Vicente Aleixandre (1898 – 1984)
Se querían
Se querían.
Sufrían por la luz,
labios azules en la madrugada,
Labios saliendo de la
noche dura,
Labios partidos, sangre,
¿sangre dónde?
Se querían en un lecho
navío, mitad noche, mitad luz.
Se querían como las
flores a las espinas hondas,
A esa amorosa gema del
amarillo nuevo,
Cuando los rostros giran
melancólicamente,
Giralunas que brillan
recibiendo aquel beso.
Se querían de noche,
cuando los perros hondos
Laten bajo la tierra y
los valles se estiran
Como lomos arcaicos que
se sienten repasados: caricia,
Seda, mano, luna que
llega y toca.
Se querían de amor entre
la madrugada,
Entre las duras piedras
cerradas de la noche,
Duras como los cuerpos
helados por las horas,
Duras como los besos de
diente a diente solo.
Se querían de día, playa
que va creciendo,
Ondas que por los pies
acarician los muslos,
Cuerpos que se levantan
de la tierra y flotando...
Se querían de día, sobre
el mar, bajo el cielo.
Mediodía perfecto, se
querían tan íntimos,
Mar altísimo y joven,
intimidad extensa,
Soledad de lo vivo,
horizontes remotos
Ligados como cuerpos en
soledad cantando.
Amando. Se querían como
la luna lúcida,
Como ese mar redondo que
se aplica a ese rostro,
Dulce eclipse de agua,
mejilla oscurecida,
Donde los peces rojos van
y vienen sin música.
Día, noche, ponientes,
madrugadas, espacios,
Ondas nuevas, antiguas,
fugitivas, perpetuas,
Mar o tierra, navío,
lecho, pluma, cristal,
Metal, música, labio,
silencio, vegetal,
Mundo, quietud, su forma.
Se querían, sabedlo.
[La
destrucción o el amor, 1935]
>.<>.<
Bιθέντε Αλεϊξάντρε (1898 –
1984)
Αγαπιόντουσαν
Αγαπιόντουσαν.
Υπέφεραν από το φως, χείλη μελανιασμένα το ξημέρωμα,
Χείλη που ξεπρόβαλλαν μέσα από τη σκληρή νύχτα,
Χείλη κομμένα, αίμα, αίμα πού;
Αγαπιόντουσαν σ’ ένα κρεβάτι-πλεούμενο, εν μέρει
νύχτα, εν μέρει φως.
Αγαπιόντουσαν όπως τα άνθη αγαπούν τα κοφτερά
αγκάθια,
Ή το λατρεμένο πολύτιμο πετράδι του καινούργιου
κίτρινου,
Όταν τα πρόσωπα στρέφονται μελαγχολικά,
Φεγγαροτρόπια που λάμπουν σαν λάβουν εκείνο το φιλί.
Αγαπιόντουσαν τη νύχτα, όταν τα υποχθόνια σκυλιά
Γαβγίζουν κάτω από τη γη και οι κοιλάδες τεντώνονται
Σαν αρχαίες ράχες που νιώθουν ένα χέρι πάνω τους:
χάδι,
Μετάξι, χέρι, φεγγάρι που έρχεται και αγγίζει.
Αγαπιόντουσαν από έρωτα μέσα στα χαράματα,
Μέσα στις σκληρές κλειστές πέτρες της νύχτας,
Σκληρές όπως τα παγωμένα από τις ώρες κορμιά,
Σκληρά όπως τα φιλιά δόντι με δόντι μόνο.
Αγαπιόντουσαν το πρωί, ακτή που διαρκώς απλωνόταν,
Κύματα που διατρέχουν τα πόδια χαϊδεύοντας τους
μηρούς,
Σώματα που σηκώνονται από τη γη και πλέοντας…
Αγαπιόντουσαν το πρωί, πάνω στη θάλασσα, κάτω από
τον ουρανό.
Τέλειο μεσημέρι, αγαπιόντουσαν τόσο οικεία,
Θάλασσα ωκεανός, νέα, οικειότητα απέραντη,
Μοναξιά του βιώματος, ορίζοντες μακρινοί
Ενωμένοι σαν κορμιά, μες στη μοναξιά, τραγουδώντας.
Αγαπώντας. Αγαπιόντουσαν σαν το λαμπρό φεγγάρι,
Σαν εκείνη τη στρογγυλή θάλασσα που απλώνεται σε
τούτο το πρόσωπο,
Γλυκιά έκλειψη του νερού, μάγουλο σκοτεινιασμένο,
Όπου τα κόκκινα ψάρια πηγαινοέρχονται δίχως μουσική.
Μέρα, νύχτα, δύσεις, ξημερώματα, χώροι,
Κύματα νέα, αρχαία, φευγαλέα, αιώνια,
Θάλασσα ή στεριά, καράβι, κρεβάτι, φτερό, κρύσταλλο,
Μέταλλο, μουσική, χείλος, σιωπή, φυτό,
Κόσμος, ηρεμία, η μορφή του. Αγαπιόντουσαν, μάθετέ το.
[μετάφραση Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος]
O σεβιλλιάνος Vicente Aleixandre πήρε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1977.