Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Η μέθοδος Στανισλάφσκι στη μετάφραση ή η αβάσταχτη μοναξιά του μεταφραστή από τα ρωσικά

 

Η μέθοδος Στανισλάφσκι στη μετάφραση ή η αβάσταχτη μοναξιά του μεταφραστή από τα ρωσικά

 

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

 

Είναι η μετάφραση επάγγελμα; Αναμφίβολα ναι! Υπόκειται η μετάφραση σε κανόνες; Κατηγορηματικά ναι! Υπάρχουν θεωρίες για τη μετάφραση και πώς αυτές επιδρούν στη μεταφραστική διαδικασία; Ναι, και εναπόκειται σε κάθε μεταφραστή η ad hoc εφαρμογή ή αξιοποίησή τους! Προς τι αυτά τα κοινότυπα ερωτήματα και οι αντίστοιχες απαντήσεις; Υπάρχει, άραγε, έστω και ένας που θα έθετε εν αμφιβόλω τα παραπάνω; Μπορεί να ξεκίνησα με βεβαιότητες, σε μια εποχή γενικευμένης αβεβαιότητας και ανασφάλειας, θα συνεχίσω όμως με ερωτήματα. Με ερωτήματα που με απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια. Με ερωτήματα στα οποία δεν έχω βρει ακόμη απαντήσεις. Με ερωτήματα που εξακολουθούν να με στοιχειώνουν κάθε φορά που ξεκινάω μια νέα μετάφραση. Δεδομένου ότι κατά την τελευταία δεκαετία η θέση του μεταφραστή έχει βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το παρελθόν, θα ήταν ά-τοπο και α-νόητο να συζητάμε σήμερα γι’ αυτά, παρά τα όσα προβλήματα του κλάδου των μεταφραστών, ανέδειξε η οικονομική κρίση, τα οποία και επιτάσσουν, ασφαλώς, αναθεώρηση πολλών κατεστημένων αντιλήψεων και πρακτικών ως προς το ζήτημα των συμβολαίων, των αμοιβών και των πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτά, όμως, δεν αφορούν την εισήγηση που επέλεξα να κάνω. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, έχει αναπτυχθεί στα Α.Ε.Ι. της χώρας μας και η λεγόμενη «μεταφρασιολογία» (δεν ξέρω πόσο δόκιμος είναι αυτός ο όρος, ούτε και είμαι σε θέση να τον κρίνω), η οποία ασχολείται με τη θεωρία της μετάφρασης. Εξαιρετικά χρήσιμο γνωστικό αντικείμενο για εκείνους που είτε ασχολούνται επαγγελματικά με τη μετάφραση, είτε την σπουδάζουν. Και ο μεταφραστής ως προσωπικότητα πού χωράει σε όλα αυτά; Κατά πόσο επιδρά και καθορίζει το μεταφραστικό αποτέλεσμα η προσωπικότητα του μεταφραστή, η διαδρομή ζωής του, τα βιώματα και οι εμπειρίες του; Μεταφράζω εδώ και τριάντα χρόνια. Είχα καλές και άσχημες στιγμές ως μεταφραστής. Ήμουν, επίσης, τυχερός γιατί, όλα αυτά τα χρόνια, τα κείμενα που μετάφρασα ανήκαν στον φιλοσοφικό δοκιμιακό λόγο, τη λογοτεχνία, την ποίηση και το θέατρο. Ως εκ τούτου οι εμπειρίες μου περιορίζονται σε αυτά μόνο τα πεδία και γι’ αυτά θα ήθελα να μιλήσω, γνωρίζοντας καλά και εκ των προτέρων ότι θα αναφερθώ στη δική μου υποκειμενική (και ίσως λανθασμένα ερμηνευμένη) εμπειρία. Μπορεί κανείς από εμάς να ισχυριστεί ότι όταν μεταφράζει έχει δίπλα του τα θεωρητικά εγχειρίδια των διαφόρων προσεγγίσεων του μεταφραστικού έργου και τα συμβουλεύεται, ή ότι με τη βοήθειά τους επιλύει διλήμματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία της μετάφρασης; Μπορεί, άραγε, κανείς από εμάς να ισχυριστεί ότι ακολουθεί πιστά κανόνες, επιταγές και θέσφατα όταν μεταφράζει; Η προσωπική μου απάντηση είναι όχι. Και θα εξηγήσω το γιατί. Για μένα προσωπικά κάθε μετάφραση είναι κι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι στο ίδιο το κείμενο. Ένα ταξίδι στη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Ένα ταξίδι στη ζωή των ηρώων και της εποχής κατά την οποία διαδραματίζεται η πλοκή του έργου. Ένα ταξίδι, εν τέλει, στον ίδιο μου τον εαυτό. Κι αυτό, γιατί η μετάφραση ενός κειμένου είναι μια άκρως επώδυνη διαδικασία.. Μια διαδικασία ψυχολογικής έντασης, η οποία, πολλές φορές, σε φέρνει στα όρια των αντοχών σου. Σε αποξενώνει από το περιβάλλον σου. Σε κάνει «εγωιστή». Θεωρώ πως η μετάφραση ενός έργου είναι άκρως υποκειμενική διαδικασία. Οι ειδικοί στη θεωρία και την κριτική της μετάφρασης είναι σε θέση να φέρουν πολλά παραδείγματα πολλαπλών μεταφράσεων ενός κειμένου και των διαφορών μεταξύ τους. Η απόδοση μιας λέξης, ενός νοήματος, μιας πρότασης, βρίσκεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του μεταφραστή, ο οποίος αναλαμβάνει το κόστος των επιλογών του και κρίνεται γι’ αυτές. Τι είναι, όμως, εκείνο που κατευθύνει το χέρι του μεταφραστή στο να αποδώσει το κείμενο με τον έναν ή...   τελεία στο κείμενο. Αυτό με κρατά σε εγρήγορση, με κάνει να θέλω να συνεχίσω τη δουλειά, να προχωρήσω μαζί με τον συγγραφέα αλλά και τον μελλοντικό αναγνώστη μέχρι το τέλος. Αυτή η αγωνία, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες απέναντι στους ήρωες, αυτή η ταύτιση με ορισμένους από αυτούς, είναι που υποχρεώνουν τον μεταφραστή να «μπει» βαθιά μέσα στο έργο και τους χαρακτήρες. Όμως, η διαδικασία αυτή θέλει το χρόνο της, απαιτεί εργώδη ψυχολογική προσπάθεια, εξουθενωτική πολλές φορές. Στις πρώτες σελίδες ο μεταφραστής είναι πάντα αμήχανος. Γι’ αυτό και είναι οι σελίδες με τις μεγαλύτερες και περισσότερες διορθώσεις αργότερα, όταν πια θα έχει ολοκληρωθεί το «πρώτο χέρι» ή η «πρώτη γραφή» της μετάφρασης. Σταδιακά όμως, ο μεταφραστής γίνεται ένα με το κείμενο. Αντιλαμβάνεται καλύτερα τις αποχρώσεις στο λόγο του συγγραφέα, τα υπονοούμενα και το χιούμορ του, όσο πικρό και καυστικό κι αν είναι αυτό μερικές φορές. Η διαδικασία όμως προχωρά, και μαζί μ’ αυτή εντείνεται και η ταύτιση. Όσο πιο αρμονική είναι η ταύτιση, τόσο πιο καλή «βγαίνει» η μετάφραση, αλλά και τόσο πιο πολύ εξαντλείται ο μεταφραστής. Αυτή η «υποχρεωτική» αλλοτρίωση του μεταφραστή έναντι του ίδιου του εαυτού του είναι αναπόφευκτη κατά τη διαδικασία της μετάφρασης. Είμαι σίγουρος ότι, αν ρωτήσω, πολλοί από εσάς θα παραδεχτούν διάφορες ψυχοσωματικές εκδηλώσεις αυτής της «αλλοτρίωσης», ασθένειας όμως που δεν περιλαμβάνεται στις λεγόμενες «επαγγελματικές» του κλάδου μας. Η παράλληλη μελέτη υλικών που αφορούν τον συγγραφέα, το κείμενο, τους χαρακτήρες, είναι εκείνη που βοηθάει τον μεταφραστή να εντρυφήσει στο έργο. Ταυτόχρονα όμως, είναι και μια διαδικασία ταύτισης με όλα αυτά. Στο θέατρο είναι γνωστή η μέθοδος του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, η μέθοδος της ταύτισης του ηθοποιού με το ρόλο του, με τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει επί σκηνής. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον μεταφραστή. Αντί για τη θεατρική σκηνή, έχει τη λευκή σελίδα, στην οποία θα ερμηνεύσει το ρόλο του, το ρόλο του μεταγραφέα, το ρόλο του διακομιστή, του μεταφραστή. Εκεί πάνω, μοναχός, ατενίζοντας τη σκοτεινή πλατεία που είναι γεμάτη με τους μελλοντικούς αναγνώστες, θα πρέπει από την αρχή μέχρι το τέλος να φέρει σε πέρας αυτό που του ανέθεσε ο «σκηνοθέτης», δηλαδή ο συγγραφέας. Η μετάφραση ως παράσταση για ένα ρόλο, λοιπόν. Μόνος πάνω στη σκηνή/σελίδα, ο μεταφραστής/«ηθοποιός» παλεύει με το ρόλο/κείμενο. Προσπαθεί να διεισδύσει στα βάθη του κειμένου, να ανακαλύψει καλά κρυμμένα μυστικά της σκέψης του συγγραφέα, υποδόριες ειρωνείες ή καυστικά σχόλια, και όλα αυτά να τα αποδώσει στη γλώσσα τού σήμερα, ώστε το κοινό να καταλάβει τις λέξεις και τα αισθήματα, ει δυνατόν ακόμη και τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Μπορεί ο μεταφραστής να αποστασιοποιηθεί απ’ όλα αυτά; Θεωρητικά, ναι. Πόσοι όμως από εμάς, με το χέρι στην καρδιά, θα λέγαμε πως το κάνουμε συνειδητά; Πόσοι από εμάς θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε ότι κατά τη διάρκεια μιας μεταφραστικής προσπάθειας δεν «ζούμε» στο ρυθμό του κειμένου, δεν αναπνέουμε από αυτό και μαζί με αυτό, ότι τις ώρες που ασχολούμαστε με άλλες πλευρές της ζωής μας δεν σκεφτόμαστε το κείμενο, τις δυσκολίες του, τα διλήμματα του, τα προβλήματα του; Πόσες φορές δεν γινόμαστε φορτικοί στους γύρω μας, συζητώντας ξανά και ξανά για το κείμενο που μεταφράζουμε; Η αποστασιοποίηση από το κείμενο έρχεται όταν τελειώσει (αν ποτέ τελειώνει) η μετάφρασή του. Όταν, δηλαδή, πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο, αφού προηγηθεί η διαδικασία των διορθώσεων ή της επιμέλειας. Είναι, όμως, κι αυτή μια διαδικασία επίπονη, μελαγχολική, δύσκολη. Χρειάζεται ένα διάστημα ανάπαυλας, ένα διάστημα ξεκούρασης, ένα διάστημα απομάκρυνσης από το κείμενο. Μια περίοδος λησμονιάς. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από εμάς έχουμε μεταφράσει δεκάδες βιβλία μέχρι σήμερα. Θα μεταφράσουμε κι άλλα στο μέλλον. Το κάθε ένα από αυτά, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια πάνω μας, στον ψυχισμό μας, στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ακόμη κι εκείνα που τα μισήσαμε γιατί δεν συμφωνούσαμε με τον συγγραφέα σε ορισμένες διαπιστώσεις του. Είναι άχαρος, επιτρέψτε μου την έκφραση, ο ρόλος του μεταφραστή. Άχαρος, γιατί ξέρει πως η μετάφραση, ως η πλέον εφήμερη των τεχνών, και το αποτέλεσμά της τελικά δεν του ανήκει. Κανείς μεταφραστής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του ανήκει η μετάφραση. Πρόκειται πάντα για το έργο ενός άλλου, του συγγραφέα. Ο μεταφραστής, ως καλός διακομιστής, το έφερε σε μια άλλη γλώσσα, σε έναν άλλο πολιτισμό. Με το τέλος της μετάφρασης, θα φύγει από τη σκηνή, τα φώτα θα σβήσουν. Ο ρόλος όμως, το κείμενο εν προκειμένω, θα συνεχίσει τη δική του αυτόνομη πορεία στο χρόνο, για διάστημα μιας τουλάχιστον γενιάς αναγνωστών. Στη συνέχεια, ένας άλλος ηθοποιός/μεταφραστής θα αναλάβει να «μεταφέρει» το «ρόλο» στην επόμενη γενιά αναγνωστών.

 

Πρώτη δημοσίευση ηλεκτρονικό περιοδικό Απηλιώτης, Σεπτέμβριος 2011

 

 

Ο Δημήτρης Β.. Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1959. Από το 1979 έως το 1985 σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην τότε Σοβιετική Ένωση, και εν συνεχεία έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ίδια σχολή. Παράλληλα, παρακολούθησε ειδικό πενταετές πρόγραμμα Ρωσικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Μεταφράζει εδώ και 35 χρόνια κείμενα της κλασικής αλλά και σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, φιλοσοφικά και αισθητικά δοκίμια, ποίηση και θέατρο. Έχει μεταφράσει έργα των Dostojevskij, Anna Ahmatova, Joseph Brodsky, Boris Pasternak, Michail Bulgakov, Ivan Turgenev, Vladimir Mayakovsky, Viktor Suvorov, Vladimir Soloviev, Ε. N. Trubeckoj κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου