Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΕΠΕΤΕΙΟΣ: Το πρώτο Translation Slam στην Ελλάδα, 12η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, ΜΑΪΟΣ 2015

 

Στις 10 Μαΐου 2015, στο πλαίσιο της 12ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το 1ο Translation Slam που διοργανώθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστημίου (ΠΕΕΜΠΙΠ), με τη στήριξη του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού. Η ιδέα της διεξαγωγής του Translation Slam στην Ελλάδα ξεκίνησε από την ομιλία της εκλεκτής αμερικανίδας συναδέλφου Chris Durban, σε προηγούμενη εκδήλωση της ΠΕΕΜΠΙΠ στην Αθήνα, και υλοποιήθηκε με συντονίστρια την Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη (μεταφράστρια και Αντιπρόεδρο της ΠΕΕΜΠΙΠ) και διαξιφιζόμενους τους Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και Νίκο Πρατσίνη, έμπειρους επαγγελματίες μεταφραστές ιβηροαμερικανικής λογοτεχνίας και διδάσκοντες μετάφρασης με πλούσια βιογραφικά σημειώματα.

Το αντικείμενο του πρώτου αυτού «μεταφραστικού διαξιφισμού» ήταν το διήγημα του συγγραφέα Abdón Ubidia από το Εκουαδόρ με πρωτότυπο τίτλο De Amores y Fantasmas. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δύο διαξιφιζόμενοι μεταφραστές είδαν ο ένας τη μετάφραση του άλλου λίγο πριν από την έναρξη της εκδήλωσης, διασφαλίζοντας έτσι τον αυθορμητισμό των αντιδράσεων. Η συντονίστρια είχε επίσης μεταφράσει το διήγημα, ώστε να παρακολουθεί καλύτερα το κείμενο και να διαμορφώσει προσωπική άποψη για τα «ακανθώδη» σημεία. Το κοινό είχε στα χέρια του τυπωμένες τις δύο μεταφράσεις και το πρωτότυπο κείμενο, ώστε να παρακολουθεί τη διαμάχη, να κρατά σημειώσεις και να παρεμβαίνει.

Η Κλεοπάτρα κήρυξε την έναρξη και, ήδη από τον τίτλο, οι πρωταγωνιστές άρχισαν να κονταροχτυπιούνται: Περί Ερώτων και Φαντασμάτων ή Έρωτες και Φαντάσματα; Τι θυσιάζουμε και τι κερδίζουμε; Από την πρώτη στιγμή και με την προτροπή της συντονίστριας το κοινό δήλωνε τους ενδοιασμούς για τη γενική πληθυντικού της λέξης «έρωτας» αφενός και την απαλοιφή της πρόθεσης αφετέρου. Ή μήπως θα είχε περισσότερο νόημα να εξετάσουμε στο τέλος τη μετάφραση του τίτλου, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο και το ύφος του κειμένου συνολικά; Αίσθηση προκαλεί, επίσης, η επιλογή του Παλαιολόγου να μεταγράψει το όνομα του συγγραφέα, βοηθώντας έτσι τον αναγνώστη να το προφέρει χωρίς δυσκολία. Και πάλι όμως: Αμπντόν ή Αμπδόν; Ουμπίντια ή Ουμπίδια; Ο Πρατσίνης προτίμησε να ακολουθήσει τη μεταγραφή σύμφωνα με το μεταφρασμένο έργο του συγγραφέα από το 2009, Χειμωνιάτικη Πόλη (εκδόσεις Ροές, μετάφραση Βιργινία Γαλανοπούλου), Αμπδόν Ουμπίδια, για να μη μπερδέψει τον αναγνώστη με μια δεύτερη μεταγραφή.

Τα ξίφη διασταυρώνονταν σε κάθε πρόταση. Εν είδει παιχνιδιού, ήρθαν στην επιφάνεια καίρια ζητήματα ύφους, σύνταξης (κυρίως στην ελληνική) και πραγματολογίας. Διαπιστώθηκαν διαφορές και ομοιότητες και οι μεταφραστικές επιλογές κρίνονταν από το κοινό, που συμμετείχε ενεργά προτείνοντας ακόμα και νέες λύσεις. Ο «έρωτας» γεννιέται ή αρχίζει; Ποια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην έκφραση «πληγωμένη καθώς ήταν από ένα πρόσφατο διαζύγιο» και την εναλλακτική διατύπωση «έχοντας πρόσφατη την τραυματική εμπειρία του διαζυγίου»; Πώς αποδίδουμε στα ελληνικά τα συνώνυμα στα ισπανικά «fantasma» και «aparición»; Έχει νόημα να προσθέσουμε μια επιπλέον πληροφορία στο κείμενο και να βοηθήσουμε τον αναγνώστη μιλώντας για το «ροζ αρούπο»;

Υπάρχει η έννοια του λάθους και του σωστού σε μια μετάφραση; Υπάρχει, αλλά, ιδίως στη λογοτεχνική μετάφραση, πρέπει να διαχωρίζεται από τις μεταφραστικές επιλογές που είναι αμέτρητες και η εκάστοτε επιλογή του μεταφραστή μπορεί να εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους, ακόμα και από την προσωπικότητά του ή τα «χούγια» του (το habitus του μεταφραστή).

Στο τέλος της εκδήλωσης διαπιστώσαμε με χαρά ότι είχαμε παρακολουθήσει ένα πρωτότυπο, διαδραστικό εργαστήρι υπερσυλλογικής επιμέλειας και αναμετάφρασης του ανά χείρας κειμένου. Ένας από τους κύριους στόχους της εκδήλωσης, η ανάδειξη της πολυπλοκότητας της μεταφραστικής διαδικασίας, επιτεύχθηκε. Το κοινό των 100 περίπου ατόμων που γέμισε το αμφιθέατρο, είτε είχε μεταφραστική εμπειρία είτε όχι, συμμετείχε για δύο ώρες στη διαδικασία παραγωγής ενός μεταφράσματος και αντιλήφθηκε το μόχθο που κρύβεται πίσω από κάθε μεταφρασμένη σελίδα, αλλά και τη θεωρητική εκπαίδευση και την πρακτική εμπειρία που είναι απαραίτητα στοιχεία για την τεκμηρίωση των μεταφραστικών επιλογών σε κάθε περίπτωση.

Τέτοιου είδους εκδηλώσεις, ανοιχτές στο κοινό, προωθούν μεταξύ άλλων το επάγγελμα του μεταφραστή και καθιστούν πιο διαφανή και ορατό τον ρόλο του. Άλλωστε, η επιτυχία της εκδήλωσης επισφραγίστηκε από τα ενθουσιώδη σχόλια των παρευρισκομένων. Ευχόμαστε, λοιπόν, το 1ο Translation Slam να είναι η απαρχή μιας σειράς (αναίμακτων) μεταφραστικών διαξιφισμών!

 

                                                                     της Χριστίνας Παπαντώνη




Translation Slam

Πρόκειται για την αναμέτρηση δύο μεταφραστών με το ίδιο πρωτότυπο κείμενο ενώπιον και με τη συμμετοχή του κοινού, το οποίο καλείται να κρίνει και να συγκρίνει τις δύο εκδοχές. Το πρώτο Translation Slam στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων του Ιονίου Πανεπιστημίου (ΠΕΕΜΠΙΠ) στις 10 Μαΐου 2015, στο πλαίσιο της 12ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ), και έφερε αντιμέτωπους τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Νίκο Πρατσίνη, με την Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη σε ρόλο συντονίστριας. Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί διάφορα Translation Slams ανά την Ελλάδα.

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Συνέντευξη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Ηρώ Νικοπούλου για τον βιότοπο πολιτισμού Culture Book

 

Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο 

Συνέντευξη περί μικρομυθοπλασίας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Ηρώ Νικοπούλου για τον βιότοπο πολιτισμού Culture Book 

1. Κύριε Παλαιολόγε, ως καθηγητής της Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας και της Ισπανικής Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καθώς και της Ισπανικής Λογοτεχνίας και της Δημιουργικής Γραφής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο γνωρίζετε πολύ καλά τα θέματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και της μετάφρασης. Θα θέλαμε την γνώμη σας ως προς το ποια είναι η πρόσληψη του μικρού διηγήματος στην Ισπανία και γενικότερα στις ισπανόφωνες χώρες από το αναγνωστικό κοινό αλλά και από τους θεσμούς; Υπάρχουν, για παράδειγμα, στα πανεπιστήμια τμήματα που ασχολούνται με την δημιουργική γραφή μικρού διηγήματος;

Ο «πυρετός της μικροαφήγησης» στις ισπανόφωνες χώρες είναι κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κάποιος δίχως τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί υπερβολικός από όσες και όσους τον ακούνε. Μπορεί το μικροδιήγημα να καλλιεργείται πλέον παγκοσμίως, είναι όμως σαφές, σε όλους εμάς που μελετάμε αυτό το είδος, ότι οι ισπανόφωνες χώρες είναι μια ξεχωριστή περίπτωση: διαγωνισμοί μικροδιηγήματος, βραβεία, διδακτορικές διατριβές, συνέδρια (το επόμενο, πολύ σπουδαίο, στην Πόλη του Μεξικού τον προσεχή Οκτώβριο) και, φυσικά, απίστευτη παραγωγή. Ως προς τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής μικροδιηγήματος, είναι αναρίθμητα σε όλον τον ισπανόφωνο κόσμο. Ενδεικτικά, αν αναφερθούμε μόνο σε πανεπιστήμια της Ισπανίας, συναντούμε τέτοιου είδους σεμινάρια στα περισσότερα κεντρικά και περιφερειακά ιδρύματα της χώρας: στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, στο αντίστοιχο της Βαρκελώνης, στο Πανεπιστήμιο της Καντάμπρια και αλλού.

2. Λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι οι λέξεις στο μικρό διήγημα πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο ζυγισμένες, πείτε μας ποιες είναι οι δυσκολίες στην μετάφραση ενός μικρού διηγήματος και πόσο μάλλον ενός μικροδιηγήματος στα ελληνικά;

Όσο πιο μικρό και αφαιρετικό το κείμενο, τόσο μεγαλύτερο το βάσανο των μεταφραστριών και των μεταφραστών γιατί, στην κυριολεξία, δεν έχουν από πού να πιαστούν. Αλλά, αντίστοιχα, είναι μεγαλύτερη και η ελευθερία κινήσεών τους, αφού η πρόθεση του κειμένου επιδέχεται πολλές αναγνώσεις/ερμηνείες.

3. Ποιες είναι οι διαφορές κατά την γνώμη σας ανάμεσα στο μικρό διήγημα και στο μικροδιήγημα;

Το μικροδιήγημα είναι ένα αυτόνομο λογοτεχνικό είδος με τους δικούς του κανόνες: αφαιρετικότητα, διακειμενικότητα, έλλειψη περιγραφών, ύπαρξη τίτλου κ.λπ. Δεν σχετίζεται με κανένα άλλο λογοτεχνικό είδος (μικρό διήγημα, πεζοποίημα, αφορισμός, χαϊκού κ.λπ.) αν και δανείζεται στοιχεία από όλα αυτά, όπως, φυσικά, και από μη λογοτεχνικά είδη: διαφημιστικό σλόγκαν, είδηση, γνωμικά κ.λπ.

4. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο μικροδιήγημα και σε άλλα λογοτεχνικά είδη και ποια είναι αυτά;

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, δανείζεται, «κλέβει» δημιουργικά, στρεβλώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά «όμορων» λογοτεχνικών ειδών: την ύπαρξη μιας ιστορίας του διηγήματος, τη σπιρτάδα του χαϊκού, την αφαιρετικότητα του αφορισμού…

5. Πιστεύετε ότι όσοι επιλέγουν να παρακολουθήσουν μαθήματα δημιουργικής γραφής το κάνουν για να γίνουν καλύτεροι αναγνώστες, για να διευκολύνουν την δημιουργική τους έκφραση ή γιατί στοχεύουν σε μια συγγραφική καριέρα –χρησιμοποιώ συνειδητά την λέξη καριέρα;

Δύσκολη ερώτηση αυτή. Δεν γνωρίζω τα προσωπικά κίνητρα του κάθε ατόμου που εμπλέκεται σε μια τέτοια εκπαιδευτική διαδικασία, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι και το χτίσιμο μιας καριέρας (επιλέγω συνειδητά τη λέξη «χτίσιμο»), αλλά γνωρίζω το τι μου φαίνεται εμένα θετικό σε όλη αυτή την ιστορία: το γεγονός ότι αποτελούν αυτά τα εργαστήρια/σεμινάρια αφορμή να δημιουργηθούν παρέες, πράγμα πολύ σημαντικό σε μια χώρα που προάγει με φανατισμό την αυτιστική ατομικότητα.

6. Να υποθέσω ότι οι διαγωνισμοί μικρού διηγήματος συμβάλλουν στη διάδοση του είδους και στη βελτίωση της ποιότητάς τους. Θα ήθελα να ακούσω την γνώμη σας για τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε ένας τέτοιος διαγωνισμός να οδηγεί πράγματι σε παρόμοια αποτελέσματα.

Το 2015, με τον Γιάννη Πατίλη και τον Γιάννη Παλαβό οργανώσαμε έναν διαγωνισμό μικροδιηγήματος με αφορμή τα 400 χρόνια του δεύτερου μέρους του Δον Κιχότε. Ήταν μια ωραία εμπειρία από την οποία προέκυψαν μερικά ενδιαφέροντα σύντομα κείμενα. Οι συμμετοχές έφτασαν τις 119 και το «βραβείο» ήταν η δημοσίευση των 13 καλύτερων σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό. Αυτοί, νομίζω, ήταν και οι λόγοι της όποιας επιτυχίας εκείνου του εγχειρήματος: μικρή συμμετοχή, έλλειψη χρηματικού βραβείου. Αντίθετα, όταν δει κανείς το επίπεδο σε διεθνή βραβεία με δεκάδες χιλιάδες συμμετοχές −όπως το ισπανικό Concurso Internacional de Microrrelatos Museo de la Palabra− και βραβεία της τάξης των 20.000 ευρώ, τα πράγματα είναι επιεικώς απογοητευτικά.

7. Έχουμε δει εδώ και χρόνια να αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των διαγωνισμών διεθνώς για το μικρό διήγημα, αναρωτιέμαι αν η τεράστια αύξηση της παραγωγής μικρών διηγημάτων προκάλεσε αυτούς τους διαγωνισμούς ή μήπως συνέβη το αντίθετο;

Για εμένα είναι σαφές ότι η ραγδαία αύξηση της παραγωγής μικροδιηγημάτων οφείλεται στην ευρεία αντίληψη ότι το να γράψει κανείς μικροδιήγημα είναι εύκολο. Ένα σημαντικό ποσοστό των διαγωνισμών προσπαθεί απλώς να εκμεταλλευτεί αυτή την πεποίθηση. Δεν είναι το ίδιο στη συνείδηση του κόσμου ένας διαγωνισμός μυθιστορήματος, ούτε καν ένας διαγωνισμός ποίησης, αντίθετα, είναι χιλιάδες εκείνες/οι που πιστεύουν ότι μπορούν να γράψουν ένα κείμενο των 20, 50, 100 λέξεων μέσα σε λίγα λεπτά… και να είναι και καλό.

8. Τι πιστεύετε ότι κερδίζει ή ενδεχομένως τι χάνει ο συγγραφέας γράφοντας μικροδιήγημα έναντι μιας μεγάλης φόρμας;

Δεν χάνει και δεν κερδίζει τίποτα, απλώς έτσι μπορεί να εκφράζεται. Άλλοι και άλλες σμιλεύουν την πέτρα, γυρίζουν ταινίες, γράφουν θεατρικά έργα, συνθέτουν μουσική… Θέλω να πω ότι κάποιος επιλέγει να γράψει μυθιστορήματα, μικροδιηγήματα, αφορισμούς ή ποίηση γιατί τα χαρακτηριστικά τού κάθε είδους εξυπηρετούν καλύτερα τη δημιουργικότητά του.

9. Τι προσφέρει κατά την γνώμη σας το μικροδιήγημα στον αναγνώστη;

Τη δυνατότητα να διαβάσει δεκάδες φορές ένα λογοτεχνικό κείμενο και κάθε φορά να το πλάθει μέσα του με τρόπο διαφορετικό.

10. Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται η τόσο μεγάλη άνθιση τουμικροδιηγήματος τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, το διαδίκτυο έχει συμβάλλει σε αυτήν θετικά ή αρνητικά;

Χωρίς το διαδίκτυο δεν θα υπήρχε τίποτα στη ζωή μας με τον τρόπο που υπάρχει σήμερα, το γνωρίζουμε πολύ καλά αυτό όσες και όσοι μεγαλώσαμε στην προ ίντερνετ εποχή. Συνεπώς, θα έλεγα ότι το διαδίκτυο έχει συμβάλει, προφανώς, στην εξάπλωση του μικροδιηγήματος παγκοσμίως, αλλά δεν έχει αλλάξει τους «κανόνες» συγγραφής του. Απλώς πλέον, λόγω της προαναφερθείσας μόδας, παράγονται χιλιάδες κείμενα που πλασάρονται από τους δημιουργούς τους ως μικροδιηγήματα, αλλά δεν είναι. Ο αριθμός τέτοιων κειμένων θα ήταν σαφώς μικρότερος δίχως το διαδίκτυο, αλλά αυτό ακούγεται πλέον ως πρόταση μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας.

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

[ΝΕΟ] Πρόγραμμα Σπουδών: «ΕΛΙΣ — ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ» στο ΕΑΠ το φθινόπωρο

 

 



Πρόγραμμα Σπουδών

 

 

«ΕΛΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ»

Ποτέ ο ισπανόφωνος κόσμος δεν ήταν τόσο κοντά





Σκοπός του παρόντος προγράμματος είναι να αποτελέσει παγκοσμίως αφετηρία και σημείο αναφοράς για τις συγκριτικές μελέτες ανάμεσα στον ελληνόφωνο και στον ισπανόφωνο κόσμο, στον ελληνικό και στον ιβηροαμερικάνικο πολιτισμό, ειδικότερα. 

 

Κύριος άξονας του προγράμματος είναι η συγκριτική μελέτη ζητημάτων της ιστορικής μνήμης (εμφύλιοι, δικτατορίες, εξορίες, αποκλεισμοί), που απασχολούν έντονα την Ελλάδα, τις χώρες της Ιβηρικής και της Λατινικής Αμερικής. 

 

Τα ζητήματα αυτά θα αναδειχθούν και θα μελετηθούν συγκριτικά μέσα από

α) ιστορικές πηγές,

β) ιστοριογραφικές μελέτες,

γ) επιλεγμένα αντιπροσωπευτικά λογοτεχνικά έργα στο πρωτότυπο ή /και σε μετάφραση

δ) μεταφράσεις, από τις γλώσσες της Ιβηρικής στην ελληνική, σύγχρονων μελετών της ιστοριογραφίας και της λογοτεχνίας.

 

Στόχος του προγράμματος είναι οι συμμετέχοντες/συμμετέχουσες:

α) να αποκτήσουν μια ευρεία οπτική αυτής της σύγκρισης μέσα από τις προτεινόμενες πηγές,

β) να εντοπίσουν νέους παραλληλισμούς,

γ) να αναθεωρήσουν υφιστάμενα στερεότυπα,

δ) να εμβαθύνουν σε θέματα

i) κοινής ιστορικο-κοινωνικής εμπειρίας,

ii) πνευματικής ιστορίας,

iii) λογοτεχνικής και ευρύτερα πολιτισμικής κληρονομιάς των χωρών αυτών,

ε) να αναπτύξουν μεταφραστικές δεξιότητες (όσοι και όσες συμμετάσχουν στο εργαστήρι μετάφρασης)


Επιστημονικά Υπεύθυνος: Δημήτριος Φιλιππής

Εκπαιδευτές/Εκπαιδεύτριες: Γεωργία Πατερίδου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Νίκος Πρατσίνης, Μαγδαληνή Φυτιλή, Roberto Rodríguez Milán, María López Villalba, José-Ramón López García



[πληροφορίες για το 
Χρονοδιάγραμμα Εργασιών Εκπαιδευτικού Κύκλου: https://kedivim.eap.gr/?page_id=12733]

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Πράγματα που είδα από το παράθυρο του τρένου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Πράγματα που είδα από το παράθυρο του τρένου

 

Χαζεύω, το ομολογώ. Τις ατέλειωτες ώρες που περνάω κάθε βδομάδα στο τρένο τις χρησιμοποιώ για να χαζεύω. Με ζαλίζει το διάβασμα, έχω ρητή απαγόρευση γιατρού για πάσης φύσεως οθόνες, και επιπλέον ταξιδεύω μόνος, οπότε (και λόγω μιας σχετικής αντικοινωνικότητας) δεν μπαίνω στον κόπο να μπλέκομαι σε συζητήσεις με παρακείμενους επιβάτες. Άρα, τι μένει; Το χάζεμα, ενίοτε εσωτερικό (είναι ωραία και παράξενη η φυλή των ταξιδιωτών), αλλά, κυρίως, εξωτερικό (η ενατένιση αυτής της απαράμιλλα εκρηκτικής μείξης φύσης και νεοελληνικής αισθητικής).

          Σκηνή πρώτη: από φύση, λοιπόν, λίγα πράγματα. Τα βασικά ζώα δέντρα φυτά. Προφανώς και δεν ξέρω ποια είναι τα διάφορα φυλλοβόλα δέντρα που τρέχουν παράλληλα με τις γραμμές στον κάμπο. Έτσι γυμνά, θυμίζουν περισσότερο ρίζες που αντί να βυθίζονται στο χώμα, ξεχάστηκαν και πάνε προς τα πάνω ή, αν προτιμάτε μια πιο ανθρωποκεντρική μεταφορά, φλέβες που μεταφέρουν τους χυμούς τους σε μέλη που, καιρό τώρα, έχουν πάψει να υφίστανται. Σε κάποια από αυτά τα καμπίσια δέντρα (δεν είναι όλα τα ίδια) το χειμωνιάτικο ξεγύμνωμά τους έχει αποκαλύψει τις φωλιές των πουλιών που υπάρχουν σ’ αυτά (σαν κάποιος να σήκωσε τις τέντες και να άφησε το σαλόνι στο αδιάκριτο βλέμμα των απέναντι, συνεχίζει με ανθρωποκεντρικές παρομοιώσεις ο ταξιδιώτης μας). Και, ξάφνου, η έκπληξη: σε ένα δέντρο (από μέσα μου τη λέω λεύκα) διακρίνονται δύο φωλιές, μία ψηλά στην κορυφή, η άλλη κάτω, στο μέσον περίπου του δέντρου! Το πολύ σπάνιο αυτό φαινόμενο, δημιουργεί στον ταξιδιώτη σειρά αποριών: Ποια από τις δύο χτίστηκε πρώτη; [Ο ταξιδιώτης θεωρεί ότι προηγήθηκε η χαμηλή οικογενειακή εστία, αφού κανένα, κατά τη γνώμη του, σώφρον πουλί δεν θα πάει να χτίσει στην εκτεθειμένη στους πέντε ανέμους κορυφή, αλλά αυτή η άποψη στερείται επιστημονικότητας και απλώς μαρτυράει τον συντηρητικό χαρακτήρα του]. Τα πάνε καλά οι πάνω ένοικοι με τους κάτω και τούμπαλιν; Ανήκουν στο ίδιο είδος πτηνών οι δύο φωλιές; [Το τρένο περνάει τόσο γρήγορα που είναι αδύνατον να παρατηρήσει κανείς τυχόν κατασκευαστικές διαφορές]. Και, η ερώτηση που τον στοιχειώνει περισσότερο (και πιθανόν να ανατρέπει τη συντηρητική θέση του στο πρώτο ερώτημα): έχει και στην κοινωνία των πουλιών μεγαλύτερη αξία το τετραγωνικό στα ρετιρέ απ’ όσο στους πιο κάτω ορόφους; 

Σκηνή δεύτερη: κουβούκλιο από πλεξιγκλάς, με μεταλλικό σκελετό, στη μέση της αποβάθρας. Δεν έχω δει ποτέ μου κανέναν να κάθεται κάτω από τη φιλόξενη (;) στέγη του. Λογικό, δεν διαθέτει παγκάκι. Είναι ένα κουβούκλιο στάσης άνευ καθισμάτων, για ορθίους. Ούτε κανέναν όρθιο βλέπω να το προτιμάει. Μπορεί, όμως, να μην είναι ζήτημα προτίμησης. Μια προσεκτική ματιά, όταν το τρένο ακινητοποιείται, θα μας βάλει σε τρομακτικές σκέψεις. Το κουβούκλιο είναι διάτρητο από σφαίρες, μικρού και μεγαλύτερου διαμετρήματος! Άτυχοι και άτυχες όσοι και όσες περίμεναν το τρένο εκεί την ώρα των πυροβολισμών. Υπάρχει, όμως, για τον ακόμα προσεκτικότερο παρατηρητή, και ο ταξιδιώτης μας είναι τέτοιος, μια αχτίδα ελπίδας (λέγεται αυτό, ή είναι μόνο «αχτίδα φωτός»;), κυρίως για όσους και όσες πιστεύουν (ο ταξιδιώτης μας, φευ, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσά τους): μια αφίσα διαλαλεί την έκθεση σε προσκύνημα των λειψάνων δύο αγίων (είναι παντελώς άγνωστοι στον ταξιδιώτη, αλλά από ώρα έχετε καταλάβει ότι ο τύπος δεν είναι και καμιά αστείρευτη πηγή γνώσεων). Ε λοιπόν, το εν λόγω χάρτινο παραλληλόγραμμο δεν έχει ούτε μία οπή. Τριγύρω τα πάντα σουρωτήρι, αλλά η διαλαλούσα το προσκύνημα αφίσα, άθικτη. Πρόκειται, βεβαίως, περί θαύματος, το οποίο, αν γίνει ευρύτερα γνωστό, θα επαναφέρει, με κάθε βεβαιότητα, το αναμένον τις αμαξοστοιχίες επιβατικό κοινό κάτω από τη φιλόξενη (;) στέγη του κουβούκλιου.

          Σκηνή τρίτη: στον ακριβώς επόμενο σταθμό διάφορα βαγόνια εκτός χρήσης, εγκαταλειμμένα. Ο ταξιδιώτης, που επιμένει να μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο (του φαίνεται αφηγηματικά λειτουργικό), σκέφτεται: σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν (με σαφή νύξη στο προχωρημένο της ηλικίας του). Πριν, όμως, τον πάρει από κάτω, βλέπει, με κεφαλαία γράμματα, σε δύο βαγόνια, τη μεγαλειώδη φράση: ΚΑΥΛΑ ΜΟΥ (στο αριστερό κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας βαγόνι) Σ ΑΓΑΠΩ (στο δεξί). Καφέ βαγόνια, λευκά γράμματα. Ξεπερνώντας μια μικρή αναστάτωση που του προκαλεί η έλλειψη αποστρόφου (μας προέκυψε και καθαρολόγος), ο ταξιδιώτης σκέφτεται ότι πολύ θα ήθελε το εν λόγω γκράφιτι να απευθύνεται (ναι, σε ενεστώτα) σ’ εκείνον.

         

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Eliana Alfaro: Las prostitutas de clase media // Το σκοτεινό ερωτικό μυθιστόρημα από την Κολομβία

 Ελιάνα Αλφάρο 

Οι πόρνες της αστικής τάξης

 Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 

σύντομα από τις Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη





Ο Ντανιέλ απολάμβανε το θέαμα. Όπως ακριβώς η Άννα έτσι και εκείνος είχε καταληφθεί από ένα είδος λαγνείας που τον παράσερνε∙ ήταν δέσμιος της σεξουαλικής υπερδιέγερσης. Ένιωσε δύο χέρια να τον αγκαλιάζουν. Μια άγνωστή του γυναίκα. Αφέθηκε. Η Άννα εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε για εκείνον.

        Η Άννα τον βλέπει και, έρμαιο της ζήλιας, αφήνεται και εκείνη στα χέρια του άντρα που την κρατάει εκείνη τη στιγμή. Το χέρι του είναι ανάμεσα στα σκέλια της και τη μαλάζει. Εκείνη ρίχνει το κορμί της επάνω του και αρχίζει να ακούει την έντονη αναπνοή του, βογγητά πόθου χωρίς συναίσθημα, χωρίς ερωτόλογα, μόνο καύλα. Αρχίζει πλέον να νιώθει τα σωθικά της να φλέγονται, νιώθει να θέλει να εκραγεί δέσμια μιας γλυκιάς κάψας που κάνει το μουνί της να πάλλεται.

        Αρχίζει να χύνει σαν βρύση ανοιχτή. Νιώθει τα υγρά της να μουσκεύουν τα πάντα. Αντιλαμβάνεται ότι δεν φοράει το κιλοτάκι της. Τα δάχτυλα του άντρα έχουν χουφτώσει όλη την ηβική της χώρα και αρχίζουν απαλά να παίζουν με την κλειτορίδα της. Μια υπερφυσική δύναμη βγαίνει από το στομάχι της, φτάνει στο λαιμό της και εκτοξεύεται από το ορθάνοιχτο στόμα της σαν κραυγή ζώου. Τα πόδια της τρέμουν. Δεν μπορεί να συνέλθει. 

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Juan Villoro entrevistado por Konstantinos Paleologos / Συνέντευξη του Χουάν Βιγιόρο στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο

 

 

[Conversación entre el autor mexicano Juan Villoro y el traductor griego Konstantinos Paleologos con motivo de la edición en Grecia de la novela La tierra de la gran promesa por Ediciones Kastaniotis // Συνομιλία του μεξικανού συγγραφέα Χουάν Βιγιόρο με τον μεταφραστή Κωνσταντίνο Παλαιολόγο με αφορμή την ελληνική έκδοση της Γης της μεγάλης επαγγελίας από τις Εκδόσεις Καστανιώτη]

 

Ξεκίνησα τη μετάφραση του La tierra de la gran promesa [Η γη της μεγάλης επαγγελίας] την άνοιξη του 2022 και την ολοκλήρωσα, αν ολοκληρώνεται ποτέ μια μετάφραση, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Σε αυτή την εξάμηνη σχεδόν πορεία, είχα την αμέριστη συμπαράσταση του συγγραφέα για το ξεκαθάρισμα παντός είδους αποριών, αμφιβολιών, αδυναμιών κατανόησης. Σε αυτή τη συχνή ανταλλαγή μηνυμάτων, μας γεννήθηκε η ιδέα μιας μικρο-συνέντευξης εν είδει επιμέτρου, ακριβώς γιατί σκεφτήκαμε πως αυτό το βιβλίο, πέρα από τις δεκάδες σημειώσεις του μεταφραστή (που θα μπορούσαν να ήταν εκατοντάδες) χρειαζόταν ένα τελευταίο «άγγιγμα» από τον συγγραφέα πριν παραδοθεί στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ένα άγγιγμα που φιλοδοξεί να καταστήσει κάπως πιο οικεία σε εμάς τους Μεσόγειους την πανταχού παρούσα μεξικανικότητα του έργου που κρατάτε ή πρόκειται να κρατήσετε στα χέρια σας.

 

Konstantinos Paleologos: ¿Es La tierra de la gran promesa una novela sobre el deseo de las personas de estar en otra parte, ya sea como emigrantes o como «intrusos» en una película o una obra de arte, y su incapacidad para disfrutar plenamente de la realización de este deseo? ¿Se puede ser feliz al borde?

 

Juan Villoro: “La vida está en otra parte”, dijo Rimbaud, refiriéndose al impulso existencial de encontrar algo distinto. Ese anhelo puede ser un privilegio, una búsqueda voluntaria, o una necesidad. En tiempos de globalización, las migraciones dependen de la terrible desigualdad y la inseguridad que padecen los países pobres. Millones de mexicanos buscan otro destino en Estados Unidos, del mismo modo en millones de africanos tratan de cruzar el Mediterráneo. La mayoría de la gente abandona su tierra por necesidad, no por gusto. La tierra de la gran promesa trata de un documentalista que tiene un trabajo fijo y, en principio, no debería abandonar su patria. ¿Pero se puede documentar una realidad corrupta sin morir en el intento? De acuerdo con Reporteros sin Fronteras, México es el país más peligroso para ejercer el periodismo. De enero a agosto de 2022, 15 reporteros mexicanos han sido asesinados. Indagar la verdad es un oficio de alto riesgo. Mi protagonista paga un alto precio, no sólo por investigar, sino por los errores que comete al hacerlo. Quise escribir una novela sobre los límites para indagar la verdad y las responsabilidades que eso conlleva.

 

K.P.: «Quería vivir en un sitio donde no le diera miedo que se le acercara un desconocido». ¿Es tan complicada la vida cotidiana en México? ¿Es indispensable que sus lectores capturen esta dimensión de la vida mexicana?

 

J.V.: En las últimas décadas, la violencia se ha convertido en un hecho cotidiano. Todos mis amigos han sido asaltados y algunos secuestrados. Mi asalto más reciente, a mano armada, ocurrió en febrero de 2022. Iba con otro periodista y denunciamos el hecho en Twitter; esto causó cierto revuelo y en dos horas capturaron a un muchacho que resultó ser inocente. En vez de cumplir con su deber, la “justicia” fabrica culpables. Conseguimos a un abogado para que lo defendiera y llevamos seis meses tratando de liberarlo. Hace un mes, mi madre, de 88 años, tuvo que dejar su casa porque fue víctima de unos extorsionadores. Le hablaron a las tres de la mañana, diciendo que me tenían secuestrado. Desesperada, ella los citó en su casa y les dio el dinero que tenía. Se trataba de un montaje, pero la siguieron buscando y se tuvo que refugiar en un pequeño departamento, lejos del entorno que construyó en los últimos 50 años. Este año, las violaciones a mujeres jóvenes aumentaron en 14%. Tengo una hija de 22 años y cada vez que sale a una fiesta, caigo en una justificada paranoia. Estas anécdotas de mi círculo familiar revelan la forma en que vivimos. Jon Lee Anderson, corresponsal de guerra que estuvo seis meses en Bagdad, me dijo: “No entiendo cómo te atreves a vivir aquí”. Son palabras de alguien que ha estado bajo las bombas.

      A pesar de esto, en México hay una enorme creatividad y un excepcional gusto por la vida. Es posible que el hecho de estar en un sitio amenazado, donde todo puede destruirse, nos permita apreciar con más intensidad lo que vale la pena. Quien conoce el infierno aprecia más el paraíso. La tierra de la gran promesa habla de peligros, pero también de las redes solidarias para sortearlos.

 

K.P.: Escribe: «Los óleos del líder campesino eran una presencia obligada en las casas de los millonarios que se habían enriquecido con los gobiernos emanados de la Revolución». ¿Qué tan importante cree que es para su lector no mexicano tener un conocimiento básico de la historia mexicana, antigua y más reciente, para poder entender mejor la novela?

 

J.V.: No es indispensable conocer el trasfondo de la Rusia zarista para entender a Gógol o a Dostoievski, pero siempre ayuda saber un poco de historia. México fue escenario de la primera revolución social del siglo XX, iniciada en 1910. Ese movimiento, de origen campesino, fue aprovechado por la naciente burguesía, que apoyó las causas populares para aprovecharse de ellas y se apropió de la victoria. Con lemas de izquierda, se estableció el desigual capitalismo mexicano. Durante 71 años, un mismo partido ganó las elecciones. Por eso Mario Vargas Llosa dijo que México era el país de la “dictadura perfecta”: un sistema autoritario con apariencia democrática. Las consignas del gobierno eran progresistas, pero su práctica era conservadora. Esto llevó a que los políticos en el poder decoraran sus casas con pinturas y estatuas de líderes obreros y campesinos. ¡Las demandas populares se convirtieron en objetos decorativos de la burguesía! Estas contradicciones explican, parcialmente, la violencia que hoy padecemos y que retrata mi novela. Durante 71 años, un mismo partido gobernó en forma autoritaria e impune; cuando salió del poder, en el año 2000, ese aparato se desgajó sin ser sustituido por otro y antiguos policías se incorporaron al crimen organizado. Algo parecido ocurrió en la Unión Soviética, donde la disolución de la KGB favoreció la aparición de las mafias.

 

K.P.: Me gusta la idea, en mi opinión central de la novela, de que «el prójimo es un desconocido». Sus personajes constantemente se sorprenden y sorprenden, quizás los personajes masculinos más ¿o es mi impresión?

 

J.V.: En La tierra de la gran promesa las mujeres son más fuertes que los hombres. Vivimos en una sociedad marcada por la desconfianza, donde cualquiera puede ser el enemigo; sin embargo, en momentos extremos, como los terremotos de 1985 y 2017, la gente ha sido capaz de expresar una enorme solidaridad. En buena medida, las mujeres han preservado el tejido social, los lazos afectivos y casi secretos que unen a una sociedad fracturada.

     Mi protagonista se siente perseguido por un periodista al que consideraba su aliado. La novela trata de demostrar que, en ciertas ocasiones, la persona que consideras adversa o la que no tiene nada que ver contigo, es la que te salva. El prójimo no es, necesariamente, el familiar o el amigo de toda la vida, sino el desconocido que, de pronto y sin razón aparente, decide socorrerte. De esa ayuda, muchas veces anónima, depende la supervivencia.

 

K.P.: Escribe: «Disfrutaba lo que le dolía. En eso se asumía como mexicano ejemplar». ¿Cuáles son, según usted, las principales características del mexicano ejemplar?

 

J.V.: Tenemos tantos problemas que nuestra cultura popular ha logrado convertir las molestias en una forma del placer. Sería demasiado simple decir que somos masoquistas; más exacto es decir que somos complicados; en vez de mejorar la realidad, disfrutamos de cosas incómodas. Esta actitud compensatoria explica muchas de nuestras costumbres. Comemos comida muy picante a riesgo de destruir nuestro intestino; en las cantinas, se considera divertido darse toques eléctricos (la gente se toma las manos para compartir la corriente eléctrica); en Día de Muertos comemos calaveras de azúcar con nuestro nombre en la frente para recordar nuestro destino; en los pueblos aún se lanzan balazos al aire en las fiestas, en señal de alegría, que a veces matan a alguien; apoyamos con entusiasmo a la selección nacional de futbol sabiendo que va a perder (no es casual que nuestro grito de guerra es “sí se puede”, demostración de que hasta ese momento no se ha podido). Ya que no podemos superar las desgracias, encontramos el modo de hacerlas divertidas.

 

K.P.: El libro plasma la compleja relación entre México y España, ¿podría ser, por extensión, un ejemplo de la compleja relación entre Europa y América, o tiene elementos que la hacen única?

 

J.V.: La historia de México está llena de paradojas. La Conquista fue hecha por menos de 300 soldados españoles que enfrentaron a un inmenso ejército. Esto solo fue posible porque contaron con el apoyo de numerosos pueblos indígenas. En sentido estricto, la Conquista la hicieron los indios. En cambio, la Independencia fue obra de los españoles que vivían en el país pero consideraban que no tenían suficientes derechos. Nos unimos a España a causa de los indios y nos separamos de ella a causa de los españoles. ¿Cómo superar estas contradicciones? La ideología nacional se ha basado en un concepto demagógico del país. La grandeza indígena se exalta en la misma medida en que se niega en la realidad. La propaganda oficial elogia las pirámides y los tesoros de los museos; se trata de reliquias del pasado, no se habla de los indios en tiempo presente. Esto ocasionó el levantamiento zapatista de 1994, que demostró que los indios vivos están en el más total abandono.

     Cuando México se independizó, el 75% de la población hablaba al menos una lengua indígena; hoy, sólo el 6.6% la habla. La destrucción de la cultura indígena no fue solo obra de la Conquista, sino, principalmente, obra del México independiente. Reconocer este colonialismo interno es agraviante. Por eso, con reiterada demagogia, se dice que nuestro atraso y nuestra pobreza se deben a que España se llevó el oro. Es cierto que la Conquista fue una empresa explotadora, pero hace más de 200 años que México es responsable de sus tragedias.

     Todo esto ha llevado a relación extraña con los españoles. La “madre patria” es vista como un territorio de agravios, pero también de salvación. Muchos mexicanos quieren vivir ahí, los empresarios buscan socios en Madrid y los novelistas dependemos de esa industria editorial, pero no hay una estatua de Hernán Cortés en la Ciudad de México y se sigue culpando al Rey actual de los desastres de sus antepasados y de nuestro atraso actual. El protagonista de La tierra de la gran promesa encuentra una salvación provisional en España y es testigo de estas contradicciones. No es un exiliado que tiene prohibido volver a su país y lo extraña a la distancia, padeciendo el “síndrome de Ulises”, sino alguien que puede elegir pero no sabe cómo hacerlo. Lo mejor y lo peor de su vida le pasa en México. ¿Debe someter a su familia a esa intensidad o bien optar por la serenidad de la distancia y aceptar que la tranquilidad implica el desarraigo?

 

K.P.: Su novela contiene grandes frases/aforismos. Me gustaría, para concluir esta breve entrevista, que me comentara mi frase favorita: «“Saber algo”, la usura de los viejos».

 

J.V.: Un refrán dice: “Si los jóvenes supieran, si los viejos pudieran…”. El conocimiento suele ser patrimonio de quienes tienen experiencia, la acción de quienes tienen juventud. Ninguna de las dos virtudes funciona sola. Con los años, los viejos advierten que saben muchas cosas inútiles, pero las siguen atesorando, pues se trata de su único capital. En cierta forma, son usureros del conocimiento y pueden actuar con avaricia. A los veinte años me sorprendía que, al discutir con alguien mayor que yo, dijera: “Supe esto antes de que tú nacieras”. Hablaba como si el hecho de antecederme en la vida le diera la razón. Obviamente sabía más cosas, pero no necesariamente las entendía bien. Mi frase se refiere al momento de frustración en que el único consuelo de un anciano es saber “algo más”, su último recurso son los datos que ha ahorrado a lo largo de los años y que usa con avaricia.

 

Ciberespacio, 21 de septiembre de 2022

 

>.<>.<

 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Είναι Η γη της μεγάλης επαγγελίας ένα μυθιστόρημα για την επιθυμία των ανθρώπων να βρίσκονται αλλού, είτε ως μετανάστες είτε ως «λαθρεπιβάτες» σε κάποια ταινία ή κάποιο έργο τέχνης, και της αδυναμίας τους να απολαύσουν πλήρως την πραγμάτωση αυτής της επιθυμίας; Μπορεί να είναι κανείς ευτυχής στο μεταίχμιο;

 

Χουάν Βιγιόρο: «Η ζωή είναι αλλού», είπε ο Ρεμπώ, αναφερόμενος στην υπαρξιακή παρόρμηση να βρεις κάτι άλλο, διαφορετικό. Αυτή η λαχτάρα μπορεί να είναι ένα προνόμιο, μια εθελοντική επιδίωξη ή μια ανάγκη. Σε περιόδους παγκοσμιοποίησης, η μετανάστευση εξαρτάται από την τρομερή ανισότητα και την ανασφάλεια που βιώνουν οι φτωχές χώρες. Εκατομμύρια Μεξικανοί αναζητούν έναν νέο προορισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως εκατομμύρια Αφρικανοί προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη γη τους από ανάγκη, όχι από επιλογή. Η γη της μεγάλης επαγγελίας μιλάει για έναν σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ που έχει μια σταθερή δουλειά και, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Μπορεί όμως κάποιος να μιλήσει για μια διεφθαρμένη πραγματικότητα χωρίς να πεθάνει στην προσπάθεια; Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, το Μεξικό είναι η πιο επικίνδυνη χώρα του κόσμου για την άσκηση της δημοσιογραφίας. Από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2022, έχουν σκοτωθεί 15 Μεξικανοί δημοσιογράφοι. Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι μια δουλειά υψηλού κινδύνου. Ο πρωταγωνιστής μου πληρώνει υψηλό τίμημα, όχι μόνο για τις έρευνές του, αλλά και για τα λάθη που κάνει στη διάρκεια των εν λόγω ερευνών. Θέλησα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τα όρια της διερεύνησης της αλήθειας και της ευθύνης που αυτό συνεπάγεται.

 

Κ.Π.: «Ήθελε να ζήσει σε ένα μέρος όπου δεν θα τρόμαζε έτσι και τον πλησίαζε κάποιος άγνωστος». Είναι τόσο δύσκολη η καθημερινότητα στο Μεξικό; Μπορούν / Θέλετε οι αναγνώστες σας να συλλάβουν αυτή τη διάσταση της μεξικανικής ζωής;

 

Χ.Β.: Τις τελευταίες δεκαετίες η βία έχει γίνει καθημερινό φαινόμενο. Όλοι οι φίλοι μου έχουν πέσει θύματα ληστείας και κάποιοι έχουν απαχθεί. Η πιο πρόσφατη ληστεία της οποίας, υπό την απειλή όπλου, έπεσα θύμα, συνέβη τον Φεβρουάριο του 2022. Ήμουν με έναν άλλο δημοσιογράφο και αναφέραμε το περιστατικό στο Twitter· αυτό προκάλεσε σάλο και μέσα σε δύο ώρες συνέλαβαν έναν νεαρό που αποδείχθηκε αθώος. Η «δικαιοσύνη», αντί να εκπληρώνει το καθήκον της, κατασκευάζει ένοχους. Προσλάβαμε δικηγόρο προκειμένου να υπερασπιστεί τον νεαρό και κάνουμε τα πάντα, εδώ και έξι μήνες, προκειμένου να ανακτήσει την ελευθερία του. Πριν από ένα μήνα, η 88χρονη μητέρα μου αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της επειδή έπεσε θύμα εκβιαστών. Της τηλεφώνησαν στις τρεις τα ξημερώματα λέγοντάς της ότι με είχαν απαγάγει. Απελπισμένη, τους κάλεσε στο σπίτι της και τους έδωσε τα χρήματα που είχε. Ήταν φυσικά ένα ψέμα, αλλά συνέχισαν να την αναζητούν και χρειάστηκε να βρει καταφύγιο σε ένα μικρό διαμέρισμα, μακριά από το περιβάλλον που έχτισε τα τελευταία 50 χρόνια. Εφέτος, οι βιασμοί νεαρών γυναικών αυξήθηκαν κατά 14%. Έχω μια κόρη 22 χρονών και κάθε φορά που πηγαίνει σε κάποιο πάρτυ με πιάνει μια δικαιολογημένη παράνοια. Αυτά τα περιστατικά από τον οικογενειακό μου κύκλο αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Ο Τζον Λι Άντερσον, ένας πολεμικός ανταποκριτής που έζησε έξι μήνες στη Βαγδάτη, μου είπε: «Δεν καταλαβαίνω πώς αντέχεις να ζεις εδώ». Είναι λόγια κάποιου που έχει βρεθεί κάτω από τις βόμβες.

      Παρ’ όλα αυτά, στο Μεξικό υπάρχει τεράστια δημιουργικότητα και απίστευτη διάθεση για ζωή. Είναι πιθανόν το γεγονός ότι βρισκόμαστε υπό συνεχή απειλή σε ένα μέρος όπου τα πάντα μπορούν να καταστραφούν, να μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε πιο έντονα τα πράγματα που αξίζουν. Όποιος γνωρίζει την κόλαση εκτιμά περισσότερο τον παράδεισο. Η γη της μεγάλης επαγγελίας μιλάει για κινδύνους, αλλά και για δίκτυα αλληλεγγύης που βοηθούν στην αποφυγή τους.

 

Κ.Π.: Λέτε: «Οι ελαιογραφίες του ηγέτη των αγροτών ήταν μια υποχρεωτική παρουσία στα σπίτια των εκατομμυριούχων που είχαν πλουτίσει με τις κυβερνήσεις που προέκυψαν από τη Μεξικανική Επανάσταση». Πόσο σημαντικό είναι, κατά τη γνώμη σας, ο μη μεξικανός αναγνώστης σας να έχει βασικές γνώσεις μεξικανικής ιστορίας, παλαιότερης και σύγχρονης, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το μυθιστόρημά σας;

 

Χ.Β.: Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα εσώτερα της τσαρικής Ρωσίας για να κατανοήσουμε τον Γκόγκολ ή τον Ντοστογιέφσκι, αλλά πάντα βοηθάει να ξέρουμε λίγη ιστορία. Το Μεξικό υπήρξε το σκηνικό της πρώτης κοινωνικής επανάστασης του 20ού αιώνα, που ξεκίνησε το 1910. Αυτό ακριβώς το, αγροτικής προέλευσης, κίνημα το εκμεταλλεύτηκε η νεοφυής τότε αστική τάξη, η οποία υποστήριξε τις λαϊκές διεκδικήσεις προς ίδιον όφελος και, στη συνέχεια, οικειοποιήθηκε τη νίκη. Με αριστερά συνθήματα, εγκαθιδρύθηκε ο άνισος μεξικανικός καπιταλισμός. Επί 71 χρόνια το ίδιο κόμμα κέρδιζε τις εκλογές. Γι' αυτό ο Μάριο Βάργκας Λιόσα είχε πει ότι το Μεξικό ήταν η χώρα της «τέλειας δικτατορίας»: ένα αυταρχικό σύστημα με επίφαση δημοκρατίας. Τα συνθήματα της κυβέρνησης ήταν προοδευτικά, αλλά η πρακτική της ήταν συντηρητική. Αυτό οδήγησε τους πολιτικούς που είχαν την εξουσία να διακοσμήσουν τα σπίτια τους με ζωγραφικές αναπαραστάσεις και αγάλματα διακεκριμένων εργατών και αγροτών. Τα λαϊκά αιτήματα έγιναν διακοσμητικά αντικείμενα της αστικής τάξης! Αυτές οι αντιφάσεις εξηγούν, εν μέρει, τη βία που υποφέρουμε σήμερα και απεικονίζεται στο μυθιστόρημά μου. Επί 71 χρόνια, το ίδιο κόμμα κυβερνούσε με αυταρχικό τρόπο και πλήρη ατιμωρησία. Όταν απώλεσε την εξουσία, το 2000, ο εν λόγω μηχανισμός εξουσίας διαλύθηκε χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο και πρώην αστυνομικοί εντάχθηκαν στο οργανωμένο έγκλημα. Κάτι ανάλογο συνέβη στη Σοβιετική Ένωση, όπου η διάλυση της KGB ευνόησε την εμφάνιση των μαφιών.

 

Κ.Π.: Μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η κεντρική, κατ’ εμέ, ιδέα του μυθιστορήματος ότι «ο πλησίον είναι ένας άγνωστος». Οι ήρωές σας συνεχώς εκπλήσσονται και εκπλήσσουν, οι άντρες ίσως περισσότερο, ή απλώς είναι η εντύπωσή μου;

 

Χ.Β.: Στη Χώρα της μεγάλης επαγγελίας οι γυναίκες είναι πιο δυνατές από τους άνδρες. Ζούμε σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από δυσπιστία, όπου ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι ο εχθρός μας. Ωστόσο, σε ακραίες στιγμές, όπως κατά τους σεισμούς του 1985 και του 2017, οι άνθρωποι μπόρεσαν να δείξουν τεράστια αλληλεγγύη. Σε μεγάλο βαθμό, οι γυναίκες έχουν διατηρήσει τον κοινωνικό ιστό, τους συναισθηματικούς και σχεδόν μυστικούς δεσμούς που ενώνουν μια διασπασμένη κοινωνία.

      Ο πρωταγωνιστής μου νιώθει ότι τον απειλεί ένας δημοσιογράφος που τον θεωρούσε σύμμαχό του. Το μυθιστόρημα προσπαθεί να δείξει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το άτομο που θεωρείς αντίπαλο ή εκείνο που δεν έχει καμία σχέση μαζί σου είναι εκείνο που τελικά σε σώζει. Ο πλησίον δεν είναι απαραίτητα ο συγγενής ή ο ισόβιος φίλος, αλλά ο άγνωστος που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο, αποφασίζει να σε βοηθήσει. Η επιβίωση εξαρτάται από αυτή τη συχνά ανώνυμη βοήθεια.

 

Κ.Π.: Λέτε: «Απολάμβανε ό,τι τον πονούσε. Ως προς αυτό θεωρούσε τον εαυτό του παραδειγματικό Μεξικανό». Πείτε μας τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παραδειγματικού Μεξικανού.

 

Χ.Β.: Έχουμε τόσα προβλήματα που η λαϊκή μας κουλτούρα έχει καταφέρει να μετατρέψει την ταλαιπωρία σε μορφή ευχαρίστησης. Θα ήταν πολύ απλό να πούμε ότι είμαστε μαζοχιστές. Το πιο σωστό είναι να πούμε ότι είμαστε περίπλοκοι· αντί να βελτιώσουμε την πραγματικότητα, απολαμβάνουμε άβολα πράγματα. Αυτή η αντισταθμιστική στάση εξηγεί πολλά από τα έθιμά μας. Τρώμε πολύ πικάντικα τρόφιμα με κίνδυνο να καταστρέψουμε τα σωθικά μας· στις καντίνες, θεωρείται διασκεδαστικό να τινάζει ο ένας τον άλλον όταν δίνουμε τα χέρια (οι άνθρωποι μοιράζονται στις χειραψίες τον στατικό τους ηλεκτρισμό)· την Ημέρα των Νεκρών τρώμε ζαχαρένιες νεκροκεφαλές με το όνομά μας γραμμένο στο μέτωπό τους για να θυμόμαστε το πεπρωμένο μας· στα χωριά, εξακολουθούν να ρίχνουν σφαίρες στον αέρα στις γιορτές, ως ένδειξη χαράς, και μερικές φορές όλο και κάποιος σκοτώνεται· στηρίζουμε με ενθουσιασμό την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου γνωρίζοντας ότι στο τέλος θα χάσει (δεν είναι τυχαίο ότι η κυριότερη ιαχή μας είναι «ναι, μπορούμε!», μια απόδειξη ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε μπορέσει). Αφού δεν μπορούμε, λοιπόν, να ξεπεράσουμε τις ατυχίες, βρίσκουμε τρόπους να τις κάνουμε διασκεδαστικές.

 

Κ.Π.: Στο βιβλίο αποτυπώνεται η περίπλοκη σχέση του Μεξικού με την Ισπανία, θα μπορούσε, κατ’ επέκταση, να είναι ένα παράδειγμα της περίπλοκης σχέσης Ευρώπης – Αμερικής, ή η εν λόγω σχέση έχει στοιχεία που την καθιστούν μοναδική;

 

Χ.Β.: Η ιστορία του Μεξικού είναι γεμάτη παραδοξολογίες. Η Κατάκτηση έγινε από λιγότερους από 300 ισπανούς στρατιώτες που αντιμετώπισαν έναν τεράστιο στρατό. Αυτό στάθηκε δυνατό απλώς και μόνο επειδή είχαν την υποστήριξη πολλών αυτόχθονων πληθυσμών. Υπό μια αυστηρή έννοια, η Κατάκτηση έγινε από τους αυτόχθονες κατοίκους. Αντίθετα, η Ανεξαρτησία ήταν έργο των Ισπανών που ζούσαν στη χώρα αλλά θεωρούσαν ότι δεν είχαν αρκετά δικαιώματα. Ενωθήκαμε με την Ισπανία λόγω των αυτόχθονων πληθυσμών και χωρίσαμε από αυτήν λόγω των Ισπανών. Πώς να ξεπεράσει κανείς αυτές τις αντιφάσεις; Η εθνική ιδεολογία έχει βασιστεί σε μια δημαγωγική αντίληψη της χώρας. Το μεγαλείο των αυτόχθονων πληθυσμών εξυμνείται την ίδια ώρα που κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα. Η επίσημη προπαγάνδα υμνεί τις πυραμίδες και τους θησαυρούς των μουσείων· αυτά είναι λείψανα του παρελθόντος, δεν μιλάμε για τους αυτόχθονες πληθυσμούς σε χρόνο ενεστώτα. Αυτό προκάλεσε την εξέγερση των Σαπατίστας το 1994, η οποία έδειξε ότι οι εν ζωή αυτόχθονες είναι ολοκληρωτικά εγκαταλειμμένοι.

     Όταν το Μεξικό έγινε ανεξάρτητο, το 75% του πληθυσμού μιλούσε τουλάχιστον μία γηγενή γλώσσα. Σήμερα, μιλάει μία γηγενή γλώσσα μόνο το 6,6%. Η καταστροφή του ιθαγενούς πολιτισμού δεν ήταν μόνο έργο των ισπανών κατακτητών, αλλά, κυρίως, έργο του ανεξάρτητου Μεξικού. Η αναγνώριση αυτής της εσωτερικής αποικιοκρατίας είναι δυσβάσταχτη. Γι’ αυτό, με αμείωτη δημαγωγία, λέγεται ότι η υστεροφημία και η φτώχεια μας οφείλονται στο γεγονός ότι η Ισπανία μάς άρπαξε το χρυσό μας. Είναι αλήθεια ότι οι ισπανοί κατακτητές λεηλάτησαν, αλλά εδώ και πάνω από 200 χρόνια το Μεξικό είναι υπεύθυνο για τις τραγωδίες του.

     Όλα αυτά έχουν οδηγήσει σε μια περίεργη σχέση με τους Ισπανούς. Η «μητέρα πατρίδα» αντιμετωπίζεται ως πηγή αδικοπραξιών, αλλά και ως χώρος σωτηρίας. Πολλοί Μεξικανοί θέλουν να ζήσουν εκεί, επιχειρηματίες αναζητούν συνεργάτες στη Μαδρίτη και οι μυθιστοριογράφοι εξαρτιόμαστε από την ισπανική εκδοτική βιομηχανία, αλλά δεν υπάρχει άγαλμα του Ερνάν Κορτές στην Πόλη του Μεξικού και ο σημερινός βασιλιάς της Ισπανίας συνεχίζει να κατηγορείται τόσο για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι πρόγονοί του όσο και για την υπανάπτυξή μας. Ο πρωταγωνιστής της Χώρας της μεγάλης επαγγελίας βρίσκει προσωρινή σωτηρία στην Ισπανία και είναι μάρτυρας αυτών των αντιφάσεων. Δεν είναι ένας εξόριστος που του απαγορεύουν να επιστρέψει στη χώρα του και νιώθει τη νοσταλγία πάσχοντας από το «σύνδρομο του Οδυσσέα», αλλά κάποιος που μπορεί να επιλέξει αλλά δεν ξέρει πώς να το κάνει. Τα καλύτερα και τα χειρότερα πράγματα της ζωής του του συμβαίνουν στο Μεξικό. Πρέπει άραγε να υποβάλει την οικογένειά του στην παραζάλη του Μεξικού ή να επιλέξει τη γαλήνη της απόστασης και να αποδεχτεί ότι η ηρεμία προϋποθέτει ξεριζωμό;

 

Κ.Π.: Το μυθιστόρημά σας περιέχει εξαιρετικές φράσεις/αφορισμούς. Θα ήθελα, κλείνοντας αυτή τη σύντομη συζήτηση να μου σχολιάσετε την πιο αγαπημένη μου από αυτές: ‘«Να γνωρίζεις κάτι», η τοκογλυφία των γερόντων’.

 

Χ.Β.: Ένα ρητό λέει: «Αν ήξεραν οι νέοι, αν μπορούσαν οι γέροι...». Η γνώση είναι συνήθως «περιουσιακό στοιχείο» όσων έχουν εμπειρία, η δράση εκείνων που έχουν νιάτα. Καμία από τις δύο αυτές αρετές δεν λειτουργεί μόνη της. Με τα χρόνια οι παλιοί συνειδητοποιούν ότι ξέρουν πολλά άχρηστα πράγματα, αλλά συνεχίζουν να τα αποθησαυρίζουν, αφού είναι το μοναδικό τους κεφάλαιο. Κατά κάποιο τρόπο είναι τοκογλύφοι της γνώσης και μπορεί να ενεργούν με φιλαργυρία. Όταν ήμουν είκοσι χρονών εκπλησσόμουν που, όταν διαφωνούσα με κάποιον μεγαλύτερο από εμένα, μου έλεγε: «Όταν πήγαινες εγώ γύριζα». Μιλούσε λες και το γεγονός ότι είχε έρθει πριν από εμένα στη ζωή τον δικαίωνε στα πάντα. Προφανώς ήξερε περισσότερα πράγματα από εμένα, αλλά δεν τα αντιλαμβανόταν κατ’ ανάγκη σωστά. Η φράση μου αναφέρεται στη στιγμή εκείνη της απογοήτευσης που η μόνη παρηγοριά ενός ηλικιωμένου είναι το γεγονός ότι ξέρει «κάτι περισσότερο», η τελευταία του καταφυγή είναι οι γνώσεις που έχει αποθησαυρίσει όλα αυτά τα χρόνια και τις οποίες τις χρησιμοποιεί με φιλαργυρία.

 

Κυβερνοχώρος, 21 Σεπτεμβρίου 2022