Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Óscar Sipán: Los niños muertos / Όσκαρ Σιπάν: Τα νεκρά παιδιά

 

Óscar Sipán

Los niños muertos 

No hay puertas ni ventanas para acceder a mis recuerdos. Para poner en orden mi vida, debo arrojar una granada a mi cabeza y jugar a los puzles. Y en mi puzle sentimental está Adriana. Solo allí tengo jurisdicción para acercarme a su cuello o pasear agarrado a su cintura. Caminaba ligeramente de puntillas, con ese andar despreocupado de las maestras rurales y de los operados a corazón abierto. Primero, me enamoré de su voz, rota y dulce, y luego de su encanto. Nos creemos inmortales, seres de diamante y titanio, cuando estamos construidos de un material que se deshace en lágrimas: el yeso. Adriana era de yeso, blanca como los sueños de un albino. 

Cuando la conocí, se estaba muriendo de pena; la arrastraba como la cola de un traje de novia. Había reducido el Universo a una cara. Se arrojaba al río una y otra vez, como un Martín pescador que siempre sacase el mismo pez, y ese pez era un niño muerto. En esta vida, todo es relativo: el cenicero de arcilla –torcido, poroso, mal ejecutado– de un niño muerto es un tesoro de valor incalculable. No hay nada más terrible, más desgarrador, que el diagnóstico de un tumor infantil. A Adriana se le paralizó el porvenir.

Me telefoneaba siempre a la misma hora. A las diez de la mañana, el Teléfono de la Esperanza era un lloradero de princesas desgraciadas que dejaban a sus hijos en la guardería y llamaban para pedir ayuda. Un macadán de historias que contaban la Historia del mundo. El teléfono proporcionaba una intimidad que ni el sexo con desconocidos conseguía, y los voluntarios aliviábamos la soledad de los usuarios escuchando. Para Adriana no era más que otro intento para levantarse. 

El psiquiatra le había recetado toda la paz artificial que había en el mercado, pero su niño muerto siempre regresaba a casa, con su cabeza rapada y sus ojos grandes, sus piezas de tente o sus cuadernos para colorear. Los niños muertos no se añoran, se necesitan desesperadamente. Y esa desesperación niega toda posibilidad de futuro. Los niños muertos te obligan a acampar a la intemperie, en torno a sus tumbas, para pudrirte en vida. Los niños muertos son estrellas lejanas que todavía dan luz, pero que ya no están. Los niños muertos te alejan de Dios, o de la ausencia de Dios, y las mujeres de yeso, como Adriana, se deshacen en lágrimas, huecas por dentro de tanto llorar.

Me había enganchado a Adriana. Cuando no llamaba, recorría las calles en su búsqueda. Hasta que un día rompí la regla más importante, crucé la frontera prohibida, la línea Maginot que toda relación voluntario-usuario nunca debe traspasar: quedé con ella en el mundo real. Al verla entrar por la puerta de la cafetería, supe dos cosas: que la había buscado en todas mis relaciones anteriores y que, despeinada, sería la mujer más hermosa del mundo, es decir, de mi mundo. Las camareras con delantal nos sirvieron pastel de cerezas y un chocolate suizo que parecía magma del Krakatoa. Le tomé la mano y sentí la felicidad en vuelo rasante.

Se vino a vivir a mi casa. La convivencia fue un infierno. Puedes hablarle con ternura a un león, pero no al recuerdo de un niño muerto. Se despertaba gritando en sueños y lloraba sin poder articular palabra. El latido del niño muerto atravesaba todas las dimensiones conocidas; no existían malabares que distrajesen a Adriana del niño muerto. Empezaba a tender la ropa y se quedaba inmóvil, petrificada en un suspiro. Muy pronto descubrí que el niño muerto apenas dejaba espacio para mí.

La culpa lava mal y deja manchas. No debí perder los nervios y dejarla sola aquella tarde, sola con esa corona de espinas que era el niño muerto, y ahora regreso, una y otra vez, y trato de acercarme al arrepentimiento, ese supermercado abierto las veinticuatro horas.


.<>.<>.


Όσκαρ Σιπάν


Τα νεκρά παιδιά 

Δεν υπάρχουν πόρτες ή παράθυρα για να εισέλθω στις αναμνήσεις μου. Για να βάλω σε τάξη τη ζωή μου, πρέπει να ρίξω μια χειροβομβίδα στο κεφάλι μου και έπειτα να συναρμολογήσω το παζλ. Και στο συναισθηματικό μου παζλ βρίσκεται η Αδριάνα. Μόνο εκεί έχω δικαίωμα να αγγίζω το λαιμό της ή να σεργιανίζω πιάνοντάς την από τη μέση. Περπατούσε ελαφρώς στις μύτες των ποδιών, με εκείνο το ανέμελο βάδισμα των δασκάλων της επαρχίας και εκείνων που έχουν κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Πρώτα, ερωτεύτηκα τη φωνή της, σπασμένη και γλυκιά, και έπειτα τη γοητεία της. Πιστεύουμε ότι είμαστε αθάνατοι, πλάσματα από διαμάντι και τιτάνιο, ενώ είμαστε φτιαγμένοι από ένα υλικό που διαλύεται μέσα σε δάκρυα: τον γύψο. Η Αδριάνα ήταν από γύψο, λευκή σαν τα όνειρα ενός αλμπίνου.

Όταν τη γνώρισα, πέθαινε από τον καημό της. τον κουβαλούσε σαν την ουρά ενός νυφικού. Είχε συμπυκνώσει το Σύμπαν σε ένα πρόσωπο. Έπεφτε στο ποτάμι ξανά και ξανά, σαν την αλκυόνη που έπιανε πάντα το ίδιο ψάρι, κι αυτό το ψάρι ήταν ένα νεκρό παιδί. Σε τούτη τη ζωή, τα πάντα είναι σχετικά: το πήλινο σταχτοδοχείο –κυρτό, πορώδες, κακοφτιαγμένο– ενός νεκρού παιδιού είναι θησαυρός ανεκτίμητης αξίας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό, πιο θλιβερό από τη διάγνωση ενός παιδικού όγκου. Το μέλλον της Αδριάνα πάγωσε.

Μου τηλεφωνούσε πάντα την ίδια ώρα. Στις δέκα η ώρα το πρωί, η γραμμή της Ελπίδας[1] ήταν ένα πηγάδι γεμάτο με κλάματα από άτυχες πριγκίπισσες που άφηναν τα παιδιά τους στον παιδικό σταθμό και καλούσαν για να ζητήσουν βοήθεια. Ένα μωσαϊκό από ιστορίες που διηγούνταν την ιστορία του κόσμου. Το τηλέφωνο παρείχε μια οικειότητα που ούτε η ερωτική επαφή με αγνώστους δεν μπορούσε να πετύχει, και οι εθελοντές ανακουφίζαμε τη μοναξιά όσων μας καλούσαν ακούγοντας. Για την Αδριάνα δεν ήταν παρά μια ακόμη απόπειρα να σταθεί στα πόδια της.

Ο ψυχίατρος της είχε συνταγογραφήσει όλη την τεχνητή ηρεμία που κυκλοφορούσε στην αγορά, αλλά το νεκρό παιδί της επέστρεφε πάντα στο σπίτι, με το ξυρισμένο του κεφάλι και τα μεγάλα του μάτια, τα τουβλάκια λέγκο του ή τα μπλόκ ζωγραφικής του. Τα νεκρά παιδιά δεν νοσταλγούνται, τα έχουμε απεγνωσμένα ανάγκη. Και αυτή η απόγνωση στερεί κάθε πιθανότητα για ένα μέλλον. Τα νεκρά παιδιά σε αναγκάζουν να κατασκηνώσεις στην ύπαιθρο, γύρω από τους τάφους τους, για να σαπίσεις εν ζωή. Τα νεκρά παιδιά είναι αστέρια μακρινά που εξακολουθούν να δίνουν φως, αλλά δεν υπάρχουν πια. Τα νεκρά παιδιά σε απομακρύνουν από τον Θεό, ή την ανυπαρξία του Θεού, και οι γυναίκες από γύψο, όπως η Αδριάνα, λιώνουν μέσα στα δάκρυά τους, κούφιες εντός τους από το πολύ κλάμα.

Είχα αγκιστρωθεί στην Αδριάνα. Όταν δεν τηλεφωνούσε, περιπλανιόμουν στους δρόμους αναζητώντας την. Μέχρι που μια μέρα παραβίασα τον πιο σημαντικό κανόνα, διέσχισα τα απαγορευμένα σύνορα, τη γραμμή Μαζινό που δεν πρέπει ποτέ να ξεπεράσει καμία σχέση μεταξύ όσων προσφέρουν εθελοντική εργασία και όσων καλούν: τη συνάντησα στον πραγματικό κόσμο. Όταν την είδα να διαβαίνει την πόρτα της καφετέριας, κατάλαβα δύο πράγματα: ότι την είχα αναζητήσει σε όλες τις προηγούμενες σχέσεις μου και ότι, αχτένιστη, θα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, δηλαδή στον κόσμο μου. Σερβιτόρες με ποδιά μάς σέρβιραν κερασόπιτα και ελβετική σοκολάτα που έμοιαζε με μάγμα από το Κρακατόα. Κράτησα το χέρι της και ένιωσα την ευτυχία να απογειώνεται.

Ήρθε να μείνει στο σπίτι μου. Η συμβίωση ήταν σκέτη κόλαση. Μπορείτε να μιλήσετε με τρυφερότητα σε ένα λιοντάρι, αλλά όχι στη θύμηση ενός νεκρού παιδιού. Ξυπνούσε ουρλιάζοντας στον ύπνο της και έκλαιγε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο χτύπος της καρδιάς του νεκρού παιδιού διαπερνούσε όλες τις γνωστές διαστάσεις. δεν υπήρχαν ζογκλερικά για να αποσπάσουν την προσοχή της Αδριάνα από το νεκρό παιδί. Άρχιζε να απλώνει τα ρούχα και έμενε ακίνητη, πετρωμένη σε έναν αναστεναγμό. Πολύ σύντομα ανακάλυψα ότι το νεκρό παιδί μόλις και μετά βίας άφηνε χώρο για μένα.

Η ενοχή δεν ξεπλένεται καλά και αφήνει λεκέδες. Δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου και να την αφήσω μόνη της εκείνο το απόγευμα, μόνη της με εκείνο το ακάνθινο στεφάνι που ήταν το νεκρό παιδί, και τώρα επιστρέφω, ξανά και ξανά, και προσπαθώ να έρθω πιο κοντά στη μετάνοια, εκείνο το σούπερ μάρκετ που μένει ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.



[1] Η Γραμμή της Ελπίδας (Teléfono de la Esperanza): είναι μια ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός  που ασχολείται με τον εθελοντισμό και την κοινωνική δράση, η οποία προσφέρει δωρεάν μέσω τηλεφώνου  υποστήριξη σε άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, στοχεύοντας στη βελτίωση της συναισθηματικής τους υγείας, (Σ.τ.Μ.).



Μετάφραση: Φωτεινή Μπέκου

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Oscar Sipán γεννήθηκε το 1974 στην Ουέσκα, μια πόλη στη βορειοανατολική Ισπανία κοντά στα Πυρηναία όρη.  Είναι αυτοδίδακτος και πολυβραβευμένος συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων. Το πρώτο του μυθιστόρημα Rompiendo corazones con los dientes δημοσιεύτηκε το 1998. Είναι, επίσης, εκδότης και ιδρυτικός εταίρος της Tropo Editores, όπως και σεναριογράφος πολλών βραβευμένων ταινιών μικρού μήκους. Η ταινία μικρού μήκους Il mondo mio σκηνοθετημένη από τους Javier Estella και José Manuel Fandos βασίζεται στο βιβλίο του Avisos de derrota. Από το 2018 είναι μέλος του δημοτικού συμβουλίου της γενέτειράς του. 

Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος "Μεταφρασεολογία και μετάφραση κειμένων ισπανόφωνης λογοτεχνίας στην ελληνική" που διδάσκει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο ΑΠΘ. 

 

 

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

VI edición del Concurso Internacional de Microrrelatos César Egido Serrano, 2022, Primer Premio / 6ος Διεθνής Διαγωνισμός Μικροδιηγήματος César Egido Serrano, 2022, Πρώτο Βραβείο

 

VI edición del Concurso Internacional de Microrrelatos César Egido Serrano, 2022

Primer Premio en lengua española:

 

VOLAR

Desde que llegó al parque el vendedor de globos de helio, nos estamos quedando sin niños y niñas en la ciudad. Compran un globo, se sujetan a la cuerda y comienzan a ascender hasta perderse entre las nubes. Luego, ya no volvemos a saber de ellos. Y así, todos los días. Ahora, los ancianos ya no juegan a la petanca ni echan migas a las palomas. Prefieren sentarse en los bancos, mirar al cielo con nostalgia y ver niños volar.

 

Autor: José Manuel Dorrego Sáenz, Madrid, España


 >.<>.<

6ος Διεθνής Διαγωνισμός Μικροδιηγήματος

César Egido Serrano, 2022

Πρώτο Βραβείο στην ισπανική γλώσσα:

 

ΠΤΗΣΕΙΣ

Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο πάρκο ο πωλητής μπαλονιών ηλίου, έχουμε ξεμείνει από αγόρια και κορίτσια στην πόλη. Αγοράζουν ένα μπαλόνι, κρατιούνται από το σχοινάκι και αρχίζουν να ανεβαίνουν μέχρι να χαθούν στα σύννεφα. Μετά, δεν μαθαίνουμε ποτέ ξανά νέα τους. Το ίδιο μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Τώρα, οι ηλικιωμένοι δεν παίζουν πια μπότσε, δεν ρίχνουν ψίχουλα στα περιστέρια. Προτιμούν να κάθονται στα παγκάκια, να κοιτάζουν με νοσταλγία τον ουρανό και να βλέπουν τα παιδιά να πετούν.

 

Συγγραφέας: Χοσέ Μανουέλ Ντορέγο Σάενθ, Μαδρίτη, Ισπανία

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

3 ποιήματα του Λουίς Σεπούλβεδα

 

Συνέπειες της ανάγνωσης του Τζον Κιτς

 

Μιλάνε για μένα και το πορτρέτο ρομπότ μου είναι μια αποτυχία.

Είμαι απλώς εγώ

και μην ψάχνετε άλλες εξηγήσεις.

Δεν έχω άλλα ρολόγια

από εκείνα που μου δείχνουν

εκείνη την πολυπόθητη

και ακριβή ώρα του ενστίκτου.

 

Την προκαθορισμένη ώρα που έρπω

προς τους ψηλούς πύργους

με τη δίψα για καμπάνες που με συσχετίζει/συνδέει

με την προσωπικότητα της καταστροφής

 

Την προκαθορισμένη ώρα

που μερικές φορές ουρλιάζω,

τόσο αναίσχυντα

ώστε δίνω έτσι χώρο στις κραυγές μου

και δεν με νοιάζει

αν ξυπνάω άλλους ανθρώπους

ή αν διακόπτω μια μελαγχολική συνουσία,

ή αν σημαίνω την ώρα για έναν καινούργιο πόλεμο.

 

Και είμαι εγώ απλώς.

Δεν έχω άλλα ωράρια

από αυτή τη μάλλον μικροσκοπική αιωνιότητα

στην οποία γράφω για να σκοτώσω την πλήξη

που προκαλεί η καθυστέρηση του θανάτου.

Και δεν είμαι παρά μόνο αυτή

η απαίσια ιδιότροπη περίσταση,

ή ένας άνευ ορίων κάτοχος του χρόνου

που ξεπροβάλλει πάντα από το παράθυρο.

 

Είμαι απλώς εγώ.

Εκείνος που δεν έχει τίποτα πιο βαρύτιμο

από ένα χρόνο επιθετοποιημένο.

Εκείνη η προκαθορισμένη ώρα που

νιώθω πως αργά με κατασπαράζει

το ανοσοποιημένο στην αιώνια δέσμευση ον 

με τις ιερές συνήθειες που κάθε λίγο και λιγάκι παραβιάζω. 

 

Έτσι είμαι, την προκαθορισμένη ώρα.

Με χαρά φτύνω

πάνω στο ίδιο μου το πιάτο

και έχω μάθει να ανακαλύπτω τον ουρανό

στους σπασμένους καθρέφτες της γης.

 

Αλλά μην ψάχνετε για άλλες εξηγήσεις.

Είμαι έτσι, απλώς.

Είμαι ο όμορφος αναρχικός, και όμοια με τον Νίτσε

γράφω στους τοίχους

πως μόνο οι ηλίθιοι δεν αυτοαναιρούνται,

τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα.



Ενεχυροδανειστήριο

 

Μπαίνω αργά στα ενεχυροδανειστήρια,

αγνοημένος από χλομούς υπαλλήλους

που ανταλλάσσουν ένα χοντρό χειμωνιάτικο παντελόνι

μ’ ένα κομμάτι ψωμί για το χειμώνα της ζωής.

Ένα πριόνι που παλιά έκοβε σπίτια, καρέκλες,

χαρούμενα τραπέζια όπου τραγουδούσε η σούπα

σαν ένας ατέλειωτος κορυδαλλός, ή φέρετρα

όπου η ανθρωπότητα χαμογελούσε στα σκουλήκια.

Ένα κουτάλι, ένα σίδερο, ένα σεντόνι, ένα σουδάριο,

μια Kodak με την κοιλιά γεμάτη μπαλαρίνες,

μια παλιά γκρίζα ομπρέλα, μια ξεβαμμένη σημαία

που δεν έχει κερδίσει ποτέ καμία μάχη.

Και τώρα είναι η σειρά μου σε αυτή τη μακριά ουρά από ανάπηρους,

από εργάτες λιγομίλητους, από έφηβες μουντές.

Ο υπάλληλος με τα μαύρα μανικέτια παίρνει την καρδιά μου,

την κοιτάζει κόντρα στο φως, τσεκάρει τον κουρδιστό μηχανισμό

και καταγράφει με την Underwood του τα πολλαπλά τραύματα.

Ύστερα από ένα αγωνιώδες χρονικό διάστημα σιωπής

μου τείνει το κομμάτι μαύρου ψωμιού

το οποίο το μασάω αργά αργά

ανάμεσα στους τοίχους αυτού του δρόμου δίχως πόρτες.



Οι Τουπαμάρος θα πεθάνουν στο Παρίσι

 

Ταξίδεψε υπογείως

το ανεξερεύνητο και η ζωή.

Γνώρισε τη σόλα των παπουτσιών του κόσμου.

Υπήρξε ρεαλιστής.

Ευγνώμων που ήταν τυφλός

όπως η πιο όμορφη θέα.

Έκανε ένα δρομολόγιο τόσο γοργό με το μετρό

που δεν πρόφτασε να αναγνωρίσει την ίδια του την εικόνα.

Τη σφαίρα την έφαγε στο σβέρκο

τη στιγμή ακριβώς που το φως

θα τον έφτυνε κατάμουτρα

κι εκείνος ήταν έτοιμος να πει ευχαριστώ.

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Ο Λουίς Σεπούλβεδα (1949-2020) ήταν χιλιανός συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και πολιτικός ακτιβιστής. Τα νεανικά του ποιήματα, τα μόνα που έγραψε στη ζωή του, θα εκδοθούν προσεχώς από τις Εκδόσεις Opera.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Τομάς Σεγκόβια / 5 ποιήματα

 

Τομάς Σεγκόβια / 5 ποιήματα

μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

 

ΣΑΝ ΔΑΚΡΥΑ

Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που τρέχει,

    σαν τα δάκρυά μου,

και που ανοίγει άνθη κι όνειρα,

    σαν τα δάκρυά μου.

Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που τρέχει

από τα στήθη μου στο χώμα.

    Σαν τα δάκρυά μου.

 

[Fidelidad, 1946]

 

 


ΔΕΙΛΙΝΟ

Πόσο μόνος απομένει ο κόσμος όταν αρχίζει να πέφτει το απόγευμα,
όταν η ώρα και το φως καθιστούν εφικτό
τον ερχομό μιας ανάπαυσης που πλέον δεν υπάρχει.
Πόσο θλιμμένος είναι ο κόσμος όταν αρχίζει να πέφτει το απόγευμα
και μένω μόνος μαζί του στη σιωπή.
Τίποτα δεν έχω εναποθέσει στον κόσμο
αλλά εκείνος έχει εναποθέσει πάνω μου τη θλίψη του
σαν τη θάλασσα πλατιά και γλυφή.
Τίποτα δεν έχω εναποθέσει στον κόσμο
παρά μόνο τις καταβολές μου από εκείνη τη σκοτεινή του γη
και με χωρίζει από εκείνον όλη η δύναμη
της ελπίδας μου.
Αλλά τον κουβαλάω μέσα μου, απέραντο και αιχμηρό,
και αγαπώ τη θλίψη του όταν αρχίζει να πέφτει το απόγευμα,
όταν η ψυχή μου αναζητά στη σιωπή
μια ανάπαυση που, το ξέρει καλά, δεν υπάρχει.

 

[La voz turbada, 1948]

 


 

ΛΥΜΕΝΟΣ ΑΦΕΝΤΗΣ

Βγαίνω να ανασάνω τη φίλη νύχτα

Φορτωμένος το αρχοντικό βάρος της κόπωσης των μελών μου

Σκύλος λυμένος δίχως αφέντη

Ή μάλλον αφέντης λυμένος αφέντης ελεύθερος δίχως σκυλιά

Ελεύθερος σαν μια νύχτα πεισματικής αθωότητας

Ελεύθερος αόρατα

Στη μυστική συνενοχή

Ενός καιρού ελεύθερου κι αυτού

Γερασμένος αφέντης δίχως σκλάβους

Βγαίνω να ανασάνω σκοτεινά ελεύθερος

Σαν γιος κάποιων

βασιλιάδων που απαρνήθηκε το θρόνο.

 

[Día tras día, 2005]

 

 


ΜΑΚΡΥΣ ΒΙΟΣ

Αυτή η γλύκα να κλείνω τα μάτια
Και να αφήνω να απομακρύνονται και να σβήνουν τα πάντα
Λες κι αποκήρυσσα πεφωτισμένος
Μια παράλογη απληστία
Έτσι ήταν άραγε πάντα στον μακρύ μου βίο
Ή μήπως είναι ένα καινούργιο ευλογημένο βραβείο
Που η ζωή μού δίνει για τόσα πράγματα;
Είναι τόσο απέραντη αυτή η λίμνη του παρελθόντος
Ώστε στην όχθη της όπου ακόμη βαδίζω
Τα ειρηνικά διάφανα κύματά της
Με κρατούν στην επιφάνεια και με τυλίγουν
Και στην αφρισμένη παραλία
Με ξαναβλέπω γυμνό
Να κοιμάμαι ασφαλής, σαν παιδί.

 

[Salir con vida, 2003]

 


ΕΙΠΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΕΙΠΩΤΟ

Είναι στιγμές που μοιάζει

Πως ο χρόνος εξακολουθεί να περπατάει μόνος

Πως εξακολουθεί να προχωρεί δίχως ζόρι και δίχως κόστος

Γλιστρώντας με την τόση δύναμη που έχει μαζέψει

Την κατακτημένη του αδράνεια

Και μου φαίνεται τότε

Ότι έχω εδώ εύκαιρα όλα όσα

Η ζωή και εγώ από την αρχή

Λέμε μεταξύ μας τόσο σιωπηλά

Γλώσσα ατέλειωτη

Που βυθισμένη ορίζει τις αόρατες φωνές της

Ολοζώντανες στον ασχημάτιστο κόσμο τους

Που θα εξακολουθήσει να μας κουβαλάει αγκαλιά

Με τη δύναμη που έχει συγκεντρώσει από όλους εμάς

Τη δύναμη της γνώσης ότι ποτέ

Δεν θα έχουν ειπωθεί τα πάντα.

 

[Siempre todavía, 2008]

 

 

Ο Τομάς Σεγκόβια (Tomás Segovia) γεννήθηκε το 1927 στη Βαλένθια και απεβίωσε το 2011 στη Μαδρίτη. Υπήρξε ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δραματουργός, δοκιμιογράφος και κριτικός. Έζησε και δημιούργησε εξόριστος από το 1940 στο Μεξικό.

 

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

«Unplugged»

 

Unplugged


 του Σέρζι Πάμιες



Ο γιος είναι σαν διήγημα: μιλάει ακόμα και όταν κοιμάται. Του ακουμπάω το μέτωπο: έχει ιδρώσει. Αγνοώ το πώς θα τελειώσει, το μόνο που ξέρω είναι ότι με συναρπάζει. Τόσο πολύ, που μου προκαλεί πανικό να πάρω αποφάσεις που μπορεί να τον βλάψουν. Αν του μάθω να πυροβολεί, για παράδειγμα, μπορεί να αυτοτραυματιστεί με το τουφέκι, αλλά, από την άλλη, το όπλο θα μπορούσε να του σώσει τη ζωή. Κάνει πράγματα που δεν είχα προβλέψει: τη νύχτα, σηκώνει το χέρι του και το ξύνει, λες και παίζει ένα φανταστικό βιολί. Φοράει πιτζάμα φλις, με κουνέλια, αρκούδες, ελέφαντες, ένα σχέδιο τόσο εξωπραγματικό όσο και η ταπετσαρία του δωματίου. Όταν χτυπάει, τον παρηγορώ. Όταν αρρωσταίνει, τον φροντίζω. Όταν κάνει λάθος, τον διορθώνω. Συχνά του ζητάω περισσότερα από όσα μπορεί να μου δώσει και, σχεδόν πάντα, απαιτεί από εμένα περισσότερα από όσα μπορώ να του προσφέρω. Μιλάει ώστε εγώ να σωπάσω και αναγνωρίζω τον εαυτό μου μόνο όταν εκφράζομαι μέσα από εκείνον. Για να μεγαλώσει, πρέπει να συρρικνωθώ εγώ. Για να ωριμάσει, πρέπει να μαραθώ. Εξαρτιόμαστε ο ένας από τον άλλο. Όταν τσακωνόμαστε, εγώ επιβάλλω την άποψή μου, αν και το δίκιο είναι με το μέρος του. Το τέλος θα επέλθει όταν ούτε το διήγημα ούτε ο γιος θα με χρειάζονται πλέον και θα πρέπει να υποκριθώ πως δεν με ενοχλεί να ζήσουν τη ζωή τους. Αν έχουν μνήμη και τύχη, θα τους φανούν επωφελή τα προσχέδια, οι τόσες δοκιμές, οι στιγμές ευφορίας και απογοήτευσης, τα τσαλακωμένα χαρτιά μέσα και έξω από το καλάθι αχρήστων. Αν είναι αρκετά ξύπνιοι, θα ξέρουν πώς να κερδίσουν το ενδιαφέρον άλλων ανθρώπων που θα συνεχίσουν την ιστορία. Τώρα κοιμούνται μαζί: ο γιος και το διήγημα. Αν, όταν ξυπνήσουν, εγώ δεν είμαι πια εδώ, και με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχει κανείς μπροστά που να μπορεί να τους κάνει να ντραπούν ή να αισθανθούν άβολα, πείτε τους ότι τους αγαπάω.


μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Σέρζι Πάμιες [Sergi Pàmies] είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανούς διηγηματογράφους. Γράφει στα καταλανικά. Το Unplugged είναι από τη συλλογή διηγημάτων Το στατικό ποδήλατο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Η γραμμούλα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Η γραμμούλα

 

Δεν θυμάται πότε το πρωτοξεκίνησε. Μάλλον μετά που τελείωσε τη Φιλοσοφική κι άρχισε να στέλνει βιογραφικά σε φροντιστήρια και εκδοτικούς οίκους (για διορθωτής κειμένων). Δεν πρέπει να το έκανε από την αρχή, μάλλον όταν είδε να καταφτάνουν στο γραμματοκιβώτιό του οι πρώτες αρνητικές απαντήσεις (τότε ακόμη απαντούσαν, σταδιακά κόπηκε κι αυτό). Βλέποντας το μάταιο της αποστολής των βιογραφικών του, σκέφτηκε να κάνει κάτι τρελό («εκκεντρικό» είπε στον εαυτό του την πρώτη φορά). Εκεί, λοιπόν, δίπλα στη χρονολογία γέννησης, έβαλε μια γραμμούλα και μετά τη χρονολογίααναχώρησης.

Εφεύρισκε σε κάθε περίσταση μια διαφορετική και, ταυτόχρονα, σκεφτόταν πώς θα ήταν το τέλος, τι θα είχε προλάβει να ζήσει στο μεταξύ, τι θα είχε αφήσει στη μέση (αυτό το τελευταίο δεν το συνέδεε με μεγαλεπήβολα σχέδια, σπουδαία επιτεύγματα, παρά με πράγματα πεζά, καθημερινά: φανταζόταν, για παράδειγμα, να πήγαινε την ώρα που ξυριζόταν [έβλεπε να τον βρίσκουν ανάσκελα στο δάπεδο της τουαλέτας με το ένα μάγουλό του ξυρισμένο και το άλλο καλυμμένο ακόμη από τον αφρό] ή έχοντας προλάβει να κόψει μόνο τα νύχια του ενός χεριού).

Δεν του σχολίασε ποτέ κανείς από τους παραλήπτες των βιογραφικών αυτή την παραξενιά είπαμε, άλλωστε, ότι κάποια στιγμή έπαψαν να έρχονται οι, ευγενικές πάντα, απορρίψεις. Εκείνος, πάλι, δεν θεώρησε ανεξήγητη αυτή την αδιαφορία, δεν πρέπει καν να τα διάβαζαν.  

Δουλειά δουλειά δεν βρήκε ποτέ. Τουλάχιστον μέσω των βιογραφικών που έστελνε. Στα χωράφια μεροκάματα πιο νέος, πού και πού σερβιτόρος («ασταθούς ισορροπίας», μονολογούσε), κανένα ιδιαίτερο στη χάση και στη φέξη. Έτσι μια ζωή. Η ζωή η δική του, η πραγματική, όχι εκείνη που εφεύρισκε νέος με τη γραμμούλα στα βιογραφικά που έστελνε σωρηδόν και προκοπή δεν είδε.

Του έμεινε όμως το χούι: κάθε φορά που ξυριζόταν ή έκοβε τα νύχια του, μια εσωτερική ανησυχία τον έσπρωχνε να κάνει γρήγορα μην τυχόν και τον βρει το μοιραίο in medias res (έτσι λατινικά το έλεγε στον εαυτό του, «κουσούρι» από τα μαθήματα Αφηγηματολογίας). Ναφήσει γενειάδα και να γλυτώσει τουλάχιστον από τον έναν μπελά, ούτε λόγος. Τον φαγούριζε.