Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Σημείωμα της Evian_ToKo98 για το Πώς έγινα καλόγρια του César Aira

 

Το βιβλίο αυτό προσωπικά μου το πρότεινε μια εξαιρετική συνάδελφος, λάτρης του σουρεαλισμού, μετά από μια συζήτηση που είχαμε για μια ταινία του Χοδορόφσκι που είχα δει εκείνη την περίοδο. Συνειρμικά λοιπόν ξεπήδησε στη μνήμη της ο συγγραφέας Σέσαρ Άιρα, ο οποίος κατεμέ, στον τρόπο αφήγησης του ταιριάζει πραγματικά στο κινηματογραφικό στυλ του Χοδορόφσκι. Ας μην ανοίξω πολλά μέτωπα όμως με αυτή μου την εισαγωγή, και ας μπω στο κυρίως περιεχόμενο αυτών που θέλω να γράψω... Το βιβλίο, Πως έγινα Καλόγρια, είναι ένας κόλαφος. Αφηγητής και κεντρικός ήρωας είναι ένα κορίτσι, που δεν είναι κορίτσι. Ένα παγωτό φέρνει τα πάνω κάτω και αποτελεί το εναρκτήριο ενός σουρεαλιστικού αφηγηματικού ντελίριου όπου η αλήθεια και το ψέμα μπερδεύονται και γίνονται ένα. Διαβάζοντας το με ρούφηξε. Ειδικά η περιγραφή των 4 ονείρων του κοριτσιού στις σελίδες 34 και 35 είναι το κάτι άλλο... Δεν βρίσκω τις λέξεις να περιγράψω αυτό το βιβλίοí . Θεωρώ πως πρέπει κανείς να το διαβάσει καθώς ο τρόπος αφήγησης είναι πραγματικά περίτεχνος και αξιοθαύμαστος αλλά παράλληλα και πολύ δύσκολος για να τον ακολουθήσει κάνεις. Πρέπει να αφεθεί κάνεις στο κείμενο αλλά όχι τόσο, ώστε να τον εξαπατήσει, όπως και τους άλλους ήρωες του βιβλίου, το ευφυέστατο και αινιγματικό κοριτσάκι. Υπάρχει σκληρότητα σε όσα περιγράφει να της έχουν συμβεί όμως δεν μιλάμε για δράμα. Εδώ θα βρει κανείς την μετουσίωση του τι πάει να πει σουρεαλισμός!


https://www.goodreads.com/book/show/63235239, 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2023


Εκδόσεις Carnívora

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

Βιβλιοκριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την ανθολογία Χιούμορ, ειρωνεία, σάτιρα στο ελληνικό σύντομο διήγημα και μικροδιήγημα (1974-2021) του Π. Ένιγουεϊ

 

Ανθολογία χιουμοριστικής ελληνικής λογοτεχνίας

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ /Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023, 10:34:49 / / Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ


Λέγεται συχνά πως το χιούμορ λείπει από την ελληνική λογοτεχνία (σύγχρονη και παλαιότερη) και πως αυτό αποτελεί ένδειξη για μια αχρείαστη σοβαρότητα ή μάλλον για μια σοβαροφάνεια που αποκαλύπτει ένα στενόχωρο ή ακόμα και δυσάρεστο κλίμα. Ουδέν αναληθέστερον, όπως γίνεται αμέσως φανερό από την ανθολογία «Χιούμορ, ειρωνεία, σάτιρα στο ελληνικό σύντομο διήγημα και μικροδιήγημα (1974-2021)» του Π. Ένιγουεϊ, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις 24 γράμματα. Ο Ένιγουεϊ είναι Έλληνας πεζογράφος με παιγνιώδες ψευδώνυμο, που ξέρει πολύ καλά το ζήτημα και όταν άρχισε να σχεδιάζει την ανθολογία του σκεφτόταν να ξεκινήσει από τον 19ο αιώνα και να φτάσει μέχρι σήμερα με ένα πολύτομο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο θα αξιοποιούσε, κόντρα στην κοινή πεποίθηση περί ανυπαρξίας χιούμορ στους Έλληνες συγγραφείς, και παλαιότερες αντίστοιχες προσπάθειες (του Δημητρίου Μάργαρη, 1954, του Ευαγγέλου Κ. Μιλλεούνη, 1971, και των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου, 1994). Εντέλει ο ανθολόγος περιορίστηκε στην επιλογή λογοτεχνικών κειμένων της τελευταίας πεντηκονταετίας με τα οποία είμαστε όλοι περισσότερο εξοικειωμένοι. Στον τόμο του περιλαμβάνονται σύντομα διηγήματα και μικροδιηγήματα (ελάχιστης έκτασης κείμενα) και δεν υπάρχει αμφιβολία πως το υλικό δεν αντανακλά μόνο το απαραίτητο και αυτονόητο προσωπικό γούστο, αλλά και την ανάγκη για μια κατά το δυνατόν ευρύτερη εκπροσώπηση, ικανή να αποτυπώσει τα πολλαπλά ρεύματα και τις γενικότερες τάσεις της νεότερης χιουμοριστικής παραγωγής.

Χιούμορ, ειρωνεία και σάτιρα δεν ταυτίζονται εννοιολογικά ούτε παράγουν το ίδιο λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Στην πυκνά εμπεριστατωμένη εισαγωγή της, η Κατερίνα Κωστίου, που έχει μελετήσει επί μακρόν τα θέματα της σάτιρας, της ειρωνείας, της παρωδίας και του χιούμορ στην ελληνική λογοτεχνία, στεγάζοντας τις τέσσερις έννοιες υπό τον όρο «η ποιητική της ανατροπής», σημειώνει πως οι θεωρητικοί σπανίως συμφωνούν ως προς τι ακριβώς είναι η σάτιρα. Υπάρχει η ποιητική σάτιρα και η «μενίππεια» πρόζα (από τον αρχαίο κυνικό φιλόσοφο και σατιρικό Μένιππο), ήδη από τα χρόνια της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, όπου ο σατιριστής εκκινεί από μια ηθική αφετηρία, διεκδικώντας ανοιχτά τον αναμορφωτικό του ρόλο, ενώ στα χρόνια μας η σάτιρα αναλαμβάνει περισσότερο έναν φιλοσοφικό και στοχαστικό ρόλο. Η κριτική αποτελεί διαχρονικά τον σκοπό της σάτιρας, αλλά και της ειρωνείας. Η ειρωνεία μπορεί με τη σειρά της να διαχωριστεί σε ειρωνεία των καταστάσεων και σε λεκτική ειρωνεία. Η δραματική ειρωνεία συνιστά μέρος της λεκτικής ειρωνείας: κακοτυχία του θύματος, με άγνοια εκ μέρους του της κακής έκβασης, για την οποία, ωστόσο, είναι ενήμερος ο αναγνώστης ή -αν μιλάμε για θέατρο- ο θεατής.

Χιούμορ, σάτιρα και ειρωνεία συνδέονται εκ κατακλείδι οργανικά και επικοινωνούν εκ των ένδον για να οδηγήσουν σε ανθολογίες χιούμορ όπως του Ένιγουεϊ, που είναι μαζί με τα άλλα και ένα είδος ιστορίας της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, η οποία αποδίδεται με μπρίο και κέφι, καθώς και σε μια ατμόσφαιρα μόνιμης αμφισημίας, αμφιβολίας και διάθεσης για αμφισβήτηση.

Ανθολογούνται (για να πάρουμε μια ιδέα του εύρους των αναφορών) οι Αλέξης Πανσέληνος, Ευγένιος Αρανίτσης, Προβοκάτσης Νάρκισσος & Νουνέκης Περίκαλλος, Χρήστος Χαρτοματσίδης, Βασίλης Τσιαμπούσης, Μανίνα Ζουμπουλάκη, Δημήτρης Φύσσας, Θοδωρής Νταλούσης, Αύγουστος Κορτώ, Κωστάκης Ανάν, Γιάννης Σκαρίμπας, Πέτρος Τατσόπουλος, Χρήστος Α. Χωμενίδης, Κίμων Θεοδώρου, Νάσος Βαγενάς, Νίκος Κουνενής, Άρις Αλεβίζος, Αυγή Μελέτη, Θέμης Λιβεριάδης, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Γιάννης Μπασκόζος, Μαρία Πάλλα, Στέλλα Δούμου, Άρης Σφακιανάκης, Γιώργος Δενδρινός, Παναγιώτης Κουσαθανάς, Γιώργος Ιωάννου, Κωνσταντίνος Βάσσης, Λένα Καλαϊτζή - Οφλίδη, Σίμος Οφλίδης, Κώστας Μαυρουδής, Χάρης Μελιτάς, Νώντας Τσίγκας, Φάνης Κατσιρέλος, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Δημήτρης Σπυρίδωνος, Κώστας Καβανόζης, Ζέτα Κουντούρη-Μπαρκούρα, Γιάννης Πατίλης, Λένος Χρηστίδης, Στέλλα Καραμπακάκη, Νάσος Θεοφίλου, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Γαλάτεια Ριζιώτη, Αλέξανδρος Αραμπατζής, Διονύσης Γ. Μεντζενιώτης, Σάκης Παπαδημητρίου, Λάζαρος Καλογήρου, Πάνος Κουτρουμπούσης, Νίκος Σταμπάκης, Γιώργος Παναγιωτίδης, Π. Ένιγουεϊ, Νάγια Κουτρουμάνη, Τόλης Καζαντζής, Αχιλλέας ΙΙΙ, Άγης Πετάλας, Βασίλης Γκουρογιάννης, Αχιλλέας Κυριακίδης, Α.Κ. Χριστοδούλου, Βασιλική Γεροκώστα, Σωτήρης Παστάκας, Ηλίας Κουτσούκος, Ηρώ Νικοπούλου, Χαρά Νικολακοπούλου, Γιώργος Γκόζης, Σάκης Σερέφας, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Τζίμης Ευθυμίου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιητής, Πάνος Ι. Μαυρομμάτης, Κλαίτη Σωτηριάδου, Δημήτρης Καλοκύρης, Σοφία Νικολαΐδου, Σωτήρης Κακίσης, Αλμπέρτος Ναρ, Αρχοντούλα Διαβάτη, Νίκος Χουλιαράς, Fay Ntan, Γιάννης Παλαβός, Κώστας Βραχνός, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μαρία Κοτρούτσου, Πάτροκλος Λεβεντόπουλος, Γιάννης Φαρσάρης.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η γραμμούλα

 

Η γραμμούλα

 

Δεν θυμάται πότε το πρωτοξεκίνησε. Μάλλον μετά που τελείωσε τη Φιλοσοφική κι άρχισε να στέλνει βιογραφικά σε φροντιστήρια και εκδοτικούς οίκους (για διορθωτής κειμένων). Δεν πρέπει να το έκανε από την αρχή, μάλλον όταν είδε να καταφτάνουν στο γραμματοκιβώτιό του οι πρώτες αρνητικές απαντήσεις (τότε ακόμη απαντούσαν, σταδιακά κόπηκε κι αυτό). Βλέποντας το μάταιο της αποστολής των βιογραφικών του, σκέφτηκε να κάνει κάτι τρελό («εκκεντρικό» είπε στον εαυτό του την πρώτη φορά). Εκεί, λοιπόν, δίπλα στη χρονολογία γέννησης, έβαλε μια γραμμούλα και μετά τη χρονολογίααναχώρησης.

Εφεύρισκε σε κάθε περίσταση μια διαφορετική και, ταυτόχρονα, σκεφτόταν πώς θα ήταν το τέλος, τι θα είχε προλάβει να ζήσει στο μεταξύ, τι θα είχε αφήσει στη μέση (αυτό το τελευταίο δεν το συνέδεε με μεγαλεπήβολα σχέδια, σπουδαία επιτεύγματα, παρά με πράγματα πεζά, καθημερινά: φανταζόταν, για παράδειγμα, να πήγαινε την ώρα που ξυριζόταν [έβλεπε να τον βρίσκουν ανάσκελα στο δάπεδο της τουαλέτας με το ένα μάγουλό του ξυρισμένο και το άλλο καλυμμένο ακόμη από τον αφρό] ή έχοντας προλάβει να κόψει μόνο τα νύχια του ενός χεριού).

Δεν του σχολίασε ποτέ κανείς από τους παραλήπτες των βιογραφικών αυτή την παραξενιά είπαμε, άλλωστε, ότι κάποια στιγμή έπαψαν να έρχονται οι, ευγενικές πάντα, απορρίψεις. Εκείνος, πάλι, δεν θεώρησε ανεξήγητη αυτή την αδιαφορία, δεν πρέπει καν να τα διάβαζαν.  

Δουλειά δουλειά δεν βρήκε ποτέ. Τουλάχιστον μέσω των βιογραφικών που έστελνε. Στα χωράφια μεροκάματα πιο νέος, πού και πού σερβιτόρος («ασταθούς ισορροπίας», μονολογούσε), κανένα ιδιαίτερο στη χάση και στη φέξη. Έτσι μια ζωή. Η ζωή η δική του, η πραγματική, όχι εκείνη που εφεύρισκε νέος με τη γραμμούλα στα βιογραφικά που έστελνε σωρηδόν και προκοπή δεν είδε.

Του έμεινε όμως το χούι: κάθε φορά που ξυριζόταν ή έκοβε τα νύχια του, μια εσωτερική ανησυχία τον έσπρωχνε να κάνει γρήγορα μην τυχόν και τον βρει το μοιραίο in medias res (έτσι λατινικά το έλεγε στον εαυτό του, «κουσούρι» από τα μαθήματα Αφηγηματολογίας). Ναφήσει γενειάδα και να γλυτώσει τουλάχιστον από τον έναν μπελά, ούτε λόγος. Τον φαγούριζε. 


Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 238-239, χειμώνας 2023