Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Óscar Sipán: Los niños muertos / Όσκαρ Σιπάν: Τα νεκρά παιδιά

 

Óscar Sipán

Los niños muertos 

No hay puertas ni ventanas para acceder a mis recuerdos. Para poner en orden mi vida, debo arrojar una granada a mi cabeza y jugar a los puzles. Y en mi puzle sentimental está Adriana. Solo allí tengo jurisdicción para acercarme a su cuello o pasear agarrado a su cintura. Caminaba ligeramente de puntillas, con ese andar despreocupado de las maestras rurales y de los operados a corazón abierto. Primero, me enamoré de su voz, rota y dulce, y luego de su encanto. Nos creemos inmortales, seres de diamante y titanio, cuando estamos construidos de un material que se deshace en lágrimas: el yeso. Adriana era de yeso, blanca como los sueños de un albino. 

Cuando la conocí, se estaba muriendo de pena; la arrastraba como la cola de un traje de novia. Había reducido el Universo a una cara. Se arrojaba al río una y otra vez, como un Martín pescador que siempre sacase el mismo pez, y ese pez era un niño muerto. En esta vida, todo es relativo: el cenicero de arcilla –torcido, poroso, mal ejecutado– de un niño muerto es un tesoro de valor incalculable. No hay nada más terrible, más desgarrador, que el diagnóstico de un tumor infantil. A Adriana se le paralizó el porvenir.

Me telefoneaba siempre a la misma hora. A las diez de la mañana, el Teléfono de la Esperanza era un lloradero de princesas desgraciadas que dejaban a sus hijos en la guardería y llamaban para pedir ayuda. Un macadán de historias que contaban la Historia del mundo. El teléfono proporcionaba una intimidad que ni el sexo con desconocidos conseguía, y los voluntarios aliviábamos la soledad de los usuarios escuchando. Para Adriana no era más que otro intento para levantarse. 

El psiquiatra le había recetado toda la paz artificial que había en el mercado, pero su niño muerto siempre regresaba a casa, con su cabeza rapada y sus ojos grandes, sus piezas de tente o sus cuadernos para colorear. Los niños muertos no se añoran, se necesitan desesperadamente. Y esa desesperación niega toda posibilidad de futuro. Los niños muertos te obligan a acampar a la intemperie, en torno a sus tumbas, para pudrirte en vida. Los niños muertos son estrellas lejanas que todavía dan luz, pero que ya no están. Los niños muertos te alejan de Dios, o de la ausencia de Dios, y las mujeres de yeso, como Adriana, se deshacen en lágrimas, huecas por dentro de tanto llorar.

Me había enganchado a Adriana. Cuando no llamaba, recorría las calles en su búsqueda. Hasta que un día rompí la regla más importante, crucé la frontera prohibida, la línea Maginot que toda relación voluntario-usuario nunca debe traspasar: quedé con ella en el mundo real. Al verla entrar por la puerta de la cafetería, supe dos cosas: que la había buscado en todas mis relaciones anteriores y que, despeinada, sería la mujer más hermosa del mundo, es decir, de mi mundo. Las camareras con delantal nos sirvieron pastel de cerezas y un chocolate suizo que parecía magma del Krakatoa. Le tomé la mano y sentí la felicidad en vuelo rasante.

Se vino a vivir a mi casa. La convivencia fue un infierno. Puedes hablarle con ternura a un león, pero no al recuerdo de un niño muerto. Se despertaba gritando en sueños y lloraba sin poder articular palabra. El latido del niño muerto atravesaba todas las dimensiones conocidas; no existían malabares que distrajesen a Adriana del niño muerto. Empezaba a tender la ropa y se quedaba inmóvil, petrificada en un suspiro. Muy pronto descubrí que el niño muerto apenas dejaba espacio para mí.

La culpa lava mal y deja manchas. No debí perder los nervios y dejarla sola aquella tarde, sola con esa corona de espinas que era el niño muerto, y ahora regreso, una y otra vez, y trato de acercarme al arrepentimiento, ese supermercado abierto las veinticuatro horas.


.<>.<>.


Όσκαρ Σιπάν


Τα νεκρά παιδιά 

Δεν υπάρχουν πόρτες ή παράθυρα για να εισέλθω στις αναμνήσεις μου. Για να βάλω σε τάξη τη ζωή μου, πρέπει να ρίξω μια χειροβομβίδα στο κεφάλι μου και έπειτα να συναρμολογήσω το παζλ. Και στο συναισθηματικό μου παζλ βρίσκεται η Αδριάνα. Μόνο εκεί έχω δικαίωμα να αγγίζω το λαιμό της ή να σεργιανίζω πιάνοντάς την από τη μέση. Περπατούσε ελαφρώς στις μύτες των ποδιών, με εκείνο το ανέμελο βάδισμα των δασκάλων της επαρχίας και εκείνων που έχουν κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Πρώτα, ερωτεύτηκα τη φωνή της, σπασμένη και γλυκιά, και έπειτα τη γοητεία της. Πιστεύουμε ότι είμαστε αθάνατοι, πλάσματα από διαμάντι και τιτάνιο, ενώ είμαστε φτιαγμένοι από ένα υλικό που διαλύεται μέσα σε δάκρυα: τον γύψο. Η Αδριάνα ήταν από γύψο, λευκή σαν τα όνειρα ενός αλμπίνου.

Όταν τη γνώρισα, πέθαινε από τον καημό της. τον κουβαλούσε σαν την ουρά ενός νυφικού. Είχε συμπυκνώσει το Σύμπαν σε ένα πρόσωπο. Έπεφτε στο ποτάμι ξανά και ξανά, σαν την αλκυόνη που έπιανε πάντα το ίδιο ψάρι, κι αυτό το ψάρι ήταν ένα νεκρό παιδί. Σε τούτη τη ζωή, τα πάντα είναι σχετικά: το πήλινο σταχτοδοχείο –κυρτό, πορώδες, κακοφτιαγμένο– ενός νεκρού παιδιού είναι θησαυρός ανεκτίμητης αξίας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό, πιο θλιβερό από τη διάγνωση ενός παιδικού όγκου. Το μέλλον της Αδριάνα πάγωσε.

Μου τηλεφωνούσε πάντα την ίδια ώρα. Στις δέκα η ώρα το πρωί, η γραμμή της Ελπίδας[1] ήταν ένα πηγάδι γεμάτο με κλάματα από άτυχες πριγκίπισσες που άφηναν τα παιδιά τους στον παιδικό σταθμό και καλούσαν για να ζητήσουν βοήθεια. Ένα μωσαϊκό από ιστορίες που διηγούνταν την ιστορία του κόσμου. Το τηλέφωνο παρείχε μια οικειότητα που ούτε η ερωτική επαφή με αγνώστους δεν μπορούσε να πετύχει, και οι εθελοντές ανακουφίζαμε τη μοναξιά όσων μας καλούσαν ακούγοντας. Για την Αδριάνα δεν ήταν παρά μια ακόμη απόπειρα να σταθεί στα πόδια της.

Ο ψυχίατρος της είχε συνταγογραφήσει όλη την τεχνητή ηρεμία που κυκλοφορούσε στην αγορά, αλλά το νεκρό παιδί της επέστρεφε πάντα στο σπίτι, με το ξυρισμένο του κεφάλι και τα μεγάλα του μάτια, τα τουβλάκια λέγκο του ή τα μπλόκ ζωγραφικής του. Τα νεκρά παιδιά δεν νοσταλγούνται, τα έχουμε απεγνωσμένα ανάγκη. Και αυτή η απόγνωση στερεί κάθε πιθανότητα για ένα μέλλον. Τα νεκρά παιδιά σε αναγκάζουν να κατασκηνώσεις στην ύπαιθρο, γύρω από τους τάφους τους, για να σαπίσεις εν ζωή. Τα νεκρά παιδιά είναι αστέρια μακρινά που εξακολουθούν να δίνουν φως, αλλά δεν υπάρχουν πια. Τα νεκρά παιδιά σε απομακρύνουν από τον Θεό, ή την ανυπαρξία του Θεού, και οι γυναίκες από γύψο, όπως η Αδριάνα, λιώνουν μέσα στα δάκρυά τους, κούφιες εντός τους από το πολύ κλάμα.

Είχα αγκιστρωθεί στην Αδριάνα. Όταν δεν τηλεφωνούσε, περιπλανιόμουν στους δρόμους αναζητώντας την. Μέχρι που μια μέρα παραβίασα τον πιο σημαντικό κανόνα, διέσχισα τα απαγορευμένα σύνορα, τη γραμμή Μαζινό που δεν πρέπει ποτέ να ξεπεράσει καμία σχέση μεταξύ όσων προσφέρουν εθελοντική εργασία και όσων καλούν: τη συνάντησα στον πραγματικό κόσμο. Όταν την είδα να διαβαίνει την πόρτα της καφετέριας, κατάλαβα δύο πράγματα: ότι την είχα αναζητήσει σε όλες τις προηγούμενες σχέσεις μου και ότι, αχτένιστη, θα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, δηλαδή στον κόσμο μου. Σερβιτόρες με ποδιά μάς σέρβιραν κερασόπιτα και ελβετική σοκολάτα που έμοιαζε με μάγμα από το Κρακατόα. Κράτησα το χέρι της και ένιωσα την ευτυχία να απογειώνεται.

Ήρθε να μείνει στο σπίτι μου. Η συμβίωση ήταν σκέτη κόλαση. Μπορείτε να μιλήσετε με τρυφερότητα σε ένα λιοντάρι, αλλά όχι στη θύμηση ενός νεκρού παιδιού. Ξυπνούσε ουρλιάζοντας στον ύπνο της και έκλαιγε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο χτύπος της καρδιάς του νεκρού παιδιού διαπερνούσε όλες τις γνωστές διαστάσεις. δεν υπήρχαν ζογκλερικά για να αποσπάσουν την προσοχή της Αδριάνα από το νεκρό παιδί. Άρχιζε να απλώνει τα ρούχα και έμενε ακίνητη, πετρωμένη σε έναν αναστεναγμό. Πολύ σύντομα ανακάλυψα ότι το νεκρό παιδί μόλις και μετά βίας άφηνε χώρο για μένα.

Η ενοχή δεν ξεπλένεται καλά και αφήνει λεκέδες. Δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου και να την αφήσω μόνη της εκείνο το απόγευμα, μόνη της με εκείνο το ακάνθινο στεφάνι που ήταν το νεκρό παιδί, και τώρα επιστρέφω, ξανά και ξανά, και προσπαθώ να έρθω πιο κοντά στη μετάνοια, εκείνο το σούπερ μάρκετ που μένει ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.



[1] Η Γραμμή της Ελπίδας (Teléfono de la Esperanza): είναι μια ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός  που ασχολείται με τον εθελοντισμό και την κοινωνική δράση, η οποία προσφέρει δωρεάν μέσω τηλεφώνου  υποστήριξη σε άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, στοχεύοντας στη βελτίωση της συναισθηματικής τους υγείας, (Σ.τ.Μ.).



Μετάφραση: Φωτεινή Μπέκου

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Oscar Sipán γεννήθηκε το 1974 στην Ουέσκα, μια πόλη στη βορειοανατολική Ισπανία κοντά στα Πυρηναία όρη.  Είναι αυτοδίδακτος και πολυβραβευμένος συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων. Το πρώτο του μυθιστόρημα Rompiendo corazones con los dientes δημοσιεύτηκε το 1998. Είναι, επίσης, εκδότης και ιδρυτικός εταίρος της Tropo Editores, όπως και σεναριογράφος πολλών βραβευμένων ταινιών μικρού μήκους. Η ταινία μικρού μήκους Il mondo mio σκηνοθετημένη από τους Javier Estella και José Manuel Fandos βασίζεται στο βιβλίο του Avisos de derrota. Από το 2018 είναι μέλος του δημοτικού συμβουλίου της γενέτειράς του. 

Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος "Μεταφρασεολογία και μετάφραση κειμένων ισπανόφωνης λογοτεχνίας στην ελληνική" που διδάσκει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο ΑΠΘ. 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου