Είναι, εν μέρει, παράδοξο ένας νέος
ποιητής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ονούφριου Ντοβλέτη, να «καταφεύγει»
για την παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής [Ένας νέος δίχως νέα, Εκδόσεις
Παρουσία, 2018] σε άνθρωπο που δεν έχει γράψει ούτε ένα ποίημα στη ζωή του.
Βέβαια, για να δικαιολογήσω την παρουσία μου εδώ και να (αυτο)παρηγορηθώ [οι
ποιητές δεν έχουν ανάγκη από τέτοιες παρηγόριες, έχουν το ένστικτό τους να τους
καθοδηγεί], δηλώνω υπεύθυνα ότι έχω μεταφράσει πολύ ισπανόφωνη ποίηση και όπως
είχε γράψει ο αείμνηστος φίλος και «δάσκαλος», Άρης Μπερλής σε ένα κείμενό του
με τον εύγλωττο τίτλο «Γιατί δεν γράφω ποίηση» (Athens Review of Books, τεύχος
64, Ιούλιος-Αύγουστος 2015): «[Δεν γράφω ποίηση] Γιατί προτιμώ να μεταφράζω παρά
να γράφω ‘‘πρωτότυπα’’ κείμενα. Γιατί πρωτότυπο χωρίς αντίγραφο ή μετάφραση δεν
υπάρχει».
Θα
μπορούσαμε να πούμε/βρούμε/επικαλεστούμε δεκάδες λόγους για τους οποίους δεν
γράφουμε ποίηση κάποιοι από εμάς που επιμένουμε να διαβάζουμε και να μεταφράζουμε
ποίηση, αλλά εδώ βρίσκομαι για να μιλήσω, ως αναγνώστης, για έναν δημιουργό που
γράφει ποίηση και εκδίδει το πρώτο του βιβλίο: Ένας νέος δίχως νέα. Βέβαια, οι ποιητές αντιμετωπίζουν, ενίοτε
δικαιολογημένα, με καχυποψία τις κριτικές αναγνώσεις. Πριν λίγα χρόνια, ένας
άλλος θεσσαλονικιός ποιητής, ο Γιώργος Αλισάνογλου, δήλωνε: «Τελευταία διακρίνω μια μανία κριτικογραφίας. Δεν είναι απαραίτητα η αγωνία της δημιουργίας μιας
ουσιαστικής κριτικής ανάγνωσης – επισκόπησης των σύγχρονων τάσεων στην
λογοτεχνία, αλλά η μανία κάποιων, να επιβάλλουν την άποψή τους στους άλλους. Εν
τω μεταξύ, ο έρωτας, τους περιγελά από απόσταση», (www.literature.gr, 12 Νοεμβρίου 2014).
Ξεκαθαρίζω,
λοιπόν, ότι δεν βρίσκομαι εδώ για να επιβάλω την άποψή μου και δηλώνω ενήμερος
του γεγονότος ότι ο έρωτας πάντα θα μας περιγελά από σχετική,
μεγάλη/μικρή/ελάχιστη, αδιάφορο, απόσταση. Και αν τυχόν δεν το γνώριζα, ο
Ονούφριος θα φρόντιζε να μου το (υπεν)θυμίσει σε κάθε σχεδόν ποίημά του: «Μιλούν κάποιες φορές / τα βράδια οι σωλήνες.
/ Του ανέμου μαρτυρούν / τα μυστικά μου. // Και του μιλούν για ’σένα και για
’μένα. / Και του μιλούν για ’μάς».
Ο
Ονούφριος είναι ένας Νέος (τουλάχιστον σε σύγκριση με μένα) που δηλώνει ότι δεν
έχει νέα. Ανησυχητικό αυτό. Κάποτε, τη δεκαετία του ’50, στην Ισπανία, ένας νεαρός
τότε μυθιστοριογράφος, ο Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο, έγραψε ένα, κλασικό πλέον,
αφήγημα-ποταμό 300 σελίδων, εν μέσω του φρανκικού ζόφου, για να καταγγείλει την
έλλειψη προοπτικής, ελπίδας, προσδοκιών για τους νέους εκείνης της εποχής. Στο Εl Jarama,
έτσι λέγεται το εν λόγω μυθιστόρημα, πρωταγωνιστεί μια μεγάλη παρέα νεαρών
κοριτσιών και αγοριών της εποχής που μιλούν ακατάπαυστα για το τότε «σήμερα»,
αλλά δεν τολμούν να κάνουν όνειρα, δεν σηκώνουν το βλέμμα προς το μέλλον.
Έτσι
προσλαμβάνω τον ποιητή τού Ένας νέος
δίχως νέα, εγκλωβισμένο: «Μένω μόνος
/ Κλεισμένος μέσ’ στη χώρα μου για μέρες», ηττημένο, ίσως, «αν κάθε μου παρτίδα τη / νικούσα, / τότε
γιατί έβγαινα ρε συ, / πάντοτε / –παντοτινά– / χαμένος;», που δεν έχει
απεμπολήσει, όμως, σε καμία περίπτωση, την ελπίδα του έρωτα: «Άσπαρτο ακόμα το σεντόνι. / Περιμένει. /
Εσένα. Να καρπίσει. / Να ζήσει», ακόμα και όταν ομολογεί: «Έδυσε ο ήλιος, / έδυσες κι εσύ. / Πήρες μαζί
σου ένα κομμάτι ιστορίας μου / και ξάφνου έγινα κι εγώ λίγο πιο λίγος».
Το
Ένας νέος δίχως νέα είναι ένα βιβλίο
γοητευτικό, και ως αντικείμενο (χάρη και στη συμβολή του Δημήτρη Κρέτση) και ως
περιεχόμενο. Ο ποιητής, αν και πρωτοεμφανιζόμενος, δείχνει εμφανώς, όπως
μαρτυράει και το βιογραφικό του, ότι έχει πάθος με τη γλώσσα: την πλάθει, τη στραμπουλάει
(«έγραψα κι ένα ποί’μα»), παίζει μαζί
της και, πάνω απ’ όλα, τη σέβεται. Έντονα (αυτό)ειρωνικός («Έξω έχει -2. / Και στο δωμάτιό μου 1. / Έναν. / Μονάχα εμένα), δεν διστάζει
να γίνει απόμακρος, κακός, αιχμηρός («Να
λείπουν τα λυκοφιλιά»), αυτά είναι τα όπλα του για να τα βγάλει πέρα με τα
δαιμόνιά του, σε ένα βιβλίο που μιλάει περί μοναξιάς και σεξ, ομορφιάς και
ασχήμιας, πατρίδας (μικρής και μεγάλης) και προγόνων, αλλά κυρίως περί εκπληρωμένων
και, συνήθως, ανεκπλήρωτων ερώτων, περί desamor, αυτής της μαγικής και εν πολλοίς αμετάφραστης ισπανικής λέξης («πονάει»
πολύ έναν μεταφραστή λογοτεχνίας να παραδέχεται κάτι τέτοιο) που δηλώνει το
τέλος του έρωτα, την αδιαφορία / το ξεθύμασμα απέναντι στο αλλοτινό αντικείμενο
του πόθου: «Να ξέρεις πάντα / πως πρώτος
ξέχασες εσύ. // Και μην κοιτάς που ζήσαμε το τέλος / που αποφάσισες / παρέα. //
Εδώ / υπήρξε μόνο / μοναξιά».
«Απ’ τον καιρό του ρομαντισμού [όταν
απέκτησαν αναγνωρισιμότητα και κύρος, προσθέτω εγώ], δύο αιώνες τώρα, οι
ποιητές τρέχουν λαχανιασμένοι πίσω από μεγαλόστομες διακηρύξεις. Παλεύουν να
κάνουν πράξη φαντασμαγορικά οράματα. Κηδεμονεύονται από σέκτες και φράξιες και
γρουπούσκουλα ποιητικά, που το καθένα τους ένα μονάχα έχει σκοπό, να επιβάλλει
ως δόγμα το πιστεύω του», έγραψε
πρόσφατα (Book Press, 22 Σεπτεμβρίου
2018) ο Κώστας Κουτσουρέλης, αυτόκλητος αλλά και ενήμερος υπερασπιστής της
ποίησης και των ποιητών. Ε, λοιπόν, στο όνομα της πενιχρής, έτσι και αλλιώς,
αξιοπιστίας μου σε θέματα ποίησης, καταθέτω εδώ ότι η Ονούφριος Ντοβλέτης δεν
είναι σε καμία περίπτωση εκπρόσωπος ενός σύγχρονου ρεύματος Ελλήνων ποιητών,
είναι ποιητής αυτόφωτος, με δική του φωνή και ανάγκες που, ευτυχώς για εμάς,
αποφάσισε να δημοσιοποιήσει: «Έλα και
ρίξε μου ένα ποίημα κουβέρτα, / να μην κρυώνω πια». Τον ευχαριστούμε πολύ
γι’ αυτό!
Κείμενο που αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Ονούφριου Ντοβλέτη Ένας νέος δίχως νέα (Εκδόσεις Παρουσία, 2018) στο cafe BAZAAR της Θεσσαλονίκης στις 14/11/2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου