Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Crimen ejemplar, de Max Aub / Παραδειγματικό έγκλημα, του Μαξ Άουμπ

 

Crimen ejemplar

de Max Aub


Hacía un frío de mil demonios. Me había citado a las siete y cuarto en la esquina de Venustiano Carranza y San Juan de Letrán. No soy de esos hombres absurdos que adoran el reloj reverenciándolo como una deidad inalterable. Comprendo que el tiempo es elástico y que cuando le dicen a uno a las siete y cuarto, lo mismo da que sean las siete y media. Tengo un criterio amplio para todas las cosas. Siempre he sido un hombre muy tolerante: un liberal de la buena escuela. Pero hay cosas que no se pueden aguantar por muy liberal que uno sea. Que yo sea puntual a las citas no obliga a los demás sino hasta cierto punto; pero ustedes reconocerán conmigo que ese punto existe. Ya dije que hacía un frío espantoso. Y aquella condenada esquina abierta a todos los vientos. Las siete y media, las ocho menos veinte, las ocho menos diez. Las ocho. Es natural que ustedes se pregunten que por qué no lo dejé plantado. La cosa es muy sencilla: yo soy un hombre respetuoso de mi palabra, un poco chapado a la antigua, si ustedes quieren, pero cuando digo una cosa, la cumplo. Héctor me había citado a las siete y cuarto y no me cabe en la cabeza el faltar a una cita. Las ocho y cuarto, las ocho y veinte, las ocho y veinticinco, las ocho y media, y Héctor sin venir. Yo estaba positivamente helado: me dolían los pies, me dolían las manos, me dolía el pecho, me dolía el pelo. La verdad es que si hubiese llevado mi abrigo café, lo más probable es que no hubiera sucedido nada. Pero esas son cosas del destino y les aseguro que a las tres de la tarde, hora en que salí de casa, nadie podía suponer que se levantara aquel viento. Las nueve menos veinticinco, las nueve menos veinte, las nueve menos cuarto. Transido, amoratado. Llegó a las nueve menos diez: tranquilo, sonriente y satisfecho. Con su grueso abrigo gris y sus guantes forrados:

−¡Hola, mano!

Así, sin más. No lo pude remediar: lo empujé bajo el tren que pasaba.

FIN

 

║│║│║│║│║│║│║

 

Παραδειγματικό έγκλημα 

του Μαξ Άουμπ

 

Έκανε ένα δαιμονισμένο κρύο. Είχα δώσει ραντεβού στις επτά και τέταρτο στην γωνία Μπενουστιάνο Καράνθα και Σαν Χουάν ντε Λετράν. Δεν είμαι από εκείνους τους περίεργους τύπους που λατρεύουν το ρολόι τιμώντας το σαν μια διαρκή θεότητα. Καταλαβαίνω ότι ο χρόνος είναι ελαστικός και ότι όταν λένε σε κάποιον στις επτά και τέταρτο, είναι το ίδιο σαν να είναι στις επτά και μισή. Έχω μια ευρεία άποψη για όλα τα πράγματα. Πάντα ήμουν ένας άνθρωπος πολύ ανεκτικός ένας φιλελεύθερος με γερές βάσεις. Αλλά υπάρχουν πράγματα που δεν υποφέρονται όσο φιλελεύθερος και να είναι κανείς. Το να είμαι εγώ ακριβής στα ραντεβού δεν δεσμεύει τους άλλους, παρά μόνο μέχρι ένα σημείο αλλά θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι αυτό το σημείο υπάρχει. Είπα ήδη ότι έκανε ένα φοβερό κρύο. Και εκείνη η καταραμένη γωνία εκτεθειμένη στους αέρηδες. Επτά και μισή, οκτώ παρά είκοσι, οκτώ παρά δέκα. Είναι φυσικό να αναρωτηθείτε γιατί δεν τον παράτησα. Το πράγμα είναι πολύ απλό: εγώ είμαι ένας άνθρωπος συνεπής στον λόγο μου, λίγο παλιομοδίτικος, αν θέλετε, αλλά όταν λέω κάτι, το κάνω. Ο Έκτορ μου είχε κλείσει ραντεβού στις επτά και τέταρτο και δεν μου περνάει από το μυαλό να λείψω από ένα ραντεβού. Οκτώ και τέταρτο, οκτώ και είκοσι, οκτώ και είκοσι πέντε, οκτώ και μισή και ο Έκτορ ακόμη να έρθει. Εγώ ήμουν κυριολεκτικά παγωμένος με πόναγαν τα πόδια, με πόναγαν τα χέρια, με πόναγε το στήθος, με πόναγαν τα μαλλιά. Η αλήθεια είναι ότι αν είχα φορέσει το καφέ παλτό μου, το πιθανότερο είναι να μην είχε συμβεί τίποτα. Αλλά αυτά είναι πράγματα του πεπρωμένου  και σας βεβαιώνω ότι στις τρεις το απόγευμα, την ώρα που βγήκα από το σπίτι, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα σήκωνε εκείνον τον αέρα. Εννιά παρά είκοσι πέντε, εννιά παρά είκοσι, εννιά παρά τέταρτο. Ξεθεωμένος, μελανιασμένος. Έφτασε στις εννιά παρά δέκα: ήρεμος, χαμογελαστός και χαρούμενος. Με το χοντρό γκρι παλτό του και τα γάντια με επένδυση:

«Γειά σου, αδερφέ!».

Έτσι, απλά. Δεν συγκρατήθηκα τον έσπρωξα κάτω από το τρένο που πέρναγε. 

ΤΕΛΟΣ

 

Μετάφραση: Βασιλική Χρηστάκου

 

║│║│║│║│║│║│║ 

 

Ο Μαξ Άουμπ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1903 από πατέρα γερμανό και μητέρα γαλλίδα. Το 1914 οι Άουμπ μετακομίζουν στην Βαλένθια και το αγόρι αποκτά την ισπανική υπηκοότητα, την γλώσσα και τις ισπανικές συνήθειες. Από νωρίς ασχολήθηκε με το εμπόριο, δραστηριότητα που τον έκανε να ταξιδέψει στην Ισπανία και την Γαλλία. Ταυτόχρονα διάβαζε ασταμάτητα. Υπήρξε διευθυντής της σοσιαλιστικής εφημερίδας Verdad και γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Θεάτρου. Για ένα σύντομο διάστημα υπήρξε μορφωτικός ακόλουθος της Πρεσβείας της Ισπανίας της Ρεπούμπλικα στο Παρίσι. Μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος, πέρασε τρία χρόνια στα γαλλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και το 1942 μετακόμισε στο Μεξικό, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του, το 1972.

          Τα κυριότερα έργα του γράφτηκαν στην εξορία. Συγγραφέας πολύπλευρος, ασχολήθηκε με την αφήγηση, το θέατρο, την λογοτεχνική κριτική, την ποίηση, το δοκίμιο, τα απομνημονεύματα. Διέπρεψε όμως κυρίως σαν άνθρωπος του θεάτρου και του μυθιστορήματος.

          Από τα έργα του ξεχωρίζει το El laberinto mágico, μια συλλογή των εμπειριών του από τον εμφύλιο πόλεμο και την ζωή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Συνιστά μια αναπαράσταση του πολέμου σε όλη του την πολιτική, κοινωνική και κυρίως ανθρώπινη διάσταση και περιπλοκότητα. Έγραψε επίσης τα μυθιστορήματα, Las buenas intenciones, La calle Valverde, La verdadera muerte de Francisco Franco και La gallina ciega.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου