Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Pinto & Chinto: Παραμύθια για παιδιά που κοιμούνται αμέσως

 




Πίντο και Τσίντο

 

Παραμύθια για παιδιά που κοιμούνται αμέσως

 

 

Ο πειρατής Πολυγένης

 

Το πειρατικό καράβι του πειρατή Πολυγένη βυθίστηκε στη μέση του ωκεανού. Ο πειρατής Πολυγένης βρισκόταν τρεις ώρες στο νερό κι εκεί που νόμιζε ότι θα πνιγόταν, είδε στεριά από μακριά. Κολύμπησε, κολύμπησε, κολύμπησε κι έφτασε σ’ ένα νησάκι. Το νησάκι ήταν τόσο μικρό που χωρούσε μόνο ένα άτομο! Σ’ εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Ήταν ένας σκέτος βράχος και γύρω γύρω θάλασσα!

Περνούσαν οι μέρες και ο πειρατής Πολυγένης πεινούσε και διψούσε πολύ, αφού σ’ εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Πέρασαν ακόμα περισσότερες μέρες κι ο πειρατής πεινούσε και διψούσε ακόμα πιο πολύ. Κάθισε απογοητευμένος, και τότε είδε το κλαδάκι που είχε φυτρώσει στο ξύλινο πόδι του. Θυμήθηκε ότι το ξύλινο πόδι τού το είχε φτιάξει ένας ξυλουργός από χλωρό ξύλο μηλιάς. Γι’ αυτό φύτρωσε το κλαδάκι πάνω στο ξύλινο πόδι.

Με τον καιρό, φύτρωσε κι άλλο κλαδάκι. Και αργότερα κι άλλο. Κι άλλο. Και έφτασε μια μέρα που το ξύλινο πόδι γέμισε μήλα και ο πειρατής Πολυγένης χόρτασε την πείνα του. Και ήταν μήλα τόσο ζουμερά που έσβησαν και τη δίψα του.

Όταν το ξύλινο πόδι έγινε ολόκληρη μηλιά, ο πειρατής Πολυγένης την έκοψε και έφτιαξε μ’ αυτήν ένα καράβι.

Κι έτσι, τελικά κατάφερε να φύγει από εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι στη μέση του ωκεανού.


>.<>.<>.<

 

Το πηγάδι των ευχών

 

Έφτασε κάποτε στο πηγάδι των ευχών ένας άντρας που επιθυμούσε να γίνει πλούσιος. Πριν ρίξει μέσα το νόμισμα, έσκυψε να δει αν ήταν κανονικό πηγάδι, με το νερό του και τα όλα του. Όμως εκεί κάτω όλα φαίνονταν πολύ σκοτεινά, γι’ αυτό έσκυψε ακόμα περισσότερο. Έσκυψε τόσο που έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στον πάτο του πηγαδιού.

Στον πάτο του πηγαδιού των ευχών δεν υπήρχε νερό, παρά μόνο όλα τα νομίσματα που είχαν ρίξει πριν από εκείνον χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά για να κάνουν μια ευχή. Έτσι λοιπόν πραγματοποιήθηκε η ευχή του να γίνει πλούσιος.

Αμέσως όμως αντιλήφθηκε ότι εκεί δεν υπήρχε τίποτα για να αγοράσει, άρα όλη εκείνη η περιουσία τού ήταν άχρηστη. Έτσι λοιπόν, έριξε το νόμισμά του πάνω στ’ άλλα και ευχήθηκε με όλες του τις δυνάμεις να τον βγάλει κάποιος από το πηγάδι.

 

>.<>.<>.<

 

Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα

 

Ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά ζούσαν στον πιο ψηλό πύργο του κάστρου. Όταν ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά φιλήθηκαν, ακούστηκε ένα «παφ!» και ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα μεταμορφώθηκαν σε βατράχια. Τότε άφησαν τον πύργο και πήγαν να ζήσουν στο νερό της τάφρου γύρω από το κάστρο. Και ζήσαμε εμείς καλά και τα βατράχια καλύτερα.

 

>.<>.<>.<

 

Η κυρία και οι πυροσβέστες

 

Η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά πετάχτηκε στο μπαλκόνι και ούρλιαξε:

«Τρέξτε! Βοήθεια! Πυροσβεστική! Πυροσβεστική!»

Κατέφθασαν οι πυροσβέστες με το κόκκινο όχημά τους, με τη σειρήνα στη διαπασών. Η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά συνέχιζε να ουρλιάζει:

«Βοήθεια! Πυροσβεστική!»

Ένας πυροσβέστης στήριξε τη σκάλα στην πρόσοψη του κτιρίου και ανέβηκε, με τη μάνικα στο χέρι, μέχρι το μπαλκόνι όπου φώναζε η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά.

«Τι συμβαίνει, κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά;»

«Τα γεράνια μου! Τα πανέμορφα γεράνια μου ξεραίνονται!»

Στο μπαλκόνι υπήρχαν διάφορες γλάστρες με μισοκιτρινισμένα γεράνια. Ο πυροσβέστης άνοιξε τη μάνικα και πότισε τα γεράνια, που μέσα σε λίγες μέρες πρασίνισαν και έβγαλαν μερικά λουλούδια.

 

>.<>.<>.<

 

Ο άνεμος

 

Ο άνεμος ξυπνάει πολύ νωρίς και πηγαίνει στη δουλειά. Ο άνεμος έχει μπροστά του μια κοπιαστική μέρα:  κινεί τους ανεμόμυλους, στεγνώνει τα ρούχα των ανθρώπων, ρίχνει τα φύλλα από τα δέντρα, σπρώχνει τα ιστιοφόρα…

«Πάλι καλά που η θάλασσα δεν είναι ανηφορική!», λέει.

Ο άνεμος  δουλεύει πολύ, αλλά έχει κι ελεύθερο χρόνο. Ο άνεμος, στον ελεύθερο χρόνο του, διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί: παίρνει τα καπέλα από τους κυρίους, χαλάει τα μαλλιά των κυριών, κλείνει απότομα τις πόρτες...

Ο άνεμος διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί. Μερικές φορές, ενώ σφυρίζει το αιώνιο τραγούδι του, εμφανίζεται ως ανεμοστρόβιλος, που συνεχώς στριφογυρίζει. Γιατί ένας ανεμοστρόβιλος δεν είναι παρά ο άνεμος που χορεύει.

 

>.<>.<>.<

 

Το ρολόι της Έμα

 

Η Έμα ήταν ακόμα πολύ μικρή, και οι γονείς της δεν της έπαιρναν ρολόι. Της Έμα τής άρεσε πολύ το ρολόι του πατέρα της, με το λευκό καντράν και τους χρυσούς του δείκτες, και το δείκτη δευτερολέπτων που κινούνταν κάθε δευτερόλεπτο. Τότε, η Έμα ζωγράφισε με μπλε στυλό ένα ρολόι στον αριστερό της καρπό. Πρώτα σχεδίασε το καντράν, έπειτα το λουράκι και, τέλος, τους δείκτες. Το ζωγραφισμένο ρολόι της Έμα έδειχνε δέκα και τέταρτο. Το ζωγραφισμένο ρολόι της Έμα ήταν πολύ ωραίο. Το ξανακοίταξε μετά από πέντε λεπτά κι έδειχνε δέκα και είκοσι.

 

>.<>.<>.<

 

Το βουνό

 

Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήταν ένα βουνό πολύ φιλόδοξο. Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήθελε να γίνει ακόμα πιο ψηλό απ’ ό,τι ήταν. Άρχισε να ψηλώνει, να ψηλώνει, να ψηλώνει και ψήλωσε τόσο πολύ που χτύπησε το κεφάλι του στο Φεγγάρι. Το βουνό έβγαλε ένα τεράστιο καρούμπαλο και για να ανακουφιστεί έβαλε πάγο.

Γι’ αυτό σήμερα τα πολύ ψηλά βουνά έχουν πάγο στην κορυφή.

                                      

>.<>.<>.<

 

Η μάγισσα και ο ξυλοκόπος

 

Η μάγισσα του δάσους ήταν ερωτευμένη με τον ξυλοκόπο του δάσους. Όμως στον ξυλοκόπο του δάσους δεν άρεσε η μάγισσα του δάσους επειδή ήταν πολύ άσχημη.

Τότε, η μάγισσα του δάσους αποφάσισε να φτιάξει ένα φίλτρο που, όταν θα το έπινε ο ξυλοκόπος του δάσους, θα την ερωτευόταν κεραυνοβόλα.

Η μάγισσα του δάσους άναψε φωτιά, έβαλε πάνω το μπρούτζινο καζάνι της και έριξε μέσα ένα μάτι από βάτραχο με μυωπία, τρία καπνιστά φτερά νυχτερίδας, σάλια από σκαθάρι, νύχια μαύρης γάτας με άσπρες βούλες, δύο τρίχες από σβέρκο μαϊμούς και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Έδωσε στον ξυλοκόπο του δάσους να πιει το φίλτρο, όμως ο ξυλοκόπος του δάσους δεν ερωτεύτηκε τη μάγισσα του δάσους.

Τότε η μάγισσα του δάσους άναψε ξανά φωτιά, ξανάβαλε πάνω το μπρούτζινο καζάνι της και έριξε μέσα δύο λίτρα νερό, ένα κιλό χοιρινό, μία πρέζα αλάτι, ένα κρεμμύδι, δύο καρότα, μία πιπεριά, θυμάρι, δάφνη, μαϊντανό, δύο σκελίδες σκόρδο, μία ντομάτα και μία σταγόνα ελαιόλαδο.

Η μάγισσα του δάσους έφτιαξε μια υπέροχη σούπα και την έδωσε στον ξυλοκόπο του δάσους να τη φάει. Και στον ξυλοκόπο του δάσους άρεσε τόσο πολύ η σούπα, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη μάγισσα του δάσους, επειδή ο ξυλοκόπος του δάσους ήταν καλοφαγάς.

 

>.<>.<>.<

 

Το σπίτι του Μπρουέλ

 

Το μανιτάρι όπου ζούσε ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, ήταν ένα από τα πιο κεντρικά εκείνου του μανιταροχωριού. Το μανιτάρι όπου ζούσε ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, ήταν πολύ χαριτωμένο και είχε υπέροχη θέα. Όλα του πήγαιναν πολύ καλά του Μπρουέλ στο καταπληκτικό του μανιτάρι.

Όλα πήγαιναν πολύ καλά, ώσπου ο Μπρουέλ παντρεύτηκε, απέκτησε τρία παιδιά, και το σπίτι πλέον ήταν πολύ μικρό. Χρειαζόταν ένα μεγαλύτερο μανιτάρι για να ζήσουν και έβγαλε προς πώληση αυτό που είχε.

Ο Μπρουέλ τοποθέτησε μπροστά στο μανιτάρι του μια ταμπέλα που έλεγε

ΠΩΛΕΙΤΑΙ

Περνούσαν όμως οι εβδομάδες κι όσα του πρόσφεραν για εκείνο ήταν λίγα, γιατί το μανιτάρι ήταν μικρό.

            Όταν πλέον είχε απελπιστεί πολύ, ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, είχε μια εξαιρετική ιδέα. Το σπίτι του ήταν ένα μανιτάρι που τρωγόταν, και μάλιστα από τα πιο περιζήτητα. Θυμήθηκε ότι οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν πολλά χρήματα για τα μανιτάρια. Έτσι πούλησε το σπίτι του σε ένα μάγειρα, ο οποίος το μαγείρεψε στο εστιατόριό του με ρύζι και κρέας.

 

>.<>.<>.<

 

Ο Έκτορας και ο χιονάνθρωπος

 

Η μέρα ξημέρωσε χιονισμένη, και στα πεζοδρόμια τα παιδιά έφτιαχναν χιονάνθρωπους. Ο Έκτορας έφτιαξε κι αυτός έναν. Τοποθέτησε πρώτα μια μεγάλη χιονόμπαλα. Πάνω σε εκείνη τη μεγάλη χιονόμπαλα τοποθέτησε άλλη μία, λίγο πιο μικρή.  Και πάνω σε αυτή, τοποθέτησε άλλη μία ακόμα πιο μικρή  για κεφάλι.

Ο Έκτορας τού φόρεσε ένα παλιό, ψηλό καπέλο που είχε βρει στη σοφίτα του σπιτιού του. Για μύτη, του έβαλε ένα καρότο.

Και τότε ήταν που μέσα από το ψηλό καπέλο, το οποίο ανήκε κάποτε σε κάποιο μάγο, βγήκε ένα κουνέλι και έφαγε τη μύτη του χιονάνθρωπου, που την είχε φτιάξει ο Έκτορας μ’ ένα καρότο.

 

>.<>.<>.<

 

Η μαργαρίτα

 

Η Ροσάουρα ήθελε να μάθει αν ο Μιγκέλ την αγαπούσε. Πήρε μια μαργαρίτα κι άρχισε να βγάζει τα πέταλά της ενώ έλεγε:

«Μ’ αγαπάει... Δε μ’ αγαπάει... Μ’ αγαπάει... Δε μ’ αγαπάει...»

Η Ροσάουρα αγωνιούσε να δει τι θα έβγαινε: «Μ’ αγαπάει» ή «Δε μ’ αγαπάει».

Και τελικά βγήκε «Δεν ξέρω», γιατί η μαργαρίτα δεν είχε ιδέα αν ο Μιγκέλ αγαπούσε τη Ροσάουρα.

 

>.<>.<>.<

 

Μουσική του δρόμου

 

Ο πλανόδιος μουσικός ακούμπησε στο έδαφος το καπέλο για τα κέρματα και άρχισε να παίζει σαξόφωνο. Μετά από λίγο ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Μια γυναίκα πρόβαλε στο παράθυρο κι είπε στον μουσικό:

«Άκου να σου πω! Μου ξύπνησες το παιδί!»

Τότε, ο πλανόδιος σαξοφωνίστας άρχισε να παίζει ένα νανούρισμα και το μωρό ξανακοιμήθηκε.

 

>.<>.<>.<

 

Ψάρεμα στη λίμνη

 

Ο ψαράς ήταν δύο ώρες στη βάρκα του. Ξαφνικά ένιωσε ένα τράβηγμα στο καλάμι. Μάζεψε την πετονιά και είδε αυτό που έφερνε το αγκίστρι. Εκνευρισμένος, αναφώνησε:

«Κι άλλη μπότα!»

Ο ψαράς την έβγαλε από το αγκίστρι και την πέταξε στο νερό.

Γι’ ακόμα μια φορά, χάρη στην εξαιρετική ικανότητά του να καμουφλάρεται, το ψάρι μπότα είχε σωθεί.

 

>.<>.<>.<

 

Το κάστρο από τραπουλόχαρτα

 

Εκείνο το απόγευμα ο Ούγο είχε παίξει με τα αυτοκινητάκια του και με τη σβούρα του και είχε ολοκληρώσει δύο παζλ.

«Και με τι άλλο μπορώ να παίξω;», αναρωτήθηκε.

Θυμήθηκε ότι το πρωί ο πατέρας του, η μητέρα του, ο παππούς του και μια από τις θείες του είχαν παίξει μια παρτίδα χαρτιά. Ο Ούγο ήξερε πού φύλαγαν την τράπουλα, κι έτσι πήγε να τη βρει. Ο Ούγο δεν ήξερε να παίζει ούτε πόκερ, ούτε μπριτζ, ούτε μπιρίμπα. Το μόνο που ήξερε να κάνει με την τράπουλα ήταν να φτιάχνει κάστρα.

Και βάλθηκε να κατασκευάσει ένα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Ο Ούγο κατασκεύαζε το κάστρο με μεγάλη μαεστρία, τοποθετώντας τα χαρτιά πολύ προσεκτικά. Αλλά, όταν κόντευε να το τελειώσει, το κάστρο άρχισε να τρέμει και αμέσως κατέρρευσε. Ο Ούγο ξεκίνησε πάλι από την αρχή κι έστησε με περισσότερη προσοχή τα χαρτιά, αλλά και πάλι το κάστρο άρχισε να τρέμει και γκρεμίστηκε. Κι έτσι ξανά και ξανά μέχρι που ο Ούγο κουράστηκε και μάζεψε την τράπουλα. Ο Ούγο μονολόγησε ότι δεν ήταν ικανός να κατασκευάσει κάστρα από χαρτιά. Αλλά το κάστρο δεν έπεφτε εξαιτίας του Ούγο. Το κάστρο από χαρτιά έπεφτε γιατί ο ρήγας κούπα έλεγε ότι εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης του κάστρου· κι ο ρήγας καρό έλεγε ότι όχι, εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης του κάστρου· κι ο ρήγας μπαστούνι έλεγε ότι όχι, εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης του κάστρου· κι ο ρήγας σπαθί έλεγε ότι όχι, εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης του κάστρου.

Και καυγάδιζαν, και πάνω στον καβγά τους γκρέμιζαν το κάστρο.

 

>.<>.<>.<

 

Ζώα από χαρτί

 

Το πρωτάθλημα κατασκευής οριγκάμι άρχισε γύρω στις επτά το απόγευμα.

Ο πρώτος διαγωνιζόμενος άρπαξε ένα φύλλο χαρτί και άρχισε να το τσακίζει από δω, να το τσακίζει από κει, να κάνει κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο κι άλλο και μπροστά στην επιτροπή εμφάνισε έναν υπέροχο δεινόσαυρο με κάθε λεπτομέρεια. Φαίνονταν ακόμα και τα κοφτερά του δόντια.

Κι έτσι, ο ένας διαγωνιζόμενος μετά τον άλλον έφτιαχναν φιγούρες με δεξιοτεχνία. Ο τελευταίος διαγωνιζόμενος ήταν ένας κύριος ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά, άσπρο μουστάκι και άσπρα γυαλιά στην άκρη της μύτης. Άρπαξε ένα φύλλο χαρτί κι άρχισε να το τσακίζει από δω, να το τσακίζει από κει, να κάνει κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο κι άλλο και μπροστά στην επιτροπή εμφάνισε ένα χάρτινο παπιγιόν.

Τα μέλη της επιτροπής γέλασαν μαζί του επειδή είχε κάνει σ’ ένα πρωτάθλημα κατασκευής οριγκάμι κάτι τόσο απλό όσο ένα χάρτινο παπιγιόν.

Και τότε ξαφνικά το παπιγιόν φτερούγισε και πέταξε σε όλη την αίθουσα.

Τα μέλη της επιτροπής είχαν ακόμα το στόμα ανοιχτό όταν  έδιναν το πρώτο βραβείο στον ηλικιωμένο κύριο με τα άσπρα μαλλιά, το άσπρο μουστάκι και τα άσπρα γυαλιά στην άκρη της μύτης.

 

>.<>.<>.<


Η γοργόνα και ο άνθρωπος

 

Η Ταμαλίντα, η γοργόνα, και ο Ουμπάλδο, ο άνθρωπος, ερωτεύτηκαν. Ο έρωτάς τους ήταν ανέφικτος: η Ταμαλίντα, η γοργόνα, ήταν ένα πλάσμα της θάλασσας, ο Ουμπάλδο, ο άνθρωπος, πλάσμα της στεριάς.

Τότε η Ταμαλίντα ζήτησε από την Αρχινεράιδα της Θάλασσας να τη μεταμορφώσει σε άνθρωπο ώστε να μείνει για πάντα στο πλευρό του Ουμπάλδο. Η Αρχινεράιδα την προειδοποίησε πως μετά δεν θα μπορούσε να το μετανιώσει και να επιστρέψει στη μορφή της γοργόνας. Η Ταμαλίντα δέχτηκε και η ουρά της μετατράπηκε σε πόδια ανθρώπου.

Εκείνο όμως που δεν ήξερε η Ταμαλίντα ήταν ότι ο Ουμπάλδο είχε ζητήσει από την Αρχινεράιδα της Στεριάς να τον μεταμορφώσει σε γοργόνο ώστε να είναι για πάντα στο πλευρό της. Η Αρχινεράιδα της Στεριάς τον προειδοποίησε πως δεν θα μπορούσε να το μετανιώσει και να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. Ο Ουμπάλδο δέχτηκε και η Αρχινεράιδα της Στεριάς μετέτρεψε τα πόδια του σε ουρά ψαριού.

Τώρα πια η Ταμαλίντα ήταν ένα πλάσμα της στεριάς κι ο Ουμπάλδο ένα πλάσμα της θάλασσας. Ο έρωτάς τους εξακολουθούσε να είναι ανέφικτος.

Η Ταμαλίντα κι ο Ουμπάλδο στεναχωρήθηκαν. Και λυπημένοι καθώς ήταν, τους ήρθε η ιδέα. Πήγαν λοιπόν στην Αρχινεράιδα του Αέρα και της ζήτησαν να τους μεταμορφώσει σε πουλιά.

Η Ταμαλίντα και ο Ουμπάλδο, πλάσματα του αέρα πλέον, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν πλάι πλάι.

 

>.<>.<>.<

 

Το ταξίδι του ποταμιού

 

Το ποτάμι γεννήθηκε ανάμεσα στις πέτρες κι άρχισε να τρέχει. Η αποστολή του ποταμιού ήταν να φτάσει στη θάλασσα. Όμως το ποτάμι δεν είχε ούτε χάρτες, ούτε πυξίδα, και δεν ήξερε πώς να φτάσει στη θάλασσα. Τότε, μακριά, στα δεξιά του, είδε ένα δέντρο, κατευθύνθηκε προς αυτό και το ρώτησε:

«Θα μπορούσες να μου δείξεις από πού πάει κανείς στη θάλασσα;»

Το δέντρο απάντησε:

«Μμμ, δεν ξέρω. Ρώτα εκείνο εκεί το βράχο».

Το ποτάμι κοίταξε στα αριστερά του κι είδε το βράχο. Πήγε ως εκεί και τον ρώτησε:

«Θα μπορούσες να μου δείξεις από πού πάει κανείς στη θάλασσα;»

«Ιδέα δεν έχω», είπε ο βράχος.

Το ποτάμι συνέχισε την πορεία του, χωρίς να ξέρει καλά καλά αν ακολουθεί τη σωστή κατεύθυνση. Τότε, στα δεξιά του, είδε ένα σκίουρο. Πήγε να τον συναντήσει και τον ρώτησε από πού πηγαίνει κανείς στη θάλασσα, κι ο σκίουρος του είπε ότι δεν ήξερε. Το ποτάμι συνέχισε την πορεία του, και μετά από λίγο είδε στα αριστερά του ένα λουλούδι, και ρώτησε το λουλούδι από πού πηγαίνει κανείς στη θάλασσα και το λουλούδι τού είπε ότι δεν ήξερε.

Και ρωτώντας ξανά και ξανά, μια μέρα το ποτάμι κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα.

Γι’ αυτό τα ποτάμια δεν πηγαίνουν ευθεία και ακολουθούν ένα δρόμο γεμάτο στροφές. Γιατί πρέπει συνεχώς να ρωτούν τον ένα και τον άλλο από πού πηγαίνει κανείς στη θάλασσα.

 

>.<>.<>.<

 

Ο άνθρωπος-άγαλμα

 

Ο μίμος τυλίχτηκε μ’ ένα λευκό μανδύα, τοποθέτησε ένα βάθρο στη μέση του δρόμου, ανέβηκε σ’ αυτό και παρέμεινε εντελώς ακίνητος, κάνοντας το άγαλμα, ώστε οι περαστικοί να θαυμάσουν το πόσο καλά το έκανε και να του ρίξουν μερικά κέρματα στο καπέλο. Οι περαστικοί έλεγαν:

«Τι ωραία που κάνει το άγαλμα! Δεν κουνιέται καθόλου! Ούτε καν ανοιγοκλείνει τα μάτια του!»

Πράγματι, ο μίμος ήταν απολύτως ακίνητος. Τόσο, που μερικοί έφτασαν να πιστέψουν πως επρόκειτο για αληθινό άγαλμα. Ακόμα κι εκείνοι που δύσπιστοι, έφταναν να τον αγγίξουν, διαπίστωναν πως το σώμα του μίμου ήταν σκληρό σαν μάρμαρο. Το καπέλο του γέμισε νομίσματα.

Όμως η αλήθεια είναι πως ο μίμος ποτέ δεν είχε κάνει καλά το άγαλμα και στο καπέλο του ποτέ δεν έμπαιναν πολλά χρήματα. Εκείνη τη μέρα ο μίμος έκανε καλά το άγαλμα γιατί στο δρόμο είχε τόσο κρύο που ο μίμος πάγωσε και κοκάλωσε.

Το επόμενο πρωί, οι ακτίνες του ήλιου άρχισαν να τον ξεπαγώνουν. Το πρώτο που ξεπάγωσε ήταν το δεξί του χέρι. Ο μίμος τέντωσε το δεξί του χέρι προς το καπέλο και μάζεψε τα κέρματα.

 

>.<>.<>.<

 

Το παιδί που φανταζόταν

 

Εκείνο το παιδί ήταν το μοναδικό παιδί στο χωριό. Δεν υπήρχε κανένα άλλο παιδί για να παίξει, έτσι δημιούργησε έναν φανταστικό φίλο. Εκείνο το παιδί κι ο φανταστικός του φίλος δεν είχαν παιχνίδια, έτσι λοιπόν, εκείνο το παιδί δημιούργησε ένα φανταστικό ποδήλατο, μια φανταστική μπάλα κι ένα φανταστικό άλογο από χαρτόνι.

Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς στο χωριό και οι γονείς του δεν το άφηναν να βγει έξω. Τότε, λοιπόν, εκείνο το παιδί φαντάστηκε ότι ήταν καλοκαίρι και φαντάστηκε ότι εκείνο και ο φανταστικός του φίλος έβγαιναν έξω και φαντάστηκε ότι έτρεχαν στα λιβάδια και ότι μάζευαν ώριμα φρούτα από τα δέντρα και ότι πήγαιναν για μπάνιο στο ποτάμι.

Κι έπειτα, εκείνο το παιδί φαντάστηκε ότι κάποιος θα έγραφε αυτήν την ιστορία και ότι κάποιος θα τη διάβαζε αυτήν ακριβώς τη στιγμή.

 

>.<>.<>.<

 

Η μάντισσα

 

Η Μαντάμ Τουτού διάβαζε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον στις γραμμές των χεριών. Και η αλήθεια είναι ότι πάντα έβρισκε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον όλων των ανθρώπων που πήγαιναν για να τους διαβάσει τις γραμμές των χεριών τους. Όλος ο κόσμος έμενε έκπληκτος με τις ικανότητές της.

Μια μέρα την επισκέφθηκε ένας κύριος. Η Μαντάμ Τουτού τον έβαλε να καθίσει στο στρογγυλό τραπέζι δίπλα στη σόμπα, του ζήτησε να απλώσει το χέρι και ξεκίνησε να το διαβάζει. Όμως η Μαντάμ Τουτού δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε το παρελθόν ούτε το παρόν ούτε το μέλλον του. Και δεν μπορούσε, γιατί ο κύριος ήταν από το Λονδίνο και η Μαντάμ Τουτού δεν ήξερε να διαβάζει αγγλικά.

 

>.<>.<>.<

 

Ο ινδιάνος και η βροχή

 

Ο μάγος της φυλής ονομαζόταν Τρελό Αλογάκι αλλά μόνο Λιγάκι. Είχε λάβει εντολή από τον αρχηγό να κάνει επίκληση για βροχή, αφού για μήνες δεν είχε πέσει ούτε σταγόνα νερό. Το Τρελό Αλογάκι αλλά μόνο Λιγάκι κατευθύνθηκε στο λιβάδι για να εκτελέσει εκεί το Χορό της Βροχής.

         Το Τρελό Αλογάκι αλλά μόνο Λιγάκι χόρεψε το Χορό της Βροχής από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, αλλά δεν έπεσε ούτε σταγόνα νερό. Εντελώς απαρηγόρητος, κάθισε σε ένα βράχο, κρατώντας μοιρολατρικά το κεφάλι του, και τραγούδησε μια λυπητερή μελωδία. Και το Τρελό Αλογάκι αλλά μόνο Λιγάκι τραγουδούσε τόσο άσχημα που άρχισε να βρέχει. Έτσι η φυλή του έδωσε θερμά συγχαρητήρια και όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι.

 

>.<>.<>.<

 

Το μολύβι

 

H μαμά της Ντανιέλα, αφού έξυσε πολύ καλά το μολύβι, άρχισε να σχεδιάζει σε ένα μπλοκ για να απασχολήσει την κόρη της, που καθόταν δίπλα της. Η μαμά της Ντανιέλα σχεδίασε ένα λιοντάρι, στη συνέχεια σχεδίασε μια πεταλούδα και μετά έναν κροκόδειλο κι ένα άλογο και μια στρουθοκάμηλο και μετά ένα σκύλο και μετά σχεδίασε μια γάτα.

Η μικρή Ντανιέλα σκέφτηκε: «Αυτό το μολύβι είναι γεμάτο ζώα!»

Και κάποια στιγμή που η μητέρα της έλειπε, αποφάσισε να ανοίξει το μολύβι για να δει τα ζώα που υπήρχαν μέσα. Κατάφερε να σπάσει το ξύλο του μολυβιού και φάνηκε η γκρι και μακρόστενη γραφίδα του. Η μικρή Ντανιέλα είπε:

«Να πάρει! Μέσα στο μολύβι απέμεινε μονάχα ένα σκουλήκι».

 

>.<>.<>.<

 

Το τέρας

 

Ο μικρός Μαρθέλο, λίγο αφότου είχε ξαπλώσει, φώναξε:

«Μαμά! Μαμά! Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου!»

Η μαμά του Μαρθέλο μπήκε στο δωμάτιο.

«Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου!», φώναζε ο Μαρθέλο.

Και η μητέρα του τού είπε:

«Φυσικά και υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι σου, Μαρθέλο. Εμείς είμαστε μια οικογένεια τεράτων. Ο πατέρας σου είναι ένα τέρας. Εγώ είμαι ένα τέρας. Εσύ και ο αδερφός σου είστε δύο τέρατα. Κοιμάστε σε μια κουκέτα κι ο αδερφός σου κοιμάται από κάτω. Γι’ αυτό υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι σου».

Ο Μαρθέλο ηρέμησε και κοιμήθηκε όλη νύχτα σαν πουλάκι.

 

>.<>.<>.<

 

Ο θησαυρός του γίγαντα

 

Ο άπληστος γίγαντας είχε στην κατοχή του ένα μυθικό θησαυρό. Ο γίγαντας φύλαγε μέσα στα μεγάλα χέρια του σωρούς από χρυσάφι, από διαμάντια, από σμαράγδια, από ρουμπίνια κι από ζαφείρια.

Ο γίγαντας φοβόταν πάρα πολύ, μην τυχόν και του κλέψουν τον πολύτιμο θησαυρό. Ο γίγαντας σκεφτόταν: «Αν ήμουν πιο μεγαλόσωμος, θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να αρπάξει κάποιος το θησαυρό μου».

Ζήτησε τις υπηρεσίες ενός μάγου ο οποίος, με αντάλλαγμα ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι, του ετοίμασε ένα φίλτρο που θα τον έκανε να μεγαλώνει καθ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Ο γίγαντας ήπιε μονορούφι το παρασκεύασμα που του πούλησε ο μάγος. Και πράγματι συνέχισε να μεγαλώνει και να γίνεται όλο και πιο ογκώδης.

Καθώς γινόταν όλο και πιο τεράστιος, ο γίγαντας ήταν πολύ ικανοποιημένος διότι με την κολοσσιαία δύναμή του δεν θα άφηνε κανέναν να κλέψει το θησαυρό του.

Όσο περνούσε ο χρόνος, όμως,  το χαμόγελο σβήστηκε από το πρόσωπο του γίγαντα. Του σβήστηκε του γίγαντα το χαμόγελο από το πρόσωπο, επειδή έγινε τόσο μεγάλος που ο θησαυρός έμοιαζε μικροσκοπικός μέσα στα τεράστια χέρια του.

 

>.<>.<>.<

 

Παστίλιες ονείρων

 

Ο διάσημος επιστήμονας Φον Μορφέους, εκτός από πολλές άλλες εφευρέσεις, εφηύρε κάτι παστίλιες που η κάθε μία προκαλούσε ένα διαφορετικό όνειρο, σ’ όποιον την έπαιρνε. 

Ο Φον Μορφέους παρασκεύασε συνολικά εκατό παστίλιες ονείρων. Μια από αυτές ήταν για να ονειρεύεται ότι πετούσε. Άλλη παστίλια ήταν για να ονειρεύεται ότι ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Άλλη παστίλια ήταν για να ονειρεύεται ότι πάλευε μ’ έναν τρομακτικό δράκο και τον νικούσε. Και έτσι έφτιαξε έως και εκατό παστίλιες που προκαλούσαν εκατό διαφορετικά όνειρα.

Το πρώτο βράδυ ο Φον Μορφέους πήρε την παστίλια για να ονειρευτεί ότι πετούσε. Κι εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε ότι πετούσε.

Το δεύτερο βράδυ πήρε την παστίλια για να ονειρευτεί ότι ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Κι εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε ότι ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου.

Το τρίτο βράδυ πήρε την παστίλια για να ονειρευτεί ότι πάλευε μ’ έναν τρομακτικό δράκο και τον νικούσε. Κι εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε ότι πάλευε μ’ έναν τρομακτικό δράκο και τον νικούσε. Απολάμβανε πολύ τα κατά παραγγελία όνειρά του. Αλλά ήθελε περισσότερα, έτσι λοιπόν αναρωτήθηκε: «Γιατί πρέπει να συμβιβάζομαι μόνο μ’ ένα όνειρο κάθε νύχτα;»

Κι εκείνο το βράδυ πήρε και τις εκατό παστίλιες για να δει εκατό διαφορετικά όνειρα.

Κι εκείνο το βράδυ είχε εφιάλτες γιατί πριν κοιμηθεί πήρε και τις εκατό παστίλιες, και δεν πρέπει κανείς να πηγαίνει στο κρεβάτι με γεμάτο στομάχι, γιατί έπειτα θα βλέπει εφιάλτες.

 

>.<>.<>.<

 

Το ηφαίστειο που κοιμόταν

 

Απ’ όλο το χωριό φαινόταν, στο βάθος, το ηφαίστειο που κοιμόταν. Ο Πάμπλο, από το μπαλκόνι του σπιτιού του, έβλεπε κι εκείνος το ηφαίστειο που κοιμόταν.

Μια μέρα, μέσα από το ηφαίστειο ακούστηκε ένα βουητό σαν κεραυνός. Ο Πάμπλο, τρομαγμένος, είπε στον παππού του:

«Το ηφαίστειο ξύπνησε!»

«Όχι. Κοιμάται», είπε ο παππούς. «Απλώς μερικές φορές ροχαλίζει».

Τότε το ηφαίστειο άρχισε να πετάει πυροτεχνήματα από τον κρατήρα, που γέμισαν τη νύχτα με χρώματα.

Ο παππούς εξήγησε στον Πάμπλο ότι εκείνα ήταν τα όνειρα του ηφαιστείου που κοιμόταν. Το ηφαίστειο που κοιμόταν έριχνε πυροτεχνήματα επειδή τα όνειρά του ήταν πολύ χαρούμενα.

 

>.<>.<>.<

 

O Μπαμπούλας

 

Ο Ισμαέλ μελετούσε πολύ στο σχολείο, και στο σπίτι ήταν πάντα φρόνιμος. Ωστόσο, ο αδερφός του, ο Χαβιέρ, έκανε τη μια αταξία μετά την άλλη.

Οι γονείς του τον φοβέριζαν:

«Αν συνεχίσεις να είσαι άτακτος, θα έρθει ο Μπαμπούλας να σε πάρει».

Ο Χαβιέρ δεν έδινε καμία σημασία, και συνέχιζε τις αταξίες του.

Και μια μέρα ήρθε ο Μπαμπούλας με το τσουβάλι του, τον έβαλε μέσα και τον πήρε μαζί του.

Μόλις το έμαθε ο Ισμαέλ, οι γονείς του τον προειδοποίησαν:

«Βλέπεις τι θα σου συμβεί αν καμιά φορά συμπεριφερθείς άσχημα;»

Μετά από αυτό που συνέβη στον αδερφό του, τον Χαβιέρ, οι γονείς τού Ισμαέλ ήταν σίγουροι ότι το παιδί δεν θα έκανε ποτέ του αταξίες. Ωστόσο, ο Ισμαέλ, που μέχρι τότε ήταν υπόδειγμα παιδιού, άρπαξε το ψαλίδι και έκοψε όλες τις κουρτίνες του σπιτιού και όλα τα ρούχα του και τα χαλιά.

Αμέσως ο Μπαμπούλας ήρθε και τον άρπαξε, τον έβαλε στο τσουβάλι και τον πήρε μαζί του. Μέσα ήταν ο αδερφός του, ο Χαβιέρ. Τότε ο Ισμαέλ, με το ψαλίδι που κρατούσε, έκοψε το τσουβάλι και έτσι, τα δύο αδέλφια μπόρεσαν να δραπετεύσουν.

Γι’ αυτό το λόγο ο Ισμαέλ, που πάντα ήταν το καλό παιδί, έκανε την αταξία με το ψαλίδι: για να ελευθερώσει τον αδερφό του, τον Χαβιέρ, από το τσουβάλι του Μπαμπούλα.

 

>.<>.<>.<

 

Το ουράνιο τόξο

 

Εκείνη τη μέρα έβρεξε τόσο πολύ, έπεσε τέτοια ποσότητα νερού που τα χρώματα όλων των πραγμάτων, όλων των φυτών, όλων των ζώων κι όλων των ανθρώπων αραίωσαν και ξεθώριασαν. Όλα φαίνονταν ξεβαμμένα. Τίποτα πια δεν είχε χρώμα.

Ύστερα από πολλές ώρες σταμάτησε να βρέχει κι όλοι παρατήρησαν με βαθιά θλίψη όλη εκείνη την άχρωμη μονοτονία.

Τότε, στον ουρανό εμφανίστηκε ένα επιβλητικό τόξο με εφτά χρώματα. Και οι άνθρωποι πήραν εκείνα τα χρώματα για να ζωγραφίσουν ξανά τον κόσμο. Πήραν το πορτοκαλί χρώμα για να ζωγραφίσουν ξανά τα πορτοκάλια. Πήραν το πράσινο χρώμα για να ζωγραφίσουν ξανά το χορτάρι. Πήραν το μπλε χρώμα για να ζωγραφίσουν ξανά τη θάλασσα…

Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά. Όμως, από τότε, για παν ενδεχόμενο, κάθε φορά που σταματάει η βροχή, εμφανίζεται στον ουρανό ένα τόξο με εφτά χρώματα, με τα οποία θα μπορούσε κανείς να χρωματίσει ξανά τον κόσμο.

 

>.<>.<>.<

 

Το δίδυμο Pinto & Chinto αποτελείται από τους γαλικιανούς γελοιoγράφους David Pinto (1975) και Carlos López (1975), συνεργάτες της εφημερίδας La Voz de Galicia. Τα μικροπαραμύθια ανήκουν στο βιβλίο Cuentos para niños que se duermen enseguida (Εκδόσεις Kalandraka, 2010).  

 

Η συλλογική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία, μετάφραση ισπανικής λογοτεχνίας στα ελληνικά» που διδάσκει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Τα παρόντα κείμενα δουλεύτηκαν σε τρεις περιόδους από το 2013 έως το 2016. Συμμετείχαν οι φοιτήτριες και οι φοιτητές:

 

Πρώτη Περίοδος: Χριστέλεν Ανδρέογλου, Γεωργία Θεοδωρίδη, Ιωάννης, Ίσερης, Αλεξάνδρα Κοκκίνη, Ελένη Κονδυλίδου, Κωνσταντίνα Κοροξένου, Σταματία Λουτράρη, Γεώργιος Μανιώτης, Χριστίνα Μαυρουδή, Μαργαρίτα Μπαστρογιάννη, Ελισάβετ Παμλίδου, Κατερίνα Πιπίδου, Γεωργία Σαββίδου, Βαλεντίνα Σαντόρο, Ερμιόνη Σαρηκεχαγιά, Αθανάσιος Τρίπκος, Τάσος Τσουμάνης, Έλενα Χατζηκυριάκου.

 

Δεύτερη Περίοδος: Δημήτρης Δεληγιάννης, Μαρία Ζαφειράκη, Βικτωρία Ιωαννίδου, Δημήτρης Ιωάννου, Κορνηλία Κολύβα, Παναγιώτα Κουβέλη, Έλενα Κουνατίδου, Νόρα Μαλαματίδου, Κριστίνα Οθέτε Μοντόρο, Βερόνικα Πετρόνε, Νάνσυ Ρηγοπούλου, Σοφία Τερλιάμη, Κυριάκος Τσαχουρίδης, Γωγώ Χατζάκη.

 

Τρίτη Περίοδος: Ευγενία Αγοραστού, Παναγιώτης Αδαμίδης, Αγαθή Βερονίκη, Βαρβάρα Βλησσάρη, Μαρία Γεϊτσίδου, Στεργιανή Γιαννακοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη, Γεωργία Θεοδωρίδη, Τατιάνα Καραγιώργη, Δέσποινα Καρτσιούνα, Ελευθέριος Κατσαγώνης, Αντωνία Κόζα, Αθηνά Κόλα, Κατερίνα Κομινάτου, Δανάη Κοτζαμάνογλου, Αλεξάνδρα Λελούδη, Κλεονίκη Μαυρίδου, Ελόνα Μετολλάρι, Αλεξάνδρα Μπουγιούκα, Χρύσα Ουρμάνη, Κατερίνα Παντελίδου, Κωνσταντίνα Πατσιά, Ντενίσα Ράντου, Χριστόφορος Σουγανίδης, Ρεβέκκα Ταγκάλου-Ψιλογιαννοπούλου, Κατερίνα Τρομπούκη, Χριστίνα Τσαβδάρη, Αντωνία Τσακνάκη, Θεότη Χριστοδουλίδου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου