EL
TRADUCTOR Y EL POETA
(para
Ezequiel Zaidenwerg, Elvio Ceci, Caterina Camastra y Fernando Cabrita)
El
traductor y el poeta (muerto)
suben
al mismo ascensor y no se hablan.
Se
cruzan en mitad de la escalera y no se ven.
Comparten
cama.
Comparten
besos de la misma otra boca.
Pero
tosen distinto.
El
traductor lleva tirantes
que el
poeta jamás se hubiera puesto.
El
poeta sonríe.
La
muerte le queda bastante bien, piensa,
tal vez
algo apretada, solo eso.
El
traductor husmea durante meses
los
poemas del muerto
olfatea
sus palabras con fruición
y
sonríe también, solo que en otra lengua.
Entre
las manos del traductor
y las
no-manos del poeta queda el silencio.
Siempre
el silencio. Mucho. Pálido. Andrógino.
Y un
polvo esdrújulo
que a
uno provoca alergia y al otro no.
El
traductor se peina
con
calcada parsimonia
(sin
saberlo). El poeta no.
Lo mira
solamente.
Mientras
el traductor revuelve
su café
mañanero con virgulillas tristes
el
poeta lo observa y silba
y dice
que no y fuma
y mira
sobre la mesa
del
traductor sus libros.
Es un
muerto feliz
aunque
a regañadientes.
Ahora
el poeta se asoma
sobre
el hombro del traductor.
y relee
sus versos.
Se
reconoce y no.
Sabe
que esta versión
es solo
otra parada para repostar.
Son las
dos de la mañana
de un
jueves de agosto del 2019.
Un día
perfecto
para
que el traductor sea feliz
y el
poeta llore.
Sevilla,
2 de agosto, 2019, 10:48
Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
(για τους
Ezequiel Zaidenwerg, Elvio Ceci, Caterina Camastra και Fernando Cabrita)
Ο μεταφραστής και ο (νεκρός) ποιητής
μπαίνουν στο ίδιο ασανσέρ και δεν μιλιούνται.
Διασταυρώνονται στη μέση της σκάλας και δεν βλέπει ο ένας τον άλλο.
Μοιράζονται το κρεβάτι.
Μοιράζονται φιλιά απ’ το ίδιο άλλο στόμα.
Αλλά βήχουν διαφορετικά.
Ο μεταφραστής φορά τιράντες
που ο ποιητής δεν θα φορούσε ποτέ.
Ο ποιητής χαμογελά.
Ο θάνατος του ταιριάζει αρκετά, σκέφτεται,
ίσως λίγο τον στενεύει, μόνο αυτό.
Ο μεταφραστής οσμίζεται εδώ και μήνες
τα ποιήματα του νεκρού
οσφραίνεται τις λέξεις του με τέρψη
και χαμογελά επίσης, αλλά σε άλλη γλώσσα.
Ανάμεσα στα χέρια του μεταφραστή
και τα μη-χέρια του ποιητή στέκεται η σιωπή.
Πάντα η σιωπή. Πολλή. Χλομή. Ερμαφρόδιτη.
Και μια προπαροξύτονη σκόνη
που στον έναν προκαλεί αλλεργία και στον άλλον όχι.
Ο μεταφραστής χτενίζεται
με μια ξεπατικωμένη βραδύτητα
(δίχως να το ξέρει). Ο ποιητής όχι.
Μονάχα τον κοιτά.
Ενόσω ο μεταφραστής ανακατεύει
τον πρωινό καφέ του με θλιμμένες περισπωμένες
ο ποιητής τον παρατηρεί και σφυρίζει
και λέει πως όχι και καπνίζει
και κοιτάζει πάνω στο τραπέζι
του μεταφραστή τα βιβλία του.
Είναι ένας ευτυχής νεκρός
αν και απρόθυμα.
Τώρα ο ποιητής προβάλλει
πάνω απ’ τον ώμο του μεταφραστή
και ξαναδιαβάζει τους στίχους του.
Αναγνωρίζει και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Ξέρει ότι αυτή η εκδοχή
είναι μόνο μια ακόμα στάση για ανεφοδιασμό.
Είναι δύο τα ξημερώματα
μιας αυγουστιάτικης Πέμπτης του 2019.
Μια τέλεια μέρα
για να είναι ευτυχισμένος ο μεταφραστής
και ο ποιητής να κλάψει.
Σεβίλλη, 2 Αυγούστου 2019, 10:48
Μετάφραση: Αλίκη Μανωλά
Alexis Díaz-Pimienta
Escritor y repentista
Director de la Cátedra de Poesía Improvisada de La Habana, Cuba
www.diazpimienta.com
Αλέξις Ντίας-Πιμιέντα
Συγγραφέας και αυτοσχεδιαστής
Διευθυντής της Έδρας Αυτοσχέδιας Ποίησης της Αβάνας, Κούβα
www.diazpimienta.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου