Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Δύο διηγήματα του Αντρές Νέουμαν (Andrés Neuman)


Η γυναίκα τίγρης


Μυρίστηκε ότι την πλησίαζα και γύρισε προς το μέρος μου. Προσπαθώ να την κάνω να πιστέψει πως δεν ενδιαφέρομαι για εκείνη, αλλά ποτέ δεν ήμουν καλός στο να υποκρίνομαι. Γλείφει τους καρπούς και τους πήχεις της. Με παρακολουθεί με καχυποψία. Ξαφνικά ανασηκώνεται, τινάζει τους ώμους και κάνει κύκλους γύρω μου. Θα ήθελα να εκμεταλλευτώ τις κινήσεις της για να τη φωτογραφίσω ή να γράψω μερικές γραμμές, οτιδήποτε θα με έκανε χρήσιμο σε αυτό το σκηνικό. Γρήγορα βαριέται να με πολιορκεί και με δυο βήματα πηγαίνει στην άκρη. Μου φεύγει από τη σελίδα. Είναι ανήσυχη.
            Δεν υπάρχει τίποτα πιο υπέροχο από τις βερυκοκί κηλίδες του λαιμού της, που τεντώνεται και ζαρώνει καθώς παρατηρεί γύρω της. Πάει καιρός που τη μελετώ και μέχρι στιγμής, το μόνο που κατάφερα να ανακαλύψω είναι ότι κοιμάται τα απογεύματα, χάνεται τις νύχτες και εμφανίζεται σε αυτό το μέρος μόνο το μεσημέρι, όταν ο ήλιος τονίζει τις ρίγες στη ράχη της και κάνει τις κόρες των ματιών της να ανάβουν σαν ελαφρόπετρες. Από τη μέρα που τη συνάντησα, αφηρημένη, να μπήγει με χάρη τα κοφτερά της δόντια στα χείλη, δεν έχω πάψει να φαντάζομαι το κυνήγι. Άραγε ποιος θα κυνηγούσε ποιον; Ασφαλώς το στόμα της υπόσχεται τον ίλιγγο, το αίμα, την ιεροτελεστία του γρήγορου θανάτου. Το δικό μου όπλο είναι αυτή η πένα· αρκετή, τουλάχιστον, για να υποκύψω με αξιοπρέπεια. Το τρέμουλο εκείνο στο θώρακα, στις ρίγες της κοιλιάς της καθώς ανασαίνει, μου στοιχειώνει το βλέμμα, μου γίνεται έμμονη ιδέα. Ο γλυκός βρυχηθμός της, όμοιος με τον ήχο μικρού καταρράκτη, με κυνηγάει στα όνειρά μου· μόλις, όμως, ξυπνάω, ονειρεύομαι πως γίνομαι εγώ ο κυνηγός του.
            Η διαίσθησή της είναι τόσο ισχυρή, που είναι αδύνατον να αιφνιδιαστεί σε μια σελίδα. Θα χρειαζόταν ένα μυθιστόρημα, ίσως και περισσότερα, ώστε να μπορέσω να κάνω όνειρα ότι θα ενδώσει, έστω για μια στιγμή, στη μέση κάποιας παραγράφου. Για να τα καταφέρω, όμως, θα έπρεπε να τη μελετώ για χρόνια. Στο κάτω-κάτω σκοπός είναι να ξεγελάσεις την τίγρη.
            Η πείνα, κάποιες φορές, την αναγκάζει να πλησιάζει με σαγηνευτική προσποίηση και να ξερογλείφεται. Αν δε μου έχει επιτεθεί ακόμα, είναι επειδή, προς το παρόν, την ευχαριστεί αυτό που γράφω, ή τουλάχιστον ικανοποιεί τη φιλαρέσκειά της. Προσωπικά, είμαι διατεθειμένος να θυσιαστώ· το να επιβιώνεις άλλωστε είναι τόσο αδιάφορο… Ξέρω καλά ότι την ενδιαφέρω ελάχιστα, ότι για εκείνη είμαι στην ουσία ένα περίεργο κομμάτι κρέας. Παρ’ όλα αυτά, ξέρω επίσης ότι αν περάσουν μια δυο μέρες χωρίς να ειδωθούμε, εκείνη αναζητά προφάσεις για να επιστρέψει και να τριγυρνάει στις σελίδες μου. Κάποιες φορές, μάλιστα, μου κάνει την τιμή και αποφασίζει να ακονίσει τα νύχια της μπροστά μου, τρίβοντάς τα με ιδιαίτερη νωχέλεια σε κάποιο δέντρο. Άλλες πάλι, έχω προσέξει πώς καθυστερεί να φύγει σχεδιάζοντας κύματα που σε υπνωτίζουν με την κηλιδωτή ουρά της. Και κάτι ακόμα. Είμαι βέβαιος πως τις νύχτες με διάφανο φεγγάρι το ασυγκίνητο αυτό θεριό νιώθει μόνο στη φωλιά του. Και πως, ορισμένες φορές, κάνει μια προσπάθεια και με θυμάται.


Η ευτυχία

 Λέγομαι Μάρκος. Πάντοτε ήθελα να είμαι ο Κριστόμπαλ.
            Και δεν εννοώ να ονομάζομαι Κριστόμπαλ. Ο Κριστόμπαλ είναι φίλος μου, θα έλεγα ο καλύτερος αν δεν ήταν κι ο μοναδικός.
            Η Γκαμπριέλα είναι η γυναίκα μου. Με αγαπά πολύ και κοιμάται με τον Κριστόμπαλ. Εκείνος είναι έξυπνος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και δεινός χορευτής. Κάνει και ιππασία. Κατέχει τη λατινική γραμματική. Μαγειρεύει για τις γυναίκες. Στη συνέχεια τις γεύεται. Θα έλεγα ότι η Γκαμπριέλα είναι το αγαπημένο του πιάτο.
            Κάποιος ανίδεος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η γυναίκα μου με απατά· καμία σχέση! Πάντοτε ήθελα να είμαι ο Κριστόμπαλ αλλά δεν κάθομαι και με σταυρωμένα τα χέρια. Προσπαθώ να μην είμαι ο Μάρκος. Κάνω μαθήματα χορού και ξαναδιαβάζω τα φοιτητικά μου βιβλία. Ξέρω καλά ότι η γυναίκα μου με λατρεύει. Και είναι τόση η λατρεία της, μα τόση, που η καημένη κοιμάται μαζί του… με τον άντρα που θα ήθελα να είμαι. Μέσα στα στιβαρά μπράτσα του Κριστόμπαλ, η Γκαμπριέλα μου με περιμένει ανυπόμονη με ανοιχτές αγκάλες.
            Εμένα η προσμονή της με γεμίζει ευχαρίστηση. Μακάρι η προσπάθειά μου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της και κάποια μέρα, σύντομα, να έρθει η δική μας στιγμή. Η στιγμή του απόλυτου έρωτα που εκείνη τόσο έχει προετοιμάσει, χρησιμοποιώντας τον Κριστόμπαλ, συνηθίζοντας το κορμί του, το χαρακτήρα του και τα γούστα του, για να είναι όσο το δυνατόν πιο άνετη κι ευτυχισμένη όταν θα γίνω σαν αυτόν και θα τον αφήσουμε μόνο.


Ο Αντρές Νέουμαν γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1977 αλλά από τη δεκαετία του ’80 ζει στη Γρανάδα της Ισπανίας. Έχει καταπιαστεί με όλα τα λογοτεχνικά είδη. Τελευταίο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα El viajero del siglo (2009). Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί η συλλογή χαϊκού Μαύρες σταγόνες (μτφ. Νάντια Γιαννούλια, Δώρα Δημητρίου, Θεώνη Κάμπρα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 159-160).

Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μετάφραση από τα Ισπανικά στα Ελληνικά» που διδάσκει ο επίκουρος καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΑΠΘ «Διερμηνεία και Μετάφραση», κατεύθυνση Μετάφρασης. Συμμετείχαν οι σπουδάστριες Χρύσα Γρηγοριάδου, Ρομίνα Κηπουρίδου, Χριστίνα Μυλωνά, Κατερίνα Παπανικολάου και Κατερίνα Τσακίρη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου