Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

¿Quién lo tradujo? / Ποι@[ς] το μετέφρασε;

 

El Trujamán. Revista diaria de traducción

 

¿Quién lo tradujo?

 

por Enrique Bernárdez

 

En nuestras culturas —en realidad, en todas las culturas escritas— existen obras fundamentales, traducidas de otros idiomas, que ejercieron gran influencia sobre la producción literaria, ensayística, filosófica, de la cultura propia. Los traductores suelen alcanzar con ellas un peso y un prestigio que por lo general les está vedado a los «simples» trujamanes, por muy ilustrados que sean. Pero… ¿y si esos traductores no son quienes dicen ser?

La estudiosa alemana Barbara Pausch nos cuenta en un artículo reciente, titulado «Women translators in Romantic Germany»[1] (es decir, «Mujeres traductoras en la Alemania romántica»), el importante papel de algunas mujeres que se dedicaron a la traducción. Tarea en la que les resultó sobremanera útil la baja consideración en que se tenía a esa actividad: los hombres eran creadores, las mujeres tenían que contentarse con una labor ancilar como es pasar algo de un idioma a otro. No es nada extraño, ciertamente; recordemos la necesidad de usar seudónimos masculinos cuando una mujer quería dedicarse a la creación (Fernán Caballero, Georges Sand, Víctor Català, esta última nada menos que en 1905) así como la usurpación de obras de compositoras tan destacadas como Fanny Mendelssohn (su padre puso muchos a nombre de su hermano Felix) o Clara Schumann (algunas de sus obras figuran como de su esposo Robert): mujeres y creación no formaban buena pareja, al parecer.

Pues Pausch nos habla del papel de mujeres, esposa una, hija otra, de grandes intelectuales y creadores. Las dos se llamaban Dorothea, y ambas fueron sin duda un regalo de los dioses para sus familiares. Tradujeron obras cuya influencia en las letras alemanas resultó fundamental. Así, Dorothea Schlegel fue quien tradujo el relato de Madame de Staël Corinna, que apareció con el nombre de su esposo Friedrich, aunque todo el mundo sabía quién había hecho realmente el trabajo, introduciendo así las letras alemanas a un género y una ideología novedosos. Dorothea tuvo la suerte de que otras versiones suyas llegaron a aparecer con su nombre y de ser reconocida incluso por la historiografía literaria por su papel, aunque su obra más importante fuera la atribuida a su marido.

La otra traductora comentada por Pausch es Dorothea Tieck, hija de Ludwig, uno de los intelectuales más importantes de Alemania en la primera mitad del siglo xix. Dorothea tradujo todos los sonetos de Shakespeare, versión muy elogiada en su momento y que Ludwig agradeció, en un prólogo, a un «joven amigo»: en masculino singular. Más tarde se atrevió nada menos que con un buen número de dramas de Shakespeare… que acabaron dando lugar a la edición denominada «Schlegel-Tieck», que significó la plena entrada del escritor inglés en las letras alemanas. Con la particularidad de que la traducción era casi íntegra y exclusivamente de Dorothea, no de Ludwig ni de Friedrich, que se llevaron toda la gloria. Como Dorothea Tieck conocía muy bien el inglés, pero también sabía francés, italiano, portugués, español, latín y griego clásico, sus traducciones no se limitaron a Shakespeare: entre ellas estuvo también Los trabajos de Persiles y Sigismunda, de Cervantes, y otras obras de diversas lenguas que, más que para ganar fama, le sirvieron para mantener a la familia, siempre con problemas económicos. Al final, nos surge la pregunta evidente: ¿cuántas otras traducciones atribuidas a «grandes» hombres fueron realmente obra de «pequeñas» mujeres?

 

17 de junio de 2016



::::::::::::::


El Trujamán. Revista diaria de traducción[2]

 

Ποι@[ς] το μετέφρασε;[3]

 

του Ενρίκε Μπερνάρντεθ

 

Στον δυτικό πολιτισμό –στην πραγματικότητα, σε όλους τους γραπτούς πολιτισμούς– υπάρχουν έργα θεμελιώδους σημασίας μεταφρασμένα από άλλες γλώσσες που έχουν ασκήσει μεγάλη επιρροή στη λογοτεχνική, δοκιμιακή και φιλοσοφική παραγωγή του εν λόγω πολιτισμού. Οι μεταφραστές συχνά αποκτούν με αυτά ένα βάρος και ένα κύρος στα οποία, κατά γενική ομολογία, δεν έχουν πρόσβαση οι «απλοί» γλωσσικοί διαμεσολαβητές, όσο καλλιεργημένοι κι αν είναι. Όμως… τι γίνεται αν αυτοί οι μεταφραστές δεν είναι αυτοί που λένε πως είναι;

Σε ένα άρθρο του 2015 με τίτλο «Women Translators in Romantic Germany»[4] (δηλαδή, «Γυναίκες μεταφράστριες στη ρομαντική Γερμανία»), η Γερμανίδα επιστήμονας Μπάρμπαρα Πάους [Barbara Pausch] μας μιλά για τον σημαντικό ρόλο κάποιων γυναικών που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μετάφραση. Εργασία που επιτρεπόταν να ασκηθεί από γυναίκες, λόγω της χαμηλής εκτίμησης που έχαιρε αυτή η δραστηριότητα: οι άνδρες ήταν δημιουργοί, οι γυναίκες έπρεπε να αρκεστούν σε έναν βοηθητικό ρόλο, όπως το να μεταφέρουν κάτι από μια γλώσσα σε μια άλλη. Πράγματι, δεν είναι τόσο παράξενο, αν θυμηθούμε την ανάγκη να χρησιμοποιεί μια γυναίκα ανδρικά ψευδώνυμα όταν ήθελε να αφιερωθεί στη δημιουργία (Φερνάν Καμπαγέρο [Fernán Caballero], Ζορζ Σαντ [Georges Sand], Βίκτορ Καταλά [Víctor Català], αυτή η τελευταία μάλιστα το 1905), καθώς και τον σφετερισμό έργων από συνθέτριες τόσο σημαντικές όπως η Φάνι Μέντελσον [Fanny Mendelssohn] (ο πατέρας της έβαλε πολλά έργα στο όνομα του αδελφού της, Φέλιξ) ή η Κλάρα Σούμαν [Clara Schumann] (μερικά από τα έργα της εμφανίζονται ως έργα του συζύγου της, Ρόμπερτ): κατά πως φαίνεται, οι γυναίκες και η δημιουργία δεν πήγαιναν μαζί.

Η Πάους μας μιλάει, λοιπόν, για τον ρόλο δύο γυναικών, σύζυγος η μία, κόρη η άλλη, σημαντικών διανοουμένων και δημιουργών. Και οι δύο ονομάζονταν Ντοροτέα και ήταν, αναμφίβολα, θείο δώρο για τους συγγενείς τους. Μετέφρασαν έργα που είχαν θεμελιώδη επιρροή στη γερμανική γραμματεία. Η Ντοροτέα Σλέγκελ [Dorothea Schlegel] ήταν εκείνη που μετέφρασε το αφήγημα Corinna της Μαντάμ ντε Σταλ [Madame de Staël], μετάφραση η οποία κυκλοφόρησε με το όνομα του συζύγου της, Φρίντριχ, αν και όλοι γνώριζαν ποια στην πραγματικότητα είχε μεταφράσει το εν λόγω έργο, εισάγοντας, έτσι, στη γερμανική γραμματεία ένα νέο λογοτεχνικό είδος και μια πρωτοποριακή ιδεολογία. Η Ντοροτέα υπήρξε τυχερή, διότι κυκλοφόρησαν κάποιες άλλες μεταφράσεις με το όνομα της και, έτσι, αναγνωρίστηκε ο ρόλος της, ακόμη και από τη λογοτεχνική ιστοριογραφία, παρόλο που το σημαντικότερο έργο της ήταν αυτό που αποδίδεται στον σύζυγό της.

Η άλλη μεταφράστρια την οποία σχολιάζει η Πάους είναι η Ντοροτέα Τηκ [Dorothea Tieck], κόρη του Λούντβιχ, ενός από τους σημαντικότερους διανοούμενους στη Γερμανία κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η Ντοροτέα μετέφρασε όλα τα σονέτα του Σαίξπηρ, μια έκδοση που επαινέθηκε πολύ στην εποχή της και για την οποία ο Λούντβιχ ευχαρίστησε, στον πρόλογο, έναν «νεαρό φίλο»: στον ενικό του αρσενικού γένους. Αργότερα, τόλμησε να ασχοληθεί με έναν αξιοσημείωτο αριθμό θεατρικών έργων του Σαίξπηρ. Οι μεταφράσεις αυτές οδήγησαν στη δημιουργία της έκδοσης με τίτλο «Schlegel-Tieck», η οποία σηματοδότησε την πλήρη είσοδο του Άγγλου συγγραφέα στη γερμανική γραμματεία. Με την ιδιαιτερότητα ότι η μετάφραση ανήκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ντοροτέα, και όχι στον Λούντβιχ ή στον Φρίντριχ που πήραν όλη τη δόξα. Αν λάβουμε υπόψη μας πως η Ντοροτέα Τηκ γνώριζε πολύ καλά αγγλικά, αλλά επίσης γαλλικά, ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά, λατινικά και αρχαία ελληνικά, οι μεταφράσεις της δεν περιορίστηκαν σε έργα του Σαίξπηρ: ανάμεσά τους ήταν και η μεταφράση του Los trabajos de Persiles y Sigismunda του Θερβάντες, όπως και άλλα έργα από διάφορες γλώσσες, τα οποία, τελικά, τη βοήθησαν να συντηρήσει την οικογένειά της που πάντα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, παρά να αποκτήσει φήμη. Τελικά, μας τίθεται το προφανές ερώτημα: άραγε πόσες ακόμα μεταφράσεις που αποδίδονται σε «σπουδαίους» άνδρες ήταν στην πραγματικότητα έργο «ασήμαντων» γυναικών;

17 Ιουνίου 2016

 

Ο Ενρίκε Μπερνάρντεθ είναι Καθηγητής Γενικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη Γνωσιακή -Εθνολογική Γλωσσολογία, τη Μετάφραση και τη Μεταφρασεολογία. Έχει υπάρξει επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Berkeley της Καλιφόρνια. Μεταφράζει από τα ισλανδικά και τα δανικά στα ισπανικά. Έχει συγγράψει τα βιβλία: El lenguaje como cultura (2008), Viaje lingüístico por el mundo: Iniciación a la tipología de las lenguas (2016) και Mitología nórdica (2017).

 

Η συνεργατική μετάφραση του παρόντος δοκιμίου έγινε στο πλαίσιο των μαθημάτων που παραδίδει ο Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Διερμηνεία» του ΑΠΘ. Μετέφρασαν οι φοιτήτριες/τές: Αλεξάνδρα Βαλσαμίδου, Αθανάσιος Μαρούσης, Αθηνά Πομώνη. Ευχαριστίες στον Santiago Oribe για τη βοήθειά του στην πλήρη κατανόηση του πρωτοτύπου. H ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στις 23/1/23 στο ιστολόγιο extremeways.gr του Βαγγέλη Μπουμπάκη: https://www.extremeways.gr/poios-to-metefrase-el-trujaman-translate/.

 

 



[1] En A. Cazé y R. Lanselle, eds., Translation in an international perspective, páginas 281-295. Berna, Peter Lang, 2015. volver

[2] Πρόκειται για ηλεκτρονικό περιοδικό ημερήσιας κυκλοφορίας του Instituto Cervantes με αντικείμενο τη μετάφραση και τη μεταφρασεολογία, (Σ.τ.Μ.).

[3] Τίτλος πρωτοτύπου: «¿Quién lo tradujo?». Η ερωτηματική αντωνυμία «quien» [ποιος/α/ο] είναι στα ισπανικά κοινή και για τα δύο γένη, θηλυκό και αρσενικό, (Σ.τ.Μ.).

[4] Στο A. Cazé και R. Lanselle [επιμέλεια], Translation in an International Perspective, σελ. 281-295, Βέρνη, Peter Lang, 2015.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

O Roberto García de Mesa στο ΑΠΘ / Εργαστήριο Συλλογικής Μετάφρασης Ποίησης

 





Roberto García de Mesa 

 

 

La ciudad después de

Las paredes húmedas.
El goteo incesante.
La brisa del norte.
Y aguardas en el portal.
Llevas tiempo en él.
Todo es muy sencillo.
Somos. Y eso cuenta.
Estamos. Y eso cuenta.
Las ruinas de nuestras vidas anteriores
nos definen en silencio.
Al mirarte a los ojos lo sé.
Sé quién fuiste.
Sé de un lugar en el que nos conocimos.
Las casualidades nos marcan.
Los besos, también.
Amar en tiempos de crisis.
Amar porque…
El lugar.
El vacío.
La voz en la oscuridad.
Confianza.
Todo lo que se necesita para huir.
Un espejo, varios espejos y un tercer ojo.
La confianza entre el alma y el cuerpo.
Todo en un paseo nocturno.
La ciudad se abre.
La ciudad eterna.
Encontrar tu nombre entre la multitud.
La música de los adoquines.
La sonoridad de la Fontana de Trevi.
El Coliseo de noche.
Leonardo y sus máquinas.
Los pájaros del Tíber.
La dictadura católica del Vaticano.
Las miradas paranoicas de los carabineros.
Solo escucho la ciudad.
Solo te escucho.
Observarte despacio.
Besarte cuando me besas.
Perderme por tus calles.
Amor y anarquía.
Porque eres la ciudad misma.
Y porque no me gusta la fe.
Amarte sin ecos imperiales,
sin la dictadura de las sagradas palabras.
Porque adoro los pájaros del Tíber,
los espíritus más libres que te recorren,
que dibujan tu historia con sus vuelos
y que me lastiman el corazón.
Y pienso ahora en el de Leonardo.
Desear la trascendencia no es un error.
Retratar es agarrarse al porvenir.
Retratar simplemente.
El dolor se cita en las paredes.
El dolor que acoge cada intento de ser
o un grafiti que explica algún misterio astrológico.
Y me dices que el futuro nos destruirá.
Es una frase que nace desde el estómago.
Sobrevivir con miedo o con nostalgia.
Solo la música,
tu melodía impasible
y tu sonrisa en forma de cúpula
convertirán mi anarquismo en un poema.
Soy un fantasma que vaga por tu cuerpo.
Sin ti, ahora.
Pero con la imagen, solo con ella.
Y la voz, la sensación del espejo.
Me refiero a cómo caigo en él,
después de encontrarme contigo.
Mi sueño.
Uno de tantos, de aquellos que tuvo Virgilio.
Eneas naufragando entre tus pechos.
Llegando a ti,
desmenuzándote el alma.
Porque casi es tan poco.
Tu imagen virtual siempre está presente en mis deseos.
Tu imagen, de cómo te devoras,
de cómo me esperas en el portal,
de cómo ha dejado de llover en mis pensamientos.

Roma-Tenerife, 2019


Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Βιβλιοκριτική του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου για Τα άγια νήπια του Miguel Delibes

 

Τα άγια νήπια, του Μιγκέλ Ντελίμπες

Ισχυρός είναι ο αθώος!

 

 Αλέξανδρος Στεργιόπουλος | To Περιοδικό, 24/12/2022

5

 

Κάποτε ήταν ο Μπουνιουέλ και ο δικός του «Μυστικός Δείπνος». Εδώ είναι «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» και η εκδίκηση εναντίον της! Το κοτόπουλο κάποτε ήταν πλαστικό, μα στις σελίδες έγινε γερακίνα ομορφούλα. Μη φύγουμε, όμως, από τον ισπανό σκηνοθέτη… Κάποτε είδαμε τον «Άγγελο εξολοθρευτή» και μάθαμε πώς οι εξολοθρευτές έπεσαν θύματα της ηθικής τους αδυναμίας. Τώρα διαβάσαμε πώς οι αμνοί έγιναν λύκοι και πώς τιμωρήθηκαν τα αφεντικά. Το βιβλίο του Ντελίμπες εξηγεί γιατί τα ζώα επαναστατούν, γιατί οι παρίες διώχνουν τον Θεό από το τραπέζι και γιατί γεννιέται η βία στη βία της εξουσίας. «Τα άγια νήπια» (Εκδόσεις Ποταμός) κερδίζουν την αγιοσύνη τους όπως είναι, σχεδόν γυμνά. Το φωτοστέφανο τους φτιάχνεται από φύλλα και βρεγμένο χώμα. Και η αθωότητα τους μένει ανεπηρέαστη, γλυκιά και τρυφερή. Εκδικητική μανία γίνεται όταν οι «ανώτεροι» τσαλαπατούν και πληγώνουν το σώμα της φύσης, τα πλάσματα της. Όταν η γερακίνα η ομορφούλα τσακίζει τον λαιμό της, κουλουριάζεται και το σύννεφο χορταριάζει, τότε το νήπιο γίνεται θεριό και τίποτα δεν το σκιάζει. Στα «Άγια νήπια» θα καταλάβετε πώς τα πρόβατα κοιμήθηκαν στο σαλόνι και πώς οι ρίζες της βελανιδιάς έριξαν τους λαμπρούς πολυελαίους. Τίποτα, όμως, δεν θα είναι αδιανόητο.

Το βιβλίο του Ντελίμπες δεν έχει τίποτα το σουρεαλιστικό, κι ας είναι έντονη η επιθυμία για φυγή από την πραγματικότητα. Αν οι κινηματογραφικές αναφορές που κάναμε βασίζονται στο απίθανο, εδώ είναι η δύναμη του αναμενόμενου που ορίζει τη φυσιογνωμία του δημιουργήματος. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος φλερτάρουν με το εξωπραγματικό και την ανάγκη να αφήσουν την επώδυνη αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά μένουν στον χώρο τους, υπερασπίζονται τη ζωή τους και τα πλάσματα τους. Η επικοινωνία τους με τα ζώα, με τη φύση, είναι βαθιά και ουσιαστική και αυτή που δεν τους αφήνει να χαθούν σε αφελείς σκέψεις και παραληρηματικούς συνειρμούς. Οι άνθρωποι του Ντελίμπες στα «Άγια νήπια» παλεύουν για τον χώρο τους, για το συναίσθημα τους και για τον αφιλτράριστο χαρακτήρα τους. Καταφέρνουν και κρατούν το αθώο κομμάτι τους και ενστικτωδώς ξέρουν πώς να αποφύγουν την παραπλάνηση. Αν χαθούν σε όνειρα και μαγικές στιγμές, μαζί θα χαθούν και αυτά που αγαπάνε! Για τον αγαθό Αθαρίας είναι οι γερακίνες του, για τον Πάκο τον κοντό η δουλειά του και για τη Ρέγουλα η φροντίδα της άρρωστης κόρης της.

Το χρονικό πλαίσιο μας πάει στο 1960 και το γεωγραφικό στην Ισπανία. Το κοινωνικό-ταξικό -αυτό που έχει μεγάλη σημασία- μας δίνει άρχοντες (τον κύριο Ιβάν), κολίγους, υποστατικά, χαμόσπιτα, Μερσεντές, κυνήγι, θηράματα και θηρευτές. Ο Ντελίμπες με μαεστρία μας οδηγεί στην αλλαγή των ρόλων. Ο εξουσιαστής που κρατά την καραμπίνα και διατάζει το προσωπικό, βρίσκεται μπροστά στο αναπόφευκτο που ο ίδιος δημιούργησε! Ο ισπανός συγγραφέας στήνει την ιστορία του με κινηματογραφικό τρόπο. Tη χωρίζει σε έξι κεφάλαια που τα διατρέχει ο ίδιος χρόνος. Αλλάζει κάθε φορά την οπτική, ενώ το γεγονός ότι δεν βάζει τελεία παρά μόνο στο τέλος κάθε ενότητας αυξάνει την ένταση της αφήγησης. Είναι εξαιρετική η χρήση των σημείων στίξης και ο τρόπος που δομεί κάθε κεφάλαιο. Εδώ δεν θα δείτε την κλασική διάταξη των φράσεων. Ο Ντελίμπες τις μετακινεί, σαν να «σπάει» τη συνοχή. Στην ουσία, όμως, την ενισχύει. Παράδειγμα από τη σελίδα 133:

Κύρη μου, ο Θεφερίνο πήρε δύο πέρδικες που δεν ήταν δικές του,

διαμαρτυρόταν,

κι ο νεαρός κύριος Ιβάν, εξαγριωμένος,

 

«Τα άγια νήπια» διαθέτουν καλοδουλεμένη πλοκή, έντονους χαρακτήρες και πλούσια γλώσσα. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Η επιμέλεια φέρει τη φροντίδα της Κατερίνας Θανοπούλου-Βασιλάκη.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Βιβλιοκριτική του Κώστα Αθανασίου για το Πώς έγινα καλόγρια του César Aira

 

Σέσαρ Άιρα, Πώς έγινα καλόγρια, μετάφραση: συλλογική, εκδόσεις Carnívora, 2022


 

Πώς έγινα καλόγρια: ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, παροιμιωδώς ολιγοσέλιδα, μυθιστορήματα του Σέσαρ Άιρα, γραμμένο πριν από 30 χρόνια (1993), με πρωταγωνιστή τον(;) μικρούλη Σέσαρ Άιρα που αναφέρεται στον εαυτό του σε θηλυκό γένος (οι άλλοι τού μιλάνε σε αρσενικό), με ένα παγωτό φράουλα που δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται και που μετατρέπεται στον καταλύτη της ιστορίας, με έναν στοργικό πατέρα που ξαφνικά γίνεται δολοφόνος χρησιμοποιώντας το πιο απροσδόκητο όπλο, με μια απίθανη δασκάλα που θεωρεί πως η ίδια είναι «η αλήθεια και η ζωή» προτού αρχίσει να επιτίθεται ενώπιον όλης της τάξης στον «βλαμμένο» μικρό Άιρα, με την ανεξήγητη παρουσία μιας τραγουδίστριας που «είναι ό,τι πιο παράξενο περιέχει αυτό το βιβλίο», με μια απαγωγή που μετατρέπεται σε πύλη για τον ζόφο, με μια καλόγρια που διαρκώς αναμένεται

    Το Πώς έγινα καλόγρια θεωρείται ένα από τα καλύτερα βιβλία του Αργεντινού συγγραφέα, ενός συγγραφέα με ένα τεράστιο έργο που δεν χωράει εύκολα σε κανόνες, κατατάξεις, ταξινομήσεις, σταθερές. Ένα βιβλίο που αποτελεί ίσως την καλύτερη εισαγωγή στον υποδόριο ανατρεπτικό σουρεαλισμό του Άιρα που σκιαγραφεί έναν κόσμο όπου «μόνο ένας τρελός μπορ[εί] να υιοθετεί το πραγματικό της πραγματικότητας». Ο Άιρα, ένας συγγραφέας με κατατεθειμένη άποψη για τη λογοτεχνία, για τον τρόπο συγγραφής και για την έκταση του κάθε βιβλίου, για τις διορθώσεις στο κείμενο κ.ά., έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να εισάγει διαρκώς στο κείμενο του απρόσμενες μικρές γλωσσικές ή νοηματικές ανατροπές, που αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό αυτού του ξεχωριστού ύφους του.

    Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη συλλογική μέθοδο για τη μετάφραση του βιβλίου: δεκαέξι μεταφράστριες και μεταφραστές (Μ. Αθανασιάδου, Κ. Γερασίμου, Α. Γιαλαντζή, Μ. Ζαγγίλη, Μ. Καλουπτσή, Μ. Καραλή, Κ. Λιακοπούλου, Ν. Μανουσάκης, Α. Μανωλά, Χ. Ξένου, Κ. Παλαιολόγος, Α. Παλασοπούλου, Σ. Σουφλέρη, Σ. Φερτάκη, Ν. Φύτρου, Σ. Χατζής) δούλεψαν με γόνιμο τρόπο που περιγράφεται στο επίμετρο του βιβλίου, έχοντας καταπιαστεί με έναν συγγραφέα με έργο πολλές φορές δύσβατο κάτω από την επιφάνεια της απλότητας, ένα έργο που «ενδείκνυται» στην περίπτωση που γίνει η επιλογή για συλλογική πραγμάτευση και μετάφραση (ο χώρος δυστυχώς δεν επιτρέπει εκτενέστερη συζήτηση περί αυτού), και αποφασίζοντας να δουλέψουν με ένα βιβλίο «γεμάτο αμφισημίες, αμφιθυμίες, αμφιβολίες» που ταξιδεύει σε «μια διαδρομή που ισορροπεί ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα».

 

Κώστας Αθανασίου

H Εποχή, 02/01/23