Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

14/02/2021

 

Julián Ayesta (1919 – 1996)

 

Helena o el mar de verano

[fragmento]

 

Helena estaba muy seria sentada en cuclillas delante de mí mirándome muy fijo.

          ―¿En qué piensas con esos ojos tan abiertos?

          Estaba allí, tan rubia, con la piel tan brillante, tan hermosa, con sus ojos azules que me provocaban mirándome, que no pude resistir más y salté sobre ella como un tigre feroz de Bengala. Pero ella saltó primero al agua y yo detrás de ella y empezamos a nadar y a alcanzarnos y darnos aguadillas. Y salimos de la sombra de las peñas, donde el agua era fría y morada, y entramos en el sol, donde el agua era verde y brillante y más tibia y era un gozo calarse y ver salir a Helena removiendo la melena que se le caía sobre la cara y después bucear otra vez y hacer exploraciones por los cavales submarinos que estaban llenos de algas.

          Salimos a la playa felices y nos tumbamos al sol. El sol iba ya haciéndose naranja y metiéndose detrás de los pinos del acantilado. El cielo estaba verde y lleno de un brillar oscuro que mirándolo fijo era como el Infinito. A veces pasaban bandos de pájaros. Helena apoyó la cabeza en mi hombro y empezó a hacer dibujos sobre mi cuerpo con un chorrito de arena que me hacía cosquillas. Y me miraba, me miraba.

          Volvimos despacio, andando muy juntos, muertos de plenitud, de gozo, de felicidad desconocida e insufrible, muertos de amor, locos de amor. El corazón me llenaba todo el pecho, me hinchaba todo el cuerpo de sangre caliente, me llenaba la boca de sal, llenaba el mundo de alegría rabiosa, de ardor, de colores afilados como cuchillos y a la vez blandos como las hojas de una amapola, como la miel, como la leche recién ordeñada. Temblando, con voz ronca, con una voz que no era la mía, que no se sabía de dónde había salido, le dije:

          ―Helena..., te quiero.

Y Helena, serena, sin dejar de mirarme a los ojos, grave y hermosa, se fue dejando atraer, y cuando tuvimos los labios muy cerca, me dijo:

―Y yo a ti más.

Y yo bebí el aliento de aquellas palabras; las bebí, las respiré, no las oí.

No hablamos más. Íbamos juntos, solos, entre el silencio del crepúsculo. Íbamos solos entre el silencio del mundo. Solos entre el silencio del tiempo. Solos para siempre. Juntos y solos, andando juntos y solos entre el silencio del mundo y del mar y del mundo, andando andando. Y todo era como un gran arco y nosostros lo íbamos pasando y al otro lado estaba nuestro mundo y nuestro tiempo y nuestro sol y nuestra luz y nuestra noche y estrellas y montes y pájaros y siempre...

 

[Helena o el mar de verano, 1952]

 

>.<>.<

 

Χουλιάν Αγέστα (1919 – 1996)

 

Ελένα ή η θάλασσα του καλοκαιριού

[απόσπασμα]

 

Η Ελένα πολύ σοβαρή καθόταν οκλαδόν μπροστά μου, κοιτάζοντάς με πολύ έντονα:

«Τι σκέφτεσαι με τα μάτια ορθάνοιχτα;»

Βρισκόταν εκεί, τόσο ξανθιά, με το δέρμα της τόσο λαμπερό, τόσο όμορφη, με τα γαλανά μάτια της που με προκαλούσαν όταν τα κοίταζα, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο και όρμησα επάνω της σαν άγριος τίγρης της Βεγγάλης. Αλλά εκείνη χώθηκε πρώτη στο νερό και εγώ από πίσω της και αρχίσαμε να κολυμπάμε και να κάνουμε πατητές ο ένας στον άλλο. Και βγήκαμε από τη σκιά των βράχων, όπου το νερό ήταν κρύο και βιολετί και μπήκαμε στον ήλιο όπου το νερό ήταν πράσινο και λαμπερό και πιο χλιαρό και ήταν μια απόλαυση να βουτάς και να βλέπεις να βγαίνει η Ελένα και να τινάζει τα μαλλιά της που της έπεφταν στο πρόσωπο και ύστερα να ξαναβουτάς και να ερευνάς τα υποθαλάσσια περάσματα που ήταν γεμάτα φύκια.

Βγήκαμε ευτυχισμένοι στην παραλία και ξαπλώσαμε στον ήλιο. Ο ήλιος γινόταν πλέον πορτοκαλής και χανόταν πίσω από τα πεύκα του γκρεμού. Ο ουρανός ήταν πράσινος και είχε μια σκοτεινή λάμψη που άμα την κοίταζες προσεκτικά ήταν σαν το Άπειρο. Πού και πού περνούσαν κοπάδια από πουλιά. Η Ελένα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου και άρχισε να κάνει σχήματα στο κορμί μου με ένα μικρό πίδακα άμμου που με γαργαλούσε. Και με κοιτούσε, με κοιτούσε.

Επιστρέψαμε αργά, περπατώντας κοντά ο ένας στον άλλο, πεθαμένοι από πληρότητα, απόλαυση, άγνωστη και αβάσταχτη ευτυχία, πεθαμένοι από έρωτα, τρελοί από έρωτα. Η καρδιά μου γέμιζε όλο το στήθος μου, φούσκωνε όλο μου το κορμί με ζεστό αίμα, γέμιζε το στόμα μου αλάτι, γέμιζε τον κόσμο με λυσσαλέα χαρά, με κάψα, με κοφτερά χρώματα σαν μαχαίρια και ταυτόχρονα μαλακά σαν τα πέταλα μιας παπαρούνας, σαν το μέλι, σαν το γάλα που μόλις αρμέχτηκε. Τρέμοντας, με βραχνή φωνή, με μια φωνή που δεν ήταν η δικιά μου, που δεν ήξερα από πού είχε βγει, της είπα:

«Ελένα…, σε αγαπάω».

Και η Ελένα, ήρεμη, δίχως να σταματήσει να με κοιτά στα μάτια, σοβαρή και όμορφη, αφέθηκε να την τραβήξω προς το μέρος μου και όταν τα χείλη μας πλησίασαν μου είπε:

«Και εγώ εσένα περισσότερο».

Και εγώ ήπια την ανάσα εκείνων των λέξεων· τις ήπια, τις εισέπνευσα, δεν τις άκουσα.

Δεν μιλήσαμε άλλο. Προχωρούσαμε πλάι πλάι, μόνοι μέσα στη σιωπή του δειλινού. Προχωρούσαμε μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου. Μόνοι μέσα στη σιωπή του χρόνου. Μόνοι για πάντα. Μαζί και μόνοι, περπατώντας μαζί και μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου και της θάλασσας και του κόσμου, περπατώντας, περπατώντας. Και όλα ήταν σαν μια μεγάλη αψίδα που εμείς διαβαίναμε και στην άλλη πλευρά ήταν ο δικός μας κόσμος και ο δικός μας χρόνος και ο δικός μας ήλιος και το δικό μας φως και η δική μας νύχτα και τα άστρα και οι λόφοι και τα πουλιά και παντοτινά…

 

[Ελένα ή η θάλασσα του καλοκαιριού, μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2005]



Ο Χουλιάν Αγέστα δεν συμπεριλαμβάνεται σχεδόν σε καμία από τις σημαντικές ιστορίες της ισπανικής λογοτεχνίας. Είναι ένας συγγραφέας ξεχασμένος λόγω (και) της ιδεολογίας του, αφού ανήκε στην πλευρά των λογοτεχνών που υπερασπίστηκαν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, το φρανκικό καθεστώς. Το Helena o el mar de verano, του οποίου το τέλος παρουσιάζουμε (με τον κίνδυνο της διάπραξης spoiler) είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα από τα πιο όμορφα και λυρικά αφηγήματα της ισπανικής λογοτεχνίας.


1 σχόλιο: