Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Vicente Aleixandre σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Vicente Aleixandre (1898 – 1984)

 

Se querían

 

Se querían.

Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,

Labios saliendo de la noche dura,

Labios partidos, sangre, ¿sangre dónde?

Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz.

 

Se querían como las flores a las espinas hondas,

A esa amorosa gema del amarillo nuevo,

Cuando los rostros giran melancólicamente,

Giralunas que brillan recibiendo aquel beso.

 

Se querían de noche, cuando los perros hondos

Laten bajo la tierra y los valles se estiran

Como lomos arcaicos que se sienten repasados: caricia,

Seda, mano, luna que llega y toca.

 

Se querían de amor entre la madrugada,

Entre las duras piedras cerradas de la noche,

Duras como los cuerpos helados por las horas,

Duras como los besos de diente a diente solo.

 

Se querían de día, playa que va creciendo,

Ondas que por los pies acarician los muslos,

Cuerpos que se levantan de la tierra y flotando...

Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo.

 

Mediodía perfecto, se querían tan íntimos,

Mar altísimo y joven, intimidad extensa,

Soledad de lo vivo, horizontes remotos

Ligados como cuerpos en soledad cantando.

 

Amando. Se querían como la luna lúcida,

Como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,

Dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,

Donde los peces rojos van y vienen sin música.

 

Día, noche, ponientes, madrugadas, espacios,

Ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,

Mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,

Metal, música, labio, silencio, vegetal,

Mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.

 

[La destrucción o el amor, 1935]

 

>.<>.<

 

Bιθέντε Αλεϊξάντρε (1898 – 1984)

 

Αγαπιόντουσαν

 

Αγαπιόντουσαν.

Υπέφεραν από το φως, χείλη μελανιασμένα το ξημέρωμα,

Χείλη που ξεπρόβαλλαν μέσα από τη σκληρή νύχτα,

Χείλη κομμένα, αίμα, αίμα πού;

Αγαπιόντουσαν σ’ ένα κρεβάτι-πλεούμενο, εν μέρει νύχτα, εν μέρει φως.

 

Αγαπιόντουσαν όπως τα άνθη αγαπούν τα κοφτερά αγκάθια,

Ή το λατρεμένο πολύτιμο πετράδι του καινούργιου κίτρινου,

Όταν τα πρόσωπα στρέφονται μελαγχολικά,

Φεγγαροτρόπια που λάμπουν σαν λάβουν εκείνο το φιλί.

 

Αγαπιόντουσαν τη νύχτα, όταν τα υποχθόνια σκυλιά

Γαβγίζουν κάτω από τη γη και οι κοιλάδες τεντώνονται

Σαν αρχαίες ράχες που νιώθουν ένα χέρι πάνω τους: χάδι,

Μετάξι, χέρι, φεγγάρι που έρχεται και αγγίζει.

 

Αγαπιόντουσαν από έρωτα μέσα στα χαράματα,

Μέσα στις σκληρές κλειστές πέτρες της νύχτας,

Σκληρές όπως τα παγωμένα από τις ώρες κορμιά,

Σκληρά όπως τα φιλιά δόντι με δόντι μόνο.

 

Αγαπιόντουσαν το πρωί, ακτή που διαρκώς απλωνόταν,

Κύματα που διατρέχουν τα πόδια χαϊδεύοντας τους μηρούς,

Σώματα που σηκώνονται από τη γη και πλέοντας…

Αγαπιόντουσαν το πρωί, πάνω στη θάλασσα, κάτω από τον ουρανό.

 

Τέλειο μεσημέρι, αγαπιόντουσαν τόσο οικεία,

Θάλασσα ωκεανός, νέα, οικειότητα απέραντη,

Μοναξιά του βιώματος, ορίζοντες μακρινοί

Ενωμένοι σαν κορμιά, μες στη μοναξιά, τραγουδώντας.

 

Αγαπώντας. Αγαπιόντουσαν σαν το λαμπρό φεγγάρι,

Σαν εκείνη τη στρογγυλή θάλασσα που απλώνεται σε τούτο το πρόσωπο,

Γλυκιά έκλειψη του νερού, μάγουλο σκοτεινιασμένο,

Όπου τα κόκκινα ψάρια πηγαινοέρχονται δίχως μουσική.

 

Μέρα, νύχτα, δύσεις, ξημερώματα, χώροι,

Κύματα νέα, αρχαία, φευγαλέα, αιώνια,

Θάλασσα ή στεριά, καράβι, κρεβάτι, φτερό, κρύσταλλο,

Μέταλλο, μουσική, χείλος, σιωπή, φυτό,

Κόσμος, ηρεμία, η μορφή του. Αγαπιόντουσαν, μάθετέ το. 

 

[μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος]


O σεβιλλιάνος Vicente Aleixandre πήρε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1977.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Ο César Aira [σύντομα] στις Εκδόσεις Carnívora


Ένα βιβλίο αίνιγμα από την αρχή ως το τέλος το Πώς έγινα καλόγρια του Σέσαρ Άιρα. Ένα μικρό αγόρι, οι γονείς του, ένα παγωτό και μια καλόγρια. Στην πραγματικότητα το αγόρι, το οποίο αφηγείται την ιστορία και έχει το ίδιο όνομα με τον συγγραφέα, αυτοπροσφωνείται σε γένος θηλυκό, το παγωτό οδηγεί σε έγκλημα, ο πατέρας καταλήγει στη φυλακή και κανείς δε γίνεται καλόγρια. Ένα κείμενο, απολαυστικά παραληρηματικό σε κάποια σημεία, το οποίο όχι μόνο αντιμετωπίζει την έννοια της ταυτότητας ως ένα είδος καμουφλάζ, αλλά και ο τρόπος που είναι δομημένο διαψεύδει διαρκώς τις προσδοκίες του αναγνώστη και ακυρώνει την αντίθεση είναι/φαίνεσθαι. Μεταφρασμένο συλλογικά την περίοδο της καραντίνας από το Μεταφραστικό Εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.


Κέλλη Κρητικού


«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/book/678884_ta-astynomika-vivlia-poy-erhontai-apo-tis-ekdoseis-carnivora»


///////////


Η ομαδική μετάφραση της νουβέλας του Σέσαρ Άιρα είναι ιδέα και προϊόν εγκλεισμού. Με πρωτοβουλία της Μαρίας Αθανασιάδου (δεν θα της το συγχωρήσουμε ποτέ...) μαζευτήκαμε, τρόπος του λέγειν, 16 μεταφράστριες και μεταφραστές, το Μάρτιο του 2020, και παιδευτήκαμε, εξ αποστάσεως αλλά πάντα μαζί, με τον Σέσαρ Άιρα και την… καλόγριά του μέχρι το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Κατά αλφαβητική σειρά: Μαρία Αθανασιάδου, Κωνσταντίνα Γερασίμου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή, Μαρία Καραλή, Κανέλλα Λιακοπούλου, Νίκος Μανουσάκης, Αλίκη Μανωλά, Χρυσούλα Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου, Σταύρος Χατζής. Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου. 


Ή


Πώς γίναμε καλόγριες…

 

Η ιστορία μας, η ιστορία του πώς εμείς, δεκαέξι μεταφράστριες και μεταφραστές, γίναμε καλόγριες, ξεκίνησε εν τω μέσω (περίπου) του βίου μας. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τα πόσα είχε κλείσει ο καθένας μας, όμως είναι βέβαιο ότι η αρχή σημαδεύτηκε από μια ζωηρή ανάμνηση, που μπορούμε να ανασυνθέσουμε με την παραμικρή λεπτομέρεια. Μια πανδημία έθεσε απροειδοποίητα τις ζωές μας σε κίνδυνο, μας ανάγκασε να βρεθούμε ξαφνικά σε συνθήκες εγκλεισμού, μονάζοντες κατ’ οίκον. Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί μια δημιουργική έκφραση της προσπάθειας που καθεμία και καθένας από εμάς κατέβαλε έτσι ώστε να αντεπεξέλθει στις πρωτόγνωρες, παράδοξες και σε μεγάλο βαθμό παράλογες εμπειρίες που ο αόρατος εχθρός COVID-19 μας υποχρέωσε να βιώσουμε. Μια προσπάθεια να διοχετεύσουμε την ενέργεια και τα συναισθήματα που μας προκάλεσε η υγειονομική και κοινωνική κρίση στη μεγάλη κοινή μας αγάπη: τη λογοτεχνική μετάφραση.

Η επιλογή του συγκεκριμένου έργου για απόδοση στη γλώσσα μας μόνο τυχαία δεν ήταν. Μια σύντομη ανταλλαγή e-mail, όπως εκατομμύρια άλλες στην εποχή της καραντίνας, ήταν αρκετή ώστε, καθώς δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλο, να θυμηθούμε το ζοφερό, τρομακτικό και κλειστοφοβικό σύμπαν που ο Σέσαρ Άιρα είχε δημιουργήσει για την παράξενη καλόγριά του. Ένα σύμπαν που, τηρουμένων των αναλογιών, και πέρα από τις δεδομένες ιδιαιτερότητες, αναμφίβολα είχε κοινά χαρακτηριστικά με το καινοφανές δικό μας… Έλεγε εκείνη: «Η μέρα απλωνόταν με ατρόμητη μεγαλοπρέπεια, ξετυλιγόταν από το πρωί ως το βράδυ. Δεν μου φαινόταν ατέλειωτη, αλλά μου ενέπνεε ένα είδος σεβασμού. Κάθε στιγμή ήταν διαφορετική και καινούργια και δεν επαναλαμβανόταν. Ήταν ο ίδιος ο ορισμός του χρόνου, και πραγματοποιούνταν δίχως να σταματά, για όλους…»… και ήταν σαν να περιγράφει τη δική μας πραγματικότητα… Χρειάστηκαν λίγες ώρες, ναι ώρες, για να συγκεντρωθεί η ομάδα των δεκαέξι, να μοιραστεί το κείμενο, να οργανωθεί η μεταφραστική διαδικασία. Η νουβέλα χωρισμένη σε μέρη ισάριθμα των μελών της ομάδας σύντομα μεταφράστηκε και στη συνέχεια το ενοποιημένο κείμενο τέθηκε σε κοινή διαβούλευση. Δύο ομάδες των οκτώ έκαναν την πρώτη επιμέλεια και το σύνολο των δεκαέξι προχώρησε στην τελική επεξεργασία ολόκληρου του κειμένου. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες που μας προσφέρει η τεχνολογία, ξεπεράσαμε τη δυσκολία της έλλειψης της προσωπικής επαφής, που θεωρείται δεδομένη όταν το μεταφραστικό έργο είναι ομαδικό. Το βλέμμα, ο δισταγμός, το μειδίαμα, ο τόνος της φωνής του συναδέλφου που διατυπώνει την άποψή του και είναι στοιχεία που αδιαμφισβήτητα έχουν το δικό τους ειδικό βάρος στη διαδικασία της ομαδικής μετάφρασης, σαφώς μας έλειψαν. Κερδίσαμε όμως τη δυνατότητα να εκμηδενίσουμε τις μεταξύ μας γεωγραφικές αποστάσεις αφού όλοι για τρεις μήνες εργαζόμαστε στον ίδιο χώρο ενός διαδικτυακού «νέφους». Έτσι στο εικονικό ψηφιακό σύμπαν, ο διάλογός μας δεν ήταν λιγότερο ζωηρός, οι παρατηρήσεις μας δεν ήταν λιγότερο καίριες και οι απόψεις που ανταλλάχθηκαν δεν ήταν λιγότερο εμπεριστατωμένες. Η παρουσία και η σκέψη μας ήταν αληθινές, είχαν ουσία και υπόσταση. Αποδείχτηκε τελικά ότι το «τέρας» της τεχνολογίας δεν είναι απαραιτήτως αποτρεπτικό για την ομαδική μεταφραστική διαδικασία.

Το μεταφραστικό ταξίδι μας, μια περιπέτεια στον λαβύρινθο της περίπλοκης προσωπικότητας του ίδιου του Άιρα. Ως αναγνώστες, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα αφήγημα γεμάτο αμφισημίες, αμφιθυμίες, αμφιβολίες, που στροβιλίζονται και αλληλοσυγκρούονται μέσα στην παιδική ψυχή του μυστηριώδους προσώπου που φέρει το όνομα του ίδιου του συγγραφέα χωρίς να αποτελεί απαραίτητα και το alter ego του. Η απόκοσμη αλλά και απόλυτα ρεαλιστική φωνή που μας μιλά, μας παρασύρει σε δρόμους που διαρκώς διακλαδώνονται, σε διανοητικούς και ψυχικούς λαβυρίνθους που συνεχώς περιπλέκονται. Οι ευθείες κρύβουν πάντα μια απότομη στροφή, η αφήγηση αλλάζει πορεία και μας κατευθύνει σε αναπάντεχα ολισθηρά μονοπάτια. Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας Σέσαρ παίζει με το μυαλό μας, κρύβεται πίσω από τις λέξεις και ξαναφανερώνεται διαφορετικός, ειρωνεύεται, σοβαρολογεί, κάνει χιούμορ, περιπαίζει, ασκεί κριτική. Ο συγγραφέας Άιρα σχεδιάζει μια διαδρομή που ισορροπεί ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, που καταδύεται στις πιο σκοτεινές γωνιές της παιδικής ψυχής, που αφήνει το όνειρο, όλη τη βαριά μπορχεσιανή κληρονομιά, να κλείνει πονηρά το μάτι στην αλήθεια. Οι διάλογοι συνθέτουν ένα δυναμικό θέατρο του παραλόγου και οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον/την Σέσαρ μοιάζουν άλλοτε καρικατούρες και άλλοτε ήρωες τραγωδίας.

Μια παραληρηματική αφήγηση ή μια δαιδαλώδης αλλά απολύτως διαυγής διήγηση; Ένα κείμενο που κάνει τον αναγνώστη να νιώθει μια αόρατη και απροσδιόριστη ανησυχία. Μια υποδόρια σαρκοφαγική διάθεση (αυτή που ψυχανεμίστηκαν οι εκδόσεις Carnívora και προσέφεραν τη φιλόξενη στέγη τους στο πόνημά μας). Μια κριτική στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική κατάσταση της Αργεντινής, αλλά και μια χειρουργικής ακρίβειας ανάλυση της παιδικής ψυχοσύνθεσης. Μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας που αφηγείται ο Χένρι Τζέιμς στο Στρίψιμο της βίδας, για να πειστούμε πλέον ότι τα παιδιά μπορεί και να μην είναι, τουλάχιστον όχι πάντα, τα χαριτωμένα, αθώα, αγγελικά πλάσματα που όλοι πιστεύουμε….

Για εμάς, ήταν ένα πείραμα. Ένα ενδιαφέρον και όμορφο πείραμα που εμπλούτισε τις εμπειρίες μας και μας πρόσφερε αρκετά διδάγματα. Ανάμεσα σε αυτά, πρώτον να κοιτάζουμε στο εξής με επιφυλακτικότητα τις καλόγριες και δεύτερον να το σκεφτόμαστε δυο φορές κάθε φορά που ετοιμαζόμαστε να παραγγείλουμε παγωτό φράουλα.

 

Μαρία Αθανασιάδου





Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ramón Gómez de la Serna: 13 Greguerías

 

Ramón Gómez de la Serna (1888 – 1963)

 

13 Greguerías

 

Como daba besos lentos duraban más sus amores.

Si te conoces demasiado a ti mismo, dejarás de saludarte.

Un tumulto es un bulto que le sale a las multitudes.

Tocar la trompeta es como beber música empinando el codo.

Donde el tiempo está más unido al polvo es en las bibliotecas.

Entre los carriles de las vías del tren, crecen flores suicidas.

La luna es un banco de metáforas arruinado.

El filósofo antiguo sacaba la filosofía ordeñándose la barba.

El pensador de Rodin es un ajedrecista a quien le han quitado la mesa.

10 Los arcos de triunfo son elefantes petrificados.

11 Burbujas: momento en que el agua entrega su alma a Dios.

12 Templar el agua del baño es como preparar un buen té.

13 El que pide un vaso de agua en las visitas es un conferenciante fracasado.

 

[Τοtal de greguerías, 1955]

 

>.<>.<

 

Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα (1888 – 1963)

 

13 Γκρεγκερίας

 

1 Τα φιλιά του ήταν αργά, γι’ αυτό οι έρωτές του κρατούσαν περισσότερο.

2 Αν γνώριζες πάρα πολύ καλά τον εαυτό σου, θα έπαυες να σε χαιρετάς.

3 Ένας φιόγκος είναι ένας όγκος που βγαίνει στα δώρα.

4 To να παίζεις τρομπέτα είναι σαν να πίνεις μουσική άσπρο πάτο.

5 Εκεί όπου ο χρόνος ενώνεται περισσότερο με τη σκόνη είναι στις βιβλιοθήκες.

6  Ανάμεσα στις σιδηροτροχιές, φυτρώνουν λουλούδια-αυτόχειρες.

7 Το φεγγάρι είναι μια φαλιρισμένη τράπεζα μεταφορών.

8 Οι αρχαίοι φιλόσοφοι έβγαζαν φιλοσοφία αρμέγοντας τα γένια τους.

9 Ο σκεπτόμενος του Ροντέν είναι ένας σκακιστής που του έχουν πάρει το τραπέζι.

10 Οι αψίδες θριάμβου είναι απολιθωμένοι ελέφαντες.

11 Φυσαλίδες: στιγμή κατά την οποία το νερό παραδίδει την ψυχή του στον Θεό.

12 Το να ζεσταίνεις το νερό στην μπανιέρα είναι σαν να φτιάχνεις ένα καλό τσάι.

13 Όποιος ζητάει ένα ποτήρι νερό στις επισκέψεις του είναι ένας αποτυχημένος κονφερασιέ.

 

[μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος]

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

77 Χ 2

 

77

 

Me quedé, tras el divorcio, con el armario que estaba en el cuarto trasero de la casa que fue mía y ahora mi ropa huele a humedad acre. No sabes lo angustioso que es que tu ropa recién lavada acabe oliendo a rancio. Es el armario, que se tiró doce años en un trastero.

          ¿Sabes lo que es ir oliendo al fermentado armario todo el santo día por ahí? No tener dinero para comprarme un armario nuevo, después de haber estado veintitrés años atado a un trabajo lleno de gritos, lleno de «cállense».

          Veintitrés años dando clases a adolescentes. Y no tengo armario. No tengo ni un triste armario donde meter la ropa para que huela decentemente.

          Y mi padre me dice: «Te dije que no te casaras, que esperaras, que eras demasiado joven, que te faltaban cosas por vivir, ya te lo dije hace muchos años, pero no me hiciste caso».

          Hoy has usado muchas palabras, le digo a mi padre.

          Tengo delante al fantasma de la pobreza.

          Nunca fue fácil oler a limpio.

          Históricamente no lo fue.

          Si hueles a limpio, es porque otros están sucios, no lo olvides.

 

[Manuel Vilas, Ordesa, Alfaguara, 2018]


 

77

 

Μετά το διαζύγιο, χρειάστηκε να ξεθάψω την ντουλάπα που κάποτε ήταν δική μου και την είχαμε καταχωνιάσει στην αποθήκη του σπιτιού. Τώρα, τα ρούχα μου αναδύουν αψιά υγρασία. Δεν ξέρεις πόσο απαίσιο είναι τα φρεσκοπλυμένα σου ρούχα να μυρίζουν μούχλα. Φταίει η ντουλάπα που ’χε περάσει δώδεκα χρόνια στην αποθήκη.  

Ξέρεις τι πάει να πει να μυρίζεις όλη μέρα σαν πολυκαιρισμένη ντουλάπα; Να μην έχεις φράγκο για να αγοράσεις καινούργια ντουλάπα, ύστερα από είκοσι τρία χρόνια σκλαβιάς σε μια δουλειά γεμάτη τσιρίδες, γεμάτη «κάντε ησυχία».

Είκοσι τρία χρόνια να κάνω μάθημα σε εφήβους. Και απέμεινα χωρίς ντουλάπα. Δεν έχω μια κακορίζικη ντουλάπα να βάλω τα ρούχα μου ώστε να μυρίζουν όπως πρέπει.

Και ο πατέρας μου να μου λέει: «Σου το ’χα πει να μην παντρευτείς. Έπρεπε να περιμένεις. Ήσουν πάρα πολύ νέος και σου έλειπαν βασικά πράγματα για να τα βγάλεις πέρα. Σου το ’χα πει πριν από πολλά χρόνια, αλλά δεν μου έδωσες σημασία».

Πολλές λέξεις χρησιμοποίησες σήμερα, λέω στον πατέρα μου.

Αντικρίζω το φάντασμα της φτώχειας.

Πότε δεν ήταν εύκολο να μυρίζεις καθαριότητα.

Ποτέ στην ιστορία.

Αν μυρίζεις καθαριότητα, είναι γιατί κάποιοι άλλοι είναι βρόμικοι, μην το ξεχνάς.

 

[μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, https://konstantinos-paleologos.blogspot.com/2019/08/ordesa.html, Αύγουστος 2019]

 


 

77

 

Μετά το διαζύγιο, κράτησα την ντουλάπα που ήταν στην αποθήκη του κάποτε σπιτιού μου, και τώρα τα ρούχα μου μυρίζουν μούχλα. Δεν ξέρεις όσο δυσάρεστο είναι τα φρεσκοπλυμένα ρούχα σου να μυρίζουν ξινίλα. Φταίει αυτή η ντουλάπα που πέρασε δώδεκα χρόνια σε μιαν αποθήκη.

          Ξέρεις πώς είναι να μυρίζεις μουχλιασμένη ντουλάπα όλη μέρα; Να μην έχεις λεφτά ν’ αγοράσεις μια καινούργια ντουλάπα, μετά από είκοσι χρόνια σε μια δουλειά όλο φωνές, όλο «κάντε ησυχία»;

          Είκοσι τρία χρόνια δίδαξα σε εφήβους. Και δεν έχω ντουλάπα. Δεν έχω ούτε μία κακόμοιρη ντουλάπα να βάλω μέσα τα ρούχα μου ώστε να μυρίζουν αξιοπρεπώς.

          Κι ο πατέρας μου μου λέει: «Σου το ’πα να μην παντρευτείς, να περιμένεις, ήσουν πολύ νέος, σου ’μεναν πράγματα ακόμα να ζήσεις, σ’ το είπα πριν από πολλά χρόνια αλλά δε μ’ άκουσες».

          Σήμερα δεν τσιγκουνεύτηκες τις λέξεις, λέω στον πατέρα μου.

          Έχω μπροστά μου το φάντασμα της φτώχειας.

Ποτέ δεν ήταν εύκολο να μυρίζω καθαριότητα.

Ιστορικά δεν ήταν εύκολο.

Αν μυρίζεις καθαριότητα, μην το ξεχνάς αυτό, σημαίνει ότι άλλοι είναι βρόμικοι.

 

[μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ορδέσα, Εκδόσεις Ίκαρος, 2020]

 

Το 77 αποτελεί το εβδομηκοστό έβδομο κεφάλαιο του Oρδέσα, του πιο σημαντικού ισπανικού μυθιστορήματος του 2018, χωρισμένο σε 157 κεφάλαια και έναν επίλογο. Σπαρακτικό και κυνικό ημερολόγιο/χρονικό μιας ζωής, μιας εποχής, μιας χώρας, γραμμένο από τον Mανουέλ Βίλας, ισπανό ποιητή και αφηγητή (Μπαρμπάστρο, 1962).

 

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Μαίρη Λίντα / Mary Linda

 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Μαίρη Λίντα

 

Τη μοναδική φορά που πήγα στη Βενετία, δεν είχα γεννηθεί ακόμα.

Στις 6 Μαΐου του 1962 ο Φάνης και η Καίτη, με αυτή τη σειρά, ανέβηκαν τα σκαλιά του Αγίου Βασιλείου στα Εξάρχεια. Έμελλε να μείνουν μαζί μέχρι το 2010, αλλά τότε ούτε το ήξεραν ούτε τους ενδιέφερε. Η τελετή έχει τα γνωστά: νυφικό, κουστούμια, τουαλέτες, παιδάκια που πια βρίσκονται στην αρχή της τρίτης ηλικίας, ενήλικες που πια δεν υπάρχουν.

Ποτέ δεν με ενδιέφερε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα στον Άγιο Βασίλειο Εξαρχείων· στη μνήμη μου έχει μείνει ανεξίτηλο το μετά, κι ας έχει φτάσει από εκείνο το μετά μία και μόνο ασπρόμαυρη φωτογραφία στα χέρια μου: ΚΟΣΜΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΡΙΑΝΑ, επί της λεωφόρου Συγγρού. Εκεί, απ’ ό,τι φαίνεται, έγινε το γαμήλιο γλέντι· τραγουδούν ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, αλλά στη φωτογραφία που προανέφερα, δεν υπάρχει ο Χιώτης, όπως ούτε και η Καίτη. Με φόντο καμιά ντουζίνα διοπτροφόρους άντρες, που μου είναι παντελώς άγνωστοι, η Μαίρη Λίντα έχει πλησιάσει, με το μικρόφωνο στο αριστερό χέρι [τραγουδώντας το «Μοιάζεις και συ με θάλασσα», γιατί αυτό θέλω να τραγουδάει] με ένα κόκκινο εφαρμοστό μακρύ φόρεμα και τη λευκή της πλάτη εκτεθειμένη στο φλας του φωτογράφου, στο τραπέζι όπου κάθονται οι νεόνυμφοι και, με το δεξί της χέρι τσιμπάει τσαχπίνικα το πηγούνι ενός έκθαμβου Φάνη, που την κοιτάζει στα μάτια υπομειδιώντας, με βλέμμα λάγνο και κρατώντας και με τα δυο του χέρια την μπροστινή του καρέκλα όπου αναπαύεται το καπέλο του πάνω σε κάτι που ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι.

Εγώ γεννήθηκα ακριβώς εννέα μήνες αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου του 1963. Ενδιάμεσα, στα τέλη Ιουνίου, είχα πάει στη Βενετία, στην κοιλιά της Καίτης που με περιέφερε όλο καμάρι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, ταΐζοντας τα περιστέρια και κοιτάζοντας τον Φάνη σαν να μην του είχε συγχωρέσει ακόμη το λάγνο βλέμμα της 6ης Μαΐου.    


 >.<>.<


 Κonstantinos Paleologos


Mary Linda

 

La única vez que fui a Venecia, todavía no había nacido.

El 6 de mayo de 1962, Fanis y Keti, por este orden, subieron la escalinata de la iglesia de Agios Vasilios en Exarjia. Permanecerían juntos hasta 2010, pero por aquel entonces no lo sabían y tampoco les importaba. La ceremonia tiene toda la parafernalia típica de una boda: traje de novia, traje de novio, vestidos elegantes, niños que ahora están al comienzo de la vejez, adultos que ya no existen.

Nunca me ha interesado el álbum con las fotos de aquella tarde de primavera en la iglesia de Agios Vasilios en Exarjia; en mi memoria queda imborrable el después, aunque de este después haya llegado a mis manos solo una fotografía en blanco y negro: Sala de Fiestas - Restaurante Triana, en la avenida Singrú. Allí, al parecer, tuvo lugar el banquete de la boda; cantan Manolis Jiotis y Mary Linda, pero en la foto que acabo de mencionar, no aparece Jiotis, ni tampoco lo hace Keti. Con una docena de hombres con gafas como telón de fondo, que no me suenan de nada, Mary Linda se acerca, con el micrófono en su mano izquierda [cantando el «Eres igual que el mar», porque eso es lo que quiero que cante], con un vestido rojo, largo y ajustado, y su blanca espalda expuesta al flash del fotógrafo, a la mesa donde están sentados los recién casados, y, la derecha, le pellizca la barbilla a un Fanis encandilado, quien la mira a los ojos sonriendo levemente, con una mirada lasciva, agarrado, con ambas manos, a la silla que tiene delante de él, donde descansa su sombrero sobre algo que nunca pude averiguar qué era.

Yo nací exactamente nueve meses más tarde, el 6 de febrero de 1963. Entre medias, a finales de junio, había ido a Venecia, en el vientre de Katy, que me paseaba orgullosa por la plaza de San Marcos, dando de comer a las palomas y mirando a Fanis como si aún no le hubiera perdonado la mirada lasciva de aquel 6 de mayo. 

 

[Traducción Konstantinos Paleologos]

[Revisión Eduardo Lucena]