Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Manuel Vilas HISTORIA DE ESPAÑA / Mανουέλ Βίλας ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

 Manuel Vilas


HISTORIA DE ESPAÑA 

 

Pobre fue mi padre,

muy pobre,

y el padre de mi padre

y pobre soy yo.

 

Nunca supimos qué era tener

ni por qué éramos pobres

si otros no lo eran.

 

No tuvimos nada,

absolutamente nada

ninguno de los tres.

 

Nos pasamos la vida

viendo cómo se enriquecían los otros.

 

No tener nada mata la sangre aquí,

en España, y no te quitas el olor a pobre nunca,

y acaban convirtiendo tu pobreza

en culpabilidad, todo un arte moral.

 

Pobres y culpables,

el padre de mi padre,

mi padre

y yo.

 

>.<>.<


Mανουέλ Βίλας


ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ  

 

Φτωχός ήταν ο πατέρας μου,

πολύ φτωχός,

και ο πατέρας του πατέρα μου,

και φτωχός είμαι κι εγώ.

 

Ποτέ δεν μάθαμε πώς είναι να κατέχεις

μήτε γιατί ήμαστε εμείς φτωχοί

ενώ άλλοι δεν ήταν.

 

Δεν είχαμε τίποτα,

απολύτως τίποτα

κανείς από τους τρεις μας.

 

Περάσαμε τη ζωή μας

βλέποντας πώς πλούτιζαν οι άλλοι.

 

Το να μην έχεις τίποτα σκοτώνει το αίμα εδώ,

στην Ισπανία, και δεν ξεφορτώνεσαι ποτέ τη μυρωδιά της φτώχειας,

και καταλήγουν να μετατρέψουν τη φτώχεια σου σε ενοχή, 

η τέχνη της ηθικής με τα όλα της.

 

Φτωχοί και ένοχοι,

ο πατέρας του πατέρα μου,

ο πατέρας μου

κι εγώ.

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



 

Ο Manuel Vilas γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Αραγωνίας και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανούς λογοτέχνες. Το 2018, το μυθιστόρημά του Ordesa θεωρήθηκε από λογοτεχνικούς κριτικούς ως το καλύτερο ισπανικό μυθιστόρημα εκείνης της χρονιάς.


Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Βιβλιοκριτική του Corto Maltese για το Ασημένιες σφαίρες του Élmer Mendoza

 

Ότι καλύτερο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό σε αστυνομικό νουάρΦόντο το σύγχρονο Μεξικό, με τους Ναρκοβαρόνους, τους Διεφθαρμένους πολιτικούς και αστυνομικούς να συναποτελούν ένα σαθρό σύμπλεγμα αλληλοεξαρτόμενων συμφερόντων.

Μοντέρνος αφηγηματικός τρόπους, που αρκετές φορές μπορεί να ξενίζει τον αναγνώστη, αλλά βοηθάει τόσο πολύ στην δημιουργία του κατάλληλου νουάρ-παραισθησιογόνου κλίματος.

Ο Ντετέκτιβ (o ζερβοχέρης Μεντιέτα) καταρρακωμένος επειδή τον εγκατάλειψε η γυναίκα (femme fatale) που αγάπησε, με την συμβολή του ψυχοθεραπευτή του προσπαθεί να βάλει σε τάξη το προσωπικό τους χάος και να βρει τον δολοφόνο ενός αμφισεξουαλικού δικηγόρου.

Τα εμπόδια που συναντά πολλά και από διαφορετικές μεριές, οι ύποπτοι-υποψήφιοι δολοφόνοι αρκετοί και όλη η έρευνα δείχνει να καταλήγει σε φιάσκο, ο Μεντιέτα φτάνει συνεχώς κοντά στην λύση αλλά εκείνη απομακρύνεται από αυτόν... Μήπως όμως τελικά το κόστος της αλήθειας κάποιες φορές είναι δυσβάστακτο;

Ένα μεταμοντέρνο νουάρ που αξίζει να διαβαστεί από όλους τους φαν του είδους.


https://www.goodreads.com/book/show/22927057

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Σημείωμα του Αριστοτέλη Σαΐνη για το Εκείνη μπήκε από το παράθυρο του μπάνιου του Élmer Mendoza

Το αστυνομικό αφήγημα, στις διάφορες εκδοχές του, συνεχίζει να εξελίσσεται και, αναβαθμισμένο εκδοτικά, γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία. Από την πληθωρική και φέτος νουάρ εκδοτική παραγωγή του πρώτου εξαμήνου του 2022 επιλέξαμε και παρουσιάζουμε, ομαδοποιημένα, αξιανάγνωστα βιβλία κάθε είδους.


[...]


Κοινωνικοπολιτικά νουάρ από τη Λατινική Αμερική

Στο αιματοβαμμένο Μπουένος Αϊρες της δικτατορίας του Βιδέλα ένας «καθαρός» νεαρός αστυνομικός αναλαμβάνει να κλείσει την υπόθεση της αυτοκτονίας ενός πρώην ναζί στην εξαιρετική ντοκουμενταρισμένη Σκευωρία των μετρίων (μτφρ. Α. Καμπύλη, Carnivora) του Αργεντινού Eρνέστο Μάγιο, που μπολιάζει έντεχνα την αστυνομική ιστορία στον πολιτικοκοινωνικό καμβά. Ο αρχηγός μιας αδίστακτης ομάδας πρώην στρατιωτικών που εμπλέκονται σε εμπόριο ναρκωτικών αποφυλακίζεται και ζητά εκδίκηση και ο αστυνομικός επιθεωρητής Ζερβοχέρης Μεντιέτα σε νέες περιπέτειες, στην επιστροφή του στιλίστα Μεξικανού καθηγητή λογοτεχνίας Έλμερ Μεντόσα (Εκείνη μπήκε από το παράθυρο του μπάνιου, μτφρ. Κ. Παλαιολόγος, 21ος αιώνας).


[...]


H Εφημερίδα των Συντακτών, 16 Ιουλίου 2022

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Un poema de Luis Sepúlveda / Ένα ποίημα του Λουίς Σεπούλβεδα

 

Frente al retrato de Sandino en Nicaragua

De usted, General, yo no sabía

nada más que detalles consignados

en un viejo retrato

que estuvo siempre junto a la pistola

de un hombre anónimo: mi padre.

 

La historia llegó tarde a nuestros pueblos,

su nombre fue escondido

debajo de leyendas anodinas

y oficios que nos fueron imponiendo

a punta del insulto y de la lágrima.

 

Aquello para mí era un enigma,

ese retrato viejo y desteñido

en donde aparecía con un sombrero grande

y un Smith & Wesson en el cinto.

 

Usted era un misterio por entonces,

mientras leía los cuentos que nunca he terminado

pues tumbaban la puerta de mi casa

en busca de mi padre, perseguido,

apenas empezaba.

 

Más tarde llegarían las respuestas,

cuando fuimos alzándonos:

usted era Sandino, un guerrillero.

 

Y mi padre tampoco sabía suficiente

ni de usted, de su historia ni su patria.

Le bastaba tan solo su presencia

y por eso el retrato

aparecía junto a la pistola,

la camisa, los documentos listos

para poder quemarse.

 

Mi Patria, General, está muy lejos

y es como una aguja luminosa

que clava su espolón sobre los hielos

que recorren su andina barricada.

 

Mi Pueblo, General, está muy cerca,

en mi verso de tierra masacrada.

Mi gente, General, también combate

y curan en silencio las heridas

que abrió aquella traición en ese Chile.

Mi canto, General, hoy le saluda

y se cierra mi puño emocionado.

Su pueblo me recibe como hermano

y mi verso se llena de fusiles

al tiempo que un destino rojinegro

lanza al aire los sueños, las banderas.

(Managua. Libertad. Enero, 1980)

 

Μπροστά στην προσωπογραφία του Σαντίνο στη Νικαράγουα

Για εσάς, Στρατηγέ μου, δεν γνώριζα

τίποτα πέρα από όσα αναγράφονταν

σε μια παλιά φωτογραφία σας

που βρισκόταν πάντα δίπλα στο πιστόλι

ενός ανώνυμου άντρα: του πατέρα μου.

 

Η ιστορία έφτασε αργά στους λαούς μας,

το όνομά σας έμεινε κρυμμένο

κάτω από ανώδυνους θρύλους

και επαγγέλματα που μας επέβαλαν

με τη χρήση ύβρεων και δακρύων.

 

Για μένα αποτελούσε ένα αίνιγμα,

εκείνη η παλιά και ξεθωριασμένη φωτογραφία

στην οποία εμφανιζόσασταν μ’ ένα μεγάλο σομπρέρο

κι ένα Smith & Wesson στη ζώνη.

 

Ήσαστε ένα μυστήριο εκείνη την εποχή,

καθώς διάβαζα τα παραμύθια που δεν τελείωσα ποτέ

αφού έριχναν κάτω την πόρτα του σπιτικού μου

ψάχνοντας για τον πατέρα μου, τον κυνηγημένο,

μόλις τα άρχιζα.

 

Αργότερα θα ερχόντουσαν οι απαντήσεις,

όταν αρχίσαμε να ξεσηκωνόμαστε:

εσείς ήσαστε ο Σαντίνο, ένας αντάρτης.

 

Ούτε ο πατέρας μου γνώριζε αρκετά

για εσάς, για την ιστορία σας, για την πατρίδα σας.

Του αρκούσε απλώς η παρουσία σας

γι’ αυτό η φωτογραφία σας

βρισκόταν δίπλα στο πιστόλι του,

το πουκάμισό του και τα έγγραφα

έτοιμα για να καούν.

 

Η Πατρίδα μου, Στρατηγέ μου, βρίσκεται πολύ μακριά

και είναι σαν μια φωτεινή βελόνα

που καρφώνει την ακίδα της στους πάγους

που διατρέχουν το οδόφραγμα των Άνδεών της.

 

Ο Λαός μου, Στρατηγέ μου, βρίσκεται πολύ κοντά,

στους στίχους μου από μακελεμένο χώμα.

Οι δικοί μου, Στρατηγέ μου, επίσης μάχονται

και γιατρεύουν σιωπηλά τις πληγές

που άνοιξε εκείνη η προδοσία σ’ εκείνη τη Χιλή.

Το άσμα μου, Στρατηγέ μου, σήμερα σε χαιρετάει

και σφίγγεται η γροθιά μου συγκινημένη.

Ο λαός σας με υποδέχεται ως αδελφό

και οι στίχοι μου γεμίζουν τουφέκια

την ίδια στιγμή που μια κοκκινόμαυρη μοίρα

εκτοξεύει στον αέρα τα όνειρα, τις σημαίες.

 

(Μανάγουα. Ελευθερία. Ιανουάριος, 1980)


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Βιβλιοκριτική του Άγη Αθανασιάδη για τα Τρία λευκά φέρετρα του Antonio Ungar

 

LIBROFILO, a books' aficionado

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2016

posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2016 | Permalink

Τρία λευκά φέρετρα

Οξύτατη πολιτική σάτιρα με στοιχεία θρίλερ και περιπέτειας, συνιστούν τα στοιχεία του θαυμάσιου μυθιστορήματος, ΤΡΙΑ ΛΕΥΚΑ ΦΕΡΕΤΡΑ” (“Tres ataúdes blancos”), του Κολομβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Antonio Ungar (Μπογκοτά, 1974), (Εκδ. Αλεξάνδρεια, μετάφρ. Κ. Παλαιολόγος, σελ. 294). Το βιβλίο, που κέρδισε το βραβείο Premio Heralde του 2010, είναι ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό παιχνίδι, ενδεδυμένο την μορφή μιας καλοκουρδισμένης περιπέτειας που εντυπωσιάζει με την κατασκευή του και παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια εξωφρενική όσο και εφιαλτική ιστορία.

 Ο συγγραφέας τοποθετεί την δράση σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής που ονομάζει, Μιράντα και η οποία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την πατρική του γη, την Κολομβία, μια χαρακτηριστική “μπανανία”. Ο ήρωας (και αφηγητής) της ιστορίας, Χοσέ Καντόνα, είναι ένας ρέμπελος και τελείως αντικοινωνικός τύπος που ζει με τον πατέρα του, παίζοντας κοντραμπάσο και πίνοντας ατελείωτες ποσότητες αλκοόλ καθημερινά. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η  εντυπωσιακή ομοιότητά του με τον ηγέτη της Αντιπολίτευσης Πέδρο Ακίρα, ο οποίος είναι πολύ πιθανόν στις επερχόμενες Προεδρικές εκλογές να ανατρέψει τον επί δεκαετίες δικτάτορα της χώρας, Τομάς δελ Πίτο, εκπρόσωπο της μεγαλοαστικής τάξης και των γαιοκτημόνων. Ο Ακίρα όμως, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες ενός πληρωμένου δολοφόνου και ένας πρώην συμμαθητής του ανύποπτου Χοσέ που είναι το δεξί χέρι του νεκρού πολιτικού, του προτείνει να πάρει τη θέση του, υποδυόμενος τον Ακίρα, ο οποίος ως “επιζήσας” μετά την δολοφονική απόπειρα έχει ακόμα μεγαλύτερες πιθανότητες να κατακτήσει την εξουσία.

 Ο ήρωας μας δέχεται την πρόταση, η οποία βέβαια είναι συγκεκριμένου χρόνου. Το σχέδιο είναι, ο Ακίρα να πάρει τις εκλογές ενώ δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο και αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, να δηλωθεί νεκρός. Τα πράγματα βέβαια, ως συνήθως δεν έρχονται όπως προγραμματίζονται, και ο Χοσέ  από ένας εντελώς στον κόσμο του τύπος, τελείως αδιάφορος προς τα κοινά, ενσωματώνει τον ρόλο που του ανατίθεται και μετατρέπεται σε έναν διαφορετικό Ακίρα χαλώντας το σενάριο και κάνοντας την ιστορία ροντέο με πολλούς νεκρούς, απαγωγές και καταδιώξεις. Οι πολλές ανατροπές της ιστορίας θα συνεχιστούν μέχρι το αινιγματικό φινάλε του μυθιστορήματος.

 “Είναι εντυπωσιακά τα σπίτια των νεόπλουτων στη Σιουδάδ Αμουραγιάδα. Ο δυναμισμός, η πειθαρχία και το πείσμα που επέδειξαν για να εξαπατήσουν, να συσσωρεύσουν πλούτη και να σφαγιάσουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μιράντας αποτυπώνονται σε χλιδάτες οροφές με φατνώματα από γύψο, πολυτελή σιδερένια φιλιγκράν και κατασκευές από ξύλο δρυός που παραπέμπουν στις Χίλιες και μία νύχτες. Η παρομοίωση μ'αυτό το βιβλίο είναι του τουριστικού οδηγού, όχι δικιά μου. Την ώρα που απολαμβάνουμε τις προσόψεις, τις εισόδους, τα πρόστεγα, τα μπαλκόνια (Θεέ μου, κοιτάξτε εδώ υδρορροές, η φράση σχηματίζεται μόνη της στο πάγκρεάς μου) διασχίζει το δρόμο ένα γκρουπ από πάμπλουτους πολίτες. Όλοι τους φορούν άσπρα κεντημένα πουκάμισα, χακί παντελόνια και μικρά ψάθινα καπέλλα: μοιάζουν σαν να έχουν μεταμφιεστεί επί τούτου για μια γιάνκικη ταινία περί Λατινικής Αμερικής. Τριγύρω τους, βουίζοντας σαν σφήκες, περπατούν εκατοντάδες φτωχά παιδιά. Εκατοντάδες που μπορεί να είναι και χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες εκεί, στην κυψέλη από την οποία προέρχονται (στη σφηκοφωλιά).

 Φορούν όλοι τους το λιτό, μινιμαλιστικό συνολάκι της συλλογής φτώχεια καλοκαίρι – καλοκαίρι. Είναι κοκκαλιάρικα, με φουσκωμένες κοιλιές, σκουρόχρωμα, κουρελιάρικα, βρόμικα. Άξιοι εκπρόσωποι της συνομοταξίας τους. Βουίζουν για ένα νόμισαμ. Προερχόμενα από τις χιλιάδες τρώγλες που, ως συνέπεια του πολέμου, εμφανίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια γύρω από τη Σιουδάδ Αμουραγιάδα. Σ'αυτές κατοικούν άνθρωποι που εκδιώχθηκαν από τα αγροκτήματά τους μέσω α)σφαγής, β)πείνας, γ)αρπαγής του αγροκτήματος, δ) άφιξη πολυεθνικής εταιρείας, ε)όλων των προαναφερθέντων, στ)της υπόσχεσης ότι θα έχουν τη χαρά να ζήσουν σε έναν τροπικό παράδεισο, δέκα λεπτά μόλις απόσταση από ένα από τα μαργαριτάρια της αποικιακής αρχιτεκτονικής στην Καραϊβική: τρώγλες που τις κατοικούν όλοι εκείνοι που δεν διαβάζουν, που δεν ψηφίζουν, που δεν έχουν ιδέα ποιός είναι ο Τομάς δελ Πίτο (όλοι εκείνοι που δεν έχουν στον Πίτο μοίρα)."

 Τα “Τρία λευκά φέρετρα” είναι ένα κυνικό και ανατρεπτικά σατυρικό βιβλίο, που έχει το άρωμα του εμβληματικού μυθιστορήματος του Γκ.Γκ.Μάρκες “Το φθινόπωρο του Πατριάρχη”. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος, ακολουθεί μια διαδρομή αυτογνωσίας και ουσιαστικής ενηλικίωσης, συνειδητοποιώντας την πραγματική κατάσταση της χώρας και τα όχι και τόσο ανιδιοτελή σχέδια των συνεργατών του ήρωα που υποδύεται. Θα πραγματοποιήσει την εξέγερσή του προσπαθώντας να ξεσκεπάσει ένα καθεστώς που είναι δυνατότερο από αυτόν, τόσο δυνατό που το συναντάει μπροστά του ακόμα και στις πιο ανύποπτες στιγμές. Οι νίκες θα είναι πρόσκαιρες και μικρές, αλλά οι ήττες θα είναι συντριπτικές και (υπερβολικά) αιματοβαμμένες.

 Στην πολιτική του δυστοπία, ο συγγραφέας επιλέγει ένα γκροτέσκο και υπερβολικό τόνο στην περιγραφή των γεγονότων. Ο ήρωας αυτοσαρκάζεται συνεχώς και η ειρωνία διαπερνάει την ραχοκοκκαλιά του βιβλίου. Υποθέτω ότι είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να καταδείξει εμφαντικά την διαφθορά και την βία μιας απάνθρωπης δικτατορίας, η οποία κυριαρχεί με τον φόβο και τα όπλα. Το μυθιστόρημα σε πολλά σημεία ισορροπεί μεταξύ ενός καρτουνίστικου και σλάπστικ ύφους που μετατρέπει ορισμένους δευτερεύοντες χαρακτήρες σε χάρτινους και αναληθείς, χωρίς όμως, το στοιχείο αυτό, να του στερεί την δυναμική των γεγονότων που αφηγείται.

 Εν κατακλείδι, τα “Τρία λευκά φέρετρα” είναι ένα συναρπαστικό και σαγηνευτικό πολιτικό θρίλερ, ωραιότατο page-turner βιβλίο, με το οποίο περνάς καταπληκτικά. Σε πολλά σημεία εφιαλτικό και αγωνιώδες, συνεχώς σου κλείνει το μάτι σε καταστάσεις και γεγονότα που είτε έχεις διαβάσει, είτε έχεις δει στην τηλεοπτική οθόνη. Ο συγγραφέας που ζει πλέον στο Ισραήλ, επιλέγει τον δρόμο της λογοτεχνίας για να τονίσει πράγματα και καταστάσεις της ηπείρου ή και της χώρας που γεννήθηκε, πολιτικές δολοπλοκίες που δεν θα μας φανούν τελείως άγνωστες, μια γκροτέσκα καθημερινότητα στην οποία ίσως θα πρέπει να συνηθίσουμε και αυτό κάνει το βιβλίο του ιδιαίτερα επίκαιρο και αιχμηρό.