Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Βιβλιοκριτική της Φωτεινής Σίμου για Τα Άγια Νήπια του Miguel Delibes

 

Τα άγια νήπια του Miguel Delibes (εκδ. Ποταμός)

Μια μικρή, τόση δα ιστορία πλεγμένη γύρω από πλάσματα της ισπανικής επαρχίας του 1960 που γεννήθηκαν με κακούς οιωνούς, αλλά έζησαν με μια δικιά τους αγιοσύνη. O  Ντελίμπες γράφει για ανθρώπους που σε ρωτάνε “Μ’ αγαπάς;” και ακόμα και αν τους απαντήσεις ναι, θα ξαναρωτήσουν “κι αν δεν μ' αγάπαγες;”. Και το ρωτούν γιατί δεν μπορούν να φανταστούν πώς θα ήταν χωρίς αγαποσύνη. Ρωτάνε μπας και μάθουν. Αυτή είναι η αγιοσύνη τους.


ΕLLE, 25-03-2022 

Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Ποτέ δεν είναι αργά, της Ειρήνης Ιωάννου / Nunca es tarde, de Irini Ioanu

 

Ποτέ δεν είναι αργά

 της Ειρήνης Ιωάννου

Κάτω από το κρεβάτι, πίσω από ένα ζευγάρι φορεμένες κάλτσες και ανάμεσα σε τσαλακωμένα κωλόχαρτα, πασχίζει να αναπνεύσει μια επαγγελματική κάρτα. «Αλέξανδρος Μαγκεριάν, αρχιτέκτονας». Ήμουν γύρω στα είκοσι, συνεπαρμένη με έναν Δ. που υπηρετούσε στην Αλεξανδρούπολη, και μια Παρασκευή βρέθηκα στο λεωφορείο για τα σύνορα. Πίτα τα καθίσματα με φαντάρους, και ο διπλανός μου να ξεσκονίζει το κοστούμι του και να ρωτάει συνωμοτικά:

«Πώς βρεθήκαμε εδώ;»

Το βλέμμα μου, στυλωμένο έξω από το παράθυρο. Ο διπλανός, λογοδιάρροια.

«Μήπως προτιμάτε να κάτσετε στο διάδρομο; Μερικούς τους ζαλίζει το παράθυρο.»

«Όχι ευχαριστώ.» Η φύση έξω μονότονη, υγρή.

«Κρυώνετε; Να ζητήσω από τον οδηγό να ανεβάσει το καλοριφέρ;»

«Μια χαρά είμαι.» Και τι δε θα έδινα για ένα λεωφορείο με μονές θέσεις. Την τσάντα μου την είχα τοποθετήσει στρατηγικά στο κενό ανάμεσα στα δύο καθίσματα. Η μεγαλύτερη αηδία, να απλώνει ο άλλος τα μπούτια του και δήθεν τυχαία να ακουμπάνε τα δικά σου.

«Από Θεσσαλονίκη είστε;»

«Όχι.» Ο λαιμός μου, στα όρια της αγκύλωσης. Οι μηροί του, χωρίς επεκτατικές διαθέσεις.

«Ούτε εγώ. Για δουλειά πηγαίνω και θα μείνω σε ξενοδοχείο. Το όνομά σας;»

Ένιωσα το λεωφορείο να κρατάει την αναπνοή του. Θα τη ρίξει ο μπαγάσας;

«Μαρία.» Ψέματα. «Με ζαλίζει το λεωφορείο. Θα κοιμηθώ.» Σκεπάστηκα με το μπουφάν μου και έκλεισα τα μάτια μου.

Ξύπνησα ώρες αργότερα από τις φωνές στο χώρο των αποσκευών. Ο διπλανός, άφαντος. Στην τσέπη του μπουφάν μου ανακάλυψα την κάρτα του. Την κράτησα κοντά μου να αραχνιάζει για χρόνια. Ένα λεωφορείο για κάπου αλλού.

 

Ειρήνη Ιωάννου (Στοκχόλμη 1977) Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία και Διεθνείς Σπουδές. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στα περιοδικά Flash: The International Short-Short Story Magazine (Chester University), Mortar και Betty Fedora. Μπορείτε να τη βρείτε κάθε μήνα στο βερολινέζικο περιοδικό The Wild Word (https://thewildword.com/gaze/) να σχολιάζει την επικαιρότητα. Είναι μητέρα πέντε παιδιών κι εργάζεται ως αξιωματικός του Πυροσβεστικού Σώματος.


 >.<>.<


Nunca es tarde


de Irini Ioanu

 

Debajo de la cama, detrás de un par de calcetines usados y entre montoncitos de papel higiénico arrugado, lucha por respirar una tarjeta de visita. «Aléxandros Maguerián, arquitecto». Yo tenía unos veinte años, loca perdida por un D. que estaba de servicio militar en Alexandrúpolis, y un viernes me encontré en el autobús hacia la frontera. A rebosar los asientos de soldados, y el de al lado sacude su traje y me pregunta con complicidad:

¿Cómo hemos venido a parar aquí?"

Mi mirada, fija fuera de la ventana. El de al lado, verborrea.

¿Acaso prefiere sentarse en el pasillo? Algunos se marean en la ventana.

No, gracias. La naturaleza fuera monótona, húmeda.

¿Tiene frío? ¿Le pido al conductor que suba la calefacción?

Estoy fenomenal. Lo que daría yo por un autobús con asientos individuales. Había colocado estratégicamente mi bolso en el hueco entre los dos asientos. La peor de las asquerosidades es que la otra persona extienda los muslos y, supuestamente sin querer, te roce los tuyos.

¿Es usted de Tesalónica?

No. Mi cuello, al borde del anquilosamiento. Sus muslos, sin tendencias expansivas.

Yo tampoco. Voy por motivos de trabajo y me quedaré en un hotel. ¿Su nombre?

Sentí que el autobús contenía la respiración. ¿Se la llevará al huerto, el gachón?

María. Mentira. Me marea el autobús. Voy a dormir. Me tapé con mi chaqueta y cerré los ojos.

Me desperté horas después por las voces en la bodega del autobús. El de al lado, desaparecido. Encontré su tarjeta en el bolsillo de mi chaqueta. La guardé durante años. Un autobús para otro lugar.

 

Irini Ιoanu (Estocolmo, 1977) Ha estudiado Filología Inglesa y Estudios Internacionales. Ha publicado relatos en la revistas Flash: The International Short-Short Story Magazine (Chester University), Mortar y Betty Fedora. Cada mes publica en la revista berlinesa The Wild Word (https://thewildword.com/gaze/) artículos sobre la actualidad. Tiene cinco hijos y trabaja como oficial en el Cuerpo de Bomberos.


Tradución de Konstantinos Paleologos

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

Publicación de la Federación Latinoamericana de Semiótica - deSignis, número 36

 



https://www.designisfels.net/publicacion/i36-semiosis-y-feminismos/


ÍNDICE DE CONTENIDOS

I. ESCENARIOS
FEMINISMOS: EL CAMPO DE DISPUTA POR EL SENTIDO
FEMINISMOS, SUBJETIVIDAD, AFECTIVIDAD Y PODER
PROPUESTAS FEMINISTAS DESDE LA LITERATURA
FEMINISMOS, TECNOLOGÍAS Y NUEVAS NARRATIVAS VISUALES
MIRADAS DESDE EL FEMINISMO DECOLONIAL: EXPRESIONES TRANSFRONTERIZAS
II. PUNTO DE VISTA
III. DISCUSIÓN
V. PERSPECTIVAS


Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Βιβλιοκριτική της Αλίκης Μανωλά για την (Α)πειθαρχία των λέξεων του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Η (Α)πειθαρχία των λέξεων του Κωσταντίνου Παλαιολόγου

 

Της Αλίκης Μανωλά 

 

 

Τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, παρ’ ότι απόφοιτη του Π.Σ. Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμός του ΕΑΠ, δεν είχα την τύχη να τον έχω καθηγητή στο Πανεπιστήμιο. Και λέω τύχη γιατί, όπως ξέρουν οι φοιτητές του και όπως θα διαπιστώσει όποιος διαβάσει την (Α)πειθαρχία των λέξεων που κυκλοφόρησε αναθεωρημένη πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Πεδίο [πρώτη έκδοση: Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2014], είναι βαθύς γνώστης των αντικειμένων που διδάσκει, και συγκεκριμένα της Ισπανικής Λογοτεχνίας, της Μεταφρασεολογίας και της Λογοτεχνικής Μετάφρασης.

     Το βιβλίο αυτό αποτελείται από κείμενα που έχουν γραφτεί σε διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικές αφορμές και επιχειρεί να μας εισάγει στον κόσμο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, αλλά και να φωτίσει διάφορες πλευρές της μετάφρασης και δη της συλλογικής μετάφρασης, που είναι μια μεγάλη αγάπη του συγγραφέα.

     Το βιβλίο αποδείχτηκε μια πραγματική απόλαυση. Ενώ νόμιζα πως θα διαβάσω ένα δοκίμιο, από αυτά που συνήθως μου πέφτουν κάπως βαριά, εδώ βρήκα κείμενα διανθισμένα με παραδείγματα, με ποίηση, με διηγήματα, με Χαϊκού (!!!). Κάποια είναι κλασικά κείμενα και μεταφράσεις, όπως η μετάφραση Ισπανών ποιητών από τον Καζαντζάκη και εκείνη της Ιουλίας Ιατρίδη στην Καταχνιά του Ουναμούνο. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που παρουσιάζονται πρώτη φορά όπως τα δεκαοκτώ ποιήματα του Μανουέλ Αλτολαγκίρε, σε μετάφραση του ίδιου του Παλαιολόγου, το διήγημα Το Μουσείο του Χοσέ Μαρία Μερίνο, μεταφρασμένο από το εργαστήρι λογοτεχνικής μετάφρασης του ΕΚΕΜΕΛ, τα 50 αστικά χαϊκού Μαύρες σταγόνες του Αντρές Νέουμαν, από τον ίδιο τον Παλαιολόγο και τους σπουδαστές στο μεταπτυχιακό «Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας» του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα 5 ποιήματα του Κάρλος Βιτάλε, αποτέλεσμα εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης παρουσία του συγγραφέα και το διήγημα Στο τρένο του Λεοπόλδο Άλας (Κλαρίν), από τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.

     Η (Α)πειθαρχία των λέξεων είναι ένα βιβλίο που, αν και απευθύνεται κυρίως σε όσους ασχολούνται ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με την Ισπανική Γλώσσα και Λογοτεχνία ή με τη Μετάφραση και τη Μεταφρασεολογία, διαβάζεται εύκολα και από κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο, αλλά θα τον ενδιέφερε να μάθει κάτι παραπάνω για το θέμα αυτό.

     Για μένα, που ασχολούμαι με τη μετάφραση τα τελευταία χρόνια, ήταν πολύ σημαντικό να δω σκέψεις και απορίες μου, προβληματισμούς και αναζητήσεις, αποτυπωμένες όλες σε ένα βιβλίο από έναν άνθρωπο με τέτοιο θεωρητικό υπόβαθρο και τόση εμπειρία. Από έναν άνθρωπο που δεν φοβάται να εκτεθεί, κάτι που εμείς οι μαθητές του στα εργαστήρια μετάφρασης το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, ούτε σε κάτι πιο επίσημο όπως είναι ένα βιβλίο.

     Και κάπου εκεί έρχεται η ανακουφιστική συνειδητοποίηση ότι η μετάφραση είναι μια συνεχής αναζήτηση, ένας δρόμος που δεν τελειώνει ποτέ, μια διαδικασία ζωντανή και παλλόμενη, στην οποία ωστόσο μπορούμε να μην είμαστε μόνοι. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί στην εποικοδομητική και καλοπροαίρετη κριτική, σε διαφορετικές αναγνώσεις του ίδιου κειμένου, σε λύσεις που δεν είχαμε σκεφτεί από μόνοι μας αλλά μας πάνε ένα βήμα πιο κοντά στην πιο κοντινή απόδοση αυτού που σημαίνεται στη γλώσσα πηγή. Όπως σε όλα τα πράγματα, ο εγωισμός μπορεί να αποδειχτεί μεγαλύτερος εχθρός παρά φίλος μας.

     Και θα τελειώσω παραθέτοντας έναν από τους αφορισμούς, ένα είδος τόσο προσφιλές στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, για τη μετάφραση της ποίησης, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο, το οποίο πιστεύω ότι σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τοποθετεί τον μεταφραστή στη θέση που του αναλογεί στον πάνθεον της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς: «Ο σπουδαίος ποιητής δεν έδωσε ποτέ την άδειά του να μεταφραστεί έστω και ένα ποίημά του. Γρήγορα πέρασε στη λήθη».

 

 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Η (α)πειθαρχία των λέξεων

Εκδόσεις Πεδίο, 2021 [δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη]

σελ. 207

 

Η βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση του ΕΑΠ: Tribuna Abierta de Estudios Hispano-Helenos, τεύχη Γ' και Δ', φθινόπωρο 2021 - χειμώνας 2022 [ https://www.eap.gr/wp-content/uploads/2022/04/teuxos-c-d.pdf ]

Η Αλίκη Μανωλά αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη το 1998 και στη συνέχεια σπούδασε Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Από το 2018 ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση.

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Presentación de Proyecto GreQuerías en el CAL de Málaga

 



https://www.juntadeandalucia.es/cultura/caletras/evento/90252/Encuentro%20con%20el%20traductor%20Konstantino%20Pale%C3%B3logos%20sobre%20%60Proyecto%20Grequer%C3%ADas.%20Antolog%C3%ADa%20del%20minicuento%20griego%20contempor%C3%A1neo%C2%B4%20en%20M%C3%A1laga





Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Χουάν Βιγιόρο: Η Γη της μεγάλης Επαγγελίας [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ], μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Χουάν Βιγιόρο

 

Η Γη της μεγάλης Επαγγελίας

 

 

 

 

Αν ονειρεύομαι, μην με ξυπνήσεις,

κι αν είν’ αλήθεια, μη μ’ αποκοιμίσεις.

Καλδερόν δε λα Μπάρκα 

 

 

ΠΡΙΝ


 

1

 

24 Μαρτίου 1982

 

Τη μέρα της πυρκαγιάς γνώρισε μια γυναίκα που βαφόταν με σπίρτα. Ο Ντιέγο είχε απογευματινό μάθημα στο ΠΚΚΣ (κανείς δεν το αποκαλούσε Πανεπιστημιακό Κέντρο Κινηματογραφικών Σπουδών). Πριν μπει στο μικρό κτίριο στην περιοχή του Δελ Βάγε κοντοστάθηκε στον πάγκο μιας πλανόδιας πωλήτριας που διαλαλούσε μια εκπληκτική ποικιλία από λιχουδιές σε τρία μικρά ξύλινα κουτιά πορτοκαλί χρώματος. Δεν είχε φάει τίποτα και κατεύνασε την πείνα του και τη δίψα του με μερικά γιαπωνέζικα κράκερ ρυζιού και ένα αναψυκτικό.

          Ίσως η γυναίκα να τον είχε εξυπηρετήσει και παλιότερα, αλλά ήταν η πρώτη φορά που την πρόσεξε: κρατούσε ένα στρογγυλό καθρεφτάκι και έτριβε το πρόσωπό της με ένα μακρύ σπίρτο, από αυτά που χρησιμοποιούν στις κουζίνες γκαζιού· με το που κονιορτοποιούνταν, το κόκκινο φώσφορο άφηνε μια στρώση από κοκκινάδι πάνω στο μάγουλό της.

          «Έχεις ψιλά, μπαμπούλη», η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της προς τον Ντιέγο.

          «Ναι».

          Εκείνη πήρε ένα ακόμα σπίρτο και επανέλαβε την ίδια τελετουργία στο κάτω χείλι της.

          «Ριξ’ τα εκεί», έδειξε με τα μάτια της ένα άδειο κουτί γάλακτος σε σκόνη μάρκας Nido που είχε εντός του κέρματα και χαρτονομίσματα.

          Πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, η γυναίκα πρέπει να είχε υπάρξει όμορφη. Ο Ντιέγο έμεινε να την κοιτάζει μέχρι που εκείνη είπε:

          «Αυτά που μου ’δωσες δεν φτάνουν για να αγοράσω κραγιόν, αλλά θα μπορούσες να με βάλεις να παίξω σε καμιά ταινία. Στήνομαι καθημερινά για κάστινγκ σ’ αυτή τη γωνία», χαμογέλασε κι έγινε δέκα χρόνια νεότερη.

 

Ο Ντιέγο πέρασε το κατώφλι της σχολής κινηματογράφου με αυτή την εικόνα αιώνια κοκεταρίας στο μυαλό του. Μπορούσε άραγε να την εκμεταλλευτεί; Εκείνες τις μέρες τα πάντα τού φαίνονταν άξια κινηματογράφησης. Ένα πρόσωπο, ένα ξεραμένο λουλούδι μέσα σε κάποιο βιβλίο, ένα πουλόβερ στο γρασίδι, ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι από άρωμα ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι, ένας σκύλος κάτω από τη βροχή, ένα υπόγειο πέρασμα όπου τρεμόπαιζε ένας σωλήνας νέον, τα πάντα ανήκαν σ’ ένα διάσπαρτο αλφάβητο με το οποίο εκείνος έπρεπε να φτιάξει λέξεις. Ο κόσμος πρόσμενε να σωθεί από το βλέμμα του.

          Από τότε που είχε μπει στη σχολή, είχε αρχίσει να πίνει τρεις κούπες σκέτο καφέ κάθε πρωί. Ορισμένες φορές, αυτό τον έκανε να νιώσει μια στείρα ενεργητικότητα και κάποιες άλλες μια εγρήγορση που του επέτρεπε να σκεφτεί ότι ακόμα και το Δελ Βάγε, που ήταν γεμάτο από μέτριες μεσοαστικές πολυκατοικίες με αλαζονικές μοντερνιστικές πινελιές, θα μπορούσε να είναι ένα σκηνικό νουάρ ταινιών τόσο υποβλητικό όσο το συννεφιασμένο Παρίσι.

          Αν μπορούσε τώρα να συνομιλήσει με τον 22χρονο εαυτό του, θα του έλεγε κατάμουτρα: «Το να έχεις καφεΐνη μέσα σου δεν σημαίνει ότι έχεις ταλέντο». Η ικανότητά του για απορρόφηση ήταν τόσο ‘ό,τι να ’ναι’ ώστε τον εμπόδιζε να απορρίπτει άλλες εναλλακτικές επιλογές προκειμένου να επικεντρωθεί στο ελαχιστότατο κομμάτι του σύμπαντος στο οποίο έπρεπε να επικεντρωθεί: εκείνο μιας ταινίας.

          Θα το ανακάλυπτε αυτό πολλά χρόνια αργότερα, όταν θα θυμόταν με νοσταλγία μια ονειρική εποχή στη διάρκεια της οποίας δεν ήξερε πώς να βάλει σε τάξη την κάψα του να κάνει κινηματογράφο.

 

Το πρωί ξεκίνησε με την εικόνα της γυναίκας που βαφόταν με σπίρτα σε κάποια γωνία του Δελ Βάγε. Στην είσοδο του ΠΚΚΣ έπεσε μούρη με μούρη με τον Χονάς, που φορούσε ένα μπλουζάκι με τον Τζιμ Μόρισον και είχε ένα δίσκο βινυλίου υπό μάλης. Το να κρατάει κάτι κάτω από το μπράτσο ήταν για τον Χονάς ένας τρόπος να διατηρεί την ισορροπία του. Αν έχανε το δίσκο ή το βιβλίο, μπορεί και να κατέρρεε.

          Ο Ντιέγο δεν τον ρώτησε τίποτα για το δίσκο. Είχε βαρεθεί πλέον να του αποδεικνύει ο φίλος του ξανά και ξανά πως δεν ήξερε τίποτα από μουσική. Παρ’ όλα αυτά, το εξώφυλλο του δίσκου, με ένα αερόπλοιο τυλιγμένο στις φλόγες, χαράχτηκε στο μυαλό σου σαν ένας ακόμα οιωνός εκείνη τη μέρα.

          Κάθε φορά που ανακαλούσε τη σκηνή, από το παρόν τού 2014, πρόσθετε χρονικά ανακόλουθες λεπτομέρειες. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τότε ότι η ανθρωπότητα θα μετατρεπόταν σε ένα έμβιο είδος με κινητό στην τσέπη. Ήταν παράξενο και ευχάριστο να ζεις σε κατάσταση μη-σύνδεσης. Νοσταλγούσε την εποχή που η έλλειψη σήματος δεν ισοδυναμούσε με κάθοδο στην κόλαση· παρ’ όλα αυτά, τώρα φανταζόταν τις κλήσεις που θα μπορούσε να είχε δεχτεί. Για παράδειγμα, η Σουσάνα του τηλεφωνούσε για να του πει: «Σ’ αγαπάω, κουτάβι μου». Μήπως θα πρόσθετε και κάποιο εμότικον; Ίσως ένα σκύλο με τη γλώσσα έξω.

          Οι δύο ουσιώδεις συνθήκες εκείνου του καιρού: πίστευε ότι ήταν σε θέση να γυρίζει ταινίες και η Σουσάνα τον αποκαλούσε ‘κουτάβι της’.

          Του ήταν δύσκολο να προσδιορίσει πόσο την αγαπούσε, αλλά η ζωή του θα ήταν μια έρημος δίχως τη συντροφική της τρυφερότητα, το άγγιγμα των αδύνατων δακτύλων της, την ικανότητά της να επαναλαμβάνει εκείνη τη χαζή λέξη δίχως να τη φθείρει. Μετά από τόσο καιρό, η ανάμνηση διατηρούσε την αξία της λόγω της Σουσάνα.

          Ο Χονάς είχε το πρόσωπο ανθρώπου που δεν χρειάζεται πλέον ούτε ναρκωτικά ούτε διεγερτικές ουσίες γιατί έχει περάσει στην πλευρά που κινούνται όσοι ζουν από θαύμα. Τα ‘φθαρμένα’ χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ένα πιστοποιητικό εμπειρίας.

          «Είδες τον Τοβάριτς;», ρώτησε.

          Ο Ριγομπέρτο, άλλως Ρίγο, άλλως Ρίγο Τοβάρ, άλλως Τοβάριτς, ήταν ο τρίτος μιας παρέας που χαρακτηριζόταν από παραπληρωματικούς εγωισμούς εν το γίγνεσθαι. Ο Ντιέγο θεωρούσε τον εαυτό του σκηνοθέτη· ο Χονάς, ηχολήπτη και ο Ρίγο, εικονολήπτη, επαγγέλματα που ακόμα δεν ασκούσαν και για τα οποία κόμπαζαν δίχως κανένα ίχνος ανταγωνισμού μεταξύ τους.

          Τα παρατσούκλια του Ριγομπέρτο πήγαζαν από την αντιφατική επιθυμία να τον προσβάλουν και να τον παινέψουν. Ο τραγουδιστής από το Ταμαουλίπας, Ρίγο Τοβάρ[1] έχανε σταδιακά την όρασή του, άρα το να συσχετίσουν το ονοματεπώνυμό του με κάποιον που εξαρτιόταν από το βλέμμα και απεχθανόταν την κούμπια είχε κάτι το χλευαστικό· από την άλλη, το να τον αποκαλούν Τοβάριτς[2] ήταν έπαινος: ο Ρίγο φιλοδοξούσε να καταγράψει τις ομορφιές του κόσμου με την κάμερά του, αλλά καμία δεν ξεπερνούσε κατά τη γνώμη του εκείνη του σοσιαλισμού που μοίραζε ψωμί, βιβλία και αληθινή ζωή.

          Στην περίπτωση του Χονάς δεν μπορούσε καν να ισχυριστεί κάποιος ότι τον ενδιέφερε ο κινηματογράφος. Έπαιζε συνθεσάιζερ και μπορούσε να εγκαταστήσει καλώδια και ενισχυτές με την προσηλωμένη ηρεμία εκείνου που αποδέχεται να κάνει τις αναγκαίες και δυσάρεστες εργασίες. Η παρουσία του ήταν ανεκτίμητη σε κάθε δραστηριότητα που προϋπέθετε σωματική κούραση. Φορτωνόταν όλες τις σακούλες με πάγο και τα καφάσια με τις μπύρες και τα αναψυκτικά για ένα πάρτυ δίχως να διαμαρτυρηθεί στο ελάχιστο. Το γεγονός ότι ήταν πάρα πολύ αδύνατος έδινε σε αυτή του την προδιάθεση μια ηθική διάσταση. Δεν βοηθούσε επειδή του άρεσε ή επειδή του φαινόταν εύκολο, αλλά γιατί αντιλαμβανόταν τη βασική αρετή του κόπου· το να κάνει παρέα με τους άλλους συνεπαγόταν ότι θα γαμιόταν δίχως να το κάνει θέμα. Αν κάποια στιγμή γύριζαν μια ταινία στη ζούγκλα, θα έβγαζε τη ματσέτα για να τους ανοίξει δρόμο.

          Ενόσω τελειοποιούσε την ευρυμάθειά του ως μουσικομανής, ο Χονάς πέρασε από διάφορα συγκροτήματα ροκ και σάλσα μέχρι που μια τραγουδίστρια τον καταδίκασε στη σιωπή, μια κοπέλα με την ιδιοσυγκρασία της Τζάνις Τσόπλιν και της Γκρέις Σλικ που δεν κατηύθυνε την καταστροφική της μανία προς τον εαυτό της αλλά προς τους ανθρώπους που αγαπούσε και επέλεγε τα θύματά της με ερωτική αίσθηση του τετέλεσται. Τουλάχιστον αυτό δήλωνε ο Χονάς, που αποδέχτηκε το ρόλο του ως παρατρεχάμενος στην υπηρεσία της (όταν ήρθε η μόδα του πανκ, άρχισε να φοράει ένα κολάρο σκύλου για να το επιβεβαιώνει). Η ελκυστική μακροθυμία του προσώπου του συνέτεινε στο να τον αποδεχτεί η κοπέλα και στο να του δίνει αφορμές για να έχει κάπου να την αποδώσει. Εκείνος την αγάπησε με την αφοσίωση αυτόχειρα. Όταν εκείνη τον εγκατέλειψε, ο Χονάς κατρακύλησε στο ιδιαιτέρως σφοδρό κενό εκείνων που ανακαλύπτουν πως η καρδιά υφίσταται μόνο όταν σπάσει. Αγνοούσε ότι εκείνη τού έσωζε τη ζωή κάνοντάς τον στην άκρη: δεν θα ήταν αναγκασμένος πλέον να τρώει κροκέτες για σκύλους. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος είδε μόνο την αρνητική πλευρά της εγκατάλειψης. Πούλησε το συνθεσάιζερ Yamaha σε τιμή τρομπέτας και άφησε πίσω του για πάντα τη μουσική. Φοβόταν ότι θα έβρισκε μέσα σε εκείνο το περιβάλλον την καταστροφική του θεά. Η πόλη ήταν ένας λαβύρινθος με εκατομμύρια κατοίκους, αλλά υπήρχαν μόνο τρία ή τέσσερα καταγώγια όπου παίζονταν τα υψηλά ντεσιμπέλ. Έξω από το καθένα απ’ αυτά, ένας πάγκος πουλούσε χοτ ντογκ μέχρι τις πέντε τα ξημερώματα. Αν εξακολουθούσε να παίζει, μάλλον νωρίς παρά αργά θα συνέπιπτε μαζί της σε κάποιο στέκι με βρόμικα και θα έβλεπε το κέτσαπ σαν μια προοικονόμηση του αίματος: αυτό που επιθυμούσε ήταν να αυτοκτονήσει ενώπιον της καλής του, όχι με σκοπό να την κάνει να νιώσει ένοχη, κάτι παντελώς ανέφικτο, αλλά για να της αποδείξει την αγάπη του. Οι τελευταίες ικμάδες της ενέργειάς του ως έφηβος και οι πρώτες ως νεαρός ενήλικας σπαταλιόντουσαν στη φαντασίωση αυτού του ολέθρου. H αυτοπυρπόληση φάνταζε στα μάτια του ως η ύψιστη μορφή εκδήλωσης του έρωτά του. Είχε δει υπερβολικά πολλά εξώφυλλα δίσκων ροκ με φλεγόμενους τύπους ή με κάτωχρες σαν πτώματα μούσες ώστε να υποθέτει πως η καταστροφή ήταν μια εκδοχή του έρωτα και της ομορφιάς.

          Για να μην την πετύχει πουθενά, δηλαδή, για να μην αυτοκτονήσει, εγκατέλειψε το συνθεσάιζερ. Εκείνη την εποχή, ένας ψυχίατρος της Κοινωνικής Ασφάλισης του είπε ότι στον κινηματογράφο υπήρχε χώρος για τον ήχο (στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν, δεν σκέφτηκε μελωδικά ηχητικά μονοπάτια αλλά εκρήξεις), και έκανε αίτηση στο ΠΚΚΣ.

          Δεν ήταν εύκολο να περάσει κανείς τις εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά ο Χονάς αφιερωνόταν με ισχυρή επιμονή στα πράγματα που του δυσκόλευαν τη ζωή. Ο Ντιέγο τον θεώρησε τέλειο σύντροφο, κάποιον με τον οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί γυρίσματα υπό βροχή, με τα πόδια βυθισμένα στη λάσπη, δίχως να διαμαρτύρεται ποτέ για τίποτε. Επιπλέον, όλα όσα στην αρχή τού φάνηκαν θλιβερά τραύματα (υπερβολικά πολλά τσιγαριλίκια μαριχουάνας αφιερωμένα στο να πλέξουν το εγκώμιο του καταστροφικού χαμένου έρωτά του), σταδιακά του αποκαλύφθηκαν ως μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική κληρονομιά. Ο Χονάς γνώριζε γκόθικ παραμύθια, ιστορίες με βαμπίρ, σάγκες με ζόμπι, στίχους τραγουδιών ροκ που μνημόνευαν τον αποκρυφιστή Άλιστερ Κρόουλι. Όλα αυτά προέρχονταν από την ερωτική του ιστορία με την κοπέλα, η οποία τελικά ήταν κάτι περισσότερο από μια μαζοχιστική έκσταση: ήταν εκπαίδευση με τα όλα της. Όταν ο Χονάς μπόρεσε να το δει κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπόρεσε επίσης να αναπτύξει ένα αξιοσημείωτο μαύρο χιούμορ.

          Ο Ριγομπέρτο Τοβάρ ή Τοβάριτς ήταν διαφορετική περίπτωση. Είχε περάσει πλέον τα είκοσι δίχως να χάσει ακόμη την παρθενιά του. Μιλούσε για το εν λόγω θέμα με τέτοια εμβρίθεια ώστε ήταν αδύνατον να το συσχετίσει κανείς με την αθωότητα. Το σεξ είχε γίνει για εκείνον ένα δόγμα εντιμότητας. Σταδιακά συνήθισαν να τον αντιμετωπίζουν με τo γεμάτο σαγήνη σάστισμα με το οποίο αντιμετώπιζαν τις φωτογραφίες των βουδιστών μοναχών που αυτοπυρπολούνταν προκειμένου να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον πόλεμο και άφηναν τις φλόγες να κατατρώνε τους πορτοκαλί μανδύες τους δίχως τον παραμικρό στεναγμό. Ο Ρίγο ήταν ένας απαράμιλλος μάρτυρας της επιθυμίας.

          Οι άτεγκτοι φίλοι αποτελούσαν μια ιδιόμορφη εκδοχή του ερωτικού τριγώνου, όχι λόγω των ερωτικών παθών που διακινούνταν μεταξύ τους, αλλά για τους τρεις τρόπους με τους οποίους έρχονταν αντιμέτωποι με τη λίμπιντό τους: ο Χονάς προσπαθούσε να συνέλθει από τον υπερβολικό έρωτα, ο Ρίγο ήθελε να κάνει το ντεμπούτο του σε αυτόν και ο Ντιέγο ένιωθε να τον έχουν ερωτευτεί δίχως, όμως, να ξέρει αν ήταν ο ίδιος ερωτευμένος.

          Όπως πάντα, ο Τοβάριτς έφτασε καθυστερημένος στο μάθημα του Λουίς Χόρχε Ρόχο, του χαρισματικού προφήτη ο οποίος είχε αποφασίσει ότι Ο πολίτης Κέην δεν είχε σημαδέψει την αρχή μιας νέας εποχής, αλλά το ένδοξο τέλος όλων των προηγουμένων: από εκεί και πέρα τίποτα πλέον δεν θα είχε την ίδια ποιότητα. Αποστρεφόταν τον σύγχρονο κινηματογράφο και επαναλάμβανε διαρκώς στους μαθητές του ότι δεν επρόκειτο να γυριστούν ξανά μεγάλες ταινίες. Το πάθος με το οποίο εξυμνούσε τον Τζορτζ Φορντ (τον αποκαλούσε «απαρρράμιλλο» με τα τρία ‘ρ’ του ενθουσιασμού) ερχόταν σε αντίθεση με τους βιτριολικούς δικανικούς του ενάντια στον ‘Σπίλμπεργκ και τους άλλους’ (κατά τρόπο εμβληματικό, επέλεγε το ‘παιδί-θαύμα’ της κινηματογραφικής βιομηχανίας ως εκπρόσωπο του σύγχρονου κινηματογράφου στο σύνολό του, θέλοντας να καταδείξει ότι ακόμα και οι σκηνοθέτες που διαχειρίζονταν χαμηλούς προϋπολογισμούς δεν ξέφευγαν από το φτηνιάρικο συναισθηματισμό). Πριν αρχίσει το μάθημά του, ακουμπούσε ένα ναυαγοσωστικό σωσίβιο Charms πάνω στην έδρα και δύο ή τρία βιβλία που δεν είχαν καμία σχέση με το θέμα και τα οποία χρησίμευαν για να τονίσουν ένα από τα αποφθέγματά του: «Όποιος σκαμπάζει μόνο από κινηματογράφο, δεν σκαμπάζει ούτε από κινηματογράφο».

          Ο Λουίς Χόρχε Ρόχο θα ήταν τότε σαράντα χρονών, αλλά στα μάτια τους φάνταζε πολύ γέρος λόγω του απαρχαιωμένου μουστακιού του με υπογένειο και της συμπεριφοράς μνησίκακου αρχειοθέτη εικόνων. Περιέργως πώς, εξακολουθούσε να βλέπει καινούργιες ταινίες ώστε να μην στερηθεί της απόλαυσης να τις κριτικάρει. Στις πολιτιστικές σελίδες μιας αριστερίστικης εφημερίδας δημοσίευε τη στήλη Κινηματογραφικά σιχάματα. Ο Ντιέγο τον θαύμαζε με ισχυρή δόση τρόμου.

          Κάποιο σαββατόβραδο αιφνιδιάστηκε όταν τον συνάντησε σε μια χοροεσπερίδα. Φανταζόταν ότι ζούσε μοναχικά σε κάποια παρακμιακή γειτονιά του Κέντρου, με μόνη παρέα ένα σιωπηλό αυστραλέζικο παπαγαλάκι.

Ένα ακόμα από τα αποφθέγματα του αυστηρού Λουίς Χόρχε ήταν: «Το ασπρόμαυρο επανεφευρίσκει την πραγματικότητα· το τεχνικολόρ την μιμείται». Για να του αποτίσει φόρο τιμής, ο Ντιέγο φανταζόταν τη μοναξιά του δασκάλου δίχρωμη. Παρ’ όλα αυτά, στη βεγγέρα, ο Ρόχο απέδειξε ότι δεν ήταν μισάνθρωπος σε καμία περίπτωση. Για να δει το επίπεδο των κινηματογραφικών τους γνώσεων τους πρότεινε να παίξουν ένα παιχνίδι μιμήσεων. Εκείνου του έτυχε να αναπαραστήσει έναν πανδύσκολο τίτλο: Συλλαβόγριφος[3], αλλά το έκανε με τόση δεξιοτεχνία ώστε η ομάδα του συμπέρανε τη λέξη (παρότι κανείς τους δεν είχε δει την ταινία). Ύστερα αποδείχτηκε εξαίρετος χορευτής σάλσα και ροκ ν’ ρολ –πάθη αντίθετα που σπανίως συνδυάζονταν– και διηγήθηκε ότι είχε εμφανιστεί ως κομπάρσος στην τελευταία σκηνή του Ο Σιμών της ερήμου του Λουίς Μπουνιουέλ, όταν η Σίλβια Πινάλ υποτάσσεται στο ύστατο κάλεσμα της κόλασης: μια ντισκοτέκ όπου ο κόσμος χορεύει ξέφρενα ροκ ν’ ρολ. Πολιορκημένος από την περιέργεια των μαθητών του αφηγήθηκε ότι ένας από εκείνους που χόρευαν ήταν και ο νεαρός ζωγράφος Αρνάλδο Κοέν, με τον οποίο ο Μπουνιουέλ είχε ένα μυστηριώδες διαβούλιο:

«Ο δον Λουίς ζήτησε από τον Αρνάλδο να πείσει μια ηθοποιό να γδυθεί. Η κοπέλα τον άκουσε έκπληκτη. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις, αποδέχτηκε την πρόταση. Όταν έβγαλε τα ρούχα της, επέδειξε ένα κορμί το οποίο ήταν ήδη μακιγιαρισμένο για τη λήψη».

Εξήγησε ότι ο Μπουνιουέλ δεν ήθελε να κινηματογραφήσει αυτή την ξαφνική συνθηκολόγηση, αλλά την προσπάθεια του ζωγράφου να την καταφέρει. Η λογοκρισία ή η αυτολογοκρισία αφαίρεσαν το εν λόγω γυμνό από το οποίο απέμειναν μόνο οι αφηγήσεις των μαρτύρων.

«Κανείς δεν χειραγωγούσε τους άλλους όπως τον Λουίς», διαβεβαίωσε ο Ρόχο, ο οποίος ήταν ικανός να αποκαλεί έναν αθάνατο με το βαφτιστικό του.

Ο κινηματογράφος είχε τελειώσει με τον Όρσον Γουέλς, αλλά πού και πού όλο και έδινε κάποιο αριστούργημα. Στο κέντρο αυτού του πολύ περιορισμένου πανθέου, ο Ρόχο τοποθετούσε τον Μπουνιουέλ.

Ύστερα από εκείνο το πάρτυ, ο καθηγητής απέκτησε τη φήμη του ανθρώπου ο οποίος κινείται με άνεση σε διάφορα συναισθηματικά πεδία και ξεπερνάει σε ρυθμό τους μαθητές του. Η Πατρίσια Βελάσκο, πολυπόθητη μούσα εκείνης της γενιάς, τον κοιτούσε σαν να πόζαρε για ένα close-up στην Καζαμπλάνκα.

Το απόγευμα που η μοίρα το χάραξε για πάντα στη μνήμη τους, εκείνη καθόταν στην πρώτη σειρά των εδράνων. Ο Ρόχο πήρε ένα κομμάτι κιμωλίας προκειμένου να διορθώσει την ορθογραφία ενός ρωσικού ονόματος που είχε γράψει στον πίνακα, αλλά δεν πρόφτασε να επανορθώσει γιατί ένας άλλος καθηγητής άνοιξε την πόρτα και ανακοίνωσε, προσπαθώντας να μην βάλει τις φωνές:

«Πήρε φωτιά η Ταινιοθήκη!»

Σηκώθηκαν αμέσως όρθιοι, δίχως να ξέρουν τι να κάνουν. Ο Λουίς Χόρχε Ρόχο ρώτησε ποιος είχε αμάξι και πρόσθεσε ότι εκείνος μπορούσε να πάρει τρεις στο Σκαραβαίο του. Η Πατρίσια δεν θέλησε να πάει μαζί του, γεγονός το οποίο ενίσχυσε τις υποψίες ότι τον αγαπούσε σιωπηλά.

«Παίρνω την Τριανδρία», ο καθηγητής έδειξε τον Χονάς, τον Ρίγο και τον Ντιέγο.

Στη διαδρομή, τους μίλησε για την πυρκαγιά του Conjunto Aristos[4], στη γωνία των οδών Ινσουρχέντες με Αγουασκαλιέντες, την οποία είχε δει με τα μάτια του. Έκανε μαθήματα κιθάρας στο στούντιο του Μανουέλ Λόπες Ράμος, που βρισκόταν στο εν λόγω κτίριο, και μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο, είδε όλο το κτίριο τυλιγμένο στις φλόγες. Έμεινε για ώρες εκεί, φορτωμένος με την κιθάρα, να βλέπει τις διαδικασίες διάσωσης των εγκλωβισμένων, τις αρθρωτές σκάλες των πυροσβεστών, τον ηρωισμό όλων όσοι βοηθούσαν ώστε να ανέβουν οι επιζώντες στην ταράτσα που είχε αρχιτεκτονικές πινελιές οι οποίες θύμιζαν Γκαουδί και που έγιναν διάσημες εξαιτίας της πυρκαγιάς. Το Aristos είχε κτιστεί τη δεκαετία του ’60 και αποτελούσε κόσμημα του μεξικανικού μοντερνισμού. Το ισόγειο έβλεπε σε ένα χαριτωμένο οβάλ αίθριο, με πλάκες στο δάπεδο που σχημάτιζαν μαύρους και άσπρους κυματισμούς, όπως τα πεζοδρόμια στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στο οποίο λειτουργούσε μια σημαντική γκαλερί έργων τέχνης.

Ο Λουίς Χόρχε Ρόχο μιλούσε γι’ αυτή τη συμφορά καθώς κατευθύνονταν σε άλλη. Είχε ανάγκη να γεμίσει με οποιονδήποτε τρόπο τη σιωπή. Επίσης μίλησε για τις κλίμακες που επαναλάμβανε ξανά και ξανά στα μαθήματα κλασικής κιθάρας, λες και τα βασανιστήρια ήταν προαπαιτούμενο για να φτάσει κανείς στη μελωδία· όπως και για το καφέ Sanborns που είχε μετατραπεί σε gay-friendly μέρος για αναζήτηση συντρόφου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να γίνει γνωστή η διασταύρωση της Ινσουρχέντες με την Αγουασκαλιέντες ως η ‘μαγική γωνία’…

Μιλούσε ακατάπαυστα μέχρι που κόντεψε να τρακάρει με ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από τη λεωφόρο Ποποκατέπετλ:

«Ρε γαμιόλη, δεν βλέπεις ότι είμαστε σκηνοθέτες», είπε σηκώνοντας τα χέρια και κάνοντας σαν να τον κινηματογραφούσε.

Από εκείνη τη στιγμή, η κίνηση έγινε πιο έντονη και εκείνος δεν έπαψε να επαναλαμβάνει: «Είμαστε σκηνοθέτες, το κέρατό μου μέσα!», λες κι αυτό επείχε θέση άδειας ελεύθερης διέλευσης.

Δέκα τετράγωνα πριν από τη λεωφόρο Τλαπλάν, περιπολικά είχαν διακόψει την κυκλοφορία. Ο καθηγητής ανέβασε το Σκαραβαίο του στο πεζοδρόμιο και κατέβηκε να χτυπήσει το κουδούνι σε κάποιο σπίτι. Σκέφτηκαν ότι εκεί θα έμενε κάποιος γνωστός του, αλλά είχε διαλέξει μια είσοδο στην τύχη για να ζητήσει να τον αφήσουν να παρκάρει κάπου το αυτοκίνητο.

Μια γυναίκα με ποδιά τού άνοιξε την πόρτα:

«Συγγνώμη για την ενόχληση, κυρία, αλλά καίγεται η Ταινιοθήκη, είμαστε σκηνοθέτες και δεν έχουμε πού να αφήσουμε το αμάξι».

Πιθανόν κάποια άλλη στιγμή εκείνη να του είχε κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Μέσα στην περίεργη κατάσταση εκείνης της μέρας, όμως, ακολούθησε ένας διάλογος τεχνητής αβρότητας, σαν σε μεξικανική ταινία:

«Τώρα αμέσως σας ανοίγω», απάντησε η γυναίκα.

«Θα ενοικιάσω το χώρο σας, κυρία».

«Δεν υπάρχει λόγος, νεαρέ».

«Θα σας αφήσω τα κλειδιά μήπως χρειαστεί να το μετακινήσετε. Λέγομαι Λουίς Χόρχε Ρόχο, χάρηκα ιδιαιτέρως».

Όταν έφτασαν στη λεωφόρο, είδαν το μαύρο σύννεφο στον ουρανό και εισέπνευσαν έναν αέρα που μύριζε έντονα χημικές ουσίες. Μια κορδέλα της αστυνομίας τούς εμπόδισε να συνεχίσουν.

«Καίγονται οι ταινίες!», κραύγαζε ο Ρίγο.

Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο· έκλαιγε σιωπηλά, δίχως να σκουπίζει τα δάκρυά του. Ο Ντιέγο φοβήθηκε μην τυχόν και διασταυρώνονταν τα βλέμματά τους. Δεν θα ήξερε τι να του πει.

«Υπάρχει κόσμος εκεί», είπε ο καθηγητής χαμηλόφωνα, «αυτό είναι που μας νοιάζει. Οι ταινίες έχουν αντίγραφα, Ρίγο. Έχω φίλους εκεί πέρα», έδειξε το σύννεφο που οι πυροσβέστες δεν κατάφερναν να θέσουν υπό έλεγχο· σκούπισε με το μανίκι του νέιβι μπλου σακακιού του τα ζυγωματικά του και πρόσθεσε: «Κανείς δεν πρόκειται να μάθει αν υπήρξαν νεκροί. Η κυβέρνηση δεν έχει τσίπα».

«Ναι, δάσκαλε, ναι…», μουρμούρισε ο Ρίγο.



[1] Ο Rigoberto Tovar García, πιο γνωστός ως Rigo Tovar (1946-2005) ήταν μεξικανός μουσικός και τραγουδιστής. Έπασχε από μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, (Σ.τ.Μ.).

[2] Το Τοβάριτς παραπέμπει στο ρωσικό това́рищ (ταβάριτς), που σημαίνει συστρατιώτης, σύντροφος ή συνεταίρος, (Σ.τ.Μ.).

[3] Πρόκειται για την ταινία του Στάνλεϊ Ντόνεν Charade (1963), που στα ελληνικά είχε παιχτεί με τον τίτλο Ραντεβού στο Παρίσι, (Σ.τ.Μ.).

[4] Το Conjunto Aristos είναι από τα πιο εμβληματικά κτίρια της πρωτεύουσας του Μεξικού, κτισμένο το 1961 από τον αρχιτέκτονα Χοσέ Λουίς Μπενγιούρε. Το 2017, το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές από σεισμό που έπληξε την Πόλη του Μεξικού. Από το 2019 λειτουργεί ως πολυτελές ξενοδοχείο, (Σ.τ.Μ.).



Το μυθιστόρημα La tierra de la gran promesa του Juan Villoro θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου