το πραξικόπημα και τη δικτατορία του Πινοσέτ φυλακίστηκε. Μετά από δυόμιση
χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Διεθνούς
Αμνηστίας, αλλά υποχρεώθηκε σε οχτώ χρόνια εξορίας. Φεύγοντας από τη Χιλή για
τη Σουηδία, (τον τόπο που είχε αποφασιστεί να εξοριστεί) όπου θα δίδασκε
ισπανική λογοτεχνία, στην πρώτη του στάση στο Μπουένος Άιρες δραπέτευσε και
κατάφερε να πάει στην Ουρουγουάη. Επειδή όμως οι πολιτικές συνθήκες στην
Αργεντινή και την Ουρουγουάη ήταν παρόμοιες με αυτές στην πατρίδα του, ο
Σεπούλβεδα πήγε στο Σάο Πάολο στη Βραζιλία, και στη συνέχεια στην Παραγουάη.
Αναγκάστηκε να φύγει πάλι, λόγω του τοπικού καθεστώτος και εγκαταστάθηκε τελικά
στο Κίτο του Εκουαδόρ. Το 1979 εντάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία που αγωνιζόταν
στη Νικαράγουα και μετά τη νίκη της επανάστασης εκεί, άρχισε να εργάζεται ως
δημοσιογράφος. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε για την Ευρώπη και πήγε στο Αμβούργο
λόγω του θαυμασμού του για τη γερμανική λογοτεχνία. Δούλεψε και ως
δημοσιογράφος, ταξιδεύοντας πολύ συχνά στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Το
1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος
σε ένα από τα πλοία τους. Αργότερα λειτούργησε ως συντονιστής μεταξύ των
διαφόρων κλάδων της οργάνωσης. Έγραψε ποίηση, μυθιστορήματα, διηγήματα και
θεατρικά έργα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πενήντα γλώσσες. Ευρύτερα
γνωστός έγινε με το έργο «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης», εμπνευσμένο
από τις εμπειρίες του, όταν έζησε επί έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους Ινδιάνους
Σουάρ, στο πλαίσιο εκστρατείας της UNESCO για την αξιολόγηση του αντίκτυπου του
αποικισμού. Πέθανε από την ασθένεια covid-19 στο Οβιέδο της Ισπανίας, όπου
νοσηλευόταν, στις 16 Απριλίου 2020.
*Ο
Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.