MANUEL VILAS
MUJERES
No las
ves que están agotadas, que no se tienen en pie, que son ellas las que
sostienen cualquier ciudad, todas las ciudades. Con el matrimonio, con la
maternidad, con la viudedad, con los golpes, ellas cargan con este mundo, con
este sábado por la noche donde ríen un poco frente a un vaso de vino blanco y
unas olivas. Cargan con maridos infumables, con novios intratables, con padres
en coma, con hijos suspendidos. Fuman más que los hombres. Tienen cánceres de
pulmón, enferman, y tienen que estar guapas. Se ponen cremas, son una tiranía
las cremas. Perfumes y medias y bragas finas y peinados y maquillaje y zapatos
que torturan. Pero envejecen. No dejan las mujeres tras de sí nada, hijos, como
mucho, hijos que no se acuerdan de sus madres. Nadie se acuerda de las mujeres.
La verdad es que no sabemos nada de ellas. Las veo a veces en las calles, en
las tiendas, sonriendo. Esperan a sus hijos a la salida del colegio. Trabajan
en todas partes. Amas de casa encerradas en cocinas que dan a patios de luces.
Sonríen las mujeres, como si la vida fuese buena. En muchos países las lapidan.
En otros las violan. En el nuestro las maltratan hasta morir. Trabajan fuera de
casa, y trabajan en casa, y trabajan en las pescaderías o en las fábricas o en
las panaderías o en los bares o en los bingos. No sabemos en qué piensan cuando
mueren a manos de los hombres.
>.<>.<
MΑΝΟΥΕΛ ΒΙΛΑΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Δεν τις βλέπεις
πως είναι εξουθενωμένες, πως δεν τις κρατούν τα πόδια τους, πως είναι αυτές που
παίρνουν στις πλάτες τους οποιαδήποτε πόλη, όλες τις πόλεις. Με το γάμο, με τη
μητρότητα, με τη χηρεία, με τα χτυπήματα, εκείνες φορτώνονται
αυτόν τον κόσμο, αυτό το σαββατόβραδο που γελούν λιγάκι μπροστά σ’ ένα
ποτήρι λευκό κρασί και μερικές ελιές. Φορτώνονται
απαράδεκτους συζύγους, κακότροπους συντρόφους, πατεράδες σε κώμα, παιδιά
μετεξεταστέα. Καπνίζουν πιο πολύ από τους άντρες. Έχουν καρκίνους του πνεύμονα,
αρρωσταίνουν και πρέπει να είναι όμορφες. Βάζουν κρέμες, σκέτη τυραννία οι
κρέμες. Αρώματα και καλσόν και κομψά κιλοτάκια και χτενίσματα και μακιγιάζ και
παπούτσια βασανιστήριο. Αλλά γερνάνε. Δεν
αφήνουν τίποτα πίσω τους οι γυναίκες, το πολύ πολύ παιδιά, παιδιά που δε
θυμούνται τις μανάδες τους. Κανείς δε θυμάται τις γυναίκες. Η αλήθεια είναι ότι
δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτές. Τις βλέπω μερικές φορές στο δρόμο, στα μαγαζιά,
να χαμογελάνε. Περιμένουν τα παιδιά τους έξω απ’ το σχολείο. Δουλεύουν παντού. Νοικοκυρές κλεισμένες σε κουζίνες που
βλέπουν σε ακάλυπτους. Χαμογελούν οι γυναίκες, λες και η ζωή είναι ωραία. Σε
πολλές χώρες τις λιθοβολούν. Σε άλλες τις βιάζουν. Στη δική μας τις
κακομεταχειρίζονται μέχρι θανάτου. Δουλεύουν έξω από το σπίτι, και δουλεύουν και
στο σπίτι, και δουλεύουν στα ψαράδικα ή στα εργοστάσια ή στους φούρνους ή στα
μπαρ ή στα προπατζίδικα. Δεν ξέρουμε τι σκέφτονται όταν πεθαίνουν στα χέρια των
ανδρών.
Ο Manuel Vilas γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Αραγωνίας
και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανούς λογοτέχνες. Το
2018, το μυθιστόρημά του Ordesa θεωρήθηκε από λογοτεχνικούς κριτικούς ως το
καλύτερο ισπανικό μυθιστόρημα εκείνης της χρονιάς.
>.<>.<
ANΑ ΜΕΡΙΝΟ
SALVAMENTO DE HORMIGAS
Salvamento de
hormigas,
ese era mi lema
cuando llegaba el
verano
y aparecían las
hormigas grandes
junto a la piscina.
Se caían al agua, no
sabían nadar
y estaban condenadas
a terminar en el
filtro de la depuradora,
arrastradas por la
leve
corriente circular de
las hélices
de aquel motor que
simulaba
la energía de los
manantiales.
Las hormigas grandes
eran mis preferidas,
también salvaba
saltamontes
pero a las hormigas
las apreciaba
por su temperamento
laborioso,
por su forma de estar
en este mundo
trabajando en equipo.
A todas las veía
como a una especie de
ser
que deambulaba
por debajo de la
tierra.
Pensaba en sus
túneles,
en las semillas que arrastraban,
en las hojas
recortadas,
en los restos de
comida,
en todos los
ingredientes
de esa bola de grasa
que fabricaban,
el alimento con
esencia de luz
y de verano,
y las sentía felices
todas juntas,
exactas en su
apariencia
de insectos hermanados
alrededor de su
madre.
Por eso, no quería
que se ahogaran,
y con el calor y los
días largos,
comenzaba mi campaña
tenaz y vigilante
para sacarlas del
agua.
La palma de mi mano
como
una balsa esperanzada,
como
un islote de arena
donde
descansaban exhaustas
secándose las antenas
con la brisa suave
de mi respiración.
Salvamento de hormigas,
esa era la sustancia
de mis pensamientos,
un impulso de brazos alargados
y el propósito firme de rescatarlas
una y otra vez
de sus naufragios.
>.<>.<
ANΑ ΜΕΡΙΝΟ
ΔΙΑΣΩΣΗ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ
Διάσωση μυρμηγκιών,
αυτό ήταν το μότο μου
όταν έφτανε το καλοκαίρι
κι εμφανίζονταν τα μεγάλα μυρμήγκια
δίπλα στην πισίνα.
Έπεφταν στο νερό, δεν ήξεραν κολύμπι
κι ήταν καταδικασμένα
να καταλήξουν στο φίλτρο καθαρισμού,
παρασυρμένα από το ελαφρύ
κυκλικό ρεύμα του έλικα
εκείνης της μηχανής που προσομοίαζε
την ενέργεια μιας φυσικής πηγής.
Τα μεγάλα μυρμήγκια
ήταν τα αγαπημένα μου,
έσωζα και ακρίδες
αλλά τα μυρμήγκια τα εκτιμούσα
για το εργατικό τους ταμπεραμέντο,
για τον τρόπο που ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο
δουλεύοντας σαν ομάδα.
Όλα τα έβλεπα
σαν ένα είδος ύπαρξης
που περιπλανιόταν
κάτω από τη γη.
Σκεφτόμουν τις σήραγγές τους,
τους σπόρους που έσερναν,
τα δαγκωμένα φύλλα,
τα υπολείμματα φαγητών,
όλα τα υλικά
αυτής της λιπαρής μπάλας που κατασκεύαζαν,
την τροφή με άρωμα φωτός
και καλοκαιριού,
και τα ένιωθα ευτυχισμένα όλα μαζί,
ίδια κι απαράλλαχτα
σαν αδελφοποιημένα έντομα
γύρω απ’ τη μητέρα τους.
Γι’ αυτό, δεν ήθελα να πνιγούν,
και με τη ζέστη και τις μεγάλες μέρες,
άρχιζα την επίμονη και άγρυπνη εκστρατεία μου
να τα βγάζω από το νερό.
Η παλάμη του χεριού μου
σχεδία
ελπιδοφόρα,
νησίδα
άμμου
όπου
ξαπόσταιναν εξαντλημένα
στεγνώνοντας
τις κεραίες τους
με το απαλό αεράκι
της ανάσας μου.
Διάσωση μυρμηγκιών,
αυτή ήταν η ουσία
των σκέψεών μου,
μια παρόρμηση απλωμένων χεριών
και ο σθεναρός σκοπός μου να τα διασώζω
ξανά και ξανά
από τα ναυάγιά τους.
H Ana Merino (1971) είναι ποιήτρια, πεζογράφος και δραματουργός. Ζει και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2020 κέρδισε το Βραβείο Nadal με το μυθιστόρημα El mapa de los afectos.
Η μετάφραση των ποιημάτων του Μανουέλ Βίλας και
της Άνα Μερίνο είναι προϊόν
εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης που συντόνισε ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος
στο Βιβλιοπωλείο Polyglot στις 15 Ιουνίου 2022
στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία
εν Αθήναις), με την παρουσία και τη συνεργασία των ποιητών.
Συμμετείχαν οι μεταφράστριες/ές:
Μαρία Αθανασιάδου, Αντωνία Βλάχου, Έφη
Γιατράκη, Κατερίνα Δημητροπούλου, Eduardo Lucena, Αλίκη Μανωλά, Ματίνα Μπίλια, Χρυσούλα Ξένου,
Στέλλα Παναγοπούλου, Σοφία Σοφιανού, Γεωργία Τζαμαλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου