Βασίλης
Αλεξίου - Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Κ.
Π. Καβάφης - Luis
Cernuda:
μια ανάγνωση εκ παραλλήλου
Θα ξεκινήσουμε την
παρούσα πράξη ομιλίας με κάποιους στίχους του δεύτερου από τους ποιητές που
είναι το αντικείμενο αυτής της παράλληλης ανάγνωσης. Του Λουίς Θερνούδα. Είναι
από το ποίημα «Ισπανικό δίπτυχο» από την τελευταία του συλλογή Η απελπισία
τη χίμαιρας (1962):
Είναι μόνο μια φωνή
ανάμεσα στις άλλες.
Θα προσπαθήσουμε στη
συνέχεια να στοιχειοθετήσουμε πώς μία από αυτές τις διαφορετικές φωνές του
ποιητή Θερνούδα κουβαλάει, στην αρχή ανεπίγνωστα και στη συνέχεια συνειδητά,
απηχήσεις της ιδανικής και αγαπημένης καβαφικής ποιητικής «φωνής». Δηλώνουμε,
επίσης, εξαρχής τον ετεροβαρή χαρακτήρα στην πραγμάτευσή μας. Ετεροβαρή με την
έννοια ότι θα ασχοληθούμε πολύ περισσότερο με το δεύτερο σκέλος του ποιητικού
διδύμου του τίτλου. Και αυτό με δεδομένο ότι απευθυνόμαστε σε ένα κοινό που
γνωρίζει καλά και μελετάει εμβριθώς (όπως και εδώ) το έργο του Αλεξανδρινού ενώ
μάλλον λίγα πράγματα γνωρίζει για τον Ίβηρα ομότεχνό του. Στόχος μας δεν είναι
να αποδείξουμε υποχρεωτικά την επίδραση του προγενέστερου Καβάφη στον
μεταγενέστερο Θερνούδα, αλλά ακριβώς (όπως δηλώνει και ο τίτλος) να
προχωρήσουμε σε μια παράλληλη ανάγνωση που πιθανόν να αναδείξει αυτό που ο
Γκαίτε ονόμαζε εκλεκτικές συγγένειες. Αλλά
πριν περάσουμε σε αυτό ας πούμε δυο λόγια για τον Θερνούδα.
O Λουίς Θερνούδα, γεννιέται στη
Σεβίλλη το 1902. Στη λογοτεχνία εμφανίζεται επίσημα, ύστερα από κάποιες
δημοσιεύσεις ποιημάτων σε περιοδικά, με
την ποιητική συλλογή Perfil del aire [Κατατομή του ανέμου] το 1927. Είναι
μια χρονιά ορόσημο για τη νεότερη ισπανική λογοτεχνία, μιας και είναι η χρονιά
που έδωσε το όνομά της σε μια «γενιά» που σημάδεψε καθοριστικά την πορεία της,
και που την αποτελούσαν πέρα από τον Θερνούδα, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο
Ραφαέλ Αλμπέρτι, ο Πέδρο Σαλίνας, ο Βιθέντε Αλεϊξάντρε, ο Χόρχε Γκιγιέν, ο
Μανουέλ Αλτολαγκίρε κ.ά.
Η ζωή και το έργο του Θερνούδα θα δεθεί στη συνέχεια άμεσα
με την «ισπανική περιπέτεια». Το 1933 θα συνδεθεί για λίγο με το Κομμουνιστικό
Κόμμα Ισπανίας δημοσιεύοντας ποιήματα στο περιοδικό Octubre (Οκτώβρης) που
διευθύνονταν από τον Ραφαέλ Αλμπέρτι, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελέσει ενεργό μέλος
των Misiones Pedagógicas [Παιδαγωγικές αποστολές], που μαζί με το περιπλανώμενο θέατρο, τη διάσημη Barraca, του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, θα
προσπαθήσουν να φέρουν πολιτισμό και επικοινωνία μέχρι τα πιο απομακρυσμένα
χωριά της ισπανικής επικρατείας. Θα συμμετάσχει στον ισπανικό εμφύλιο, φυσικά
στην πλευρά των Δημοκρατικών, και θα πάρει επίσης μέρος στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας (Βαλένθια, 1937) παίζοντας
μάλιστα στην παράσταση του θεατρικού έργου του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Mariana Pineda, που θα παρουσιαστεί στο
πλαίσιο του Συνεδρίου. Προς το τέλος του Εμφυλίου θα πάρει, όπως τόσοι άλλοι Ισπανοί
αντιφασίστες, το δρόμο της εξορίας. Στην αρχή (1938-1947) στην Αγγλία, στη
συνέχεια (1947-1952) στις Η.Π.Α. για να καταλήξει τέλος στο Μεξικό όπου και θα
πεθάνει το 1962, χωρίς ποτέ να επιστρέψει στην φρανκοκρατούμενη Ισπανία.
Η
ποίησή του στην ιδιαίτερα στην περίοδο μέχρι το 1940 αρδεύεται από την ισπανική
λογοτεχνική παράδοση και κυρίως από το έργο του επιφανέστερου ρομαντικού ποιητή
της, του Gustavo Adolfo Bécquer. Η ρομαντική επίδραση θα ενδυναμωθεί στη
συνέχεια μέσα από την ανάγνωση του Χαίλντερλιν και των Άγγλων ρομαντικών
ποιητών. Ο υπερρεαλισμός επίσης θα βοηθήσει τον Θερνούδα να συγκροτήσει την
ποιητική του και το κυριότερο να οικοδομήσει τη δική του φιλοσοφία της
δημιουργίας, στηριγμένη στην απόρριψη της αστικής υποκριτικής ηθικής, στην
άρνηση του συμβιβασμού με μια πραγματικότητα αλλοτριωτική και εχθρική προς την
αλήθεια της ποίησης και την ποίηση της αλήθειας. Η μαθητεία του στην
υπερρεαλιστική περιπέτεια, ανάμεσα σε άλλα, θα διαμορφώσει μια προσωπικότητα
«αντάρτη διανοούμενου», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα
θα τον βοηθήσει να συμφιλιωθεί με τον «αιρετικό», για όσους πιστεύουν ότι
υπάρχει κάποιος «ορθόδοξος», ερωτισμό
του.
Με την ποίηση του Καβάφη πρέπει να ήρθε σε επαφή στη 2η ποιητική του περίοδο, την περίοδο της
«μετοικεσίας» του στην Αγγλία μέσα από αγγλικές μεταφράσεις. Σε αυτή την
περίοδο ο Θερνούδα απομακρύνεται από τη ρομαντική βαρύτητα, και η ποίησή του
αποκτά εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον φέρουν, ανεπίγνωστα ή μη, κοντά στην
καβαφική ποιητική. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι, όπως παρατηρεί ο Derek Harris:
ο λακωνισμός και η χρήση αφηγηματικών τεχνικών, η αποστασιοποιημένη συνομιλία
με την ιστορία μέσα από τη χρήση ιστορικών, μυθικών μορφών, η χρήση της
καθημερινής ομιλίας, ένας λυρικός, διερευνητικός, αυτοαναφορικός στοχασμός πάνω στο ποιητικό είναι και
πράττειν. Ο ίδιος πάντως σε συνέντευξή
του το 1959 στο μαδριλένικο λογοτεχνικό περιοδικό Índice θα θεωρήσει τον Καβάφη ως μια από
τις ποιητικές κορυφές του καιρού του μαζί με τον Γέητς, τον Ρίλκε και τον
Έλιοτ. Εκεί επίσης θα πει: «από τον Καβάφη δεν ξέρω παρά μόνο
λίγα ποιήματα σε αγγλική μετάφραση· εκείνο όμως το ποίημα πάνω σε θέμα του
Πλουτάρχου, όπου ο Μάρκος Αντώνιος ακούει νύχτα τη μουσική που συνοδεύει τον
αόρατο θίασο των θεών που τον εγκαταλείπουν, μου φαίνεται σίγουρα από τα
ομορφότερα δημιουργήματα της ποίησης του καιρού μας». Αν δεν λαθεύουμε, αυτή θα
πρέπει να είναι η πρώτη δημόσια αναφορά στον Αλεξανδρινό που γίνεται στην
Ιβηρική. Έτσι και αλλιώς, η πρώτη μετάφραση ποιημάτων του θα γίνει στα
καταλανικά και θα κυκλοφορήσει το 1962 από τον ποιητή και διακεκριμένο
ελληνιστή (μεταφραστή μεταξύ άλλων και της Οδύσσειας και των πλουταρχικών
Παραλλήλων Βίων) Carles Riba. Η έκδοση περιείχε 66 ποιήματα, όσα είχε
προλάβει να μεταφράσει ο Riba, που πέθανε το 1959. Στα καστιλλιάνικα η πρώτη έκδοση 25 καβαφικών
ποιημάτων θα γίνει το 1964 από τον Χοσέ Άνχελ Βαλέντε και την Ελένα Βιδάλ. Και είναι ακριβώς αυτή η
μετάφραση η αφορμή κατά πρώτον για μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της
καβαφικής ποιητικής και κατά δεύτερον της σύνδεσής της με την ποίηση του
Θερνούδα. Την υπογράφει, με τον τίτλο «Ο Καβάφης ανάμεσά μας», την ίδια
χρονιά, ο σημαντικός Καταλανός ποιητής
και θεωρητικός της λογοτεχνίας Πέρα Ζιμφερέρ. Δίνουμε, από το άρθρο,
κατ’ αρχάς τον (καταληκτήριο) γενικό χαρακτηρισμό της ποίησης του Καβάφη:
Ένας ποιητής μπορεί να μας παραπέμπει στον ίδιο τον εαυτό του, σε εμάς τους
ίδιους ή σε μια υπέρτερη διάσταση. Ο Καβάφης συγκεντρώνει στην ποίησή του και
τις τρεις αυτές διαστάσεις. Σε αυτήν αναγνωρίζουμε το σύμπαν, εξωτερικό και
εσωτερικό, τον υλικό και πνευματικό κόσμο. Μπορεί να είναι κανείς μεγάλος
ποιητής μιλώντας μόνο στο συναίσθημα (Βιγιόν, Σέσαρ Βαγιέχο) ή μόνο στη λογική
(Τ. Σ. Έλιοτ, Ρίλκε, Χόρχε Γκιγιέν) ή μόνο στις αισθήσεις (Γκόνγκορα, Λωτρεαμόν).
Ο Καβάφης μάς μιλάει στο συναίσθημα, στη λογική και στις αισθήσεις. Από εκεί
πηγάζει η εξαιρετική αρμονία του λυρικού του μηχανισμού. Μια ποίηση ολική,
πυκνή και έντονη.
Και διαβάζουμε στη συνέχεια τη σύνδεση που ο Ζιμφερέρ κάνει ανάμεσα σε Καβάφη-Θερνούδα:
Ο
Καβάφης είναι ένας ηθικιστής. Σε αυτό και στο ότι χρησιμοποιεί κυρίως ιστορικές
εμπειρίες πάνω στις οποίες στρέφει τον στοχασμό του ο Καβάφης ζευγαρώνει με τον
δικό μας Θερνούδα. Ο Θερνούδα μαθήτευσε στις τεχνικές της αγγλικής ποίησης που
ήδη την γνώριζε –δες, π.χ., το Andrea del Sarto του Browning και το Byzantium του Yeats, που ο Θερνούδα μετέφρασε– πριν
γνωρίσει τον Καβάφη. Οι συνάφειες μεταξύ Θερνούδα και Καβάφη υπερβαίνουν κατά
πολύ το παραπάνω. Η ηθική στάση είναι η
ίδια και στους δύο: αξιοπρέπεια, σεβασμός [piedad], θεσιληψία [postulación] και νοσταλγία για την στοιχειώδη και
χοϊκή καθαρότητα της κλασικής εποχής, όπου βλασταίνει το σκοτεινό [sombria] γαλάζιο άνθος της ερωτικής
επένδυσης [inversión]. Αλλά τόσο ο Θερνούδα όσο και ο Καβάφης
αφήνουν σε κάποια ζώνη του κιαροσκούρου το προσωπικό βίωμά τους για να σταθούν
στην κριτική ανατομή [disección] του καταπιστεύματος [apólogo]
που το παρελθόν μάς κληροδοτεί. Η ιστορία και η ποίηση δασκάλες της ζωής.
Εξαντικειμενικεύεται και απομυθοποιείται ένα απομεινάρι της μεγάλης ζωφόρου του
χρόνου, έτσι που, εφαρμόζοντας ο ποιητής πάνω του αυτό που ξέρει και έχει
πάθει, μας διδάσκει να ζούμε καλύτερα ή, απλώς, να ζούμε, να ζούμε τη δική μας
πιο προσωπική και ελεύθερη ζωή. Στον Θερνούδα η εξορία και η μοναξιά δίνουν στα
ποιήματά του ένα τρέμουλο απελπισίας και παθητικότητας. Στον Καβάφη δεν υπάρχει
μεγαλύτερος πόνος από το να είμαστε οι άνθρωποι που είμαστε. Ο Θερνούδα
χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα εμπειρίες της λογοτεχνικής και μουσικής ιστορίας,
αφού σε αυτές τις δύο τέχνες αισθανόταν
πλήρης [cumplido].
Ο Καβάφης περιορίζεται [se
ciñe]
στην ελληνική ιστορία που κουβαλούσε μέσα του.
Από
τότε συχνά το όνομα του Καβάφη θα εμφανίζεται στην ισπανική κριτική δίπλα σε
αυτό του Θερνούδα τονίζοντας κατ’ αρχάς την έντονη επίδρασή τους στους Ισπανούς
ποιητές (ιδιαίτερα μετά το 1980), μέσα από την υπογράμμιση κάποιων κοινών
χαρακτηριστικών τους, όπως μια ηθική ομοιοστασία, η εξιδανίκευση της μνήμης, η
ίδια σύλληψη της ομορφιάς, η επιθυμία και ο ηδονισμός, η ποιητικοποίηση ενός
«αιρετικού» ερωτισμού, η ιδιόμορφη σχέση (και ποιητική συνομιλία) με την
ιστορία και τον χρόνο, η κοινή φιλοσοφία του ποιητικού πράττειν κ. ά. Δίνουμε
στη συνέχεια ένα απόσπασμα από ένα άρθρο του Vicente Fernández González που
πατώντας σε προηγούμενες κριτικές μιλάει για τις κύριες τάσεις στην ισπανική
ποίηση μετά το 1980 και την καθοριστική επίδραση της καβαφικής και θερνουδικής
ποιητικής. Ανάμεσα, λοιπόν σε άλλες τάσεις διακρίνει:
Μια ποίηση του
αισθητισμού˙ ποίηση εμποτισμένη από αισθησιασμό, με κύρια θέματα τη νεότητα, το
σώμα, το θέρος, τον Νότο, τη θάλασσα (τη Μεσόγειο, κατά προτίμηση), τη νύχτα
(ως χώρο περιπέτειας, ηδονής και ερωτισμού), και συχνά, πολύ συχνά, την
ομοφυλοφιλία. Ανάμεσα στους δασκάλους που οι ίδιοι οι ποιητές ανακαλούν, ο
Cernuda και ο Καβάφης.
[Μια ποίηση της
εμπειρίας]: Ο ποιητής της εμπειρίας «συλλογίζεται πάνω στη ζωή του» με την
αποστασιοποίηση που του επιτρέπουν μέθοδοι όπως η ειρωνεία, η αντικατάσταση του
πρώτου προσώπου από το δεύτερο ή το τρίτο, ή «η αναπόληση ενός προσώπου ή μιας
περίστασης απομακρυσμένων από τον ποιητή στον χώρο ή στον χρόνο, με μια σχέση
ομοιότητας μεταξύ αναπολουμένου και αναπολούντος την οποία οι αναγνώστες πρέπει
να εντοπίσουν και να ερμηνεύσουν· τέτοια είναι η περίπτωση του «ιστορικού
ποιήματος», του οποίου τα δημοφιλέστερα μοντέλα βρίσκουμε στον Cernuda και στον
Καβάφη.
Αλλά για να γυρίσουμε
στον ίδιο τον Θερνούδα. Στο πλησίασμα ή στην παραλληλία με τον Αλεξανδρινό δεν
θα οδηγηθεί μονάχα από τη ποιητικοποίηση του σώματος («ποιήματα για ένα σώμα»,
τιτλοδοτεί μια σειρά 16 ποιημάτων του στο Con las horas contadas – 1956) και των
«απαγορευμένων ηδονών» (los placeres prohibidos, είναι ο τίτλος μιας ποιητικής συλλογής του Θερνούδα – 1931), αλλά κυρίως
κάποιες παράλληλες με αυτές του Καβάφη γνώσεις και αναγνώσεις. Πρώτα απ’ όλα ένας
μεγάλος θαυμασμός για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο που θα ενδυναμωθεί ιδιαίτερα
από την ανάγνωση και μετάφραση της ποίησης του Χαίλντερλιν. Ο ίδιος θα εκφράσει
αυτό τον θαυμασμό γι’ αυτόν ενώ πλείστα θέματα σχετιζόμενα με αυτόν τον κόσμο
θα περάσουν στην ποίησή του:
Εκείνος ο μακρινός
κόσμος της Ελλάδας, ταυτόχρονα τόσο κοντινός σε εμάς, με αιχμαλώτισε όχι λίγες
φορές στη ζωή μου, νιώθοντας τη νοσταλγία που άλλοι ποιητές, καλύτερα
πληροφορημένοι γι’ αυτό από όσο εγώ, εξέφρασαν στα έργα τους. Μου φαίνεται
αξιοθρήνητο ότι η Ελλάδα δεν άγγιξε ποτέ ούτε την καρδιά ούτε την σκέψη των Ισπανών, τους πιο
απόμακρους και αγνοούντες, στην Ευρώπη, τη «δόξα που ήταν η Ελλάδα». Μπορεί να
το δει κανείς στη ζωή μας, στην ιστορία μας, στη λογοτεχνία μας.
Στο
ίδιο κείμενο θα μιλήσει για την πρώτη ενθουσιαστική επαφή με την Παλατινή
Ανθολογία που η επίδρασή της στον Καβάφη έχει ήδη μελετηθεί
ποικιλοτρόπως:
Ανάμεσα
στα βιβλία που αγόρασα τότε [στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1936] ήταν και η Ελληνική
Ανθολογία, ελληνικό κείμενο και γαλλική μετάφραση στη σειρά Guillaume Budé.
Αναφέρω την απόκτησή του γιατί αυτά τα σύντομα ποιήματα στη θαυμάσια και
διαπεραστική ακρίβειά τους, ήταν πάντα για εμένα κίνητρο και παράδειγμα.
Αλλά, όπως είπαμε και
παραπάνω, είναι η επαφή του με την αγγλική ποίηση του 19ου (ιδιαίτερα του Μπράουνινγκ) και 20ού αιώνα (ιδιαίτερα του Έλιοτ) που
θα τον φέρει σε παράλληλους ατραπούς με την καβαφική ποίηση. Προς επίρρωση
καταθέτουμε δύο αποσπάσματα από το «Historial de un libro»:
Γρήγορα
ανακάλυψα στους Άγγλους ποιητές κάποια χαρακτηριστικά που με μάγεψαν: η
ποιητική συνέπεια μου φάνηκε πολύ πιο βαθιά αν η φωνή δεν ούρλιαζε ούτε
ξεφώνιζε ούτε απλωνόταν επαναλαμβανόμενη, αν ήταν λιγότερο ογκώδης και ηχηρή. Η
ακριβής έκφραση έδινε στο ποίημα συγκεκριμένο περίγραμμα, στο οποίο τίποτε δεν
έλειπε ούτε περίσσευε. Όπως σε εκείνα τα θαυμαστά επιγράμματα της ελληνικής ανθολογίας.
Και το επόμενο σε σχέση
με την προβολή στο παρελθόν της προσωπικής εμπειρίας, σκέψης και ματιάς του
ποιητή σε θρυλικές, μυθικές, ιστορικές φιγούρες:
Κάτι
επίσης που έμαθα από την αγγλική ποίηση, ειδικότερα από τον Μπράουνινγκ, ήταν
το να προεκτείνω τη δική μου συγκινησιακή εμπειρία πάνω σε μια δραματική ιστορική
ή μυθική κατάσταση (όπως στο «Lázaro», «Quetzalcoatl», «Silla del Rey», «El César») για να εξαντικειμενικευθεί καλύτερα,
τόσο δραματικά όσο και ποιητικά.
Αλλά καιρός να
περάσουμε στο ίδιο το σώμα του «εγκλήματος», δηλαδή της γραφής. Στη συνέχεια,
λοιπόν, θα παραθέσουμε με όσο το δυνατόν λιγότερο παρασιτικό σχολιασμό επ’
αυτών κάποια θραύσματα του ποιητικού λόγου του Θερνούδα που υπενθυμίζουν
αισθητώς ή ανεπαισθήτως την παραλληλία για την οποία μιλάμε. Παραλληλία που
φυσικά δεν σημάνει σύμπτωση αφού οι παράλληλες (τουλάχιστον στην ευκλείδεια
γεωμετρία) δεν τέμνονται αλλά κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Επιλέξαμε, για
να σεβαστούμε τον χρόνο, από ένα μεγάλο corpus ποιημάτων και
μεταφρασμάτων που συγκεντρώσαμε, 4 μόνο αποσπάσματα, αφήνοντας τη διεύρυνσή του
υλικού και τους αναγκαίους «μεντεσέδες» για την έντυπη μορφή:
Μερικά θεϊκά δάκρυα που
θα δώσουν ζωή στη σοδειά μου.
«La visita de Dios», Las nubes 1937-1940, σ. 274
«Amando en el tiempo», Como quien espera el alba, 1941-1944, σ. 325-326
«Epílogo (Poemas para un cuerpo)», Desolación de la quimera,
1956-1962, σ. 539-540)
Για να κλείνουμε. Όπως
είδαμε παραπάνω ο Πέρα Ζιμφερέρ, στο πρώτο κριτικό άρθρο που γράφτηκε για τον
Καβάφη στα ισπανικά, τον χαρακτήρισε ηθικιστή (moralista). Ο όρος στα ισπανικά
δεν έχει τις αρνητικές συνδηλώσεις που πιθανόν ανακαλεί η ελληνική απόδοσή του.
Θα κλείσουμε λοιπόν με ένα από τα τελευταία ποιήματα του Θερνούδα (συγκεκριμένα
το προτελευταίο από την τελευταία του ποιητική συλλογή Desolación de la Quimera [Η
απελπισία της Χίμαιρας], του 1962, όπου αναδύεται τόσο η ηθική φιλοσοφία του
Θερνούδα, πλησίστια με αυτή που ξεπροβάλλει από πολλά ποιήματα του Καβάφη (π.χ.
«Θερμοπύλες», «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» κ. ά.) όσο και ένας
βηματισμός του ποιητικού στοχασμού, αργός, σταθερός και κυρίαρχος της
συγκίνησης, που απηχεί τα καβαφικά ποιητικά «βήματα». Το ποίημα έχει τον τίτλο
«1936» και αναφέρεται στη συνάντηση του ποιητή, 25 χρόνια μετά, με έναν μαχητή
της Διεθνούς Ταξιαρχίας Λίνκολν που είχε έρθει να πολεμήσει στο πλευρό της
ελευθερίας, του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Μιγκέλ Ερνάντεθ και τόσων άλλων:
Θυμήσου
το εσύ και σε άλλους θύμησέ το,
Όταν
αηδιασμένοι νιώθουν από την ανθρώπινη χαμέρπεια,
Όταν
οργισμένοι νιώθουν από την ανθρώπινη σκληρότητα:
Αυτός
ο άνθρωπος μόνος, αυτή η πράξη μόνη, αυτή η πίστη μόνη.
Θυμήσου
το εσύ και σ’ άλλους θύμησέ το.
Το
1961 και σε ξένη πόλη,
Πάνω
από ένα τέταρτο του αιώνα
Αργότερα.
Συνήθης η περίσταση,
Υποχρεωμένος
εσύ σε μια δημόσια απαγγελία,
Γι’
αυτήν με εκείνον τον άνθρωπο μίλησες:
Έναν
παλαιό μαχητή
Της
ταξιαρχίας Λίνκολν.
Εδώ
και εικοσιπέντε χρόνια, αυτός ο άνθρωπος,
Χωρίς
να γνωρίζει τη γη σου, μακρινή γι’ αυτόν
Και
εντελώς ξένη, διάλεξε να πάει σ’ αυτήν
Και
σ’ αυτήν, αν χρειάζονταν, αποφάσισε να διακυβεύσει τη ζωή του,
Κρίνοντας
πως η υπόθεση που εκεί παίζονταν στη σκακιέρα
Τότε,
άξιζε
Να
παλέψει για την πίστη που τη ζωή του γέμιζε.
Ότι
εκείνη η υπόθεση φαίνεται χαμένη
Καμιά
δεν έχει σημασία·
Ότι
τόσοι άλλοι, προσποιούμενοι πίστη σ’ αυτήν
Τον
εαυτό τους μονάχα βόλεψαν
Ακόμη
λιγότερο ενδιαφέρει.
Αυτό
που έχει σημασία και μας αρκεί είναι η πίστη του ενός.
Γι’
αυτό άλλη μια φορά η υπόθεση σού φαίνεται
Όπως
σ’ εκείνες τις μέρες:
Ευγενής
και τόσο άξια να αγωνιστείς γι’ αυτήν.
Και
την πίστη, εκείνη τη πίστη, αυτός την κράτησε
Μέσα
στα χρόνια, μέσα στην ήττα,
Όταν
όλα φαίνονται να την προδίδουν.
Αλλά
αυτή η πίστη, λες στον εαυτό σου, είναι αυτό μονάχα που έχει σημασία.
Ευχαριστώ,
σύντροφε, ευχαριστώ
Για
το παράδειγμα. Ευχαριστώ γιατί μου λες
Ότι
ο άνθρωπος είναι ευγενής.
Καμιά
δεν έχει σημασία που τόσο λίγοι είναι:
Ένας,
ένας μονάχα φτάνει
Σαν
αδιάψευστος μάρτυρας
Όλης
της ανθρώπινης ευγένειας.
Luis Cernuda, «Historial de un libro (La
realidad y el deseo)», Poesía y literatura I y II, Βαρκελώνη, Seix
Barral, 1971, σ. 212. [Πρώτη δημοσίευση το
1959 στο περιοδικό Papeles de Son Armadans, τόμος XII, τχ. XXXV, 121-172]