Για μια στιγμή, ένα μεγάλο κενό κατακλύζει το
μυαλό του Θέσαρ Σ., ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης αλυσίδας ξενοδοχείων της χώρας,
την ώρα που κατευθύνεται προς το σπίτι του, σοβαρός και λυπημένος, όπως πάντα.
Ξαφνικά, νιώθει σίγουρος για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή του από δω και
πέρα. Κατεβάζει το τζάμι του αυτοκινήτου, αναπνέει με νέα πνευμόνια και
παρατηρεί με νέα μάτια το μεγαλείο της εξοχής.
Με
το που αφήνει πίσω του την καγκελόπορτα και προχωρά ανάμεσα στις πρασιές που περιβάλλουν
την είσοδο, έχει ήδη αποφασίσει να απαλλαγεί από όλα του τα πλούτη. Έτσι,
λοιπόν, χαρίζει στο σοφέρ του ολάκερο το στόλο από αυτοκίνητα και ανακοινώνει
στη γυναίκα του ότι θα έχει πλέον την κυριότητα της περιουσίας τους, την οποία
ο ίδιος μόλις αποκήρυξε. Η γυναίκα του τού λέει να έρθει στα συγκαλά του, αλλά αυτός
απαντάει πως το μόνο πράγμα που χρειάζεται είναι ένα σπιτάκι με ένα μικρό
περιβόλι για να σπέρνει τα προς το ζειν.
Ο
Θέσαρ Σ. έχει ένα σπίτι με περιβόλι και πηγάδι και είναι ευτυχισμένος για
περίπου ένα χρόνο, μέχρι τη μέρα που, καθώς βγάζει τον κουβά από το πηγάδι αντί
για νερό βλέπει ένα μαύρο υγρό που αμέσως καταλαβαίνει πως είναι πετρέλαιο.
Πριν προλάβει να το κρύψει, το εύρημα γίνεται αντιληπτό και το νέο διαδίδεται
παντού. Θεωρεί πως το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να δωρίσει το κοίτασμα
στο Δήμο και να αποσυρθεί στην έρημο. Εκεί δεν θα ζήσει καν σε σπιτάκι, αλλά σε
μια σκηνή από καραβόπανο. Οι συγχωριανοί του, όμως, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης,
του χτίζουν ένα μυθικό παλάτι. Όταν του το δείχνουν και βλέπει τις χρυσές
βρύσες και τα μαρμάρινα αγάλματα και τους κήπους που σχεδίασαν γάλλοι και
γιαπωνέζοι κηπουροί, τα μάτια του πλημμυρίζουν από δάκρυα και οι χωρικοί χαίρονται,
γιατί πιστεύουν πως κλαίει από ευτυχία. «Είμαι καταδικασμένος να είμαι πλούσιος»,
σκέφτεται πικραμένος. Τότε συμβαίνει κάτι απρόσμενο: μαθαίνει πως η γυναίκα του
καταστράφηκε και ζει μέσα στη φτώχεια. Ο Θέσαρ Σ. αισθάνεται ξανά πως η ζωή τού
χαμογελά. Κάνει τα κουρέλια του μπόγο και παρουσιάζεται στη γυναίκα του. «Τώρα
θα μπορέσουμε να είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι, γιατί είμαστε πια και οι δυο μας
ελεύθεροι», της λέει. Αυτή αντικρίζει αυτόν τον κακόμοιρο και γερασμένο άντρα με
τον οποίο δεν αισθάνεται πλέον ικανή να μοιραστεί το κρεβάτι της και αρχίζει να
κλαίει. Και εκείνος νιώθει χαρούμενος γιατί νομίζει πως κλαίει από ευτυχία.
μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Η Κλάρα Σάντσεθ είναι ισπανίδα πεζογράφος.
Γεννήθηκε στη Γουαδαλαχάρα το 1955. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της Τελευταία νέα από τον παράδεισο
(Εκδόσεις Λαγουδέρα, μτφ. Τόνια Κοροβέση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου