Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Ένα διήγημα του Julio Llamazares και μια βιβλιοκριτική του Τάσου Γουδέλη


ΙΣΟΠΕΔΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΗΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ[1]

«Λυπάμαι».
Είπε «λυπάμαι», αλλά θα μπορούσε να είχε πει οτιδήποτε άλλο: «το ίδιο μου κάνει» ή «στο επανιδείν», παραδείγματος χάρη. Ο προϊστάμενος της γραμμής είπε «λυπάμαι» και αμέσως μετά ανέβηκε στο αυτοκίνητό του και χάθηκε στο δρόμο, δίχως καν να του ρίξει μια τελευταία ματιά τη στιγμή που περνούσε τις ράγες.
Ο Νοθέδο τον είδε να απομακρύνεται, περίμενε λίγο να χαθεί στη στροφή και ύστερα, όπως ακριβώς έκανε εδώ και είκοσι χρόνια μόλις περνούσαν τα τρένα, μπήκε στο σπιτάκι. Μάλιστα, σαν τον παλιό καλό καιρό, κουβαλούσε κάτω από το μπράτσο τη σημαιούλα και το κασκέτο του.
Εδώ και είκοσι χρόνια, δούλευε στα τρένα, και τα είκοσι στο ίδιο μέρος: σε εκείνη τη χαμένη ισόπεδη διάβαση, καταμεσής στο οροπέδιο, στο σημείο που ο μουντζούρης διέσχιζε το δρόμο για Σανταντέρ. Αλλά και τα είκοσι προηγούμενα χρόνια και αυτά εκεί τα είχε περάσει. Πριν από αυτόν, στην ίδια θέση εργαζόταν ο πατέρας του.
Ο Νοθέδο πήρε τη σκυτάλη όταν συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας του. Ο μισθός δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές και επιπλέον η δουλειά δεν ήταν κοπιαστική. Αλλά βέβαια είχε ευθύνες. Και απαιτήσεις. Έπρεπε να είσαι σε εγρήγορση κάθε φορά που περνούσε κάποιο τρένο για να κατεβάζεις και να ανεβάζεις τις μπάρες. Την εποχή που άρχισε να δουλεύει εκείνος, τα τρένα περνούσαν ανά μία ώρα (ήταν η εποχή που ανθούσαν τα ορυχεία και υπήρχε ακόμα κόσμος στα χωριά) και έπρεπε όλη μέρα να είναι με το ρολόι στο χέρι. Η παραμικρή αμέλεια εκ μέρους του θα μπορούσε να προκαλέσει ατύχημα.
Σιγά-σιγά, όμως, η γραμμή άρχισε να φθίνει, με τον ίδιο ρυθμό που έφθιναν τα ορυχεία και μαζί τους τα χωριά της περιοχής, και έτσι στη Μαδρίτη αποφάσισαν να την κλείσουν για να πάψουν να έχουν ζημίες. Ήταν χειμώνας του 1991. Η διαταγή ήρθε αιφνιδιαστικά (παρόλο που όλοι ήξεραν ότι η γραμμή πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, κανείς δεν πίστευε πως θα την καταργούσαν δεδομένου ότι ήταν η μοναδική δίοδος επικοινωνίας που είχαν εκείνα τα χωριά με τον κόσμο) και έτσι δεν αντέδρασε κανένας. Είχαν απομείνει άλλωστε ελάχιστοι νέοι και οι γέροι δεν ήταν τώρα για τέτοια. Στους εργαζόμενους είπαν πως επρόκειτο για προσωρινό κλείσιμο, έτσι ώστε να μελετήσουν τη βιωσιμότητα της γραμμής κάνοντας ταυτόχρονα κάποιες βελτιώσεις στις ράγες (που, ειρήσθω εν παρόδω, είχαν να επισκευαστούν από τότε που είχαν περάσει στα χέρια του κράτους, πριν καμιά τριανταριά χρόνια) και πως στο μεταξύ θα συνέχιζαν κανονικά στις θέσεις τους.
Ο Νοθέδο, βεβαίως, παρέμεινε στη δικιά του. Με τη στολή και το μπλε κασκέτο του πατέρα του, αν και το μόνο πράγμα που μπορούσε πια να κάνει ήταν να βλέπει το χρόνο να κυλάει. Οι σταθμάρχες τουλάχιστον εξακολουθούσαν να εκδίδουν τα εισιτήρια και να ελέγχουν τη διέλευση των λεωφορείων που, στο μεταξύ, είχαν αντικαταστήσει τα τρένα. Κάτι καινούργια λεωφορεία με βίντεο και αιρκοντίσιον, πολύ πιο άνετα από τα τρένα, που όμως σταμάτησαν να περνάνε όταν ήρθαν τα χιόνια. Ο δρόμος, όπως ακριβώς και οι γραμμές, ήταν πολύ παλιός και σε άθλια κατάσταση: κανένας δεν είχε ενδιαφερθεί γι’ αυτόν εδώ και πολλά χρόνια.
Τον επόμενο χειμώνα, όμως, το προσωρινό κλείσιμο μετατράπηκε σε οριστικό. Η διοίκηση των σιδηροδρόμων, μετά από πολλή μελέτη (αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκαν) αποφάσισε να ξανανοίξει τη γραμμή, αλλά μόνο στα άκρα της: μέχρι το Γκουάρδο, από την πλευρά της Λεόν, και μέχρι το Μπερθέδο, από την πλευρά του Μπιλμπάο. Ήταν οι διαδρομές που απέφεραν κέρδη. Το ενδιάμεσο τμήμα –διακόσια χιλιόμετρα σχεδόν– το εγκατέλειπαν και μέσα σε αυτό το κομμάτι βρισκόταν δυστυχώς και ο Νοθέδο. Τότε ήταν που ο προϊστάμενος της γραμμής τού είπε, όπως και σε όλους όσοι βρίσκονταν στην ίδια με αυτόν κατάσταση, πως λυπόταν.
Ο Νοθέδο μπήκε στο σπιτάκι και κάθισε δίπλα στη σόμπα. Συνήθιζε σχεδόν πάντα να την έχει αναμμένη για να καταπολεμά το κρύο και για να μαγειρεύει το φαγητό του: φασόλια ή ρεβίθια συνήθως, αν και μερικές φορές έριχνε στην κατσαρόλα και κανένα κλαδάκι ευκάλυπτο για να αρωματίσει το χώρο. Η σόμπα, όπως πάντα, έκαιγε στο φουλ και καθώς την κοιτούσε ο Νοθέδο σκεφτόταν τα χρόνια που είχε περάσει σε εκείνο το μέρος και τα χρόνια που, πριν από αυτόν, είχε περάσει ο πατέρας του. Εκείνη η ισόπεδη διάβαση ήταν όλη του η ζωή.
Το επόμενο πρωί, αν και απολυμένος πλέον, ο Νοθέδο ξαναπήγε στη θέση του. Με τη στολή, το μπλε κασκέτο του πατέρα του και το κόκκινο σημαιάκι με το οποίο σταματούσε τα αυτοκίνητα όταν έβγαινε να κατεβάσει τις μπάρες. Στις εννέα είδε να περνάει το λεωφορείο (με μόλις τρεις επιβάτες) και μετά μπήκε στο σπιτάκι. Παρέμεινε εκεί μέχρι τη μία, την ώρα δηλαδή της μικτής επιβατικής-εμπορικής αμαξοστοιχίας, που ήταν και η ώρα κατά την οποία συνήθιζε να τρώει, αφού βεβαίως είχε περάσει ο συρμός, ώστε να προλάβει να ρίξει ένα μεσημεριανό υπνάκο μέχρι τις τρεις ακριβώς που έβγαινε για να υποδεχτεί την ταχυδρομική αμαξοστοιχία. Μετά, κατά τις τέσσερις, περνούσε ένα εμπορικό, έπειτα, γύρω στις πέντε, άλλο (γεμάτο κάρβουνο) και, τελικά, κατά τις έξι, αυτό που ερχόταν από τη Ματαπορκέρα. Τελευταίο περνούσε το τρένο από Μπιλμπάο, με ώρα άφιξης στις οκτώ παρά είκοσι. Εκείνη την ώρα, όπως και κάθε μέρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, με εξαίρεση τη χρονιά που εκπλήρωνε στο Βαγιαδολίδ τη στρατιωτική του θητεία (υπηρετώντας μάλιστα στο Σώμα Σιδηροδρομικών), ο Νοθέδο θεώρησε πως είχε πλέον ολοκληρώσει την εργασία του και επέστρεψε στο χωριό.
Στις επόμενες μέρες, ο Νοθέδο εξακολούθησε να πηγαίνει κανονικά στον τόπο εργασίας του. Δεν είχε πλέον καμιά δουλειά εκεί και ούτε επρόκειτο να του πληρώσουν το μισθό, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να πηγαίνει κάθε πρωί και να κατεβάζει τις μπάρες τις ώρες ακριβώς που, μέχρι πριν λίγους μήνες, περνούσαν τα τρένα. Παρότι δεν περνούσε πια ούτε ένα, εκείνος παρέμενε στη θέση του.
Στην αρχή ο κόσμος δεν το είχε πάρει καν είδηση. Κανένας, μερικοί επειδή το είχαν συνηθίσει και κάποιοι άλλοι επειδή τους ήταν αδιάφορο, δεν πρόσεξε τα συνεχή του πήγαινε-έλα από το χωριό στην ισόπεδη διάβαση και από την ισόπεδη διάβαση στο χωριό. Τα απέδιδαν στη συνήθεια ή στο ότι είχε αφήσει πράγματα στο σπιτάκι. Ύστερα, όσοι ήταν από άλλα μέρη και περνούσαν από εκεί δίχως να γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν πια τρένα, περίμεναν υπομονετικά να ξανασηκώσει ο Νοθέδο τις μπάρες και απομακρύνονταν νομίζοντας πως είχε ανακληθεί η εντολή ή πως εκείνος ο φύλακας ήταν τόσο καλός που τους άφηνε να περάσουν για να μην περιμένουν εκεί πολλή ώρα. Κατά πάσα πιθανότητα το τρένο θα περνούσε με καθυστέρηση, όπως πάντα.
Ο πρώτος που παραξενεύτηκε ήταν ένας περιοδεύων έμπορος (Ν. Γκαρθία - «Το λουλούδι του Όρμπιγο[2]». Ζύμη για φύλλο και γλυκίσματα) που έκανε εκείνο το δρομολόγιο κάθε δύο ή τρεις εβδομάδες και ήδη γνώριζε για το κλείσιμο της γραμμής. Του φάνηκε περίεργο όταν είδε τον Νοθέδο, που τον ήξερε πια εδώ και μια εικοσαετία (είχε προλάβει μάλιστα να γνωρίσει και τον πατέρα του) αλλά σκέφτηκε πως θα περνούσε καμιά ατμομηχανή ή κανένας συρμός συντήρησης. Η γραμμή μπορεί να είχε κλείσει, αλλά η πλήρης διάλυσή της θα ήταν λογικό να απαιτεί μια σειρά εργασιών που σίγουρα θα παρατείνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν όμως, ύστερα από λίγο, ο Νοθέδο σήκωσε τις μπάρες, δίχως στο μεταξύ να έχει εμφανιστεί καμιά μηχανή ούτε τίποτα παρόμοιο, ο έμπορος σταμάτησε το αυτοκίνητό του και έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο για να ρωτήσει τι είχε συμβεί.
«Τίποτα. Γιατί ρωτάτε;», του απάντησε ο Νοθέδο πολύ σοβαρός.
«Έτσι για να μάθω», του είπε ο έμπορος κοιτάζοντας τον ορίζοντα για να δει μήπως πλησίαζε με καθυστέρηση η μυστηριώδης αμαξοστοιχία που εξαιτίας της είχε υποχρεωθεί να περιμένει εκεί δίχως λόγο.
Αλλά ο Νοθέδο δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει περισσότερες εξηγήσεις από όσες είχε ήδη δώσει: δηλαδή, καμία. Μάλιστα φαινόταν πιο βλοσυρός από άλλες φορές:
«Βιάζεστε;», ρώτησε τον πωλητή με απότομο τρόπο, καθώς απομακρυνόταν προς το σπιτάκι.
Η αλήθεια είναι πως ο έμπορος δεν βιαζόταν, τουλάχιστον δεν βιαζόταν περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, αλλά δεν του φαινόταν και πολύ φυσιολογικό να περιμένει εκεί το πέρασμα ενός τρένου φαντάσματος, και κυρίως τη στιγμή που ήξερε ότι είχαν κλείσει τη γραμμή. Το ίδιο παράλογες του φάνηκαν η συμπεριφορά και οι απαντήσεις του Νοθέδο: στο κάτω-κάτω, το μόνο που είχε κάνει ήταν να τον ρωτήσει τι συνέβαινε· δεν είχε άραγε αυτό το ελάχιστο δικαίωμα μετά την πεντάλεπτη υπομονετική, πλην όμως μάταιη, αναμονή του; Αλλά καθώς δεν είχε διάθεση για τσακωμούς, και κυρίως με εκείνον το φύλακα που ο χαρακτήρας του και η ισχυρογνωμοσύνη του ήταν γνωστά σε όλη την περιοχή, συνέχισε το δρόμο του προς τα βουνά, όπου είχε ακόμα να επισκεφτεί πολλά χωριά.
Στην επιστροφή όμως έπαθε ξανά τα ίδια. Όταν έφτασε μπροστά στην ισόπεδη διάβαση, στο τέλος της ευθείας που διέσχιζε τις γραμμές, ξανασυναντήθηκε με τον Νοθέδο που εκείνη τη στιγμή κατέβαζε τις μπάρες. Μάλιστα του φάνηκε πως άρχισε να το κάνει τη στιγμή που τον είδε να έρχεται από μακριά. Ο έμπορος πάτησε γκάζι προσπαθώντας να περάσει, αλλά ο Νοθέδο τον εμπόδισε μπαίνοντας ο ίδιος μπροστά από τις μπάρες:
«Μα τι κάνετε; Τρελαθήκατε;», του φώναξε, κουνώντας το σημαιάκι του.
«Συγγνώμη», απολογήθηκε ο έμπορος, δείχνοντας με το χέρι την κλίση που είχαν ακόμα οι μπάρες. «Σκέφτηκα πως θα πρόφταινα».
«Ε, λοιπόν, όχι. Τι να σας κάνω;», του απάντησε ο Νοθέδο με σαρκασμό τη στιγμή ακριβώς που οι μπάρες κατέβαιναν τελείως.
Ο έμπορος, μην μπορώντας να κάνει και αλλιώς, έσβησε τη μηχανή και άναψε τσιγάρο για να περάσει η ώρα. Αν αργούσε όσο και όταν πήγαινε, τα τέσσερα με πέντε λεπτά τα είχε στο νερό· κυρίως τώρα που ο φύλακας είχε πάρει ανάποδες. Ο έμπορος ήξερε από την πείρα του πως όταν θύμωνε ο φύλακας οι αναμονές στη διάβαση διαρκούσαν περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.
Τελικά ήταν περισσότερα: κάπου δέκα λεπτά. Ο περιοδεύων έμπορος Ν. Γκαρθία («Το λουλούδι του Όρμπιγο». Ζύμη για φύλλο και γλυκά) δεν κάθισε να τα μετρήσει, αλλά είχε χρόνο να καπνίσει το τσιγάρο του και να ανάψει σχεδόν το επόμενο. Και όλα αυτά για το τίποτα. Όπως ακριβώς και το πρωί, δεν πέρασε καμιά μηχανή ούτε τίποτα παρόμοιο. Μόνο ένας σκύλος που περπατούσε πάνω στις ράγες αγνοώντας τόσο τον υποτιθέμενο κίνδυνο που διέτρεχε όσο και τις μπάρες.
Οι μπάρες έμειναν κατεβασμένες, παρά το κλείσιμο της γραμμής, για πολλούς μήνες. Κάθε δύο με τρεις εβδομάδες ο έμπορος Ν. Γκαρθία περνούσε από εκεί και τις έβρισκε πάντα κλειστές, λες και είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν περισσότερα τρένα από τότε που είχαν καταργήσει τη γραμμή. Ο έμπορος περίμενε υπομονετικά να τις ξανασηκώσει ο Νοθέδο, δίχως βέβαια στο μεταξύ να έχει περάσει τίποτα (τους τελευταίους τρεις ή τέσσερις μήνες, στη διάρκεια των οποίων είχε περάσει από εκεί πάνω από δέκα φορές, ο έμπορος δεν είδε να εμφανίζεται ούτε ένα τρένο), μέχρι που, απηυδισμένος από αυτή την κατάσταση, και αφού είχε προηγουμένως ενημερώσει τη χωροφυλακή του χωριού (που, βεβαίως, δεν του έδωσε καμία σημασία: θα εκτελούσε εντολές της υπηρεσίας του τού είπαν), πήγε να καταγγείλει τα γεγονότα κατευθείαν στο διευθυντή των σιδηροδρόμων.
Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων τον άκουσε προσεκτικά, αλλά ούτε και αυτός του έδωσε σημασία. Γνώριζε εδώ και χρόνια τον Νοθέδο (ήταν συνάδελφοι με τον πατέρα του) και παρόλο που ήξερε το δύσκολο χαρακτήρα του, που ήδη του είχε δημιουργήσει κάποια προβλήματα στην εταιρεία, όλα τους όμως ελάσσονος σημασίας (το πιο σοβαρό του κόστισε το μισθό δύο ημερών, εξαιτίας ενός καυγά με κάποιον επιθεωρητή), τον θεωρούσε σοβαρό και υποδειγματικό υπάλληλο: σε είκοσι χρόνια υπηρεσίας, παραδείγματος χάρη, δεν είχε λείψει ούτε μια μέρα από τη δουλειά του.
Ο διευθυντής σημείωσε την καταγγελία και την άφησε πάνω στο γραφείο, αποφασισμένος να την ξεχάσει μόλις θα έφευγε ο έμπορος. Θεώρησε ότι ο τύπος δεν ήταν και τόσο στα καλά του. Πώς ήταν δυνατόν ο Νοθέδο να διακόπτει την κυκλοφορία τη στιγμή που ο ίδιος είχε απολυθεί και η γραμμή ήταν κλειστή; Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές ο κόσμος τρώγεται με τα ρούχα του.
Οι διαμαρτυρίες, όμως, ενάντια στον Νοθέδο άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Μετά την πρώτη καταγγελία του έμπορου, που ο διευθυντής την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων (όπως ακριβώς έκανε και με τις επόμενες), κατέφθασαν και άλλες από κατοίκους της περιοχής και από περιστασιακούς ταξιδιώτες, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα σημείωναν ότι ο Νοθέδο τους κορόιδευε κιόλας την ώρα που εκείνοι περίμεναν να ανεβάσει τις μπάρες. Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων τις άφηνε να μαζεύονται σε ένα ντοσιέ μέχρι που αυτό γέμισε και τότε, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, έστειλε έναν επιθεωρητή για να δει τι τρέχει. Ο κόσμος ψάχνει αφορμές για να διαμαρτύρεται, αλλά δεν ήταν και πολύ φυσιολογικό να διαμαρτύρονται όλοι για τον ίδιο άνθρωπο.
Ο επιθεωρητής βρήκε τον Νοθέδο να κοιμάται. Ο Νοθέδο τον άκουσε να έρχεται (είχε μισάνοιχτη την πόρτα), αλλά δεν σηκώθηκε να τον υποδεχτεί, ούτε τον χαιρέτησε όπως έκανε συνήθως. Αντιθέτως: παρέμεινε ξαπλωμένος, σαν να μην είχε δει κανέναν και πολύ περισσότερο έναν προϊστάμενό του.
Ο επιθεωρητής, που όλοι τον φώναζαν Μόργκαν εξαιτίας της φήμης σκληρού που είχε και του τρόπου που περπατούσε, τρόπος που του έδινε έναν αέρα ιδιωτικού αστυνομικού, έκανε πως δεν πρόσεξε αυτή τη συμπεριφορά και χαιρέτησε από την πόρτα. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν πλέον ο προϊστάμενός του.
«Τι τρέχει; Κοιμόμαστε;»
«Όχι, ξεκουράζομαι», απάντησε απότομα ο Νοθέδο.
Ο επιθεωρητής Μόργκαν σάστισε (ποτέ κανείς δεν τον είχε υποδεχτεί με τέτοιο τρόπο) και παρέμεινε ακίνητος στην πόρτα. Δίστασε για λίγο πριν ξαναμιλήσει:
«Και έρχεστε εδώ να ξεκουραστείτε…»
«Μερικές φορές», του απάντησε ατάραχα ο Νοθέδο.
Ήταν ξαπλωμένος δίπλα στη σόμπα, όπου έκαιγε ένα κούτσουρο βελανιδιάς, ενώ πάνω της είχε βάλει να βράζει, όπως έκανε αρκετές φορές, ένα κλαδί ευκαλύπτου για να αρωματίσει το χώρο. Ο ατμός ήταν τόσο πολύς που είχε γεμίσει το σπιτάκι. Ο επιθεωρητής Μόργκαν μπήκε και πλησίασε να κοιτάξει.
«Τι είναι;», ρώτησε.
«Ευκάλυπτος», είπε ο Νοθέδο.
«Και γιατί τον βράζετε;»
«Για να κάνω κάτι», του απάντησε ο Νοθέδο.
Ήταν φανερό πως δεν είχε κέφι για συζήτηση. Συνέχισε να είναι ξαπλωμένος στην αιώρα, με το κεφάλι και τα πόδια να κρέμονται, λες και αυτός που μόλις είχε μπει ήταν ένας ζητιάνος και όχι ένας επιθεωρητής της εταιρείας. Ο Νοθέδο ήταν πάντα λίγο απόμακρος, αλλά ποτέ του δεν είχε φτάσει τόσο πολύ στα άκρα.
Ο επιθεωρητής Μόργκαν καθώς περνούσε η ώρα μπερδευόταν όλο και περισσότερο. Βρισκόταν σε ένα χώρο της εταιρείας, μπροστά σε έναν πρώην υπάλληλο –δεν ήταν καν υπάλληλος πλέον–, αλλά σχεδόν δεν τολμούσε να μιλήσει. Έμοιαζε σαν να είχαν αντιστραφεί ξαφνικά οι ρόλοι. Έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μπει στο θέμα:
«Ε, λοιπόν, δεν μπορείτε να κάθεστε πλέον εδώ».
«Ποιος το είπε αυτό;», ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι του ο Νοθέδο.
«Εγώ το λέω», του απάντησε με αυταρχικό ύφος ο Μόργκαν που ήταν αποφασισμένος πια να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα.
«Καλά λοιπόν, διώξτε με», είπε ο Νοθέδο δίχως να χάσει την ψυχραιμία του και, βεβαίως, δίχως να κάνει την παραμικρή κίνηση για να σηκωθεί από την αιώρα.
Τον πέταξαν έξω την επόμενη μέρα. Ο επιθεωρητής Μόργκαν έφυγε δίχως να του πει τίποτα, τόσο σαστισμένος και έκπληκτος ήταν (ποτέ κανείς δε του είχε φερθεί έτσι), αλλά την επόμενη μέρα έστειλε τον προϊστάμενο της περιοχής για να ζητήσει από τον Νοθέδο το κλειδί του φυλακίου. Ο Νοθέδο του παρέδωσε το κλειδί, αλλά αρνήθηκε να φύγει. Έβγαλε τα πράγματά του από το σπιτάκι (συμπεριλαμβανομένης και της σόμπας που ήταν δικιά του) και κατασκήνωσε δίπλα του. Όπως ήταν φανερό δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει έτσι εύκολα τη θέση του.
Το απέδειξε αμέσως όταν στο γραφείο του διευθυντή άρχισαν να καταφτάνουν πάλι καταγγελίες ανθρώπων που διαμαρτύρονταν γιατί ο Νοθέδο εξακολουθούσε να διακόπτει την κυκλοφορία. Αρκετές από αυτές ήταν του έμπορου Ν. Γκαρθία, που όπως φαινόταν συνέχιζε την αντιδικία του με τον πρώην φύλακα. Η απόφαση του διευθυντή αυτή τη φορά ήταν να στείλει μια ομάδα εργατών για να ξεμοντάρουν και να αφαιρέσουν τις μπάρες.
Αλλά ούτε και αυτό το μέτρο χρησίμευσε πολύ. Ο Νοθέδο, όταν τον έπαιρνες με το καλό, ήταν ένας άνθρωπος λογικός, θα μπορούσε να πει μάλιστα κάποιος πως, παρά το χαρακτήρα του, ήταν καλό παιδί, αλλά, έτσι και τον έπαιρνες με το κακό, ήταν ένα κέρατο βερνικωμένο, και αυτή τη φορά ήταν ξεκάθαρο πως τα πράγματα δεν είχαν πάρει καλή τροπή. Ο Νοθέδο, μην έχοντας πλέον μπάρες για να σταματάει την κίνηση, άρχισε να χρησιμοποιεί το σημαιάκι του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανε την ίδια δουλειά (ήταν ένα σύστημα σε ισχύ), με την ιδιαιτερότητα, μάλιστα, ότι τα τρένα άρχισαν να αυξάνονται, αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα που διακοπτόταν πια η κυκλοφορία, ενώ οι αναμονές έφτασαν να διαρκούν σε κάποιες περιπτώσεις αρκετές ώρες. Ο διευθυντής έκπληκτος αποφάσισε να πάει να τον συναντήσει ο ίδιος. Του ήταν αδύνατον να πιστέψει αυτά που του έλεγαν οι υφιστάμενοί του.
Έφτασε στην ισόπεδη διάβαση νωρίς το απόγευμα. Τον συνόδευαν ο επιθεωρητής Μόργκαν και οι προϊστάμενοι τόσο της γραμμής όσο και όλης της περιοχής. Ήταν η ώρα της μικτής αμαξοστοιχίας (όταν υπήρχε ακόμα) και ο Νοθέδο βρισκόταν στη θέση του. Μόλις τους είδε να στρίβουν, τους έκανε σήμα με το σημαιάκι του να σταματήσουν.
Ο διευθυντής και οι συνοδοί του σταμάτησαν.
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε από το παραθυράκι του αυτοκινήτου ο διευθυντής.
«Τίποτα. Δεν είναι δυνατόν να περάσετε», τους απάντησε ξερά ο Νοθέδο.
Ο διευθυντής και οι συνοδοί του αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο Νοθέδο γνώριζε πολύ καλά ποιοι ήταν, αλλά ήταν φανερό πως δεν του καιγότανε καρφάκι. Μάλιστα είχε το θράσος να τους πει να σβήσουν τη μηχανή γιατί το τρένο θα αργούσε να περάσει.
«Πόσο δηλαδή;», τον ρώτησε ο διευθυντής, κάνοντας ότι δεν ήξερε πως πια δεν υπήρχαν τρένα.
«Εξαρτάται», είπε ο Νοθέδο.
Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων τα είχε χαμένα. Κοίταξε τους συνοδούς του που παρακολουθούσαν σιωπηλοί τη σκηνή και ξαναπρόβαλε από το παράθυρο του αυτοκινήτου για να πει στον Νοθέδο:
«Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;»
«Ναι», είπε ο Νοθέδο.
«Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν, τι;», ρώτησε ο Νοθέδο
Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων δίστασε για λίγο πριν πει:
«Εμποδίζετε την κυκλοφορία».
«Και εσείς με εμποδίζετε να κάνω τη δουλειά μου», του απάντησε ατάραχος ο Νοθέδο. Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Όπως είχε συμβεί και με τον επιθεωρητή Μόργκαν, βρισκόταν σε χώρο της εταιρείας του (εκτός λειτουργίας, μάλιστα), μπροστά σε έναν υπάλληλο που δεν ήταν καν εν ενεργεία (είχε απολυθεί από την εταιρεία) και, παρ’ όλα αυτά, έμοιαζε ο Νοθέδο να είναι ο ιδιοκτήτης της γραμμής και εκείνος ένας απλός περαστικός που τον διέκοπτε από την εργασία του. Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων ένοιωσε την ανάγκη να τον πλακώσει στο ξύλο.
Παρ’ όλα αυτά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να δείξει το κύρος του, κυρίως μπροστά στους συνοδούς του, αλλά δίχως να φτάσει σε τέτοιες ακρότητες. Έσβησε τη μηχανή, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς τον Νοθέδο.
«Εσείς δεν εργάζεστε πλέον εδώ», του εξήγησε ήρεμα ανάβοντας ταυτόχρονα τσιγάρο, «και επιπλέον ξέρετε πολύ καλά πως δεν κυκλοφορούν πια τρένα».
«Αν το λέτε εσείς…», του είπε ο Νοθέδο.
«Το λέω εγώ που είμαι ο διευθυντής», είπε με έμφαση εκείνος, «και εσείς το γνωρίζετε πολύ καλά».
«Ε, λοιπόν, για διευθυντής δεν κατέχετε και τόσο καλά το θέμα», του απάντησε ο Νοθέδο χαμογελώντας.
Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων αισθάνθηκε μια απερίγραπτη οργή να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Έλιωσε το τσιγάρο και το πέταξε μακριά. Του είχαν σπάσει πια τελείως τα νεύρα.
Ευτυχώς τον συγκράτησαν. Οι τρεις τους, ο επιθεωρητής Μόργκαν και οι προϊστάμενοι της γραμμής και της περιοχής, κατέβηκαν γρήγορα από το αυτοκίνητο, συγκράτησαν το διευθυντή και τον έβαλαν στο αμάξι πριν προλάβει να ορμήξει στον Νοθέδο. Ο διευθυντής φώναζε να τον αφήσουν να τον σκοτώσει. Ο Νοθέδο, αντίθετα, εξακολουθούσε να χαμογελάει. Έμοιαζε να τον διασκεδάζει το όλο σκηνικό.
Αρκετές μέρες μετά από αυτό το συμβάν ο Νοθέδο έλαβε μία κλήση για να παρουσιαστεί στο σταθμό χωροφυλακής του χωριού. Ο λόγος ήταν η μήνυση που είχε υποβάλει εναντίον του ο διευθυντής των σιδηροδρόμων για καταναγκασμό και παράνομη χρήση της στολής της εταιρείας. Ο Νοθέδο εκμεταλλεύτηκε την περίσταση για να μηνύσει με τη σειρά του τον διευθυντή για απόπειρα βιαιοπραγίας και για μη συμμόρφωση στις οδηγίες υπαλλήλου σε ώρα υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον Νοθέδο, ο διευθυντής και οι συνοδοί του έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή άλλων ανθρώπων αγνοώντας τη σημαία του και παραβιάζοντας την ισόπεδη διάβαση.
Ο διοικητής του τμήματος, παλιός φίλος του πατέρα του, προσπάθησε να τον πείσει να αλλάξει συμπεριφορά, όχι μόνο σχετικά με τη μήνυσή του ενάντια στο διευθυντή, για την οποία, σύμφωνα με το διοικητή, δεν είχε καν μάρτυρες (οι συνοδοί του διευθυντή δεν θα κατέθεταν εναντίον του), αλλά επίσης, και το κυριότερο, σχετικά με τη συνήθειά του να εξακολουθεί να διακόπτει την κυκλοφορία παρόλο που εδώ και αρκετούς μήνες δεν περνούσαν πια τρένα.
«Αν εξακολουθήσεις να το κάνεις θα πρέπει να σε συλλάβω», τον απείλησε ο διοικητής, δίχως να κρύψει τη στεναχώρια του, αφού, όπως και αρκετοί συγχωριανοί τους άλλωστε, πίστευε και αυτός πως ο Νοθέδο είχε χάσει τα λογικά του τη μέρα που τον έδιωξαν από την εταιρεία.
Δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει την απειλή του. Όταν ο Νοθέδο βγήκε από το τμήμα, αντί να πάει στην ισόπεδη διάβαση κατευθύνθηκε στο σταθμό που ήταν και αυτός κλειστός, αλλά όπου παρέμεναν ακόμη σταθμευμένες, στο βάθος ενός υπόστεγου, δύο ή τρεις παλιές μηχανές και αφού κατάφερε να βάλει μπροστά μία από αυτές, ξεχύθηκε σαν σίφουνας στις γραμμές.
Στο ύψος της ισόπεδης διάβασης, ο Νοθέδο πήγαινε πλέον με 120 χιλιόμετρα την ώρα. Καμιά μηχανή δεν είχε καταφέρει ποτέ πριν να πιάσει αυτή την ταχύτητα στη συγκεκριμένη γραμμή. Ο έμπορος Ν. Γκαρθία, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή έτυχε να περνάει από εκεί, παραξενεμένος μάλιστα που δεν είδε το φύλακα, σώθηκε για δέκατα του δευτερολέπτου, αν και από το σοκ έχασε τη λαλιά του για αρκετό καιρό. Ο Νοθέδο συνέχισε το ταξίδι του, με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, ώσπου η μηχανή εκτροχιάστηκε και έπεσε από μία γέφυρα. Όταν τον ανέσυραν μέσα από τα σίδερα, εξακολουθούσε ακόμα να διακόπτει την κίνηση με τη σημαία του.


>.<>.<

ΧΟΥΛΙΟ ΓΙΑΜΑΘΑΡΕΣ


Στη μέση του πουθενά

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 14/12/2007


ΜΤΦΡ.: ΝΑΝΤΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΙΑ, ΔΩΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΘΕΩΝΗ ΚΑΜΠΡΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ «ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ»


Η προκείμενη συλλογή διηγημάτων φέρει την υπογραφή ενός δραστήριου Ισπανού συγγραφέα, ο οποίος έχει ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη. Τον Χούλιο Γιαμαθάρες (1955), μπορούμε να τον θυμόμαστε από το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, μεταφρασμένο στα ελληνικά, μεταξύ άλλων, ποιητικό μυθιστόρημά του «Η κίτρινη βροχή». Εάν εκεί η ερημία του απομονωμένου χωριού και τα φαντάσματα του παρελθόντος σκηνογραφούσαν έναν κόσμο βυθισμένο στο τίποτα, και εδώ μέσα από τις σύντομες ιστορίες της συλλογής προτείνεται, επίσης, ένα τοπίο απογυμνωμένο, παρά το χιούμορ της γραφής και τη φαινομενική κινητικότητα των ηρώων που το ενοικούν. Άπαντα τα πρόσωπα θα έλεγε κανείς ότι «διακοσμούν» χώρους εν κενώ, οι οποίοι εντούτοις είναι στοιχεία σύνθεσης ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων. Ο Γιαμαθάρες σκόπιμα επιλέγει ρεαλιστικό πλαίσιο και αναφορές σε αληθινά πολιτικά γεγονότα, που αιμοδοτούν τους χαρακτήρες. Πλην, όμως, η σκηνοθεσία του μας αναγκάζει να τους αποσπάσουμε μέσα από αυτό το «ντοκιμαντέρ» και να τους αποδώσουμε εκεί όπου πραγματικά ανήκουν: στη μέση του πουθενά, δηλαδή. Κατά τ' άλλα στο παρόν βιβλίο δεν υπάρχει η σκοτεινότητα προηγούμενων στιγμών του Χ.Γ. Την ηθολογία του διατρέχουν ειρωνεία και σαρκασμός, κυριαρχεί η αίσθηση του ...βάθους μιας επιφάνειας εντελώς γελοίας και παράλογης, οπωσδήποτε επικίνδυνης. Οι ήρωες, που συγκλίνουν μέσα από μια ευρεία τυπολογία (αποτέλεσμα της συγκέντρωσης των διηγημάτων από διάφορες άλλες δημοσιεύσεις;), απαρτίζουν έναν σχεδόν παράδοξο χορό εκτός των ορίων της κανονικότητας: την ίδια στιγμή που είναι αναγνωρίσιμοι και, σε γενικές γραμμές, συγγενικοί μας. Το στοίχημα αυτό -κεντρικό, νομίζω, για τον Γιαμαθάρες- κερδίζεται.






[1] Το παρόν διήγημα, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εκδόθηκε για πρώτη φορά στο συλλογικό τόμο διηγημάτων Σιδηροδρομικώς. Μπουένος Άιρες-Μαδρίτη με τρένο, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2004, και, το 2007, στη συλλογή διηγημάτων του Χούλιο Γιαμαθάρες, Στη μέση του πουθενά, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
[2] Όρμπιγο: Ποταμός στην επαρχία της Λεόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου