Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Extreme Ways: Πλασμένοι ~Τα Άγια Νήπια ~ Ενοχλητικές Δεσποινίδες ~ [Αφορμές] με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο


[https://www.extremeways.gr/plasmenoi-ta-agia-nipia-enochlitikes-despinides-konstantinos-palaiologos/]

Όπου σήμερα, συζητάμε με τον μεταφραστή και συγγραφέα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με αφορμή τις δουλειές και τα έργα του!

Ανακαλύπτουμε τριάντα τρεις Ενοχλητικές Δεσποινίδες που μας μιλούν για τις γυναίκες αλλά αλλά και για έμφυλους ρόλους.

Μεταφερόμαστε στην Ισπανική Επαρχία της δεκαετίας του 1960 και διαβάζουμε Τα Άγια Νήπια του Μιγκέλ Ντελίμπες.

Εν αρχή όμως ακούμε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να μας μιλά για ένα βιβλίο που άρχισε να γράφεται εδώ και είκοσι χρόνια και δεν σκοπεύει να ολοκληρωθεί. Ο λόγος για τους Πλασμένους του!

 

Πλασμένοι [Αφορμές] – Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – εκδ. Ποταμός

Τα Άγια Νήπια , Μιγκέλ Ντελίμπες – μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – εκδ. Ποταμός

Ενοχλητικές Δεσποινίδες [Λατινοαμερικάνικη γυναικεία μικροαφήγηση και έμφυλοι ρόλοι] – ανθολόγηση: Παναγιώτης Ξουμπλίδης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μαρισόλ Φουέντες – εκδ. Στιγμός


 

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Από τη Γενιά του ’98 στη Generación X. Η ισπανική λογοτεχνία κατά τον 20ό αιώνα

 

Εισαγωγή

 

Από τη Γενιά του ’98 στη Generación X

Η ισπανική λογοτεχνία κατά τον 20ό αιώνα

 

Η ισπανική λογοτεχνία[1], από τα τέλη του 19ου και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα, έζησε, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της, υπό την επιρροή και το βάρος των λεγόμενων «λογοτεχνικών γενεών[2]», των συγγραφέων, δηλαδή, εκείνων τους οποίους η λογοτεχνική εκδοτική και κριτική βιομηχανία ομαδοποίησε (εν τω γίγνεσθαι κυρίως, αλλά, ενίοτε και εκ των υστέρων) βάσει κριτηρίων αισθητικών, θεματολογικών και/ή ηλικιακών.

Από τον ισπανοαμερικάνικο Συμβολισμό [Μodernismo hispanoamericano] του Μανουέλ Ματσάδο ή του πρώιμου έργου του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και του Ραμόν Μαρία ντελ Μπάγε-Ινκλάν, στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ό αιώνα, μέχρι τη Generación X των Ράι Λορίγα, Λουθία Ετσεμπαρία ή Άνχελ Μάνιας, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ισπανοί λογοτέχνες κατατάχτηκαν, εξετάστηκαν και παρουσιάστηκαν, σε όλες σχεδόν τις μελέτες και τις ιστορίες λογοτεχνίας που τους αφορούν, υπό το πρίσμα αυτού του μάλλον αυθαίρετου, αλλά τόσο αναγκαίου για τους μελετητές, κατακερματισμού. Ενδιάμεσα υπήρξαν πολλοί σταθμοί, όπως, ενδεικτικά αναφέρουμε, η Γενιά του ’98 [Generación del ’98] (Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Πίο Μπαρόχα, Αθορίν κ.ά.), η Γενιά του ’14 [Generación del ’14] (Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Ραμόν Πέρεθ ντε Αγιάλα κ.ά.), η Γενιά του ’27 [Generación del ’27] (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Πέδρο Σαλίνας κ.ά.), ο Κοινωνικός ρεαλισμός της δεκαετίας του 1950 [Realismo social de los ’50] στην πεζογραφία (Ιγκνάθιο Αλδεκόα, Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο, Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε κ.ά.) και στην ποίηση (Χάιμε Χιλ ντε Μπιέδμα, Άνχελ Γκονθάλεθ, Χοσέ Άνχελ Βαλέντε κ.ά.), ο Πειραματισμός [Experimentalismo] της δεκαετίας του ’60 (Χουάν Γκοϊτισόλο, Χουάν Μπενέτ κ.ά.), οι Νεότατοι Ποιητές [los Novísimos] (Φέλιξ ντε Αθούα, Λεοπόλδο Μαρία Πανέρο, Άνα Μαρία Μος κ.ά.) της ίδιας δεκαετίας ή οι «Νέοι πεζογράφοι της δεκαετίας του 1980» [los Nuevos Narradores de los 80] (Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα, Χαβιέρ Μαρίας, Χούλιο Γιαμαθάρες, Ρόσα Μοντέρο κ.ά.). Αυτοί ήταν ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς, αλλά υπήρξαν και άλλοι που θα παρουσιάσουμε αναλυτικά στις ενότητες που ακολουθούν.

Οι σκοπιμότητες της χρήσης αυτών των διαχωρισμών είναι πολλές (όσες ίσως και οι αντιρρήσεις απέναντι σε αυτόν τον κατακερματισμό), η σημαντικότερη όμως δεν παύει να είναι η ανάγκη των ιστορικών της λογοτεχνίας να οργανώσουν, πάνω στο χαρτί πάντα, βάσει κάποιων συνήθως αμφιλεγόμενων κριτηρίων (ημερομηνία ή τόπος γέννησης των δημιουργών, λογοτεχνικό ύφος, θεματολογία κ.λπ.) τη λογοτεχνική πραγματικότητα και να κατατάξουν τους συγγραφείς με τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουν να «τιθασεύσουν» και να μελετήσουν ένα φαινόμενο, το λογοτεχνικό, που στην πραγματική του διάσταση ήταν, είναι και θα παραμείνει (ευτυχώς) χαώδες και πολύσημο.

Αναφερθήκαμε, στην αρχή αυτού του κειμένου, στο γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (από το 1993 μέχρι το 1996 περίπου) έγινε η τελευταία μέχρι στιγμής γενικευμένη απόπειρα να «χωρέσουν» κάτω από την ίδια «ετικέτα» μια ομάδα λογοτεχνών που μοιράζονταν κυρίως τα εξής δύο χαρακτηριστικά: ίδια ηλικία και κοινή, πάνω-κάτω, χρονολογία εμφάνισης του πρώτου τους έργου. Μιλάμε για τη Generación X (ονομασία παρμένη από το γνωστό ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντάγκλας Κόπλαντ), τη γενιά, δηλαδή, των συγγραφέων που είχαν γεννηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Στην πραγματικότητα επρόκειτο, και έτσι το καταγράφουν σήμερα οι περισσότεροι μελετητές, για μια διαφημιστική καμπάνια ορισμένων εκδοτικών οίκων που προσπάθησαν να «πουλήσουν» μια λογοτεχνία προκλητική, ριζοσπαστική, γραμμένη από νέους για νέους. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσε η αγορά του βιβλίου να δημιουργήσει θόρυβο γύρω από κάποιους συγγραφείς, με σκοπό να τον εκμεταλλευτεί εμπορικά. Τη δεκαετία του 1980 είχε συμβεί κάτι παρόμοιο με τους νέους πεζογράφους εκείνης την εποχή, με τη διαφορά ότι, στην περίπτωση της Generación X, ήταν όλα πολύ πιο κατευθυνόμενα, υπήρχε λιγότερο ταλέντο και ήταν προφανές ότι γινόταν μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκομίσουν οι εκδοτικοί οίκοι οφέλη από την ευφορία που είχε δημιουργήσει, σε κοινό και κριτικούς, η εμπορική επιτυχία της προηγούμενης γενιάς. Η ερώτηση που απευθύνει, μόλις το 1997, αναφερόμενος στους εκπροσώπους της «Γενιάς Χ», ο έγκριτος λογοτεχνικός κριτικός Fernando Valls [Φερνάντο Βαλς] στους αναγνώστες του μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας El Mundo, νομίζουμε ότι κάνει περιττό οποιοδήποτε άλλο σχόλιο σχετικά με την κατάληξη αυτής της ιστορίας: «Θυμάται κανείς ποιοι ήταν;», (2003: 75).

          Από τότε μέχρι σήμερα –έχει περάσει ένα τέταρτο του αιώνα και πλέον– δεν έχει ξανακουστεί, κατά τρόπο γενικευμένο τουλάχιστον, να γίνεται λόγος για τον εντοπισμό και ανάδειξη μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς. Μα, θα αναρωτηθείτε, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για την ύπαρξη νέων γενεών μέσα στο διαρκώς εναλλασσόμενο λογοτεχνικό τοπίο της Ισπανίας σήμερα; Η απάντηση είναι ότι, φυσικά, υπάρχουν πολλοί συγγραφείς, από εκείνους που πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη της προηγούμενης και στις αρχές της νέας χιλιετίας, οι οποίοι μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως την αίσθηση του χιούμορ ή τη διάθεσή τους να αναμείξουν τα διάφορα λογοτεχνικά είδη, καταλύοντας τους κανόνες τους, αλλά είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μιλήσει κανείς για την ύπαρξη μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς· και αυτό γιατί στη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνική σκηνή, τα νέα ονόματα είναι τόσο πολλά και τόσο ιλιγγιώδης ο ρυθμός εμφάνισής τους, ώστε αυτό το γεγονός καθιστά από μόνο του μάταιη την οποιαδήποτε πρόθεση των μελετητών να οργανώσουν, βάσει γενεών, το αντικείμενο μελέτης τους. Αν στην παραπάνω πραγματικότητα προσθέσουμε τη σταθερά δημιουργική παρουσία εκπροσώπων παλαιότερων γενεών (ο μέσος όρος διάρκειας ζωής, συνεπώς και δημιουργίας, έχει αυξηθεί ραγδαία κατά τις τελευταίες δεκαετίες), τότε αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του πλούτου και του βάθους της σημερινής λογοτεχνικής πραγματικότητας στην Ισπανία. Όπως σημειώνει μάλιστα ο Βαλς (2003: 77), μια λογοτεχνία για να χαρακτηριστεί ισορροπημένη και «φυσιολογική» έχει ανάγκη από την παρουσία συγγραφέων τόσο διαφορετικού ύφους όσο και διαφορετικής ηλικίας και εμπειριών. Άλλωστε η λογοτεχνία δεν είναι τόσο ένας αγώνας ταχύτητας, στον οποίο μετράει η εκρηκτικότητα και το γρήγορο ξεπέταγμα, όσο ένας αγώνας αντοχής που απαιτεί διάρκεια, συνέπεια και υπομονή. Στη ισπανική λογοτεχνική σκηνή των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, συμβιώνουν δημιουργοί γεννημένες/οι τις δεκαετίες του 1980 (όπως οι γεννημένες το 1985 Ελένα Μεδέλ και Μπιμπιάνα Κογιάδο), αλλά ακόμα και του 1990 (όπως η γεννημένη το 1999 Μπεατρίθ Μεροδάν ή η γεννημένη μόλις το 2000 τρανς συγγραφέας Ελίσαμπετ Ντουβάλ) με «μαραθωνοδρόμους» όπως η γεννημένη το 1925 Χούλια Ουθέδα, ο γεννημένος το 1926 Αλφόνσο Σάστρε, ο γεννημένος το 1929 Χοσέ Κορεδόρ Ματέος ή ο γεννημένος το 1930 Αντόνιο Γκάλα. Τους χωρίζουν, από τις προαναφερθείσες συγγραφείς,  περισσότερα από εξήντα χρόνια ζωής και τους ενώνουν αναρίθμητοι συγγραφείς και χιλιάδες έργα που μεσολαβούν από τo θεατρικό κείμενο Uranio 235 του Αλφόνσο Σάστρε (δημοσιευμένο το 1946) μέχρι το Las maravillas, το πρώτο της μυθιστόρημα που παρουσίασε το 2020 η Ελένα Μεδέλ· ονόματα και έργα που συνθέτουν εν πολλοίς το παζλ της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας.

          To παρόν βιβλίο, η πρώτη ιστορία της ισπανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα που γράφεται στα ελληνικά, χωρίζεται σε εννέα (πλην της εισαγωγής) ενότητες. Στην πρώτη από αυτές, εξετάζεται η λογοτεχνική παραγωγή στην Ισπανία κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ακολουθεί μια δεύτερη ενότητα με τα κυριότερα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην Ισπανία στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, του 19ου και του 20ού. Η τρίτη ενότητα αφορά τη σημαντικότερη ποιητική γενιά της Ισπανίας, τη θρυλική Γενιά του ’27. Αμέσως μετά, η τέταρτη ενότητα ασχολείται με τη λογοτεχνία που γράφεται στην Ισπανία υπό το κράτος της σκληρής πολιτικής και εκκλησιαστικής λογοκρισίας που είχε επιβάλει στη χώρα το φρανκικό καθεστώς, αλλά και με τη λογοτεχνία που παράγεται από τους (αυτο)εξόριστους ισπανούς συγγραφείς στο εξωτερικό. Η πέμπτη ενότητα πραγματεύεται τη λογοτεχνία στην Ισπανία από την πτώση του καθεστώτος, το 1975, μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, και, τέλος, η έκτη ενότητα αποτολμά μια πρώτη επιγραμματική προσέγγιση στο ισπανικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι των αρχών του 21ου αιώνα. Κάθε μία από τις έξι προαναφερθείσες ενότητες συνοδεύεται από παράρτημα με «Λογοτεχνικά κείμενα» (στο πρωτότυπο και σε μετάφραση) της περιόδου που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση. Στα εν λόγω παραρτήματα ανθολογούνται κείμενα 63 συγγραφέων, από τη Ροσαλία ντε Κάστρο μέχρι τη Σάρα Μέσα, από τον Λεοπόλδο Άλας μέχρι τον Μανουέλ Βίλας. 

Το βιβλίο το ολοκληρώνουν τρεις ακόμα, ιδιαιτέρως κατατοπιστικές και χρηστικές, για όλους εκείνους και εκείνες που ενδιαφέρονται για την ισπανική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, ενότητες: μία πρώτη, υπό τον τίτλο «Ενδεικτική Βιβλιογραφία», με τις σημαντικότερες ιστορίες ισπανικής λογοτεχνίας της χρονικής περιόδου που μας αφορά· ακολουθεί ένα λεπτομερές «Χρονολόγιο» της ισπανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα στο οποίο αναγράφονται, κατ’ έτος, οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου των σημαντικότερων δημιουργών, οι σπουδαιότεροι τίτλοι σε όλα τα λογοτεχνικά είδη και οι τιμηθέντες με τα κυριότερα λογοτεχνικά βραβεία (Νομπέλ, Θερβάντες, Εθνικό Βραβείο των Ισπανικών Γραμμάτων κ.λπ.)· τέλος, ακολουθεί ένα πολύ βοηθητικό, για τον εντοπισμό εντός του βιβλίου των αναφορών που γίνονται σε κάθε συγγραφέα, «Ευρετήριο ονομάτων συγγραφέων», με 317 ονόματα δημιουργών κατά αλφαβητική σειρά.        

 


[1] Ως τέτοια αντιλαμβανόμαστε, στο παρόν βιβλίο, τη λογοτεχνία που γράφεται από ισπανούς ή πολιτογραφημένους ισπανούς συγγραφείς σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες και διαλέκτους του ισπανικού κράτους.

[2] Η έννοια της «Γενεάς» εισάγεται στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες από τον Ογκίστ Κοντ κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ως ένας έγκυρος τρόπος αντίληψης και ερμηνείας της ανάπτυξης και της εξέλιξης μιας κοινωνίας. Ο εν λόγω όρος, στα τέλη του ίδιου αιώνα, εισάγεται στο ισπανικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι από στοχαστές του αναστήματος του Γκαμπριέλ Μάουρα ή του Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ, και χρησιμεύει για να καταδείξει την είσοδο στην ιστορία κάποιων ομάδων με σχετική συνοχή που, κατά τη διάρκεια μικρών συνήθως χρονικών περιόδων, δίνουν με σχετικά κοινό τρόπο διάφορες μαρτυρίες για την πραγματικότητα της εποχής τους.


Το παρόν κείμενο αποτελεί την Εισαγωγή της Ιστορίας και Ανθολογίου κειμένων της Σύγχρονης Ισπανικής Λογοτεχνίας (20ός αιώνας), του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2022 από τις Εκδόσεις Πεδίο.




Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Βιβλιοκριτική του Άρη Σφακιανάκη για Τα Άγια Νήπια του Miguel Delibes

 

Athens Voice, τεύχος 811, 13.01.2022

 

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Τα άγια νήπια» του Μιγκέλ Ντελίμπες, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Ποταμός.

 

Πριν δύο εβδομάδες επιβιβάστηκα σε καινούργιο Airbus της Skyexpress (όχι, το παρόν κείμενο δεν αποτελεί πληρωμένη διαφήμιση) και πέταξα για τη Θεσσαλονίκη –άλλοι τη λένε Νύφη του βορρά, αλλά νύφη τίνος, αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ–, καθώς επρόκειτο να παρουσιάσω το τελευταίο μου βιβλίο, τη «Σκιά του Κυβερνήτη», σε κάποιο μπαράκι ονόματι Σάρωθρον παρέα με την Ηρώ Σκάρου που θα παρουσίαζε κι εκείνη την ίδια ώρα το δικό της («Η ζωή όπως είναι», ο τίτλος του), κι όταν φτάσαμε είπαμε να κάνουμε μια βόλτα από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου που είναι αγαπημένος τόπος κάθε βιβλιόφιλου αλλά που πέρυσι δεν είχε γίνει λόγω του γνωστού μας πλέον Covid –που δυστυχώς, συνεχίζεται–, πήγαμε λοιπόν στην Έκθεση Βιβλίου, δείξαμε τα πιστοποιητικά εμβολιασμού στην είσοδο, μπήκαμε ευσύνοπτα κι αντικρίσαμε –ωιμέ– την Έρημη Χώρα του Έλιοτ, διότι πού στην ευχή ήταν οι επισκέπτες; πού ο συνωστισμός; πού τα περίπτερα των μεγάλων εκδοτών της Αθήνας; αυτό είχε βέβαια κι ένα καλό, επειδή μπορέσαμε να μιλήσουμε με όσους τολμητίες εκδότες αψήφησαν τα νούμερα της διασποράς του Covid, έφτασαν στην Θεσσαλονίκη, κι έστησαν στον αγαπημένο χώρο της Έκθεσης τα περίπτερά τους που μπορεί μεν τώρα που περιδιαβαίναμε να μην είχαν κόσμο, ωστόσο έτσι μπορέσαμε εμείς οι φτωχοί και μόνοι συγγραφείς να δούμε με άνεση τους πάγκους με τα βιβλία και να συνομιλήσουμε με τους οικοδεσπότες των περιπτέρων, εννοώ για παράδειγμα τον Νίκο Γκιώνη (εκδ. Πόλις), τον Νίκο Κουφάκη (εκδ. Loggia) ή την πυργοδέσποινα των εκδόσεων Δώμα, πράγμα που έδωσε μια ώθηση στη βόλτα μας γεμίζοντας χάρτινες τσάντες με βιβλία, ώσπου, «Άρη, κι εσύ εδώ;» μια φωνή οικεία, οπότε βλέπω την Αναστασία Λαμπρία που έχει τις εκδόσεις Ποταμός, πλησιάζω και συζητάμε λίγο για τη θλιβερή εικόνα της άδειας έκθεσης και σκέφτομαι πως το ίδιο άδεια θα είναι κι η παρουσίαση του βιβλίου μου εκείνο το βράδυ –στο οποίο δεν έπεσα έξω– κι η Αναστασία μού προτείνει τρία βιβλία της, τα παίρνω κι αυτά (δεν είχα γλιστρήσει ακόμα στην Τσιμισκή να σπάσω το χέρι μου), αρχίζω να διαβάζω το ένα έξω από ένα καφενεδάκι στη σκιά του Αγίου Δημητρίου (όπου μπήκα να ανάψω ένα κερί) και θέλω να σας το προτείνω εδώ με τη σειρά μου γιατί ξέρω ότι αγαπάτε την καλή λογοτεχνία και γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

 

Μόλις έβαλα μια τελεία στο κείμενό μου. Επιχείρησα να ακολουθήσω τον ρυθμό του συγγραφέα. Πράγμα δύσκολο – εννοώ να γράφεις χωρίς τελείες. Όμως εκείνος το κάνει εξαιρετικά. Εννοώ ο Ισπανός συγγραφέας, ο Μιγκέλ Ντελίμπες, στο βιβλίο του «Τα άγια νήπια». Το οποίο μετέφρασε άξια ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και εύγε του.

 

Τα άγια νήπια είναι πλάσματα που τα αδίκησε η φύση, που το μυαλό τους μοιάζει κάπως πειραγμένο (δεν ξέρω πώς να το θέσω στην εποχή της πολιτικής ορθότητας που ζούμε), που όμως φωτισμένα από τη συγγραφική δεξιοτεχνία του Ντελίμπες γίνονται θεία βρέφη.

 

Εσείς που θεωρείτε (κι εγώ ανάμεσά σας) τη «Βουή και το πάθος» ως το καλύτερο βιβλίο του Φόκνερ, οφείλετε οπωσδήποτε στον εαυτό σας «Τα άγια νήπια», του Ντελίμπες.

 

«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/book/738984-ta-agia-nipia-toy-migkel-ntelimpes»

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συζητά με την Άντια Αδαμίδου για τοβιβλιο.net

 



Άντια Αδαμίδου | Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

- 10.01.2022 -

"

Ο Καθηγητής του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

συζητά με την Άντια Αδαμίδου

[https://tovivlio.net/%ce%b5%ce%af%ce%bc%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b9%cf%83%ce%b9%cf%8c%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%bf%cf%82-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b5%ce%bb%ce%b8%cf%8c%ce%bd-%ce%ac/]

σ-

Συχνά επικρατεί η άποψη ότι ο ακαδημαϊκός κόσμος μοιάζει δυσνόητος και εξαιρετικά απομακρυσμένος από τον μέσο πολίτη αλλά και από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τα πολλά και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα του εκάστοτε ακαδημαϊκού μάς είναι πολλές φορές παντελώς άγνωστα, ενώ εξίσου δύσκολο είναι να τα εξηγήσουμε ή ακόμη και να τα εντοπίσουμε σε διάφορες πτυχές ή στιγμές της καθημερινότητάς μας.

Η τέχνη και ταυτόχρονα η επιστήμη της μετάφρασης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, καθώς τα νέα δεδομένα και η αδιάκοπη εξέλιξη τους, «αναγκάζουν» αθόρυβα και διακριτικά τον κάθε πολίτη οποιασδήποτε χώρας να έρχεται σε επαφή με δεκάδες γλώσσες, ηθελημένα ή όχι. Ο μεταφραστής δε, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος δύο (ή και περισσοτέρων) ξένων πολιτισμών και ταυτόχρονα ως διπλωμάτης, ο οποίος προσπαθεί να μεταφέρει νοήματα, διατηρώντας πάντοτε μια ουδέτερη και εξαιρετικά διακριτική στάση.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Καθηγητής Μεταφρασεολογίας του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, όντας και ο ίδιος μεταφραστής από την ισπανική και καταλανική γλώσσα, γνωρίζει πολύ καλά τόσο την προσφορά της μετάφρασης στον παγκόσμιο πολιτισμό όσο και τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μεταφραστής, ένας αναγνώστης λογοτεχνικών κειμένων και φυσικά ένας φοιτητής και μελλοντικός επιστήμονας.

Κ. Παλαιολόγε, είναι γεγονός πως η αξία της μετάφρασης είναι αναγνωρισμένη πια σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Τι ισχύει όμως για την λογοτεχνική μετάφραση συγκεκριμένα και ιδίως στην Ελλάδα;

Την εποχή που δυνητικά οι πάντες (και οι πάσες) μπορούν να επικοινωνήσουν με τους πάντες (και τις πάσες), νομοτελειακά θα αναγνωριζόταν και η αξία της (ενδογλωσσικής, διαγλωσσικής ή διασημειωτικής) μετάφρασης. Φυσικά, άλλο επίπεδο συζήτησης είναι αν εκτός από το να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, οι χρήστες διαφορετικών γλωσσικών κωδίκων μπορούν κιόλας να συνεννοηθούν με τη βοήθεια της μετάφρασης, αλλά ας το αφήσουμε παράμερα αυτό. Στο εν λόγω πλαίσιο εντάσσεται και η λογοτεχνική μετάφραση, δίχως την οποία δεν θα υπήρχε η «παγκόσμια λογοτεχνία», η δυνατότητα, δηλαδή, να διαβάζουμε λογοτεχνικά έργα από γλώσσες που δεν κατέχουμε. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που εισάγουν πολύ ξενόγλωσση λογοτεχνία σε μετάφραση (πάνω από το 50% των τίτλων) και έχει ολοένα καλύτερους και πιο καταρτισμένους μεταφραστές και μεταφράστριες.

Ισπανόφωνη και ελληνόφωνη λογοτεχνία. Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει άραγε ομοιότητες ανάμεσα στους πολιτισμούς που θα του προκαλέσουν το ενδιαφέρον για ανάγνωση; Από την άλλη, μήπως ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να «χαθεί» στη μετάφραση;

Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι οι δύο λογοτεχνίες που αναφέρετε δεν συγκρίνονται σε αρκετά επίπεδα. Η πρώτη είναι μια λογοτεχνία που γράφεται σε μία γλώσσα η οποία ομιλείται σε 23 χώρες και τρεις ηπείρους από 400 εκατομμύρια ανθρώπους, και η άλλη σε 2 χώρες από 12 εκατομμύρια ανθρώπους. Θέλω με αυτό να πω ότι ο ελληνόφωνος αναγνώστης θα ανακαλύψει στην ισπανόγραφη λογοτεχνία πολλούς περισσότερους κόσμους από όσους ο ισπανόφωνος στην ελληνόγραφη. Το ενδιαφέρον, τώρα, ενός λογοτεχνικού έργου, ακόμα και όχι ιδιαίτερα καλογραμμένου, είναι δεδομένο για εμένα, όπως και οι «απώλειες» κατά τη μετάφρασή του (και τα αντίστοιχα «κέρδη»). Η λογοτεχνική μετάφραση είναι ένα παιχνίδι ευαίσθητων ισορροπιών και θέλει καλό αφτί από όλους τους συντελεστές της, άρα και από τους αναγνώστες

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μπορεί κανείς να ανακαλύψει μελετώντας τους σύγχρονους ή και τους παλαιότερους κλασσικούς ισπανόφωνους λογοτέχνες;

Δύσκολη ερώτηση, θα γράψω το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό: η αγάπη για τη ζωή εν ελευθερία.

Διδάσκετε στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Παρατηρώντας τους φοιτητές σας επί τω έργω, αντικρύζετε τους μεταφραστές ή/και τους λογοτέχνες του μέλλοντος;

Αντικρύζω τους ανθρώπους του μέλλοντος και αυτό είναι αρκετό. Ναι, κάποιες και κάποιοι από τις/τους παλιές/ούς μου φοιτήτριες/φοιτητές έχουν γίνει πλέον μεταφράστριες/ές και λογοτέχνες. Διαβάζω τα έργα τους πάντα με καμάρι και προσμένω τις επόμενες φουρνιές δημιουργών (σε όλα τα περιβάλλοντα).

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία προσπαθείτε να καλλιεργήσετε στους φοιτητές σας μέσω των μαθημάτων σας;

Να μάθουν να συνεργάζονται, να ζητούν και να δίνουν βοήθεια και να σέβονται τις δουλειές τις δικές τους και των άλλων.

Σε προσωπικό επίπεδο, ποια είναι η προσφορά της μετάφρασης στη ζωή σας και ποιο το σπουδαιότερο μάθημα που έχετε αποκομίσει από το άκρως πνευματικό αυτό επάγγελμα;

Η μετάφραση με βοηθάει να ισορροπώ, και μου έχει μάθει να ακούω, να συγκεντρώνομαι και να συνεργάζομαι.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη δυσκολία που καλείται να αντιμετωπίσει ένας μεταφραστής του σήμερα;

Οι μεταφράστριες και οι μεταφραστές του σήμερα έχουν ένα μεγάλο πρόβλημα: τη βιασύνη (όλα πρέπει να γίνουν χθες…). Και ένα ακόμα μεγαλύτερο: τις αμοιβές τους (είναι αδύνατον να ζήσουν από τη μετάφραση αν δεν δουλεύουν… με βιασύνη).

Τέλος, οι αλλεπάλληλες κρίσεις που αντιμετωπίζουμε τις τελευταίες δεκαετίες, πιστεύετε πως θέτουν σε κίνδυνο τη λογοτεχνία, την τέχνη και τον πολιτισμό, γενικότερα; Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;

Είμαι απαισιόδοξος με το… παρελθόν, άρα μόνο στο μέλλον μπορώ (βλακωδώς, ίσως) να ελπίζω. Ο πολιτισμός, η τέχνη, η λογοτεχνία, η μετάφραση θα εκλείψουν όταν εκλείψει ο άνθρωπος, άρα δεν κινδυνεύουν από καμία κρίση, απλώς τις αποτυπώνουν και τρέφονται από αυτές.

Αυτή η συνύπαρξη και ενασχόληση του ανθρώπου με κάθε λογής πνευματική δραστηριότητα είναι αυτή που μας επιτρέπει όλους λίγο-πολύ να δούμε την μελλοντική μας πορεία υπό το πρίσμα της αισιοδοξίας. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε πως ο πολιτισμός έχει αποδείξει έμπρακτα τη δυναμική του ανά τους αιώνες και πως όσο υπάρχουν ένθερμοι υποστηρικτές του, ο κόσμος μας δεν έχει τίποτε απολύτως να φοβηθεί.

Σας ευχαριστούμε κ. Παλαιολόγε για την πολύτιμη συμβολή σας,

στη μετάφραση,

στη λογοτεχνία,

στον πολιτισμό

αλλά και στην εκπαίδευση της χώρας μας. 

_

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είναι Καθηγητής του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ με γνωστικό αντικείμενο την Εφαρμοσμένη Μεταφρασεολογία και Ειδικό Αντικείμενο την Ισπανική Λογοτεχνία.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Luis García Montero: ένα ποίημα για την Αlmudena, τρεις μεταφράσεις

 

Λουίς Γκαρθία Μοντέρο: ένα ποίημα για την Αλμουδένα

 

του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Στις 27 Νοεμβρίου 2021 απεβίωσε, στα 61 της χρόνια, εξαιτίας ενός καρκίνου, η πολύ σημαντική ισπανίδα συγγραφέας Αλμουδένα Γκράντες [Almudena Grandes], δημιουργός, μεταξύ πολλών άλλων, του μυθιστορήματος Malena es un nombre de tango [Μαλένα είναι το όνομα ενός τάνγκο, Εκδόσεις Πατάκης, μτφρ. Λήδα Παλλαντίου].

        H συγγραφέας υπήρξε σύντροφος ενός από τους σπουδαίους ποιητές της Ισπανίας σήμερα, του Γραναδίνου Λουίς Γκαρθία Μοντέρο [Luis García Montero]. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1992, όταν εκείνη ήταν 32 χρονών και ζούσε στη Μαδρίτη, παντρεμένη και με έναν γιο, τον Μάουρο· και εκείνος 34, κάτοικος Γρανάδας, επίσης παντρεμένος, με μία κόρη, την Ιρένε. Η θυελλώδης σχέση τους, μυστική και «παράνομη» στην αρχή (παντρεύτηκαν το 1996 και απέκτησαν μαζί μία κόρη, την Ελίσα), βρήκε καταφύγιο τους πρώτους μήνες στο σπίτι μιας φίλης της συγγραφέως, στη Μαδρίτη, στην οδό Σάντα Ισαμπέλ. Τις συναντήσεις εκείνες αποτύπωσε ο Λουίς σε ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, που φέρει τον τίτλο «La ciudad de agosto».

To ποίημα αυτό διαβάσαμε, αναλύσαμε και μεταφράσαμε στα ελληνικά με τρεις μεταπτυχιακούς φοιτητές του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, «Μετάφραση – Διερμηνεία» κατά το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2021/22. Ακολουθούν το ποίημα και οι τρεις εκδοχές του στα ελληνικά. Πριν, όμως, κλείνοντας αυτό το εισαγωγικό σημείωμα, τίποτα καλύτερο από τα λόγια του ποιητή καθώς αποχαιρετούσε την Αλμουδένα: «Είχα την τύχη να ζήσω σχεδόν 30 χρόνια με τον έρωτα της ζωής μου, όταν υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν δίχως καν να τον έχουν γνωρίσει».  

 

>.<>.<

 

Luis García Montero

 

La ciudad de agosto

 

Estoy en la ciudad del calor soportado,

en la ciudad que vive a ritmo de transbordo.

Calle Santa Isabel, número 19,

donde acuden los taxis con mirada

de perro cazador

y la escalera tiene voluntad

de mano que se cierra,

de mano que se cierra porque esconde

por ejemplo una joya,

una esmeralda de color memoria,

un sueño que se quiere defender,

como dos cuerpos se defienden cuando están abrazados,

como dos cuerpos que se aman

con una minuciosa voluntad de tormenta,

como dos cuerpos que ya saben

la hora que jamás olvidarán,

el caribe metálico de los ventiladores,

la sombra de sus aspas en el techo,

o las huellas azules,

las alas del avión que vuelve a irse,

en la ciudad de agosto,

en un piso segundo,

en un rincón del viento.

 

>.<>.<

Λουίς Γκαρθία Μοντέρο

 

Η αυγουστιάτικη πόλη

 

Βρίσκομαι στην πόλη της ευκολοβάσταχτης ζέστης,

στην πόλη που ζει στο ρυθμό της μετεπιβίβασης.

Οδός Σάντα Ισαβέλ, αριθμός 19,

εκεί που τα ταξί σπεύδουν με βλέμμα

κυνηγόσκυλου

και η σκάλα έχει τη θέληση

ενός χεριού που κλείνει,

ενός χεριού που κλείνει γιατί κρύβει

παραδείγματος χάριν ένα κόσμημα,

ένα σμαράγδι στο χρώμα της μνήμης,

ένα όνειρο που θέλει να προστατέψει εαυτόν,

σαν δύο σώματα που αλληλοπροστατεύονται όταν είναι αγκαλιασμένα,

σαν δύο σώματα που κάνουν έρωτα

με μια λεπτολόγο θέληση καταιγίδας,

σαν δύο σώματα που ήδη γνωρίζουν

την ώρα που δεν θα ξεχάσουν ποτέ,

το μεταλλικό τυρκουάζ των ανεμιστήρων,

τη σκιά των πτερυγίων τους στο ταβάνι,

ή τα μπλε αποτυπώματα,

τα φτερά του αεροπλάνου που ξαναφεύγει,

στην αυγουστιάτικη πόλη,

σε κάποιον δεύτερο όροφο,

σε κάποια γωνιά του ανέμου.

 

Μετάφραση: Παναγιώτης Αράπογλου

 

>.<>.<

Λουίς Γκαρθία Μοντέρο

 

Η αυγουστιάτικη πόλη

 

Βρίσκομαι στην πόλη της υποφερτής ζέστης,

στην πόλη που ζει σε ρυθμούς μετεπιβίβασης.

Οδός Σάντα Ισαμπέλ 19,

όπου τα ταξί πηγαινοέρχονται κοιτώντας

σαν κυνηγόσκυλα

και η σκάλα έχει τη θέληση

ενός χεριού που κλείνει σφιχτά,

ενός χεριού που κλείνει σφιχτά επειδή κρύβει

για παράδειγμα ένα κόσμημα,

ένα σμαράγδι στο χρώμα της μνήμης,

ένα όνειρο που θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του,

όπως δύο σώματα προστατεύονται όταν αγκαλιάζονται,

όπως δύο σώματα που αγαπιούνται

με μια σχολαστική θέληση καταιγίδας,

σαν δύο σώματα που ήδη γνωρίζουν

την ώρα που δεν θα ξεχάσουν ποτέ,

το γαλαζοπράσινο μέταλλο από τους ανεμιστήρες,

τη σκιά από τα πτερύγιά τους στο ταβάνι,

ή τα μπλε αποτυπώματα,

τα φτερά του αεροπλάνου που φεύγει γι’ άλλη μια φορά,

στην αυγουστιάτικη πόλη,

σε κάποιον δεύτερο όροφο,

σε κάποια γωνιά του ανέμου.

 

Μετάφραση: Μιχάλης Λάγγας

 

>.<>.<

Λουίς Γκαρθία Μοντέρο

 

Η αυγουστιάτικη πόλη

 

Βρίσκομαι στην πόλη της υποφερτής ζέστης,

στην πόλη που ζει σε ρυθμό μετεπιβίβασης.

Οδός Santa Isabel, αριθμός 19,

εκεί όπου τα ταξί διαδέχονται το ένα τ’ άλλο, με βλέμμα

κυνηγόσκυλου

και η σκάλα έχει τη βούληση

μιας παλάμης που κλείνει,

μιας παλάμης που κλείνει επειδή κρύβει

για παράδειγμα ένα κόσμημα,

ένα σμαράγδι στο χρώμα της μνήμης,

ένα όνειρο που θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του,

όπως δύο σώματα αλληλοπροστατεύονται όταν είναι αγκαλιασμένα,

όπως δύο σώματα που αγαπιούνται

με μια σχολαστική βούληση καταιγίδας,

όπως δύο σώματα που ήδη γνωρίζουν

την ώρα που δε θα ξεχάσουν ποτέ,

το γαλαζοπράσινο μέταλλο του ανεμιστήρα,

τη σκιά των πτερυγίων του στο ταβάνι,

ή τα μπλε αποτυπώματα,

τα φτερά του αεροπλάνου που αναχωρεί και πάλι,

στην αυγουστιάτικη πόλη,

σ’ έναν δεύτερο όροφο,

σε μια γωνιά του ανέμου.

 

Μετάφραση: Σταυρούλα Νικηφορίδου



Book Press, 10/01/22