LA AMIGA DE MAMÁ
La amiga de mamá llegaba a casa, con sus maletas cargadas de regalos y
era como si la Navidad se hubiese presentado, fuera abril o septiembre. La amiga
de mamá extendía mapas, repartía paquetes, nos disfrazaba de bereberes,
desplegaba historias y fotos y por último colocaba su neceser entre nuestros
jabones y cepillos de dientes, y así sabíamos que sería nuestra por una
temporada.
Las comidas se llenaban de sabores
exóticos, los bailes eran voluptuosos y frenéticos, y hasta nuestros nombres
cambiaban, y un día nos llamábamos Samarcanda, otro Tegucigalpa, o Gobi, o
Tombuctú. En el colegio nuestros compañeros se disputaban el privilegio de
venir a pasar la tarde en casa. Y la amiga de mamá, aunque por la noche las
oíamos hablar hasta muy tarde frente a una botella de licor de extraños
reflejos, la amiga de mamá nunca parecía cansada.
Eso fue lo primero que me llamó la atención aquel día: su
rostro exhausto, descansando sobre el regazo de mamá. No recuerdo a qué había
bajado al salón pero enseguida tuve la sensación de asistir a una escena
prohibida, no por impropia ni vergonzosa; era algo más allá, como entrar en la
trastienda de aquellas dos mujeres. Porque no sólo estaba la fragilidad de la amiga
de mamá; sobre todo estaba la tristeza de mamá. Como si sus ojos hubieran visto
más que los de su amiga. Como si se hubiera despedido de más gente. Como si
estuviera agotada de servir de sostén a los sueños de los demás.
Η ΦΙΛΗ ΤΗΣ
ΜΑΜΑΣ
Η φίλη της μαμάς κατέφθανε στο σπίτι
μας με τις βαλίτσες γεμάτες δώρα και ήταν σαν να είχαν έρθει τα Χριστούγεννα
Απρίλη ή Σεπτέμβρη μήνα. Η φίλη της μαμάς άπλωνε χάρτες, μοίραζε πακέτα, μας
έντυνε Βερβερίνους, ξεδίπλωνε ιστορίες και φωτογραφίες, στο τέλος έβαζε το
νεσεσέρ της ανάμεσα στα σαπούνια και τις οδοντόβουρτσές μας, και έτσι ξέραμε
ότι θα ήταν δική μας για κάποιο καιρό.
Τα φαγητά αποκτούσαν
εξωτικές γεύσεις, οι χοροί γίνονταν αισθησιακοί και ξέφρενοι, ακόμα και τα
ονόματά μας άλλαζαν: τη μια μέρα λεγόμασταν Σαμαρκάνδη, την άλλη
Τεγκουσιγκάλπα, Γκόμπι ή Τιμπουκτού. Στο σχολείο οι συμμαθητές μας τσακώνονταν
για το ποιος θα ερχόταν να περάσει το απόγευμα στο σπίτι μας. Και η φίλη της
μαμάς, παρόλο που τη νύχτα τις ακούγαμε μέχρι πολύ αργά να μιλούν μπροστά σ’
ένα μπουκάλι λικέρ με παράξενους ιριδισμούς, η φίλη της μαμάς δεν έδειχνε ποτέ
κουρασμένη.
Αυτό
ήταν το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή μου εκείνη την ημέρα: το
εξαντλημένο πρόσωπό της όπως είχε γείρει στην αγκαλιά της μαμάς. Δεν θυμάμαι
για ποιο λόγο είχα κατέβει στο σαλόνι, αλλά ένοιωσα αμέσως πως παρευρισκόμουν
σε μια σκηνή απαγορευμένη, όχι ακατάλληλη, ούτε απρεπή· ήταν κάτι πέρα απ’
αυτό, σαν να είχα εισβάλει στον προσωπικό χώρο εκείνων των δύο γυναικών. Γιατί
δεν ήταν μόνο η αδυναμία της φίλης της μαμάς, πάνω απ’ όλα ήταν η θλίψη της
μαμάς. Λες και τα μάτια της είχαν δει περισσότερα από εκείνα της φίλης της. Λες
και είχε αποχαιρετήσει περισσότερο κόσμο. Λες και είχε κουραστεί να στηρίζει τα
όνειρα των άλλων.
Η Ana María Pérez Cañamares γεννήθηκε στη Σάντα Κρους της Τενερίφης το 1968.
Έχει δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων En días idénticos a nubes και
την ποιητική συλλογή La alambrada de mi boca.
Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος
λογοτεχνικής μετάφρασης από τα ισπανικά στα ελληνικά που διδάσκει ο επίκουρος
καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι φοιτήτριες Ντίνα Δέλιου, Μαρία Μπαζδούκη, Θεανώ
Μπαρμπέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου