Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Salvador Elizondo: Η πεταλούδα

 

Salvador Elizondo (1932-2006)

 

La mariposa

 

La mariposa es un animal instantáneo inventado por los chinos. Estos objetos se fabrican, generalmente, de finísimas astillas de bambú que forman el cuerpo y las nervaduras de las alas. Éstas están forradas de papel de arroz muy fino o de seda pura y son decoradas mediante un procedimiento casi desconocido, de la pintura secreta llamada Fen Hua y que consiste en esparcir sutilmente unos polvillos coloreados sobre una superficie captante o prensil formando así los caprichosos diseños visibles en sus alas. En el interior del cuerpo llevan un pedacito de papel de arroz con el ideograma mariposa que tiene poderes mágicos. Los fabricantes de mariposas aseguran que este talismán es el que les permite volar. Los que se ocupan de estas cosas, los letrados –censores o sinodales–, también algunos de nuestros generales que con frecuencia consultan el augurio llamado de la mariposa o Pu hu, para saber el resultado de las campañas que emprenden, dicen que las mariposas fueron inventadas, como todas las cosas que hay en China, por el Emperador Amarillo que vivió en la época legendaria del Fénix y a quien también se debe la invención de la escritura, de las mujeres y del mundo.


/././././

 

Σαλβαδόρ Ελισόντο (1932-2006)

 

Η πεταλούδα

 

Η πεταλούδα είναι ένα στιγμιαίο ζώο που εφηύραν οι Κινέζοι. Τα εν λόγω αντικείμενα κατασκευάζονται, συνήθως, από λεπτότατες σκλήθρες μπαμπού που σχηματίζουν το σώμα και τις νευρώσεις των φτερών. Αυτές καλύπτονται από πολύ λεπτό ριζόχαρτο ή από ατόφιο μετάξι και διακοσμούνται μέσω μιας σχεδόν άγνωστης και μυστικής ζωγραφικής τεχνικής, της επονομαζόμενης Φεν Χούα, που συνίσταται στο να απλώνεις με επιδεξιότητα πολύχρωμες σκονούλες πάνω σε μια συλληπτήρια ή παγιδευτική επιφάνεια, σχηματίζοντας τοιουτοτρόπως τα αλλόκοτα σχέδια που βλέπουμε στα φτερά τους. Στο εσωτερικό του σώματός τους έχουν ένα κομματάκι ριζόχαρτο με το ιδεόγραμμα της πεταλούδας το οποίο έχει μαγικές δυνάμεις. Οι κατασκευαστές πεταλούδων διαβεβαιώνουν ότι ακριβώς αυτό το φυλακτό τούς επιτρέπει να πετούν. Όσοι ασχολούνται με αυτά τα πράγματα, οι γραμματιζούμενοι –λογοκριτές και συνοδικοί–, καθώς επίσης ορισμένοι από τους στρατηγούς μας που με συχνότητα συμβουλεύονται τον οιωνό τον αποκαλούμενο της πεταλούδας ή Που χου, προκειμένου να μάθουν την κατάληξη των εκστρατειών που θα διεξαγάγουν, λένε ότι οι πεταλούδες εφευρέθηκαν, όπως όλα τα πράγματα που υπάρχουν στην Κίνα, από τον Κίτρινο Αυτοκράτορα ο οποίος έζησε κατά τη μυθική εποχή του Φοίνικα και στον οποίον οφείλονται επίσης η επινόηση της γραφής, των γυναικών και του κόσμου.             

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Ο Σαλβαδόρ Ελισόντο (Πόλη του Μεξικού, 1932-2006) ήταν μεξικανός συγγραφέας, μεταφραστής και λογοτεχνικός κριτικός. Σημαντικότερα έργα του είναι το μυθιστόρημα Farabeuf o la crónica de un instante, και οι συλλογές (μικρο)διηγημάτων El retrato de Zoe y otras mentiras (όπου περιλαμβάνεται και «Η πεταλούδα») και Narda o el verano. Ανέπτυξε ένα κοσμοπολίτικο λογοτεχνικό ύφος με επιρροές από συγγραφείς όπως ο Τζόις ή ο Πάουντ.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Η μέθοδος Στανισλάφσκι στη μετάφραση ή η αβάσταχτη μοναξιά του μεταφραστή από τα ρωσικά

 

Η μέθοδος Στανισλάφσκι στη μετάφραση ή η αβάσταχτη μοναξιά του μεταφραστή από τα ρωσικά

 

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

 

Είναι η μετάφραση επάγγελμα; Αναμφίβολα ναι! Υπόκειται η μετάφραση σε κανόνες; Κατηγορηματικά ναι! Υπάρχουν θεωρίες για τη μετάφραση και πώς αυτές επιδρούν στη μεταφραστική διαδικασία; Ναι, και εναπόκειται σε κάθε μεταφραστή η ad hoc εφαρμογή ή αξιοποίησή τους! Προς τι αυτά τα κοινότυπα ερωτήματα και οι αντίστοιχες απαντήσεις; Υπάρχει, άραγε, έστω και ένας που θα έθετε εν αμφιβόλω τα παραπάνω; Μπορεί να ξεκίνησα με βεβαιότητες, σε μια εποχή γενικευμένης αβεβαιότητας και ανασφάλειας, θα συνεχίσω όμως με ερωτήματα. Με ερωτήματα που με απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια. Με ερωτήματα στα οποία δεν έχω βρει ακόμη απαντήσεις. Με ερωτήματα που εξακολουθούν να με στοιχειώνουν κάθε φορά που ξεκινάω μια νέα μετάφραση. Δεδομένου ότι κατά την τελευταία δεκαετία η θέση του μεταφραστή έχει βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το παρελθόν, θα ήταν ά-τοπο και α-νόητο να συζητάμε σήμερα γι’ αυτά, παρά τα όσα προβλήματα του κλάδου των μεταφραστών, ανέδειξε η οικονομική κρίση, τα οποία και επιτάσσουν, ασφαλώς, αναθεώρηση πολλών κατεστημένων αντιλήψεων και πρακτικών ως προς το ζήτημα των συμβολαίων, των αμοιβών και των πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτά, όμως, δεν αφορούν την εισήγηση που επέλεξα να κάνω. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, έχει αναπτυχθεί στα Α.Ε.Ι. της χώρας μας και η λεγόμενη «μεταφρασιολογία» (δεν ξέρω πόσο δόκιμος είναι αυτός ο όρος, ούτε και είμαι σε θέση να τον κρίνω), η οποία ασχολείται με τη θεωρία της μετάφρασης. Εξαιρετικά χρήσιμο γνωστικό αντικείμενο για εκείνους που είτε ασχολούνται επαγγελματικά με τη μετάφραση, είτε την σπουδάζουν. Και ο μεταφραστής ως προσωπικότητα πού χωράει σε όλα αυτά; Κατά πόσο επιδρά και καθορίζει το μεταφραστικό αποτέλεσμα η προσωπικότητα του μεταφραστή, η διαδρομή ζωής του, τα βιώματα και οι εμπειρίες του; Μεταφράζω εδώ και τριάντα χρόνια. Είχα καλές και άσχημες στιγμές ως μεταφραστής. Ήμουν, επίσης, τυχερός γιατί, όλα αυτά τα χρόνια, τα κείμενα που μετάφρασα ανήκαν στον φιλοσοφικό δοκιμιακό λόγο, τη λογοτεχνία, την ποίηση και το θέατρο. Ως εκ τούτου οι εμπειρίες μου περιορίζονται σε αυτά μόνο τα πεδία και γι’ αυτά θα ήθελα να μιλήσω, γνωρίζοντας καλά και εκ των προτέρων ότι θα αναφερθώ στη δική μου υποκειμενική (και ίσως λανθασμένα ερμηνευμένη) εμπειρία. Μπορεί κανείς από εμάς να ισχυριστεί ότι όταν μεταφράζει έχει δίπλα του τα θεωρητικά εγχειρίδια των διαφόρων προσεγγίσεων του μεταφραστικού έργου και τα συμβουλεύεται, ή ότι με τη βοήθειά τους επιλύει διλήμματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία της μετάφρασης; Μπορεί, άραγε, κανείς από εμάς να ισχυριστεί ότι ακολουθεί πιστά κανόνες, επιταγές και θέσφατα όταν μεταφράζει; Η προσωπική μου απάντηση είναι όχι. Και θα εξηγήσω το γιατί. Για μένα προσωπικά κάθε μετάφραση είναι κι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι στο ίδιο το κείμενο. Ένα ταξίδι στη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Ένα ταξίδι στη ζωή των ηρώων και της εποχής κατά την οποία διαδραματίζεται η πλοκή του έργου. Ένα ταξίδι, εν τέλει, στον ίδιο μου τον εαυτό. Κι αυτό, γιατί η μετάφραση ενός κειμένου είναι μια άκρως επώδυνη διαδικασία.. Μια διαδικασία ψυχολογικής έντασης, η οποία, πολλές φορές, σε φέρνει στα όρια των αντοχών σου. Σε αποξενώνει από το περιβάλλον σου. Σε κάνει «εγωιστή». Θεωρώ πως η μετάφραση ενός έργου είναι άκρως υποκειμενική διαδικασία. Οι ειδικοί στη θεωρία και την κριτική της μετάφρασης είναι σε θέση να φέρουν πολλά παραδείγματα πολλαπλών μεταφράσεων ενός κειμένου και των διαφορών μεταξύ τους. Η απόδοση μιας λέξης, ενός νοήματος, μιας πρότασης, βρίσκεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του μεταφραστή, ο οποίος αναλαμβάνει το κόστος των επιλογών του και κρίνεται γι’ αυτές. Τι είναι, όμως, εκείνο που κατευθύνει το χέρι του μεταφραστή στο να αποδώσει το κείμενο με τον έναν ή...   τελεία στο κείμενο. Αυτό με κρατά σε εγρήγορση, με κάνει να θέλω να συνεχίσω τη δουλειά, να προχωρήσω μαζί με τον συγγραφέα αλλά και τον μελλοντικό αναγνώστη μέχρι το τέλος. Αυτή η αγωνία, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες απέναντι στους ήρωες, αυτή η ταύτιση με ορισμένους από αυτούς, είναι που υποχρεώνουν τον μεταφραστή να «μπει» βαθιά μέσα στο έργο και τους χαρακτήρες. Όμως, η διαδικασία αυτή θέλει το χρόνο της, απαιτεί εργώδη ψυχολογική προσπάθεια, εξουθενωτική πολλές φορές. Στις πρώτες σελίδες ο μεταφραστής είναι πάντα αμήχανος. Γι’ αυτό και είναι οι σελίδες με τις μεγαλύτερες και περισσότερες διορθώσεις αργότερα, όταν πια θα έχει ολοκληρωθεί το «πρώτο χέρι» ή η «πρώτη γραφή» της μετάφρασης. Σταδιακά όμως, ο μεταφραστής γίνεται ένα με το κείμενο. Αντιλαμβάνεται καλύτερα τις αποχρώσεις στο λόγο του συγγραφέα, τα υπονοούμενα και το χιούμορ του, όσο πικρό και καυστικό κι αν είναι αυτό μερικές φορές. Η διαδικασία όμως προχωρά, και μαζί μ’ αυτή εντείνεται και η ταύτιση. Όσο πιο αρμονική είναι η ταύτιση, τόσο πιο καλή «βγαίνει» η μετάφραση, αλλά και τόσο πιο πολύ εξαντλείται ο μεταφραστής. Αυτή η «υποχρεωτική» αλλοτρίωση του μεταφραστή έναντι του ίδιου του εαυτού του είναι αναπόφευκτη κατά τη διαδικασία της μετάφρασης. Είμαι σίγουρος ότι, αν ρωτήσω, πολλοί από εσάς θα παραδεχτούν διάφορες ψυχοσωματικές εκδηλώσεις αυτής της «αλλοτρίωσης», ασθένειας όμως που δεν περιλαμβάνεται στις λεγόμενες «επαγγελματικές» του κλάδου μας. Η παράλληλη μελέτη υλικών που αφορούν τον συγγραφέα, το κείμενο, τους χαρακτήρες, είναι εκείνη που βοηθάει τον μεταφραστή να εντρυφήσει στο έργο. Ταυτόχρονα όμως, είναι και μια διαδικασία ταύτισης με όλα αυτά. Στο θέατρο είναι γνωστή η μέθοδος του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, η μέθοδος της ταύτισης του ηθοποιού με το ρόλο του, με τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει επί σκηνής. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον μεταφραστή. Αντί για τη θεατρική σκηνή, έχει τη λευκή σελίδα, στην οποία θα ερμηνεύσει το ρόλο του, το ρόλο του μεταγραφέα, το ρόλο του διακομιστή, του μεταφραστή. Εκεί πάνω, μοναχός, ατενίζοντας τη σκοτεινή πλατεία που είναι γεμάτη με τους μελλοντικούς αναγνώστες, θα πρέπει από την αρχή μέχρι το τέλος να φέρει σε πέρας αυτό που του ανέθεσε ο «σκηνοθέτης», δηλαδή ο συγγραφέας. Η μετάφραση ως παράσταση για ένα ρόλο, λοιπόν. Μόνος πάνω στη σκηνή/σελίδα, ο μεταφραστής/«ηθοποιός» παλεύει με το ρόλο/κείμενο. Προσπαθεί να διεισδύσει στα βάθη του κειμένου, να ανακαλύψει καλά κρυμμένα μυστικά της σκέψης του συγγραφέα, υποδόριες ειρωνείες ή καυστικά σχόλια, και όλα αυτά να τα αποδώσει στη γλώσσα τού σήμερα, ώστε το κοινό να καταλάβει τις λέξεις και τα αισθήματα, ει δυνατόν ακόμη και τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Μπορεί ο μεταφραστής να αποστασιοποιηθεί απ’ όλα αυτά; Θεωρητικά, ναι. Πόσοι όμως από εμάς, με το χέρι στην καρδιά, θα λέγαμε πως το κάνουμε συνειδητά; Πόσοι από εμάς θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε ότι κατά τη διάρκεια μιας μεταφραστικής προσπάθειας δεν «ζούμε» στο ρυθμό του κειμένου, δεν αναπνέουμε από αυτό και μαζί με αυτό, ότι τις ώρες που ασχολούμαστε με άλλες πλευρές της ζωής μας δεν σκεφτόμαστε το κείμενο, τις δυσκολίες του, τα διλήμματα του, τα προβλήματα του; Πόσες φορές δεν γινόμαστε φορτικοί στους γύρω μας, συζητώντας ξανά και ξανά για το κείμενο που μεταφράζουμε; Η αποστασιοποίηση από το κείμενο έρχεται όταν τελειώσει (αν ποτέ τελειώνει) η μετάφρασή του. Όταν, δηλαδή, πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο, αφού προηγηθεί η διαδικασία των διορθώσεων ή της επιμέλειας. Είναι, όμως, κι αυτή μια διαδικασία επίπονη, μελαγχολική, δύσκολη. Χρειάζεται ένα διάστημα ανάπαυλας, ένα διάστημα ξεκούρασης, ένα διάστημα απομάκρυνσης από το κείμενο. Μια περίοδος λησμονιάς. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από εμάς έχουμε μεταφράσει δεκάδες βιβλία μέχρι σήμερα. Θα μεταφράσουμε κι άλλα στο μέλλον. Το κάθε ένα από αυτά, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια πάνω μας, στον ψυχισμό μας, στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ακόμη κι εκείνα που τα μισήσαμε γιατί δεν συμφωνούσαμε με τον συγγραφέα σε ορισμένες διαπιστώσεις του. Είναι άχαρος, επιτρέψτε μου την έκφραση, ο ρόλος του μεταφραστή. Άχαρος, γιατί ξέρει πως η μετάφραση, ως η πλέον εφήμερη των τεχνών, και το αποτέλεσμά της τελικά δεν του ανήκει. Κανείς μεταφραστής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του ανήκει η μετάφραση. Πρόκειται πάντα για το έργο ενός άλλου, του συγγραφέα. Ο μεταφραστής, ως καλός διακομιστής, το έφερε σε μια άλλη γλώσσα, σε έναν άλλο πολιτισμό. Με το τέλος της μετάφρασης, θα φύγει από τη σκηνή, τα φώτα θα σβήσουν. Ο ρόλος όμως, το κείμενο εν προκειμένω, θα συνεχίσει τη δική του αυτόνομη πορεία στο χρόνο, για διάστημα μιας τουλάχιστον γενιάς αναγνωστών. Στη συνέχεια, ένας άλλος ηθοποιός/μεταφραστής θα αναλάβει να «μεταφέρει» το «ρόλο» στην επόμενη γενιά αναγνωστών.

 

Πρώτη δημοσίευση ηλεκτρονικό περιοδικό Απηλιώτης, Σεπτέμβριος 2011

 

 

Ο Δημήτρης Β.. Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1959. Από το 1979 έως το 1985 σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην τότε Σοβιετική Ένωση, και εν συνεχεία έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ίδια σχολή. Παράλληλα, παρακολούθησε ειδικό πενταετές πρόγραμμα Ρωσικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Μεταφράζει εδώ και 35 χρόνια κείμενα της κλασικής αλλά και σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, φιλοσοφικά και αισθητικά δοκίμια, ποίηση και θέατρο. Έχει μεταφράσει έργα των Dostojevskij, Anna Ahmatova, Joseph Brodsky, Boris Pasternak, Michail Bulgakov, Ivan Turgenev, Vladimir Mayakovsky, Viktor Suvorov, Vladimir Soloviev, Ε. N. Trubeckoj κ.ά.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

14/02/2021

 

Julián Ayesta (1919 – 1996)

 

Helena o el mar de verano

[fragmento]

 

Helena estaba muy seria sentada en cuclillas delante de mí mirándome muy fijo.

          ―¿En qué piensas con esos ojos tan abiertos?

          Estaba allí, tan rubia, con la piel tan brillante, tan hermosa, con sus ojos azules que me provocaban mirándome, que no pude resistir más y salté sobre ella como un tigre feroz de Bengala. Pero ella saltó primero al agua y yo detrás de ella y empezamos a nadar y a alcanzarnos y darnos aguadillas. Y salimos de la sombra de las peñas, donde el agua era fría y morada, y entramos en el sol, donde el agua era verde y brillante y más tibia y era un gozo calarse y ver salir a Helena removiendo la melena que se le caía sobre la cara y después bucear otra vez y hacer exploraciones por los cavales submarinos que estaban llenos de algas.

          Salimos a la playa felices y nos tumbamos al sol. El sol iba ya haciéndose naranja y metiéndose detrás de los pinos del acantilado. El cielo estaba verde y lleno de un brillar oscuro que mirándolo fijo era como el Infinito. A veces pasaban bandos de pájaros. Helena apoyó la cabeza en mi hombro y empezó a hacer dibujos sobre mi cuerpo con un chorrito de arena que me hacía cosquillas. Y me miraba, me miraba.

          Volvimos despacio, andando muy juntos, muertos de plenitud, de gozo, de felicidad desconocida e insufrible, muertos de amor, locos de amor. El corazón me llenaba todo el pecho, me hinchaba todo el cuerpo de sangre caliente, me llenaba la boca de sal, llenaba el mundo de alegría rabiosa, de ardor, de colores afilados como cuchillos y a la vez blandos como las hojas de una amapola, como la miel, como la leche recién ordeñada. Temblando, con voz ronca, con una voz que no era la mía, que no se sabía de dónde había salido, le dije:

          ―Helena..., te quiero.

Y Helena, serena, sin dejar de mirarme a los ojos, grave y hermosa, se fue dejando atraer, y cuando tuvimos los labios muy cerca, me dijo:

―Y yo a ti más.

Y yo bebí el aliento de aquellas palabras; las bebí, las respiré, no las oí.

No hablamos más. Íbamos juntos, solos, entre el silencio del crepúsculo. Íbamos solos entre el silencio del mundo. Solos entre el silencio del tiempo. Solos para siempre. Juntos y solos, andando juntos y solos entre el silencio del mundo y del mar y del mundo, andando andando. Y todo era como un gran arco y nosostros lo íbamos pasando y al otro lado estaba nuestro mundo y nuestro tiempo y nuestro sol y nuestra luz y nuestra noche y estrellas y montes y pájaros y siempre...

 

[Helena o el mar de verano, 1952]

 

>.<>.<

 

Χουλιάν Αγέστα (1919 – 1996)

 

Ελένα ή η θάλασσα του καλοκαιριού

[απόσπασμα]

 

Η Ελένα πολύ σοβαρή καθόταν οκλαδόν μπροστά μου, κοιτάζοντάς με πολύ έντονα:

«Τι σκέφτεσαι με τα μάτια ορθάνοιχτα;»

Βρισκόταν εκεί, τόσο ξανθιά, με το δέρμα της τόσο λαμπερό, τόσο όμορφη, με τα γαλανά μάτια της που με προκαλούσαν όταν τα κοίταζα, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο και όρμησα επάνω της σαν άγριος τίγρης της Βεγγάλης. Αλλά εκείνη χώθηκε πρώτη στο νερό και εγώ από πίσω της και αρχίσαμε να κολυμπάμε και να κάνουμε πατητές ο ένας στον άλλο. Και βγήκαμε από τη σκιά των βράχων, όπου το νερό ήταν κρύο και βιολετί και μπήκαμε στον ήλιο όπου το νερό ήταν πράσινο και λαμπερό και πιο χλιαρό και ήταν μια απόλαυση να βουτάς και να βλέπεις να βγαίνει η Ελένα και να τινάζει τα μαλλιά της που της έπεφταν στο πρόσωπο και ύστερα να ξαναβουτάς και να ερευνάς τα υποθαλάσσια περάσματα που ήταν γεμάτα φύκια.

Βγήκαμε ευτυχισμένοι στην παραλία και ξαπλώσαμε στον ήλιο. Ο ήλιος γινόταν πλέον πορτοκαλής και χανόταν πίσω από τα πεύκα του γκρεμού. Ο ουρανός ήταν πράσινος και είχε μια σκοτεινή λάμψη που άμα την κοίταζες προσεκτικά ήταν σαν το Άπειρο. Πού και πού περνούσαν κοπάδια από πουλιά. Η Ελένα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου και άρχισε να κάνει σχήματα στο κορμί μου με ένα μικρό πίδακα άμμου που με γαργαλούσε. Και με κοιτούσε, με κοιτούσε.

Επιστρέψαμε αργά, περπατώντας κοντά ο ένας στον άλλο, πεθαμένοι από πληρότητα, απόλαυση, άγνωστη και αβάσταχτη ευτυχία, πεθαμένοι από έρωτα, τρελοί από έρωτα. Η καρδιά μου γέμιζε όλο το στήθος μου, φούσκωνε όλο μου το κορμί με ζεστό αίμα, γέμιζε το στόμα μου αλάτι, γέμιζε τον κόσμο με λυσσαλέα χαρά, με κάψα, με κοφτερά χρώματα σαν μαχαίρια και ταυτόχρονα μαλακά σαν τα πέταλα μιας παπαρούνας, σαν το μέλι, σαν το γάλα που μόλις αρμέχτηκε. Τρέμοντας, με βραχνή φωνή, με μια φωνή που δεν ήταν η δικιά μου, που δεν ήξερα από πού είχε βγει, της είπα:

«Ελένα…, σε αγαπάω».

Και η Ελένα, ήρεμη, δίχως να σταματήσει να με κοιτά στα μάτια, σοβαρή και όμορφη, αφέθηκε να την τραβήξω προς το μέρος μου και όταν τα χείλη μας πλησίασαν μου είπε:

«Και εγώ εσένα περισσότερο».

Και εγώ ήπια την ανάσα εκείνων των λέξεων· τις ήπια, τις εισέπνευσα, δεν τις άκουσα.

Δεν μιλήσαμε άλλο. Προχωρούσαμε πλάι πλάι, μόνοι μέσα στη σιωπή του δειλινού. Προχωρούσαμε μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου. Μόνοι μέσα στη σιωπή του χρόνου. Μόνοι για πάντα. Μαζί και μόνοι, περπατώντας μαζί και μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου και της θάλασσας και του κόσμου, περπατώντας, περπατώντας. Και όλα ήταν σαν μια μεγάλη αψίδα που εμείς διαβαίναμε και στην άλλη πλευρά ήταν ο δικός μας κόσμος και ο δικός μας χρόνος και ο δικός μας ήλιος και το δικό μας φως και η δική μας νύχτα και τα άστρα και οι λόφοι και τα πουλιά και παντοτινά…

 

[Ελένα ή η θάλασσα του καλοκαιριού, μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2005]



Ο Χουλιάν Αγέστα δεν συμπεριλαμβάνεται σχεδόν σε καμία από τις σημαντικές ιστορίες της ισπανικής λογοτεχνίας. Είναι ένας συγγραφέας ξεχασμένος λόγω (και) της ιδεολογίας του, αφού ανήκε στην πλευρά των λογοτεχνών που υπερασπίστηκαν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, το φρανκικό καθεστώς. Το Helena o el mar de verano, του οποίου το τέλος παρουσιάζουμε (με τον κίνδυνο της διάπραξης spoiler) είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα από τα πιο όμορφα και λυρικά αφηγήματα της ισπανικής λογοτεχνίας.


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Ιστορία τρόμου / Historia de terror

 

Ιστορία τρόμου

Δεν κατάλαβε πότε άρχισε να περιποιείται τα φυτά στο μπαλκόνι. Να τα φροντίζει κανονικά, όχι όποτε θυμάται, να τα κλαδεύει, να σκαλίζει το χώμα τους, να τα ποτίζει τακτικά.

          Τώρα, είναι ο κόσμος του όλος.


[Historia de terror

No se percató de cuando empezó a cuidar de las plantas del balcón. Cuidarlas de verdad, no ocasionalmente, podarlas, cultivar su suelo, regarlas regularmente.

Ahora son su mundo entero.]


Το "Ιστορία τρόμου" περιλαμβάνεται στη συλλογή μικροαφηγήσεων Πλασμένοι [Αφορμές] του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Ποταμός εντός του 2021.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Pere Gimferrer: Elegía / Πέρα Ζιμφερέρ: Ελεγεία

 

Pere Gimferrer (1945)

 

Elegía

Morir serenamente como nunca he vivido
y ver pasar los coches como en una pantalla
y las canciones lentas de Nat King Cole
un saxofón un piano los atardeceres en las terrazas bajo los
                     parasoles
esta vida que nunca llegué a interpretar
el viento en los pasillos las ventanas abiertas todo es blanco
                     como en una clínica
todo disuelto como una cápsula de cianuro en la oscuridad
Se proyectan diapositivas con mi historia
entre el pesado olor del cloroformo
Bajo la niebla del quirófano extrañas aves de colores anidan

[Extraña fruta y otros poemas, 1968 – 1969]

 

>.<>.<

 

Πέρα Ζιμφερέρ (1945)

 

Ελεγεία

 

Να πεθάνω γαλήνια όπως ποτέ δεν έζησα

και να βλέπω τα αυτοκίνητα σαν σε οθόνη

και τα σλόου του Νατ Κινγκ Κόουλ

ένα σαξόφωνο ένα πιάνο τα δειλινά στα τραπεζάκια έξω κάτω από

                   τις ομπρέλες

αυτή η ζωή που ποτέ δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω

ο αέρας στους διαδρόμους τα παράθυρα ανοιχτά τα πάντα λευκά

                   σαν σε κλινική

τα πάντα διαλυμένα σαν κάψουλα με υδροκυάνιο στο σκοτάδι

Προβάλλονται σλάιτς με την ιστορία μου

μέσα στη βαριά οσμή του χλωροφορμίου

Κάτω απ’ την ομίχλη του χειρουργείου παράξενα χρωματιστά πουλιά φωλιάζουν  

 

[μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος]


Ο Καταλανός Πέρα Ζιμφερέρ, μέλος της Γενιάς των Novísimos, είναι από τους ποιητές οι οποίοι πειραματίστηκαν με τα όρια της γλώσσας. Το «Elegía» είναι ένα ποίημα που πειραματίζεται με την έλλειψη της στίξης ενισχύοντας κατά τρόπο γοητευτικό την ομιχλώδη αλληλουχία των εικόνων.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Oración / Προσευχή

 

JUAN JOSÉ MILLÁS

30 de octubre de 2020 – Εl País

 

Oración

 

Cuando leo un poema genial en sueños, me despierto y salgo de entre las sábanas como el ahogado al aire. Ya en la vigilia, busco en todos los libros, sin hallarlos, los versos que me abrieron los ojos. Busco el poema que soñé como busca a Dios quien sabe que no existe. Poema soñado, sálvame, ven a mi encuentro, rescátame de este océano de prosa podrida que es la vela. Santificado sea tu nombre Sylvia Plath, venga a nosotros tu reino, Emily Dickinson, la estrofa nuestra de cada día dánosla hoy, Jorge Manrique, ruega por nosotros, los insomnes, Vicente Aleixandre. Hágase tu voluntad así en la tierra como en el cielo, Gil de Biedma, y no nos dejes caer en la tentación, Pedro Salinas. Creo en los sonetos de Lope de Vega y en las rimas de Bécquer y en la desesperación de Espronceda. Perdónanos, Shakespeare, nuestras deudas. Cordero de Dios que quitas los pecados del mundo, danos una metáfora. Cordero de Dios que quitas los pecados del mundo, revélanos un ritmo. Cordero de Dios que quitas los pecados del mundo, sácate un endecasílabo de la chistera. Salve, Szymborska, mater misericordia, vida y dulzura, esperanza nuestra, salve. En aquel tiempo escribió Louise Glück a sus lectores: “Recuerdo mi infancia como un largo deseo de estar en otra parte”. Y dijo Dios hágase el poema, y el poema se hizo carne y habitó entre nosotros. En el principio era el caos y reinaba la oscuridad y el espíritu de Dios aleteaba sobre los dáctilos y sobre las tinieblas. Idea Vilariño, ven a nuestras almas, que por ti suspiran. Creo en Rilke, en Verlaine y en Rimbaud, además de en Lorca, Huidobro, Cernuda y Octavio Paz, Borges y Pizarnik. Con Luis de Góngora me acuesto, con Baudelaire, me levanto, con el Viaje a Ítaca y con don Antonio Machado. Amén.


>.<>.<

 

Χουάν Χοσέ Μιγιάς [Juan José Millás]

 

Προσευχή

[Oración]

 

Όταν διαβάζω ένα αριστουργηματικό ποίημα στα όνειρά μου, ξυπνάω και πετάγομαι από τα σκεπάσματα όπως ο πνιγμένος μόλις βρει αέρα. Ξάγρυπνος πια, αναζητώ σε όλα τα βιβλία, δίχως να τους βρίσκω, τους στίχους που έκαναν τα μάτια μου να ανοίξουν. Αναζητώ το ποίημα που ονειρεύτηκα όπως αναζητεί τον Θεό εκείνος που γνωρίζει ότι δεν υπάρχει. Ποίημα του ονείρου, σώσε με, έλα να με βρεις, φύλαξέ με από αυτόν τον ωκεανό σάπιας πρόζας που είναι η αγρύπνια. Αγιασθήτω το όνομά σου, Σίλβια Πλαθ, ελθέτω η βασιλεία σου, Έμιλι Ντίκινσον, δος ημίν σήμερον τον στίχον ημών τον επιούσιον, Χόρχε Μανρίκε, προσευχήσου υπέρ ημών, των ξαγρυπνισμένων, Βιθέντε Αλεϊξάντρε. Γεννηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης, Χιλ δε Μπιέδμα, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, Πέδρο Σαλίνας. Πιστεύω στα σονέτα του Λόπε δε Βέγκα και στις ρίμες του Μπέκερ και στην απελπισία του Εσπρονθέδα. Συγχώρα, Σαίξπηρ, τα ανομήματά μας. Αμνέ του Θεού που σηκώνεις τις αμαρτίες του κόσμου, δώσε μας μια μεταφορά. Αμνέ του Θεού που σηκώνεις τις αμαρτίες του κόσμου, αποκάλυψε μας ένα ρυθμό. Αμνέ του Θεού που σηκώνεις τις αμαρτίες του κόσμου, βγάλε έναν ενδεκασύλλαβο από το καπέλο σου. Χαίρε, Σιμπόρσκα, μήτηρ ελεήμων, ζωή και γλυκύτητα, ελπίδα μας, χαίρε. Τω καιρώ εκείνω έγραψε η Λουίζ Γκλικ στους αναγνώστες της: «Θυμάμαι την παιδική μου ηλικία ως μια μακρά επιθυμία να βρίσκομαι αλλού». Και είπεν ο Κύριος γενηθήτω ποίημα, και το ποίημα εγένετο σάρξ και εσκήνωσεν εν ημίν. Εν αρχή ήτο το χάος και βασίλευε το σκότος και το πνεύμα του Κυρίου φτεροκοπούσε πάνω από τους δακτύλους και πάνω από το έρεβος. Ιδέα Βιλαρίνιο, έλα στις ψυχές μας, που εσένα λαχταρούν. Πιστεύω στον Ρίλκε, στον Βερλαίν και στον Ρεμπώ, καθώς και στον Λόρκα, στον Ουιδόμπρο, στον Θερνούδα και στον Οκτάβιο Πας, στον Μπόρχες και στην Πισαρνίκ. Πηγαίνω για ύπνο με τον Λουίς δε Γκόνγκορα, με τον Μπωντλαίρ ξυπνάω, με το Ταξίδι στην Ιθάκη και με τον δον Αντόνιο Ματσάδο. Αμήν.

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Πηγή: Εφημερίδα El País, 30 Οκτωβρίου 2020

 

O Χουάν Χοσέ Μιγιάς (Βαλένθια, 1946), πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος, θεωρείται αυτή τη στιγμή ο σημαντικότερος εν ζωή πεζογράφος της Ισπανίας.