O Μπαντ Μπάνι και η αυτοκρατορία της
ηδονής: κόντρα στην πατριαρχία χορεύοντας περρέο
Για το μεξικανικό
κράτος, οι γυναίκες που παίρνουν στα χέρια τους τη σεξουαλικότητά τους και την
ικανότητα για απόλαυση δεν είναι άξιες πένθους. Είναι, όμως, αναγκαίο να
μπορούμε να βιώνουμε αυτόν τον πόθο χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας δολοφονήσουν.
Σουσανα μπαργκας σερβαντες
EL PAÍS, 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2022
Στη ακόμα
μικρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία μου έχω αφιερωθεί στην αναζήτηση της αντίστασης
απέναντι στις πιο βίαιες εκφάνσεις της μεξικανικής λαϊκής
κουλτούρας. Είναι σαν να πίστευα ότι σκαλίζοντας για να βρω την ανατροπή στα
λιγότερο πιθανά μέρη, όπως στις σελίδες του αστυνομικού ρεπορτάζ [εκεί όπου
απαντώνται οι πιο σκανδαλοθηρικές ειδήσεις], εκεί, αν βρω αντίσταση εκεί, τότε
υπάρχει ελπίδα. Εάν μπορέσω να αποδείξω αυτή την αντίσταση τότε μπορούμε να
ξαναγράψουμε την ιστορία. Και τότε το μέλλον είναι διαφορετικό, είναι εφικτό.
Έτσι προέκυψαν οι «mujercitos»[1] [γυναικωτοί] στο περιοδικό Alarma! Ωστόσο, τότε δεν μπόρεσα να βρω
τον τρόπο να επανερμηνεύσω την ιστορία των «hombrecitas»[2]
[αντρούτσοι]. Ήξερα πως δεν μπορούσα
να τους συμπεριλάβω στο βιβλίο των Mujercitos, επειδή η φωτογραφία δεν λειτουργούσε για αυτ@ς ως
μέσο αντίστασης και ανατροπής στην καθημερινή βία. Ακολουθούσα το ένστικτό μου,
παρόλο που δεν βρήκα τα λόγια για να το περιγράψω. Έκτοτε, οι hombrecitas παρέμειναν
σε εκκρεμότητα στο αρχείο μου. Και τώρα, μετά από επτά χρόνια πλέον κατάλαβα,
και επιστρέφω στο αρχείο για να ξαναγράψω την ιστορία τους. Και καταλαβαίνω γιατί αυτή σχετίζεται με τον Μπαντ Μπάνι.
Για να
φτάσω, όμως, εδώ, έπρεπε πρώτα να γράψω ένα βιβλίο που θα με βοηθούσε να
καταλάβω γιατί οι ηλικιωμένες γυναίκες θύματα του/της υποτιθέμενου/ης κατά
συρροή δολοφόνου «El/La Mataviejitas» [Αυτός/Αυτή που δολοφονεί γιαγιούλες]
μετρούσαν ως θύματα για το κράτος και το έθνος του Μεξικού, ενώ οι γυναίκες
θύματα γυναικοκτονιών στη Σιουδάδ Χουάρες[3],
στην Πολιτεία του Μεξικού ή στην Πολιτεία της Τλατσκάλα δεν μέτρησαν ποτέ.
Όταν λέω ότι
«μετράνε ως θύματα» για το κράτος και το έθνος του Μεξικού, προσπαθώ να
ακολουθήσω το ερώτημα που θέτει η Τζούντιθ Μπάτλερ στο βιβλίο της με τίτλο: Frames of War: When is Life Grievable?[4]. Για την
Μπάτλερ, η ζωή για την οποία μπορεί να υπάρξει δημόσιο πένθος είναι η ζωή
εκείνη που θεωρείται άξια πένθους μετά τον χαμό της. Η Μπάτλερ υποστηρίζει ότι,
για να θεωρηθεί μια ζωή άξια πένθους, πρέπει προηγουμένως να αναγνωριστεί ως
ζωή και αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ζωή γίνεται αντιληπτή.
Στην
περίπτωση του/της Mataviejitas ήταν
ενδιαφέρον να μάθουμε γιατί η δολοφονία 49 ηλικιωμένων γυναικών συγκλόνισε το
έθνος στο πλαίσιο του ανησυχητικού αριθμού γυναικοκτονιών. Η αναζήτησή του/της
ξεκίνησε το 2003 και μεταξύ του 1993 και του 2004 καταγράφηκαν επίσημα 382
θάνατοι γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες. Το ίδιο διάστημα, στην Πολιτεία του Μεξικού καταγράφηκαν 4.379
θάνατοι γυναικών. Οι αρχές και τα επίσημα μέσα, ωστόσο, δεν έκαναν λόγο για μια
απάνθρωπη και σάπια κοινωνία. Μόνο όταν δολοφονήθηκαν οι «γιαγιούλες» του
Μεξικού, οι αρχές, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας,
έκαναν λόγο για μια απάνθρωπη και σε σήψη κοινωνία. Η δολοφονία 49 ηλικιωμένων
γυναικών αποτέλεσε αφορμή για μια συντονισμένη επιχείρηση αναζήτησης ενός κατά
συρροή δολοφόνου, περιπολίες σε διάφορες περιοχές, τη δημιουργία ενός σώματος
με περισσότερους από 800 αστυνομικούς, καθώς και την εκπαίδευση πρακτόρων από
ξένους αστυνομικούς ειδικούς σε τέτοιου είδους δολοφονίες. Η αστυνομία στο Μεξικό δεν θα ησύχαζε μέχρι να βρει
τον δράστη. Ποτέ δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο με τη δολοφονία καμίας, ούτε μίας γυναίκας
θύματος γυναικοκτονίας. Ό,τι γνωρίζουμε το γνωρίζουμε από τις μητέρες τους:
εκείνες τις αναζητούν. Από τις φίλες τους, από τις φεμινίστριες
ακτιβίστριες που δεν έχουν σταματήσει εδώ και δεκαετίες. Όμως γι’ αυτές, για τα χιλιάδες θύματα γυναικοκτονιών,
δεν υπήρξε ποτέ κανενός είδους εθνική κρίση ούτε κάποια επίσημη έρευνα. Το
2002, η τότε πρέσβειρα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, Μαρί Κλέρ
Ακόστα, απολύθηκε από τον τότε πρόεδρο Βισέντε Φοξ «επειδή δεν σταμάτησε την
Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας με τίτλο “Μεξικό Ανεπίτρεπτοι Θάνατοι: 10 χρόνια
εξαφανίσεων και δολοφονιών γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες και την Τσιουάουα”». Και ξέρουμε την τύχη που είχαν και πολλοί άλλοι που
κατήγγειλαν αυτά τα απερίγραπτα εγκλήματα: έχασαν τη ζωή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ντοκιμαντέρ Las tres muertes de Marisela Escobedo[5] [Οι Τρεις Θάνατοι της Μαρισέλα Εσκοβέδο] στο Netflix.
Τώρα πλέον το γνωρίζουμε, αλλά ακόμη και τώρα δεν υπάρχει κάποια απάντηση από
την κυβέρνηση. Όλες γνωρίζουμε τις ατυχείς δηλώσεις[6]
του Λόπες Ομπραδόρ[7]
σχετικά με το ζήτημα.
Γιατί η
δολοφονία ηλικιωμένων γυναικών θεωρείται άξια πένθους για το έθνος του Μεξικού;
Γιατί οι γυναίκες θύματα γυναικοκτονιών δεν λογίζονται ποτέ ως ζωές άξιες
πένθους για το μεξικανικό έθνος; Μετά από δέκα χρόνια έρευνας και δύο φορές
εβδομαδιαίως στο ντιβάνι, τελείωσα το βιβλίο. Αφού διάβασα όλες τις αναφορές
για τις γυναικοκτονίες, τις δηλώσεις στον Τύπο συγκρίνοντας τον τρόπο με τον
οποίο εκφράζονταν για τα ηλικιωμένα θύματα και για εκείνα των γυναικοκτονιών,
αφότου διάβασα περί εγκληματολογίας στο Μεξικό, ανακάλυψα το πιο προφανές:
Ποιος/Ποια
μετράει ως θύμα στο Μεξικό; Γυναίκες που αντιπροσωπεύουν το ιδανικό της
γυναίκας-μητέρας που έχει καθιερωθεί μέσα από τις αντιλήψεις περί
μεξικανικότητας. Αποσεξουαλικοποιημένες γυναίκες όπως η Παναγία της
Γουαδελούπης. Γυναίκες που φαίνεται πως δεν έχουν σεξουαλική αυτενέργεια,
είναι, όμως, οι εξιδανικευμένοι φύλακες άγγελοι των σπιτικών τους.
Ποιος/Ποια
δεν μετράει ως θύμα στο Μεξικό; Ποια σώματα δεν θεωρούνται άξια πένθους για το
μεξικανικό κράτος; Τα γυναικεία και θηλυκοποιημένα σώματα που, όπως της
Μαλινάλι[8],
είναι σεξουαλικοποιημένα. Τα γυναικεία και θηλυκοποιημένα σώματα που έχουν
σεξουαλική αυτενέργεια. Τα σώματα των γυναικών που παραβιάζουν τους τυπικούς
ρόλους που έχει καθιερώσει η κοινωνία του Μεξικού για τις γυναίκες/μητέρες. Τα σώματα των γυναικών που είναι θύματα γυναικοκτονιών
δεν έχουν αξία και εξακολουθούν να βιάζονται από το κράτος. Όταν δολοφονούνται ή πωλούνται νεαρές, φτωχές,
μελαχρινές γυναίκες, τα σώματά τους φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως κάτι
αναλώσιμο όπως και εκείνο της Μαλινάλι.
Όλα έχουν
να κάνουν με τη σεξουαλική αυτενέργεια. Με τον όρο σεξουαλική αυτενέργεια,
εννοώ την ικανότητά μας να έχουμε τη δύναμη και τα μέσα προκειμένου να μπορούμε
να αναπτύξουμε αυτή την ικανότητα τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό
επίπεδο.
Ανακάλυψα το προφανές: η σεξουαλικότητα στα θηλυκοποιημένα σώματα υπήρξε πάντα τόσο απειλητική και επικίνδυνη που πρέπει να εξαλειφθεί. Εξάλειψη σημαίνει να σκοτώνεις, να μην γνωρίζεις, να μην διερευνάς, να μην μιλάς. Επί σχεδόν έναν αιώνα ήταν άγνωστο από πού προέρχονταν οι οργασμοί στα σώματα με αιδοίο. Για τον Φρόυντ και πολλούς από τους υποστηρικτές του, τα κορίτσια βίωναν οργασμούς από την κλειτορίδα, ενώ οι γυναίκες διεγείρονταν σεξουαλικά από τον κόλπο. Μετά από αρκετή φεμινιστική έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι σιστζέντερ γυναίκες έχουν ένα ενιαίο σεξουαλικό όργανο και όλα τα μέρη αντιδρούν κατά τη διάρκεια της διέγερσης, ανεξάρτητα από το ποιο μέρος ερεθίζεται. Όπως φαίνεται, οι σιστζέντερ γυναίκες έχουν στυτικό ιστό ακριβώς όπως και οι σιστζέντερ άντρες. Κι όµως, στον 21ο αιώνα, οι γυναικείες θηλές δεν µπορούν να προβάλλονται δηµόσια σε καµία περίπτωση, και εάν το επιχειρήσεις σχεδόν σε οποιοδήποτε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, θα σου κλείσουν τον λογαριασµό. Οι ανδρικές θηλές κανένα πρόβλημα, εκείνες κανένα πρόβλημα.
Ενώ ολοκλήρωνα το εν λόγω βιβλίο για τη βία κατά των
γυναικών και διάβαζα για γυναικοκτονίες, άκουγα Μπαντ Μπάνι:
Πώς νιώθεις, πώς νιώθεις
Όταν εγώ είμαι μέσα σου κι εσύ μπροστά
μου
Ή, αν όχι, από πάνω μου
Όταν σε κάνω να τελειώνεις, να
τελειώνεις, να τελειώνεις
Οι
περισσότεροι στίχοι του Μπαντ Μπάνι μιλάνε για μια σεξουαλικότητα που έχει
πάρει φωτιά, για μια κοπέλα (που δεν είναι ποτέ συγκεκριμένη, αλλά λόγω της
κουίρ αισθητικής του και των βίντεό του δεν είναι απαραίτητα μια σιστζέντερ
κοπέλα, μπορεί κάλλιστα να είναι και μια τρανς γυναίκα) που έχει τεράστια
σεξουαλική επιθυμία. Το ξέρω ότι σ’ αρέσει πολύ το ρεγκετόν[9]
και ότι κάποια σαν την Ισαμπέλα Λοβστόρι που σε καλεί να ανοίξεις τα πόδια σου σαν πεταλούδα και να γίνεις αχόρταγη μαζί της,
με δικά σου λόγια «σε κάνει να νιώθεις σεξουαλική», γιατί επιπλέον βογκάει
και αναστενάζει πάνω στη σκηνή.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Τομάσα ντε Ρεάλ σε παρακινεί να σπάσεις τα δεσμά και
ίσως μάλιστα μιλάει περισσότερο απ’ όσο ο Μπαντ Μπάνι για τη σεξουαλικότητα των
θηλυκοποιημένων σωμάτων που υπό άλλες συνθήκες είναι πάντοτε απαγορευμένη. Η
Τομάσα ντε Ρεάλ, η μελλοντική σου σκύλα κατεβαίνει
μέχρι κάτω, μπαμπάκα, στ’ ορκίζομαι.
Η Άιβι Κουίν, η γυναικάρα, η αμαζόνα, χρειάστηκε να περάσει από πολλές τοξικές
αρρενωπότητες και ματσίλα και όπως λέει η ίδια, να τραγουδήσει σαν onvre[10]
προκειμένου να τη σέβονται. Το πρώτο της τραγούδι, «Muchos quieren tumbarme»
[Πολλοί θέλουν να με ρίξουν], έρχεται να κατακτήσει το Noise[11],
ανοίγοντας τον δρόμο για τις επόμενες ρεγκετονέρας:
Πολλοί θέλουν να με ρίξουν κάτω
Τους λέω «Κοίτα, όχι, όχι, όχι, δεν θα τa καταφέρουν»
Όταν τραγουδάω ο κόσμος ξέρει ότι έφτασε
η βασίλισσα, το κορίτσι της ρέγκε
Η Άιβι
Κουίν μιλάει
για τον πόθο και το πόσο δύσκολο είναι να εκφραστεί σε αυτή τη
συστηματοποιημένη πατριαρχία.
Το πόσο αδύνατον είναι τα θηλυκοποιημένα σώματα να
ιδρώνουν και να απολαμβάνουν χωρίς αυτό να συνεπάγεται συναίνεση για
παρενόχληση και κακοποίηση.
Αυτό είναι το επιχείρημα των αρχών της Τσιουάουα
προκειμένου να δικαιολογήσουν γιατί δεν ψάχνουν να βρουν όσους ευθύνονται για
τις γυναικοκτονίες. Ο Πατρίσιο Μαρτίνες,
κυβερνήτης της Τσιουάουα από το 1998 έως το 2004, είχε πει: «Εντάξει, αυτές
οι γυναίκες δεν επέστρεφαν από τη θεία λειτουργία όταν τους επιτέθηκαν».
Γυναίκες φεμινίστριες ακτιβίστριες έχουν καταγγείλει επανειλημμένα την
επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση από πλευράς των αρχών, καθώς πιστεύουν και
ενεργούν με βάση την πεποίθηση ότι η χρήση μίνι φούστας είναι σεξουαλική
πρόκληση. Οι Λας Τέσις[12]
ερμήνευσαν: «Και δεν έφταιγα εγώ, ούτε που ήμουν, ούτε τι φορούσα».
Πολλές φορές ακόμα και πάνω στη σκηνή δεν έχουμε πολιτική και σεξουαλική
αυτενέργεια, καταγγέλλει η Άιβι Κουίν:
Εγώ θέλω να χορέψω
Εσύ θέλεις να ιδρώσεις
Και να κολλήσεις πάνω μου
Το σώμα να τρίβεις
Σου λέω: «Ναι, εσύ μπορείς να με
προκαλέσεις»
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πάω για το
κρεβάτι
Η Τοκίσα, η αγαπημένη σου, δηλώνει ξεδιάντροπα, γιατί είναι της
μόδας να είσαι σκύλα:
Σήμερα παρτάρω σαν σκύλα σε οίστρο
Μοστράροντας το τατουάζ και τα gold δόντια μου
Με κολλημένα γράσα απ’ το σοκάκι πάνω
στο καλσόν μου
Ποιος θα ’ναι αυτός που θα σκοράρει;
Και ναι, όλες αυτές
μιλούν για εκείνη την επιθυμία λόγω της οποίας οι
ζωές μας δεν θα άξιζαν τον θρήνο του κράτους, πάρα μόνο αυτόν των φιλενάδων
μας. Είναι, όμως, αναγκαίο, απαραίτητο, βασικό, να μπορούμε να βιώνουμε αυτόν
τον πόθο χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας δολοφονήσουν. Με τον κοινωνικό
στιγματισμό και την ψυχική εσωτερίκευση που συνεπάγεται η διαπραγμάτευση της
υποκειμενικότητας της «πουτάνας» με τον ίδιο μας τον εαυτό, έχουμε παλέψει για
αιώνες και σήμερα έχουμε η μία την άλλη.
Όμως οι ζωές
μας εξαρτώνται από ένα ευρύτερο πλαίσιο που μας καθιστά ευάλωτες, όχι επειδή
είμαστε «γυναίκες» και ως εκ τούτου αδύναμες. Αλλά αντιθέτως, όπως αναλύουν η
Λετίσια Σαμπσάι και το κίνημα Ni una Menos [Ούτε μία λιγότερη][13], που
σε αντίθεση με το Me Too δεν επιδιώκει την ακύρωση, πρόκειται για μια ευαλωτότητα που συνδέεται με τη σχεσιακότητα και την
αλληλεξάρτηση, και όχι με την απόδοσή της στη θηλυκότητα. Για τη Σαμπσάι, οι
διαφορετικές αυτές εμπειρίες ευαλωτότητας των θηλυκοποιημένων σωμάτων και οι
απαιτήσεις τους για δικαιοσύνη αντιστρατεύονται τις προσπάθειες περιορισμού της
ζωής βάσει του φύλου, της σεξουαλικότητας, της εθνικότητας και της φυλής και,
ως εκ τούτου, έχουν τη δυνατότητα να είναι απελευθερωτικές.
Άλλοι καλλιτέχνες ρεγκετόν, όπως ο Τζέι Μπάλβιν, μιλούν επίσης για την
ιδιαίτερη σεξουαλική επιθυμία των γυναικών, ευθέως και με συναίνεση:
Καυλώνει όταν ακούει αυτό το κομμάτι
περρέο[14]
Και καυλώνω κι εγώ όταν τη βλέπω
Είναι τόσο όμορφη, εκεί έξω τόσο
μοναχούλα
Με αυτή τη λεπτή μεσούλα, να χορεύει
τόσο κοντά μου
Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, ότι το ρεγκετόν στο
σύνολό του μιλάει αποκλειστικά και μόνο για σεξουαλικές επιθυμίες, αλλά το ίδιο
και πολλά τραγούδια σάλσα:
Και στο κρεβάτι μου καμιά δεν είναι σαν
εσένα
Δεν μπόρεσα να βρω τη γυναίκα
Που θα ζωγραφίσει κάθε γωνιά του σώματός
μου
Χωρίς να περισσέψει ούτε ένα κομμάτι δέρματος
Αχ, έλα καταβρόχθισέ με ξανά, έλα
καταβρόχθισέ με ξανά
Έλα τιμώρησέ με κι άλλο με τις επιθυμίες
σου
Όλα αυτά τα τραγούδια ρέγκετον μας δίνουν την άδεια να είμαστε
σεξουαλικές, να είμαστε κυρίαρχες της σεξουαλικής μας
αυτενέργειας. Αλλά, για μένα, ο Μπαντ Μπάνι κάνει κάτι διαφορετικό. Ο Μπαντ
Μπάνι δεν αναγνωρίζει απλά τη σεξουαλική μου επιθυμία και την επιτρέπει.
Ο Μπαντ Μπάνι ανταποκρίνεται στη σεξουαλική μου επιθυμία όπως ακριβώς τη
χρειάζομαι.
Αφότου μελέτησα τον Μισέλ Φουκώ[15] και
έμαθα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου,
ότι «η
σεξουαλικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη», αποφάσισα να επαναστατήσω. Δεν επρόκειτο να αφήσω την κοινωνία να με
προσδιορίσει ως ετεροφυλόφιλη, θα ήμουν και εγώ κουίρ όπως όλα τα φίλ@ μου στο
μάθημα. Όλα, όμως,
κατέρρευσαν χρόνια αργότερα, όταν η ψυχαναλύτρια με ρώτησε: «σκοπεύεις να
κατηγορήσεις τον Φουκώ για τη σεξουαλικότητά σου;» Η Λίντα είναι πανέξυπνη.
Η σεξουαλική μου επιθυμία και η έλξη που νιώθω είναι προς την
αρρενωπότητα, άλλα όχι αυτή που βασίζεται στα σώματα των σιστζέντερ
ανδρών. Απεναντίας, ποτέ
δεν με γοήτευσε η τοξική αρρενωπότητα µε την οποία δυστυχώς πολλοί σιστζέντερ
άντρες εκπαιδεύονται και
μεγαλώνουν. Δεν είναι μια αρρενωπότητα που συνδέεται με τον
ανδρισμό (μερικές φορές έχω μπερδευτεί με την
αρρενωπότητα ορισμένων γυναικών που τελικά αποδείχθηκαν πιο μάτσο από εμένα, θα
έλεγε η Λίντα). Η επιθυμία μου είναι ο παράδεισος των μπουτς[16].
Επιθυμώ μια αρρενωπότητα που φιλοξενεί τα σώματα που
συνήθως είναι θηλυκοποιημένα, την αρρενωπότητα των «αντρούτσων».
Πριν από τον τελευταίο του δίσκο, «Certified
Lover Boy», πολλοί ακαδημαϊκοί και κριτικοί αναφέρθηκαν στο πώς ο Ντρέικ
επαναπροσδιόριζε την ηγεμονική αρρενωπότητα. Ο Ντρέικ ενσάρκωνε μια «ήπια» αρρενωπότητα, αφού έμοιαζε πάντα
συναισθηματικός και ευάλωτος σε σύγκριση με την υπερ-επιθετική κουλτούρα του
χιπ-χοπ και της ραπ. Οι σιστζέντερ άντρες, οι οποίοι αποδομούν
τον εαυτό τους και υιοθετούν μια ήπια, συναισθηματική αρρενωπότητα, εκτιμώνται.
Όμως αυτό δεν
αρκεί πλέον. Συγκριτικά με
την τοξική αρρενωπότητα του Πέδρο Ινφάντε[17] ή ενός
Σοπράνο[18], για
τους οποίους οι γυναίκες είναι απλώς σεξουαλικά αντικείμενα και ιδιοκτησία τους
και ένα Όχι σημαίνει Ναι ενώ δεν υπάρχει ούτε συναισθηματική ευθύνη ή
λογοδοσία, η ήπια αρρενωπότητα του Ντρέικ ήταν σημαντική.
Όμως ούτε αυτή η αρρενωπότητα με ελκύει. Ο
Ντρέικ μου φαίνεται λίγο χειριστικός και needy: as soon as you get the text reply me, I don’t want to spent time fighting ‘cause I have no time [μόλις
λάβεις το μήνυμα απάντησέ μου, δεν θέλω να χρονοτριβώ με τσακωμούς γιατί δεν
έχω χρόνο]. Μου αρέσει να χορεύω τα τραγούδια του, αλλά δεν
με διεγείρει ερωτικά.
Ο Ντρέικ
υποφέρει πολύ: no friends in the industry, had to draw the line between my brothers and my enemies [δεν υπάρχουν φίλοι σ' αυτόν τον κλάδο, έπρεπε να
διαχωρίσω τα αδέλφια από τους εχθρούς μου], του εύχονται τα χειρότερα, είναι
πολύ δύσκολο να είναι κανείς τόσο διάσημος όσο αυτός, έχει τόσα πολλά χρήματα. Στο
τραγούδι «Work» με τη Ριάνα, δικαιολογήθηκε που δεν ήταν εκεί, να της δώσει
ό,τι χρειάζεται, γιατί έχει υπερβολικά πολλά συναισθήματα. Είναι
απλά νερό. Είναι σκορπιός. Sorry if
I'm way less friendly/I got niggas tryna end me, oh (Yeah) [Συγγνώμη αν είμαι πολύ λιγότερο φιλικός /υπάρχουν
τύποι που προσπαθούν να με τελειώσουν, ω (Ναι)].
I spilled all my emotions tonight, I’m sorry [απόψε ξεδίπλωσα όλα μου
τα συναισθήματα, με συγχωρείς]. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στον πιο
πρόσφατο δίσκο του, το άτομο με το οποίο είναι μαζί τον κρατάει ξάγρυπνο, τον
κάνει παρανοϊκό και παλαβό, επειδή wouldn’t make love … since she is coming home intoxicated [δεν θα του έκανε έρωτα... αφού έρχεται σπίτι
μεθυσμένη]. Ένας Certified Lover Boy που υποφέρει, επειδή δεν μπορεί να ξεφύγει
από τον εαυτό του και τα τόσο δυνατά συναισθήματά του. Όπως λέει ο Νιγηριανός συγγραφέας Τέχου Κόλε, «if you’re too loyal to your own suffering, you forget that others suffer, too» [εάν είσαι τόσο
αφοσιωμένος στον δικό σου πόνο, ξεχνάς ότι και οι άλλοι υποφέρουν].
Ο
Μπαντ Μπάνι, αντιθέτως, μιλάει με μια υποκειμενικότητα που ανταποκρίνεται μόνο
στην επιθυμία και μάλιστα με ευχαρίστηση.
Όταν εξηγώ στις φίλες μου
από το Μόντρεαλ γιατί μου αρέσει ο Μπαντ Μπάνι και τους μεταφράζω τους στίχους,
συμπεραίνουν: μα φυσικά, σου αρέσει γιατί ουσιαστικά είναι ένας Service Top. Στην
κουίρ αργκό, ένας service top είναι κάποιος που πραγματικά ξέρει πώς να σε
φροντίσει, θέλει μονάχα να σου προσφέρει ευχαρίστηση και βεβαιώνεται ότι θα
απολαύσεις κάθε δευτερόλεπτο αυτής της εμπειρίας. Πολλές φορές
συνεπάγεται, επίσης, ότι γνωρίζει πώς να ελέγχει το άλλο άτομο, αλλά το κάνει
ακολουθώντας τις σαφείς οδηγίες του εν λόγω προσώπου.
Ο
Μπαντ Μπάνι ενσαρκώνει μια αρρενωπότητα που ξέρει πώς να σε κάνει να παραδοθείς
στη σεξουαλική σου απόλαυση.
Γι’ αυτό, για μένα,
ξεχωρίζει από όλους τους άλλους τράπερ.
Γι’ αυτό μου αρέσει
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ρεγκετονέρα. Επειδή η αρρενωπότητα
του ανταποκρίνεται στην επιθυμία μου.
Εσύ μούσκεψες για να
βαπτιστώ εγώ.
(Μέχρι
στιγμής είναι άγνωστο και δεν έχει ερευνηθεί το υγρό που προέρχεται από την
εκσπερμάτιση των σωμάτων με αιδοίο, δεν είναι γνωστό ούτε από πού προέρχεται
ούτε από πού βγαίνει, όμως ο Μπαντ Μπάνι ξέρει πώς να προσφέρει αυτή την
ευχαρίστηση και αυτό είναι η ειδικότητά του).
Μετά το «πήδημα» μαζί μου, τα σεντόνια, πρέπει να τα
πετάξεις
Πετσέτα για το κορίτσι, για να σκουπιστεί
Μυρίζει και μου αρέσει πώς μυρίζει (ο τρόπος που
μυρίζει)
Θέλω να σε φάω; Προφανώς
Θα δει το «αστέρι» χωρίς τηλεσκόπιο
Την είδα στα τέσσερα και ευχαρίστησα τον Θεό
(Επειδή
ξέρει να ακολουθεί οδηγίες, επειδή υπάρχει αυτενέργεια και σεξουαλική
επιθυμία).
Ότι θα σου κάνω ό,τι
χρειάζεσαι για να σε κάνω να τελειώσεις.
(Για
πάνω από μισό αιώνα δεν ήταν γνωστό από πού προέρχονταν οι γυναικείοι
οργασμοί).
Σε
αυτή την ευχαρίστηση βρίσκεται η αντίσταση κατά της βίας εις βάρος των
γυναικών. Δεν είναι μόνο το να έχεις σεξουαλική αυτενέργεια,
αλλά και το να επιτρέπεις στον εαυτό σου να επιθυμεί και να ευχαριστιέται. Δεν
προκύπτει από τη σκοπιά του νεοφιλελεύθερου φεμινισμού, σύμφωνα με τον οποίο η
ενδυνάμωσή μου βασίζεται στην αυτο-υπερσεξουαλικοποίηση του σώματός μου και
στον ατομικισμό.
Ο
Μπαντ Μπάνι ανταποκρίνεται στην απαίτησή μου χωρίς να παρασύρεται σε έναν
ρομαντικό έρωτα. Επιπλέον, ξέρει ότι πέφτω νωρίς για ύπνο, αύριο
πρέπει να διαβάσω, ξέρει ότι είμαι διαβαστερή,
προορισμένη να γίνω διδακτόρισσα, αλλά ότι το επάγγελμά μου είναι το περρέο.
Δεν
ζηλεύει χωρίς λόγο γιατί αυτό είναι ματσίλα, δεν θα γελοιοποιηθεί παρόλο που
αναγνωρίζει πότε πονάει η καρδιά του.
Και
ότι εάν το αγόρι μου δεν μου γλείφει τον κώλο/τότε δεν πρέπει να με γευτεί
καθόλου/έλα σπίτι μου και θα σε γλείψω παντού.
Πρόκειται για μια αρρενωπότητα που θεωρεί ότι ο
πρωκτός ιστορικά αποτελούσε, όπως επισημαίνει ο Πωλ Πρεθιάδο[19], ένα αποκρουστικό όργανο. Ο Μπαντ Μπάνι μετατρέπει τον πρωκτό σε αυτό που ο
Πρεθιάδο αποκαλεί απεδαφικοποίηση του
ετεροφυλόφιλου σώματος.
Δεν πρόκειται για μια
σεξουαλικότητα που περιορίζεται στη διείσδυση πέους-κόλπου. Είναι μια σεξουαλικότητα που βασίζεται στην ανάγκη για αναζήτηση, για αίσθηση,
για ύπαρξη, για επίτευξη μιας αδιανόητης ευχαρίστησης. Ίσως είναι η απόλαυση-ευχαρίστηση στην οποία μας
προσκαλεί η Γιένι-τάλια, η Κέμπρα, η «μανούλα» του κινήματος της αποκωλοποίησης[20].
Για την Κέμπρα, η αποκωλοποίηση είναι ένας τρόπος να
«αισθανθούμε και να εξασκήσουμε» τη λεκάνη ως κέντρο δύναμης και απόλαυσης,
ανάμεσα σε γη και ουρανό,
είναι το μέσο μέσω του οποίου η σεξουαλική ενέργεια παίρνει υπόσταση, ξεδιπλώνεται
και μεταμορφώνεται, ανεβαίνει και κατεβαίνει και μας επιτρέπει να αισθανθούμε και να
απολαύσουμε αυτή την ενέργεια.
Μόλις πέρυσι παρακολούθησα ένα εργαστήριο μαζί της. Η
μάγισσά μου μού είπε:
«Έχεις πεσμένους γοφούς, κάνε σεξ σαν τρελή και ξεκίνα
να χορεύεις». Γνώριζα,
σαφώς, ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να παρακολουθήσω ένα εργαστήριο αποκωλοποίησης. Αυτό
που μου έμεινε από το μάθημα ήταν το να «απ-εδαφικοποιήσω το
ετεροφυλόφιλο σώμα» και να «επαν-εδαφικοποιήσω» την επιθυμία μου στη
λεκάνη.
Δεν διδάσκω τίποτα από αυτά στα μαθητ@ μου όταν διδάσκω για τον Μπαντ Μπάνι. Τα μαθητ@ μου δεν μιλάνε ισπανικά, δεν εστιάζω στους στίχους. Εξάλλου, δεν θα ήξερα πώς να μιλήσω για τις επιθυμίες μου στην τάξη. Όταν διδάσκω για τον Μπαντ Μπάνι μιλάω για τις south to south flows, τις αφηγηματικές εδαφικότητες τη σχέση μεταξύ του νοτίου ημισφαιρίου και του ιμπεριαλισμού, την αποαποικιοποίηση, τον φυλολυγισμό, τη βία κατά των γυναικών, την ιστορία του ρεγκετόν. Και η πλειονότητα από αυτούς/ες καταλήγουν να γίνουν θαυμαστές/στριες. Δεν έχω βρει τον τρόπο να μιλήσω για τη σεξουαλική επιθυμία και ευχαρίστηση των γυναικών στα μαθήματα. Ίσως θα έπρεπε να τους διδάξω πώς να χορεύουν ρέγκετον αντί για τις «βασικές έννοιες».
Πώς να γράψω για εκείνη την επιθυμία, για εκείνες τις κινήσεις, τις αισθήσεις, τα υγρά, τα συναισθήματα, τους παλμούς που δεν μεταφράζονται με τη χρήση της γλώσσας;
Μου φαίνεται αδύνατον και ενδεχομένως περιττό. Αλλά θα
το προσπαθήσω όταν ανατρέξω στα αρχεία και μιλήσω για τις «αντρούτσους». Ο Μπαντ
Μπάνι πολιτικοποιεί την πίστα του χορού, εκεί όπου μπορούν να βρεθούν οι επιθυμίες μας.
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Βαλσαμίδου
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χρύσα
Παπανικολάου
Η Μεξικανή Σουσάνα Μπάργκας Σερβάντες [Susana Vargas Cervantes] είναι διδακτόρισσα Φιλοσοφίας,
συγγραφέας, καθηγήτρια και ακτιβίστρια. Το έργο της εστιάζει στις πολιτισμικές
αντιλήψεις σχετικά με το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την κοινωνική τάξη στη Λατινική
Αμερική και τις ΗΠΑ.
H μετάφραση του παρόντος
δοκιμίου, με τίτλο «Bad Bunny y el imperio del placer: perrear contra el patriarcado», έγινε από την
Αλεξάνδρα Βαλσαμίδου τον Οκτώβριο του 2024, στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας της στο ΠΜΣ «Μετάφραση
και Διερμηνεία» [κατεύθυνση Μετάφρασης] της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, με
επιβλέποντα τον καθηγητή Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
[1] Ο
απαξιωτικός όρος «mujercitos» [πληθυντικός αρσενικού, υποκοριστικό του
ουσιαστικού mujer που σημαίνει «γυναίκα»] δημιουργήθηκε στο Μεξικό στα μέσα της
δεκαετίας του 1960 από τον διευθυντή του περιοδικού Alarma!, Κάρλος
Σαμαγιόα, για να αναφέρεται σε θηλυπρεπείς άντρες ή άντρες που ντύνονταν σαν
γυναίκες και εμφανίζονταν στο περιοδικό. Το ιδιαίτερο μεξικανικό περιοδικό Alarma! άνηκε στο
ειδησεογραφικό είδος που στη χώρα της Κεντρικής Αμερικής χαρακτηρίζεται ως
«Nota roja», [κατά λέξη Κόκκινος Τύπος], δηλαδή, ο Τύπος που ασχολείται με
ειδήσεις σχετικές με αιμοσταγή εγκλήματα που γίνονταν στο Μεξικό. Στο περιοδικό
υπήρχαν και εικόνες από τους «mujercitos», οι οποίοι ήταν θηλυπρεπείς άντρες
ντυμένοι σαν γυναίκες που μόλις είχαν συλληφθεί από την αστυνομία και πόζαραν στον
φακό. Η συγγραφέας Σουσάνα Μπάργκας Σερβάντες σε αυτό το σημείο κάνει αναφορά
στο βιβλίο της με τίτλο Mujercitos (Editorial RM, 2014), το οποίο
βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή με τίτλο «Alarma!: mujercitos
performing gender in a pigmentocratic sociocultural system» [Alarma!: Οι γυναικωτοί επιδεικνύουν το
φύλο σε ένα χρωματοκρατικό κοινωνικοπολιτισμικό σύστημα]. Στο βιβλίο η
συγγραφέας συγκεντρώνει κείμενα και φωτογραφίες των «θηλυπρεπών» ανδρών που εμφανίστηκαν στο περιοδικό από το 1963 έως το 1986. Οι
«γυναικωτοί» που απεικονίζονται στις σελίδες του περιοδικού, χρησιμοποιούσαν
την εμφάνισή τους για να προκαλέσουν και να αμφισβητήσουν τις παραδοσιακές
έννοιες της ανδρικής και γυναικείας ταυτότητας στο αυστηρό κοινωνικό πλαίσιο
της εποχής. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη συγγραφέα, αυτή τους η στάση αποτελούσε μια
μορφή αντίστασης στην ομοφοβική και πατριαρχική κοινωνία του Μεξικού. [Σ.τ.Μ.]
[2] Ο απαξιωτικός
όρος «hombrecitas» [πληθυντικός θηλυκού, υποκοριστικό του hombre που σημαίνει «άντρας»] δημιουργήθηκε στο Μεξικό από
τον διευθυντή του περιοδικού Alarma!, Κάρλος Σαμαγιόα, για να αναφέρεται
σε γυναίκες με αρρενωπά χαρακτηριστικά που δεν συμμορφώνονταν με τα παραδοσιακά
γυναικεία χαρακτηριστικά. [Σ.τ.Μ.]
[3] Πόλη του Μεξικού
που ανήκει στην πολιτεία Τσιουάουα και βρίσκεται στα σύνορα με τις ΗΠΑ.
Αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο λαθρεμπορίου και διακίνησης ναρκωτικών μεταξύ
Μεξικού και ΗΠΑ και θεωρείται η πόλη με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα στη χώρα.
Ο πληθυσμός της αυξήθηκε όταν μετά την εφαρμογή της συμφωνίας NAFTA, η οποία
κατήργησε τους δασμούς στο εμπόριο μεταξύ των χωρών της βόρειας Αμερικής,
εγκαταστάθηκαν εκεί οι βιομηχανίες «μακιλαδόρας» [εταιρείες που εισάγουν πρώτες
ύλες χωρίς να πληρώνουν φόρους και διαθέτουν τα προϊόντα που παράγουν στο
εμπόριο της χώρας προέλευσης της πρώτης ύλης] και πολλοί Μεξικανοί ξεκίνησαν να
εργάζονται σε αυτές. Η πόλη έγινε γνωστή μετά το 1994 λόγω των άγριων
δολοφονιών γυναικών που ξεκίνησαν από τότε. Οι περισσότερες από αυτές ήταν
νεαρές, φτωχές γυναίκες που δολοφονήθηκαν, αφού βασανίστηκαν και βιάστηκαν
καθώς επέστρεφαν στα σπίτια τους μετά τη δουλειά στις βιομηχανίες ή μετά από
βραδινά μαθήματα. [Σ.τ.Μ.]
[4] Η Τζούντιθ Μπάτλερ είναι Αμερικανίδα φιλόσοφος, μελετήτρια των σπουδών φύλου και καθηγήτρια στο τμήμα Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϋ. Θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές φωνές του σύγχρονου φεμινισμού, της queer θεωρίας, της πολιτικής φιλοσοφίας και της ηθικής. Στο βιβλίο της με τίτλο «Frames of War: When is Life Grievable» [Λονδίνο-Ν. Υόρκη: Verso, 2009], διερευνά τους λόγους για τους οποίους ορισμένες ζωές θεωρούνται πιο σημαντικές και άξιες θρήνου απ' ότι άλλες, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου και συγκρούσεων. [Σ.τ.Μ.]
[5] Το ντοκιμαντέρ
«Οι Τρεις Θάνατοι της Μαρισέλα Εσκοβέδο» είναι μια συγκλονιστική καταγραφή της
ιστορίας μιας μητέρας που αγωνίζεται απεγνωσμένα για δικαιοσύνη, μετά τη
δολοφονία της 16χρονης κόρης της στο Μεξικό. Η Μαρισέλα αφιερώνει όλη της τη
ζωή για να βρει τον ένοχο και να τον δει να τιμωρείται, ωστόσο στο τέλος
δολοφονείται και η ίδια. Το ντοκιμαντέρ φέρνει στο φως το σοβαρό ζήτημα των
γυναικοκτονιών στο Μεξικό, καθώς και την αδυναμία του νομικού συστήματος να
αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το έγκλημα. Η μητέρα του κοριτσιού γίνεται
σύμβολο για όλες τις γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί και για όλα τα άτομα που
αγωνίζονται για δικαιοσύνη. [Σ.τ.Μ.]
[6] Το 2020 κατά τη
διάρκεια της πανδημίας, ο πρόεδρος του Μεξικού, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ,
προκάλεσε έντονες αντιδράσεις με τις δηλώσεις του σχετικά με την αύξηση των
καταγγελιών για βία κατά των γυναικών στη χώρα. Παρά την αναγνωρισμένη αύξηση
των κλήσεων προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, ο πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι το 90% των
κλήσεων αυτών ήταν ψευδείς, αναφέροντας ως παράδειγμα και τις κλήσεις για
απειλές με βόμβες στο μετρό. Απέδωσε την αύξηση των κλήσεων σε εξωτερικούς
παράγοντες και αρνήθηκε ότι η απομόνωση λόγω της πανδημίας συνέβαλε στο
φαινόμενο. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις
γυναικών και ακτιβιστές, καθώς υποβάθμιζαν τη σοβαρότητα του προβλήματος και
αμφισβητούσαν την αξιοπιστία των θυμάτων. [Σ.τ.Μ.]
[7] Ο Αντρές Μανουέλ
Λόπες Ομπραδόρ είναι μεξικανός πολιτικός και Πρόεδρος του Μεξικού από το 2018
μέχρι και σήμερα. [Σ.τ.Μ.]
[8] Η Μαλινάλι,
γνωστή και ως «Λα Μαλίντσε» ή «δόνια Μαρίνα», ήταν η ιθαγενής μεταφράστρια και
ερωμένη του Ισπανού κατακτητή Ερνάν Κορτές με την οποία απέκτησαν έναν γιό.
Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάλυση της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, καθώς με
τις πολύτιμες γνώσεις που διέθετε για τους πολιτισμούς της περιοχής, έγινε
διερμηνέας και σύμβουλος του Κορτές. Αυτός ο ρόλος της την έχει καταστήσει
σύμβολο προδοσίας για πολλούς, καθώς θεωρείται ότι εγκατέλειψε τον λαό της και
συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Η σεξουαλικοποίηση και η υποτίμησή της, ως
αποτέλεσμα της θέσης εξουσίας που κατείχε, αντικατοπτρίζουν τα πατριαρχικά
πρότυπα της εποχής. Για πολλούς Μεξικανούς, η Μαλινάλι παραμένει σύμβολο
προδοσίας, ενώ άλλοι τη θεωρούν θύμα των ιστορικών συνθηκών. Για τις
φεμινίστριες, η Μαλινάλι αντιπροσωπεύει την ανθεκτικότητα των γυναικών που
έχουν υποστεί καταπίεση και βία και αποτελεί σύμβολο της γυναικείας δύναμης,
αφού κατάφερε να επιβιώσει παρά τις αντίξοες συνθήκες. [Σ.τ.Μ.]
[9] Μουσικό είδος
που αναπτύχθηκε στη Λατινική Αμερική, κυρίως στο Πουέρτο Ρίκο και τον Παναμά,
στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δημιουργήθηκε από τον συνδυασμό της ρέγκε και
της χιπ-χοπ μουσικής, καθώς και άλλων λατινοαμερικανικών μουσικών ειδών.
Χαρακτηρίζεται από τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό ντεμπόου [dembow] και από στίχους
που περιέχουν ερωτικά υπονοούμενα και βωμολοχίες. Είναι ένα αρκετά δημοφιλές
μουσικό είδος που έχει διαδοθεί σε όλο τον κόσμο και έχει επηρεάσει σημαντικά
τη μουσική βιομηχανία. [Σ.τ.Μ.]
[10] Πρόκειται για
νεολογισμό της ισπανικής γλώσσας, λέξη ομόηχη με το «hombre» που σημαίνει
άντρας· ουσιαστικά μια ανορθόγραφη εκδοχή του, με υποτιμητική χρήση. Αναφέρεται
σε άντρες που αντιπροσωπεύουν το στερεότυπο του μάτσο άντρα. [Σ.τ.Μ.]
[11] Συλλογικότητα
από το Πουέρτο Ρίκο με DJs, ράπερς και παραγωγούς που εμφανίζονταν σε ένα κλαμπ
με το ίδιο όνομα, στο Σαν Χουάν του Πουέρτο Ρίκο. Το «The Noise» έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη και τη διάδοση του ρεγκετόν. [Σ.τ.Μ.]
[12] Οι Las Τesis
είναι χιλιανή φεμινιστική συλλογικότητα παραστατικών τεχνών με έδρα το
Βαλπαραΐσο, που δημιουργήθηκε το 2018 από τις Δάφνε Βαλδές, Λέα Κάσερες, Πάουλα
Κομέτα και Σίμπιλα Σοταμαγιόρ και αγωνίζεται ενάντια στην ανισότητα των φύλων
και τη βία κατά των γυναικών. Έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση το 2019 στους
δρόμους της Χιλής, όπου ερμήνευσαν το τραγούδι τους «Un Violador En Tu Camino»
(Ένας βιαστής στον δρόμο σου), θέλοντας να περάσουν ένα ηχηρό μήνυμα μετά από
πολλές καταγγελίες για βιασμούς και βασανιστήρια γυναικών από τις δυνάμεις
ασφαλείας της χώρας. [Σ.τ.Μ.]
[13] Το Ni Una Menos
[Ούτε Μία Λιγότερη] είναι ένα φεμινιστικό κίνημα που ξεκίνησε το 2015 στην
Αργεντινή ως αντίδραση στην αυξανόμενη βία κατά των γυναικών και εξαπλώθηκε σε
όλη τη Λατινική Αμερική. Αφορμή για τις μαζικές διαδηλώσεις που δημιούργησαν το
κίνημα αποτέλεσε η δολοφονία της 14χρονης Κιάρα Πάες. Στόχος του είναι η
εξάλειψη της έμφυλης βίας, η ισότητα των φύλων, καθώς και η δικαιοσύνη για τα
θύματα. [Σ.τ.Μ.]
[14] Το περρέο [perreo] είναι μια αισθησιακή χορευτική κίνηση που
εκτελείται στον ρυθμό της ρεγκετόν μουσικής. Κατά την κίνηση αυτή, ένας άντρας
και μια γυναίκα τοποθετούν τα σώματα τους πολύ κοντά, ο άντρας βρίσκεται πίσω
από τη γυναίκα και κινούν μαζί τους γοφούς τους, ενώ βρίσκονται σε συνεχή
επαφή. Ο όρος προέρχεται από την κίνηση που κάνουν οι σκύλοι [perro=σκύλος] κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, κατά την
οποία το αρσενικό προσκολλάται στο θηλυκό, όπως ακριβώς και ο άντρας στη
γυναίκα με την οποία χορεύει. Θεωρείται, επίσης, ότι η κίνηση αυτή μιμείται τη
σεξουαλική επαφή λόγω του τρόπου με τον οποίο κινούνται οι χορευτές. [Σ.τ.Μ.]
[15] Ο Μισέλ Φουκώ
(1926-1984), ήταν Γάλλος φιλόσοφος και εκπρόσωπος του μεταδομισμού και του
μεταμοντερνισμού. Μελέτησε διεξοδικά τις κοινωνικές δομές εξουσίας, αναλύοντας
έννοιες όπως οι «αρχές του αποκλεισμού». Επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον
Χάιντεγκερ, ο Φουκώ εστίασε σε θέματα όπως η φυλάκιση, η τιμωρία, η
σεξουαλικότητα και η ψυχιατρική, συνδέοντας τα με τις κυρίαρχες κοινωνικές
δυνάμεις. Το έργο του συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή στις κοινωνικές
επιστήμες και τις ανθρωπιστικές σπουδές μέχρι και σήμερα. [Σ.τ.Μ.]
[16] Ο όρος «Butch»
χρησιμοποιείται κυρίως στη λεσβιακή κοινότητα και αναφέρεται σε άτομα που
υιοθετούν χαρακτηριστικά που συνδέονται παραδοσιακά με την ανδρική ταυτότητα. Ο
όρος χρησιμοποιείται και στα ελληνικά γραμμένος με ελληνικούς χαρακτήρες
[μπουτς]. Μπουτς μπορεί να είναι οποιαδήποτε/οποιοσδήποτε λεσβία, ομοφυλόφιλος,
αμφιφυλόφιλος ή τρανσέξουαλ αναλάβει τα στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά
σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Ενώ αντίστοιχα φαμ [femme]
είναι όποιος/α αναλάβει τα γυναικεία χαρακτηριστικά. [Σ.τ.Μ.]
[17] Ο Πέδρο Ινφάντε
ήταν ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς και τραγουδιστές της χρυσής εποχής
του μεξικανικού κινηματογράφου. Μαζί με άλλους δύο ηθοποιούς και τραγουδιστές,
σχημάτισε το μουσικό τρίο «Tres Gallos Mexicanos» [Οι τρεις μεξικάνοι πετεινοί],
το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία. Στις ταινίες του συχνά ενσάρκωνε την εικόνα
του παραδοσιακού μεξικανού άντρα, ο οποίος ήταν αρχηγός και προστάτης της
οικογένειας. Η απεικόνιση των σχέσεων του με τις γυναίκες στους ρόλους που
ερμήνευε, αντικατόπτριζε τις κοινωνικές νόρμες της εποχής και την θέση που
κατείχαν οι γυναίκες στην μεξικανική κοινωνία. Οι γυναίκες συχνά απεικονίζονταν
ως ευάλωτες, εξαρτώμενες από τους άντρες και με περιορισμένους ρόλους, ενώ οι
άντρες ως δυνατοί, ανεξάρτητοι και προστάτες. [Σ.τ.Μ.]
[18] Εδώ γίνεται
αναφορά στους χαρακτήρες της σειράς «The Sopranos». Πρόκειται για μια
αμερικανική σειρά δράματος που περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Τόνι Σοπράνο,
ενός αφεντικού της μαφίας στο Νιου Τζέρσι, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει τη
σκληρή ζωή του εγκληματία με τις προσωπικές του σχέσεις και τις ψυχολογικές του
μάχες. Ο ρόλος του πρωταγωνιστή είναι αυτός του σκληρού, ισχυρού και βίαιου
άντρα που θεωρεί την αδυναμία ανεπίτρεπτή, χαρακτηριστικό που έχουν μόνο οι
γυναίκες και οι «αδερφές». Ο ίδιος υποφέρει από κρίσεις πανικού, κάτι που δεν
είναι αποδεκτό από την κοινωνία της εποχής για έναν άντρα, για τον λόγο αυτό
είναι κάτι που κρατάει κρυφό από τους γύρω του. Σε όλη την σειρά παρουσιάζεται
το πρότυπο του παραδοσιακού ισχυρού άντρα που δεν επιτρέπεται να νιώσει
ευάλωτος και το παραδοσιακό πρότυπο της γυναίκας νοικοκυράς, η οποία ενώ
επιθυμεί να πάρει διαζύγιο καταλήγει να μην το κάνει για θρησκευτικούς λόγους.
[Σ.τ.Μ.]
[19] Ο Πωλ Μπ.
Πρεθιάδο είναι σύγχρονος ισπανός φιλόσοφος, συγγραφέας, εικαστικός επιμελητής
και τρανς άτομο. To έργο του επικεντρώνεται στα εφαρμοσμένα και θεωρητικά
θέματα που σχετίζονται με την ταυτότητα, το φύλο, την πορνογραφία, την
αρχιτεκτονική και τη σεξουαλικότητα. [Σ.τ.Μ.]
[20]
Ο
όρος «Desculonización» είναι ένα λογοπαίγνιο που σχηματίζεται από την ανάμειξη
των ισπανικών λέξεων «culo» (κώλος) και «descolonización» (αποαποικιοποίηση). Ο
όρος δημιουργήθηκε από την Τζένι Γρανάδο, γνωστή και ως Κέμπρα/Μαλντίτα Γιένι
Τάλια, εικαστική καλλιτέχνιδα, ερμηνεύτρια και DJ με καταγωγή από την Ουρουάνα
της Βραζιλίας και έδρα την Πόλη του Μεξικού. Στα ελληνικά δεν υπάρχει
αντίστοιχος όρος, γι' αυτό επιλέχθηκε να αποδοθεί ως «αποκωλοποίηση»,
συνδυάζοντας το πρόθημα «από» την ελληνική λέξη κώλος και το επίθημα «ποίηση»,
όπως συμβαίνει και στον ισπανικό όρο. [Σ.τ.Μ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου