Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Γκιγέρμο Σαμπέριο: Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα


Γκιγέρμο Σαμπέριο

Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα

στον Φερνάντου Φερέιρα ντε Λουάντα

«Όταν πιστεύουμε πως ονειρευόμαστε και είμαστε
ξύπνιοι, νιώθουμε τη λογική μας να παθαίνει ίλιγγο».
Σιλβίνα Οκάμπο και Αδόλφο Μπιόι Κασάρες

Κατά τις πρώτες βραδινές ώρες, ο συγγραφέας Γκιγέρμο Σεγκόβια έδωσε μια διάλεξη στο Πειραματικό Λύκειο της Ισταπαλάπα. Οι μαθητές στο μάθημα της Αισθητικής, με διδάσκοντα τον νεαρό ποιητή Ισραέλ Καστεγιάνος, έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από την εμπεριστατωμένη ομιλία του Σεγκόβια. Ο καθηγητής Καστεγιάνος δεν δίστασε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και να επαινέσει μπροστά τους το έργο του προσκεκλημένου. Εκείνος όμως που ένιωσε πιο άνετα από όλους ήταν ο ίδιος ο Σεγκόβια, ο οποίος είναι γεγονός ότι πριν αρχίσει την ομιλία του είχε κάποια νευρικότητα, τη στιγμή όμως που άρχισε να παρουσιάζει τις σημειώσεις που είχε προετοιμάσει δύο ημέρες νωρίτερα, οι λέξεις του ξεπήδησαν σταθερές και ζωηρές. Όταν ένας μαθητής τον ρώτησε για το πώς δομούνται οι χαρακτήρες της μυθοπλασίας που βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, ο Γκιγέρμο Σεγκόβια στεναχωρήθηκε από μέσα του γιατί η συγκίνηση και η εμπιστοσύνη στον εαυτό του που τον κατέκλυζαν δεν είχαν εμφανιστεί ενώπιον ενός πιο ειδικού κοινού. Μια τέτοια κενόδοξη ιδέα δεν τον εμπόδισε να απολαύσει τον ίλιγγο που γεννά ένας δημιουργικός και οξυδερκής λόγος, ο χώρος εκείνος όπου η θεωρία και τα παραδείγματά της συρρέουν σε μια πυκνή και ταυτόχρονα απλή ομιλία. Άφησε τις φράσεις να συνδυαστούν δίχως να έχει τον πλήρη έλεγχό τους· η πλοκή των φράσεων παρήγαγε μια έκδηλη δυναμική, ανεξάρτητη από τον ομιλούντα.
Ο Γκιγέρμο Σεγκόβια μόλις είχε κλείσει τα τριάντα τέσσερα. Είχε συγγράψει τρία βιβλία με διηγήματα, ένα μυθιστόρημα και μια σειρά άρθρων για εφημερίδες, τόσο τοπικές όσο και του εξωτερικού, κυρίως του Παρισίου, όπου είχε σπουδάσει Φιλολογία. Είχε επιστρέψει στο Μεξικό έξι χρόνια πριν την ημέρα της ομιλίας του στο Πειραματικό Λύκειο, παντρεμένος με την Ελένα, μια νεαρή ερευνήτρια από την Κολομβία, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Με το που επέστρεψε, ο συγγραφέας άρχισε να εργάζεται σε μια εφημερίδα, ενώ η σύζυγός του έπιασε δουλειά στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού. Είχαν νοικιάσει ένα σπίτι στην ιστορική συνοικία του Κογιοακάν και ζούσαν άνετα.  
Όταν πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του, οδηγώντας ένα Φολκσβάγκεν μοντέλο του 1982, ο Γκιγέρμο δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια αποσπάσματα από το τέλος της ομιλίας του. Δεν στεναχωριόταν όμως ιδιαίτερα, η μνήμη του συνήθιζε να παρουσιάζει διάφορα περιστασιακά κενά. Επιπλέον, ήταν ενθουσιασμένος εξαιτίας ενός αποσπάσματος που θυμόταν και το οποίο μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να γράψει ένα διήγημα. Είχε να κάνει με εκείνη την παιχνιδιάρικη σύγκριση ανάμεσα σε έναν αρχιτέκτονα και έναν συγγραφέα. «Υπό το πρίσμα της δημιουργικότητας, ο σχεδιασμός ενός σπιτιού κινείται το δίχως άλλο στο χώρο του φανταστικού. Όταν οι κτίστες αρχίζουν να το κατασκευάζουν, βρισκόμαστε πλέον ενώπιον της πραγμάτωσης του φανταστικού. Όταν τελειώσει, ο ιδιοκτήτης θα κατοικήσει στο σπίτι του και στη μυθοπλασία του αρχιτέκτονα. Επεκτείνοντας το συλλογισμό μου, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι πόλεις είναι μυθοπλασίες της αρχιτεκτονικής· γι’ αυτό το λόγο άλλωστε θεωρείται τέχνη. Ο αρχιτέκτονας ο οποίος κατοικεί σ’ ένα σπίτι που σχεδίασε και κατασκεύασε είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να κατοικήσουν τη φαντασία τους. Από την πλευρά του, ο συγγραφέας είναι ένας χειροτέχνης της λέξης, σχεδιάζει ιστορίες και φράσεις, ώστε ο αναγνώστης να κατοικήσει στο κείμενο. Ένα σπίτι και ένα διήγημα πρέπει να είναι στέρεα, λειτουργικά, απαραίτητα, διαχρονικά. Σε μια αφήγηση, η κινητικότητα χρειάζεται ροή, ούτως ειπείν, από το σαλόνι στην κουζίνα, από τα υπνοδωμάτια στο μπάνιο. Δεν θέλει κολόνες και τοίχους, αυτά είναι άχρηστα. Τα διάφορα μέρη του διηγήματος ή του σπιτιού πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και φτιαγμένα με ακρίβεια. Συγγράφεται λογοτεχνία και χτίζονται εστίες ώστε ο άνθρωπος να κατοικήσει σε αυτές δίχως δυσκολίες».
«Να κατοικείς στο κείμενο», σκεφτόταν ο Γκιγέρμο καθώς το αυτοκίνητό του κινούνταν μέσα στη νύχτα της λεωφόρου Ισταπαλάπα. Είχε στραμμένη την προσοχή του μόνο στους φωτεινούς σηματοδότες και δεν παρατηρούσε το άνυδρο τοπίο εκείνης της αστικής περιοχής. Ούτε καν όταν η κίνηση έγινε εντονότερη φτάνοντας προς την Καλσάδα δε λα Βίγα, αντιλήφθηκε την αλλαγή πορείας. «Να κατοικείς στο κείμενο», επέμενε, παρά τα νοητικά του κενά. Η ιδέα του να κατοικήσει μέσα στις φράσεις τού φαινόταν καταπληκτική· ήθελε αίφνης να γράψει ένα διήγημα πάνω σε αυτή την ιδέα. Έχοντας στο μυαλό του τον τρόπο που θα το προσέγγιζε, σκέφτηκε πως θα προσπαθούσε να αποφύγει ήδη υπάρχουσες λογοτεχνικές λύσεις για παρόμοια ζητήματα. Τυχαία, μονολόγησε πως μια γυναίκα θα ήταν η κατάλληλη ηρωίδα. Σαν μέσα σε ομίχλη διαισθανόταν μια γυναίκα να κατοικεί σε μια ιστορία που είχε δημιουργήσει εκείνος. «Εκείνη κατοικούσε στο κείμενο», ήταν η πρώτη μετατροπή. «Εδώ πλέον βρίσκομαι στο έδαφος του διηγήματος· η ίδια η φράση είναι λογοτεχνική, ηχεί όμορφα».
Θυμήθηκε διάφορες γυναίκες, κοντινές και μακρινές, αλλά καμία δεν πληρούσε την επιθυμία του. Πήγε πάλι από την αρχή και άρχισε να φαντάζεται την ενασχόλησή της. Έφτιαξε ένα μικρό κατάλογο με επαγγέλματα και λειτουργήματα, για να προσανατολιστεί στο τέλος σε εκείνο της ηθοποιού. Αναρωτήθηκε για τους λόγους αυτής της επιλογής τη στιγμή που το αυτοκίνητό του απομακρυνόταν από τη συνοικία Κάντρι Κλουμπ και κατευθυνόταν προς Μιγκέλ Άνχελ δε Κεβέδο για να διασχίσει τη γέφυρα του Τλάλπαν. Άφησε τη σκέψη του να παίξει σε αναζήτηση μιας απάντησης ή μιας δικαιολογίας. «Υπό μία έννοια οι ηθοποιοί κατοικούν στο κείμενο. Ζουν μέσα στον ήρωα που τους έτυχε να υποδυθούν και επίσης ζουν μέσα στο κείμενο δεν ενσαρκώνουν κάποιο πρόσωπο. Στο θέατρο κατοικούν εντός της λογοτεχνίας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Στον κινηματογράφο, δικές τους στιγμές διαρκούν στο χρόνο τείνοντας προς το άπειρο. Οι δραματουργοί έχουν γράψει θεατρικά έργα για να προσεγγίσουν το αρχαίο όνειρο του συγγραφέα μυθοπλασίας: να κατοικήσουν τα κείμενά του ανθρώπινα όντα∙ να περάσει η καλλιτεχνική δημιουργία από την επικράτεια του φανταστικού σε εκείνη της πραγματικότητας. Στην περίπτωση της ιδέας μου η κίνηση είναι αντίστροφη: θα πρέπει η πραγματικότητα να ταξιδέψει προς το φανταστικό».
Το αυτοκίνητο του Γκιγέρμο Σεγκόβια έστριψε στη λεωφόρο Φελίπε Καρίγιο Πουέρτο, προχώρησε ένα τετράγωνο και έστριψε ξανά στην Αλμπέρτο Σαμόρα. Τριάντα μέτρα πιο κάτω, παρκάρισε. Την ώρα που έσβηνε τη μηχανή αποφάσισε ότι η γυναίκα του διηγήματός του θα ήταν μια νεαρή ηθοποιός που τη θαύμαζε για τις παραστάσεις της και την ιδιαίτερη ομορφιά της. Επιπλέον, η ηθοποιός είχε κάποια ομοιότητα με τη ζωγράφο Φρίντα Κάλο η οποία απεικονιζόταν στα όνειρα των πινάκων της, άλλος ένας τρόπος να κατοικείς τις προσωπικές σου μυθοπλασίες. Αν και ο Σεγκόβια δεν έβαζε τίτλο στα διηγήματά του πριν ολοκληρώσει τη συγγραφή τους, σε αυτή την περίπτωση είχε την παρόρμηση να το κάνει. Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα θα ήταν ο τίτλος του αφηγήματός του όσον αφορά τη γυναίκα, θα είχε το ίδιο όνομα με την πραγματική ηθοποιό: Οφέλια.
Ο Γκιγέρμο κατέβηκε από το Φολκσβάγκεν, μπήκε στο σπίτι του και, διασχίζοντας προς τα αριστερά ένα όχι πολύ μεγάλο σαλόνι, έφτασε στο γραφείο του. Ένα μικρό δωμάτιο στους τοίχους του οποίου υπήρχαν βιβλιοθήκες από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Άναψε το φως, έβγαλε από τη θήκη της τη γραφομηχανή, την ακούμπησε επάνω στο γραφείο, που βρισκόταν στο βάθος του δωματίου, δίπλα σ’ ένα παράθυρο, από το οποίο διακρίνονταν μερικά φυτά ενός κηπαρίου. Άνοιξε το ραδιόφωνο του στερεοφωνικού του συγκροτήματος και έβαλε το Σταθμό του Πανεπιστημίου. Την ώρα που άνοιγε το πρώτο συρτάρι του γραφείου του, έκανε την εμφάνισή της η Ελένα στο κατώφλι της πόρτας.
            «Πώς πήγε;», του είπε, περπατώντας προς το μέρος του.
            «Καλά», απάντησε ο Γκιγέρμο, πλησιάζοντάς την.
            Φιλήθηκαν. Ο Σεγκόβια της χάιδεψε τα μαλλιά και τους γοφούς. Φιλήθηκαν εκ νέου και, μόλις χώρισαν, η Ελένα επέμεινε.
            «Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό;»
            «Έδειξε ενδιαφέρον. Κατάλαβα ότι τα παιδιά είχαν διαβάσει τα διηγήματά μου. Αυτό το χρωστάω στον Καστεγιάνος… Τη στιγμή των ερωτήσεων προέκυψε ένα ενδιαφέρον θέμα», πρόσθεσε, κατευθυνόμενος προς το γραφείο του.
            «Τα παιδιά μόλις κοιμήθηκαν… Εγώ διάβασα λίγο… Δεν θα φας κάτι;»
            «Όχι… Προτιμώ να καθίσω να γράψω…»
            «Καλά. Σε περιμένω στην κρεβατοκάμαρα».
Η Ελένα βγήκε φυσώντας ένα φιλί από την παλάμη του χεριού της προς το μέρος του συζύγου της. Ο Γκιγέρμο Σεγκόβια κάθισε αναπαυτικά μπροστά από τη γραφομηχανή και έβγαλε από το συρτάρι, που το είχε αφήσει ανοιχτό ένα πάκο λευκές σελίδες. Έβαλε την πρώτη στη γραφομηχανή. Έγραψε τον τίτλο και συνέχισε.

ΕΚΕΙΝΗ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ

Εκείνη τη μέρα το κύμα ψύχους που σάρωνε την πόλη επιδεινώθηκε. Κατά τις έντεκα το βράδυ, πάνω κάτω, έπεσε κάτι σαν ομίχλη, ως αποτέλεσμα των χαμηλών θερμοκρασιών και της αιθαλομίχλης. Είχε σκοτεινιάσει περισσότερο από το σύνηθες με αποτέλεσμα να μην φαίνονται καθαρά ούτε καν τα μέρη με μεγαλύτερη φωτεινότητα. Οι δρόμοι στο ιστορικό κέντρο του Κογιοακάν έμοιαζαν να έχουν βυθιστεί σε μια εποχή πολλούς αιώνες πίσω. Ακόμα και το φως από τους φανοστάτες και τα αυτοκίνητα ήταν μουντό∙ διείσδυε αδύναμα σε εκείνο τον παλαιό κόσμο. Λίγα άτομα, φορώντας παλτά και χοντρά πουλόβερ, περπατούσαν κολλητά στους τοίχους, προσπαθώντας να καταπολεμήσουν το κρύο. Έμοιαζαν με σιλουέτες ενός άλλου καιρού, λες και στο τωρινό Κογιοακάν είχε ξεπεταχτεί ένα Κογιοακάν από το παρελθόν και ο κόσμος είχε κάνει λάθος στην εκατονταετία και κατευθυνόταν σε μέρη που δεν θα έβρισκε ποτέ. Έχοντας στην πλάτη της την πλατεία Ιδάλγο και περπατώντας στη στενή λεωφόρο Φρανσίσκο Σόσα, πήγαινε η Οφέλια. Το αδύνατο κορμί της φορούσε γκρι μάλλινο παντελόνι και ένα χοντρό μαύρο πουλόβερ το οποίο, έτσι φαρδύ που ήταν, έμοιαζε να κρέμεται στους ώμους της. Ένα βιολετί κασκόλ τύλιγε το μακρύ λαιμό της γυναίκας. Το λευκό δέρμα του προσώπου της έφεγγε σαν διακριτικό φως μέσα από τα σκουρόχρωμα μαλλιά που κυμάτιζαν αγγίζοντας τους ώμους της. Οι μαύρες μπότες της μόλις που ακούγονταν πάνω στο πλακόστρωτο.
          Αν και δεν μπορούσε να καταλάβει από πού, η Οφέλια προαισθανόταν ότι την παρατηρούσαν. Στη γωνία Φρανσίσκο Σόσα με Άβε Μαρία κοντοστάθηκε γιατί ένα αυτοκίνητο έστριβε στα δεξιά. Εκμεταλλεύτηκε εκείνη τη στιγμή για να στραφεί προς τα πίσω, υποθέτοντας ότι θα ανακάλυπτε το άτομο που την κοιτούσε. Είδε μόνο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που έβγαινε από την είσοδο μιας πολυκατοικίας και κατευθυνόταν πεζή στην πλατεία. Πριν διασχίσει το δρόμο αισθάνθηκε απροστάτευτη· έπειτα ένιωσε μια ελαφριά ανατριχίλα. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν καλύτερα να την παρακολουθούσε κάποιος. Άρχισε πάλι να περπατάει σίγουρη πως, παρ’ όλη τη μοναξιά της, η νύχτα παρατηρούσε τις κινήσεις της. Την έπιασε κάποιος φόβος και, ενστικτωδώς, επιτάχυνε το βήμα της. Έτριψε τα χέρια της, κοίταξε προς τα δέντρα που είχε μπροστά της και στη συνέχεια προς τη λεωφόρο που εξαφανιζόταν στο ομιχλώδες τοπίο. «Θα ήταν καλύτερα να με είχε φέρει κάποιος», είπε με παράπονο καθώς περνούσε μπροστά από το Δημαρχείο.
          Λίγα λεπτά νωρίτερα βρισκόταν στις παλιές εγκαταστάσεις του Κέντρου Δραματικής Τέχνης, παρακολουθώντας τη γενική πρόβα ενός μεσαιωνικού θεατρικού έργου. Με το που ολοκληρώθηκε η πρόβα και αφού είχαν βγει στο δρόμο, μια από τις ηθοποιούς είχε προσφερθεί να τη γυρίσει σπίτι. Η Οφέλια προφασίστηκε πως έπρεπε να επισκεφτεί μια φίλη της που ζούσε ακριβώς στη γωνία, στη συμβολή με Φρανσίσκο Σόσα. Η αλήθεια ήταν πως η γκρίζα και περίεργη ατμόσφαιρα του Κογιοακάν της είχε προκαλέσει την όρεξη για περπάτημα. Επιπλέον, για εκείνη το ομιχλώδες τοπίο ήταν μια συνέχεια της σκηνογραφίας του έργου και της έφερνε στη μνήμη την περίοδο που ζούσε στην Αγγλία. Καληνύχτισε και άρχισε να περπατάει, ενόσω οι υπόλοιποι έμπαιναν σε διάφορα αυτοκίνητα.
          Την αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε την ένιωσε στη λεωφόρο. Τώρα, βλέποντας ότι δεν της συνέβαινε τίποτα το συγκεκριμένο, δεν έβρισκε κάποια βαθιά αιτία για το φόβο της. Το φαινόμενο κάποια εξήγηση θα έπρεπε να είχε, αλλά προς στιγμή της διέφευγε. Αυτή η ιδέα της έφτιαξε το κέφι και με κάπως καλύτερη διάθεση προσπάθησε να ζεστάνει με τα χνώτα της τις παλάμες της. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η άξαφνη ηρεμία όξυνε ακόμα περισσότερο την αντιληπτική της ικανότητα. Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, κάποια μάτια που είχαν σκοπό τους να μπουν μέσα της· μάτια η λειτουργία των οποίων είχε να κάνει περισσότερο με την αφή.
          Καλά λοιπόν, αφού της ήταν αδύνατον να απαλλαγεί από αυτό το βίωμα, επιθυμούσε τουλάχιστον να το εξηγήσει. Ήταν, άραγε, καινούργια συναισθήματα και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να οριστούν; Τι επεδίωκε το εν λόγω βλέμμα; Λίγες φορές στη ζωή της είχε πρόβλημα με μανίες καταδίωξης. Επέτρεπε στον εαυτό της κάποια ανασφάλεια εξαιτίας της βίας που επικρατούσε στην Πόλη του Μεξικού. Έπαιρνε πάντα προφυλάξεις· τώρα, όμως, που είχε εκτεθεί, δεν την απειλούσε κανένας. Ο κόσμος στα λίγα αυτοκίνητα που περνούσαν πλάι της δεν ενδιαφερόταν για εκείνη. Και τότε, θυμήθηκε τους έντονα φωτισμένους χώρους στη σκηνή του θεάτρου, όταν το φως των προβολέων την εμποδίζει να δει το κοινό που από την πλευρά του έχει καρφωμένο το βλέμμα του σε εκείνη. Ξέρει ότι ένα πλήθος ματιών βρίσκεται στο ημίφως και κινείται στο ρυθμό που απαιτεί εκείνη· άθροισμα ματιών, μεγάλο μάτι κρυμμένο, γιγάντιο μάτι ακουμπισμένο στο κορμί της. Προσπαθώντας να πάρει κουράγιο από αυτή τη θύμηση, η Οφέλια μονολόγησε ότι ίσως να επρόκειτο για τη μνήμη της επιδερμίδας της, εντελώς ξένη προς εκείνη του μυαλού της· σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο, ίσως επέστρεφε στο κορμί της και σταδιακά το επανακατακτούσε. Μάτι-δίχτυ, μάτι-πλαίσιο, μεγάλο μάτι που την πλησίαζε, μάτι που όλο και μεγάλωνε· η Οφέλια θέλησε να αποτινάξει από πάνω της αυτή την αίσθηση κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι της. Η προσπάθεια, το καταλάβαινε, ήταν μάταιη· δίχως δυνάμεις πλέον, αφέθηκε στο πεπρωμένο της και αισθάνθηκε να βυθίζεται σε μια τυφλή νύχτα. Περπάτησε σ’ ένα χώρο άξαφνα σκοτεινό, χάνοντας την αίσθηση του χώρου, με την αμυδρή ακόμα βεβαιότητα ότι δεν επρόκειτο να αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο.
          Μόλις έστριψε στο στενό του σπιτιού της, αισθάνθηκε πως το τεράστιο μάτι βρισκόταν πια πάνω στα μαλλιά της, το πρόσωπό της, το κασκόλ της, το πουλόβερ της, το παντελόνι της. Κοντοστάθηκε και την έπιασε κάτι σαν ίλιγγος όμοιος με εκείνον που νιώθει κανείς στα όνειρά του όταν αιωρείται δίχως να βρίσκει στήριγμα ούτε τρόπο να κατέβει. Η Οφέλια ήξερε ότι βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι της, στο Κογιοακάν, στην πόλη της, πάνω στη Γη, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αποφύγει την αίσθηση του ονείρου, εκείνον τον ευχάριστο, σε τελική ανάλυση, ίλιγγο γιατί εκείνος που ονειρεύεται κατά βάθος αντιλαμβάνεται ότι δεν διατρέχει κίνδυνο και εκτοξεύει το κορμί του μέσα στο σκοτάδι σαν ένα αερόστατο που θα κατέβει όταν ανοίξει τα μάτια του. Η Οφέλια παρέμενε ακίνητη στο στενάκι, προσπαθώντας να καταλάβει. Χαμηλόφωνα μονολόγησε: «Δεν είναι μια λιποθυμία ούτε κάποιο ψυχικό πρόβλημα. Δεν είναι κάτι που προέρχεται από εμένα, είναι κάτι ξένο, κάτι που δεν ελέγχω». Κινήθηκε αργά προς τον τοίχο και στήριξε την πλάτη της. Η αίσθηση έγινε πιο έντονη στο αδύνατο κορμί της, λες και η ομίχλη του στενού είχε κατακαθίσει επάνω της. «Δεν με παρατηρούν απλώς, είναι κάτι πιο ισχυρό από αυτό». Ακούμπησε με το ένα της χέρι το μέτωπό της και έβαλε τα μακριά δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά της ξανά και ξανά· αλαφιασμένη, αντιλαμβανόμενη ξαφνικά τι συνέβαινε, μονολόγησε: «Είμαι μέσα στο μάτι». Κατέβασε αργά το χέρι της και, ακολουθώντας το νήμα των τελευταίων λέξεών της, συνέχισε: «Βρίσκομαι στο εσωτερικό του βλέμματος. Κατοικώ σε ένα βλέμμα. Αποτελώ μέρος μιας όρασης. Κάτι με ωθεί να περπατήσω· η ομίχλη έχει κατέβει χαμηλά και οι σκοτεινές της κορδέλες κρέμονται από τα παράθυρα. Είμαι μια μορφή που έχει βγει από το παρελθόν και έχει κολλήσει στους τοίχους. Ονομάζομαι Οφέλια και αυτή τη στιγμή ανοίγω την ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού μου. Μπαίνω, στα δεξιά μου εμφανίζεται σαν κινέζικο θέατρο σκιών ο κήπος, μέσα από τα φυτά πετιέται η Παλόμα χοροπηδώντας από χαρά. To λευκό τρίχωμά της μοιάζει με οβάλ σβώλο από βαμβάκι που πλέει μέσα στο σκοτάδι. Μου γαβγίζει αδύναμα, πλησιάζει στα πόδια μου, τρίβεται στη γάμπα μου. Ύστερα σηκώνεται στα πισινά της ποδαράκια και με καλεί να παίξουμε. Τη χαϊδεύω και την παραμερίζω απαλά. Γρυλίζει θλιμμένα, αλλά εγώ περπατάω ήδη ανάμεσα στα φυτά μου στο μονοπάτι που είναι φτιαγμένο με ποταμίσιες πέτρες. Το φως στο χολ είναι αναμμένο. Ανοίγω την πόρτα, την κλείνω. Επιθυμώ να φάω κάτι και κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Κοντοστέκομαι και αναγκάζομαι να πισωπατήσω και να κατευθυνθώ στο σαλόνι. Ανάβω ένα φωτιστικό δαπέδου, ανοίγω το μπαρ, παίρνω ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι κονιάκ. Χωρίς να κλείσω το πορτάκι του μπαρ, γεμίζω το ποτήρι και, μόλις κατεβάζω την πρώτη γουλιά, αντιλαμβάνομαι ότι η επιθυμία να φάω εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά η γεύση του κονιάκ με σαγηνεύει και, παρά τη θέλησή μου, αποκηρύσσω το φαγητό. Όταν φέρνω για δεύτερη φορά το ποτήρι στα χείλη μου, εμφανίζεται η Πλάσιδα, με χαιρετάει με σεβασμό και με ρωτάει αν χρειάζομαι κάτι. Της ζητάω να πάει για ύπνο, εξηγώντας της ότι αύριο πρέπει να σηκωθούμε πολύ νωρίς. Η Πλάσιδα καληνυχτίζει σκύβοντας ελαφριά το κεφάλι και εγώ πίνω όλο το ποτό μου. Κρατώ στο χέρι μου το μπουκάλι και το ποτήρι· με το άλλο χέρι σβήνω το φωτιστικό και, στα σκοτεινά, διασχίζω το σαλόνι και ανεβαίνω τις σκάλες. Η πόρτα του δωματίου μου είναι ανοιχτή και μπαίνω. Ανάβω το φως, κατευθύνομαι προς το κομοδίνο μου. Ακουμπώ πάνω του το μπουκάλι και το ποτήρι. Κάθομαι στην καρέκλα, ανοίγω το συρτάρι, βγάζω το τετράδιο όπου κρατώ σημειώσεις, ένα στυλογράφο και αρχίζω να γράφω το τι μου συμβαίνει».

Ξέρω πολύ καλά ότι ακόμα κατοικώ στο βλέμμα. Ακούω τους ήχους που γεννιούνται στο βάθος του, όμοιους με το μουρμουρητό της πόλης που ανεβαίνει στον τελευταίο όροφο του Πύργου της Λατινικής Αμερικής. Χρειάστηκε να μετακινηθώ με ηρεμία και ακρίβεια. Ο φόβος εξαφανίζεται, νιώθω έκπληκτη, δεν είμαι πια απελπισμένη. Τώρα, ξαφνικά, είμαι ενοχλημένη, θυμωμένη· νιώθω την ανάγκη να γράψω ότι διαμαρτύρομαι. Ναι, διαμαρτύρομαι, κυρίες και κύριοι. Διαμαρτύρομαι! Άνθρωποι αυτού του κόσμου, διαμαρτύρομαι. Γράφω ότι κατοικώ, γράφω ότι η κακή διάθεση με εγκατέλειψε· σταματάω το γράψιμο. Βάζω ποτό και το πίνω μονορούφι. Μου αρέσει πολύ η παλιά μου Montblanc, είναι κομψή. Το κορμί μου είναι ζεστό, καίνε τα μάγουλά μου. Σκέφτομαι πως δεν μπορώ να πάψω να ζω σε δύο χώρους· η λεωφόρος Φρανσίσκο Σόσα, που τώρα την αισθάνομαι πολύ μακριά από μένα, είναι δύο δρόμοι, ένα μόνο μεγάλο μάτι. Στους δρόμους του παλιού Κογιοακάν που αγαπάω τόσο πολύ υπάρχει και άλλο Κογιοακάν. Εγώ προηγουμένως διέσχιζα δύο Κογιοακάν, δύο διαφορετικές νύχτες, μέσα στη διπλή ομίχλη. Τούτη τη στιγμή με τα ιλιγγιώδη οράματα, υπάρχουν, σαν και μένα, άνθρωποι που κατοικούν και στα δύο Κογιοακάν, δύο Κογιοακάν που το ένα εφαρμόζει τέλεια μέσα στο άλλο, απολύτως, κοινά σωθικά, δύο χώροι. Κάποιος, ίσως ένας άντρας, ακριβώς αυτή τη στιγμή γράφει τις ίδιες λέξεις που αναπτύσσονται στο τετράδιό μου. Ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Σταματάω να γράφω. Πίνω και άλλο ποτό. Νιώθω λίγο μεθυσμένη. Είμαι ευχαριστημένη. Σαν το δωμάτιό μου να έχει πολύ φως. Η Παλόμα γαβγίζει προς δύο αόρατα φεγγάρια. Έχω την παρόρμηση να γράψω πως ο άντρας ίσως να ονομάζεται Γκιγέρμο και να είναι ένα άτομο με μούσι και ίσια μακριά μύτη. Θα μπορούσε να είναι ο Γκιγέρμο Σεγκόβια, ο συγγραφέας ο οποίος ταυτόχρονα ζει μέσα σ’ έναν άλλο Γκιγέρμο Σεγκόβια. Ο Γκιγέρμο Σεγκόβια μέσα στον Γκιγέρμο Σαμπέριο, ο ένας μέσα στον άλλο, ένα και μόνο σώμα. Επιμένω ότι μου έρχεται η σκέψη πως γράφει στη γραφομηχανή του ακριβώς ό,τι γράφω και εγώ, λέξη προς λέξη, κοινό κείμενο, δύο χώροι. Ο Γκιγέρμο γράφει ένα διήγημα υπερβολικά φιλόδοξο. H κεντρική ηρωίδα θα μπορούσε να ονομάζεται όπως εγώ. Γράφω πως γράφει ένα αφήγημα στο οποίο κατοικώ εγώ. Έχουν περάσει πια τα μεσάνυχτα και ο συγγραφέας Γκιγέρμο Σεγκόβια αισθάνεται κουρασμένος. Σταματάει το γράψιμο, τραβάει τα γένια του, στρίβει το μουστάκι του· σηκώνεται, τεντώνει τα χέρια του και, καθώς τα κατεβάζει, βγαίνει από το γραφείο του. Ανεβαίνει στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Κοιτάζει στην κρεβατοκάμαρά τους και βλέπει τη σύζυγό του να κοιμάται, μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό πάνω στο στήθος της. Την πλησιάζει, τη φιλάει στο μάγουλο, παίρνει το βιβλίο και το αφήνει πάνω στο κομοδίνο. Πριν βγει, ρίχνει μια τελευταία ματιά στη γυναίκα. Καθώς κατεβαίνει τις σκάλες, αν και δεν μπορεί να καταλάβει από πού, προαισθάνεται ότι τον παρατηρούν. Κοντοστέκεται και γυρίζει το κεφάλι του νομίζοντας πως έχει σηκωθεί ο μικρός τους γιος, αλλά δεν βλέπει κανέναν. «Ίσως να πρόκειται για αυθυποβολή λόγω του διηγήματος», σκέπτεται αναζητώντας μια αιτία. Κατεβαίνει και το τελευταίο σκαλί και η αίσθηση ότι τον παρατηρούν μεγαλώνει μέσα του. Αυτή η αλλαγή τον ανησυχεί γιατί αντιλαμβάνεται ότι το επόμενο στάδιο είναι να καταλάβει ότι δεν τον βλέπει κανείς και πως εκείνος κατοικεί σε ένα βλέμμα. Πως αποτελεί μέρος ενός τρόπου ιδέσθαι. Όρθιος στο τέλος της σκάλας, σκέφτεται: «Αυτό το βλέμμα μπορεί να ανήκει στην Οφέλια». Από την πλευρά μου, όσο γράφω με την ωραία μου Montblanc, αισθάνομαι ότι σταδιακά εγκαταλείπω την ιστορία του Γκιγέρμο Σεγκόβια. Και εκείνος δεν μπορεί να προσποιηθεί πως δεν καταλαβαίνει ότι το κείμενό μου θα μπορούσε να λέγεται κάτι σαν «Ο Γκιγέρμο κατοικούσε σε ένα διήγημα». Τώρα γράφω ότι ο Σεγκόβια, δέσμιος πλέον του φόβου του, κατευθύνεται προς το γραφείο του την ίδια στιγμή που εγώ κατοικώ ξανά μόνο σε ένα Κογιοακάν, ενώ εκείνος κατοικεί σταδιακά σε δύο, τρία ή και περισσότερα Κογιοακάν. Ο Γκιγέρμο παίρνει τις δεκαπέντε σελίδες που έχει γράψει, ένα μισοτελειωμένο διήγημα, γεμάτο λάθη· αρπάζει τον αναπτήρα του, τον ανάβει και πλησιάζει τη φλόγα στην άκρη των σελίδων που αρχίζουν να καίγονται. Παρατηρεί πώς βγαίνει φωτιά από το διήγημά του με τον πρώιμο τίτλο «Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα». Πετάει το μισοκαρβουνιασμένο αφήγημα στο μικρό καλάθι αχρήστων, πιστεύοντας ότι όταν καεί τελείως θα σταματήσει η «αυθυποβολή». Αλλά τώρα ακούει τους ήχους που γεννιούνται στα βάθη του προσηλωμένου βλέμματός μου, ίδιους με το σούσουρο της πόλης που ανεβαίνει στους τελευταίους ορόφους του Πύργου της Λατινικής Αμερικής. Βλέπει να ξεπηδάει καπνός από τα σκουπίδια χωρίς να μειώνεται ο φόβος του. Θέλει να πάει να βρει τη σύζυγό του ώστε να τον παρηγορήσει, αλλά ψυχανεμίζεται ότι δεν θα του χρησιμεύσει σε τίποτα. Όρθιος, στο κέντρο του γραφείου του, ο Γκιγέρμο δεν ξέρει τι να κάνει. Ξέρει ότι κατοικεί στο σπίτι του και σε άλλα σπίτια, αν και δεν μπορεί να τα καταγράψει. Προχωράει προς τη γραφομηχανή του, κάθεται μπροστά της και ανοίγει το δεύτερο συρτάρι του γραφείου του. Δέσμιος της φούριας του να σταματήσει την αποσύνθεσή του, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι ή ποιον να σκοτώσει, βγάζει το παλιό του τριανταοχτάρι Κολτ που είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Σηκώνεται και κατευθύνεται στην πόρτα· κρατάει προτεταμένο το όπλο. Καθώς διασχίζει το σκοτεινό σαλόνι, νιώθει ότι χάνει τα λογικά του, παρ’ όλο που ακόμα έχει συναίσθηση της στιγμής που ζει. Στο τέλος, σε αυτή τη συγκεχυμένη και αγωνιώδη κατάσταση, ανεβαίνει ξανά στον πρώτο όροφο. Σ’ ένα από τα δωμάτια στο βάθος το φως είναι αναμμένο. Προς τα εκεί κατευθύνεται.
Καθώς κοντοστέκεται στην κάσα της πόρτας, δεν καταφέρνει να αναγνωρίσει το δωμάτιο· τα μάτια του αν και βλέπουν δεν μπορούν να τον ενημερώσουν για όσα βλέπουν. Από το δείκτη του χεριού του αρχίζει να ρέει η κρύα ύπαρξη του μετάλλου· αναγνωρίζει τη σκανδάλη και τη λαβή. Ένα χλομό φως εμφανίζεται στο βάθος της αντίληψής του, και του επαναφέρει στοιχεία της κατάστασής του. Διακρίνει όγκους, σκιές μιας πραγματικότητας· κοιτάζει το τεντωμένο χέρι του και σηκώνει το βλέμμα του. Απέναντί του, καθισμένη σε μια όμορφη καρέκλα, τον παρατηρεί μια γυναίκα. Ο Σεγκόβια κατεβάζει αργά το χέρι του και αφήνει το Κολτ να πέσει κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο πάνω στο χαλί. Η γυναίκα σηκώνεται και προσπαθεί να χαμογελάσει με τα λεπτά της χείλη. Όταν ο Γκιγέρμο αντιλαμβάνεται ότι δεν παραμονεύει κάποιος κίνδυνος, ο φόβος του μειώνεται, αφήνοντάς του ένα μουδιασμένο αποτύπωμα στο κορμί του. Δίχως να το σκεφτεί πολύ, αποφασίζει να προχωρήσει· καθώς μπαίνουν σε κίνηση τα πόδια του, επιτέλους, έρχεται η διαύγεια. Κοντοστέκεται πλάι μου, σιωπηλός, και, αποδεχόμενος την κοινή μας μοίρα, με πιάνει από το χέρι και εγώ του το επιτρέπω.   

     Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 



Ο Guillermo Samperio [Γκιγέρμο Σαμπέριο] γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1948 και απεβίωσε στην ίδια πόλη το 2016. Έγραψε δοκίμια, παιδική λογοτεχνία, ποίηση, μυθιστόρημα, πλην όμως το λογοτεχνικό είδος στο οποίο διέπρεψε από τη δεκαετία του ’70 είναι η σύντομη αφήγηση. Εξέδωσε δεκάδες συλλογές διηγημάτων και μικροδιηγημάτων καθώς και βιβλία σχετικά με τη συγγραφή αυτών των ειδών, όπως το Cómo se escribe un cuento. 500 consejos para nuevos cuentistas del siglo XXI         

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Eleni Ladiá: Fanó


Eleni Ladiá


Fanó
Desde muy pequeña, Fanó amaba la música y a menudo se olvidaba de todo bajo el árbol del patio, escuchando sonidos con su imaginación, que alguna vez se convertían en una canción con sus propias palabras. A los once años su deseo de tomar clases de piano se hizo realidad. Su profesora de música vivía lejos, en algún lugar al final del Municipio, en una calle cuesta arriba, y era rara. Cuando le daba clase de piano, el sonido no se oía. La pequeña Fanó era muy vergonzosa como para preguntarle la causa. Por su carácter y educación, no pedía ni preguntaba nada. La profesora de piano le reveló en algún momento que era «su clase secreta». Y a pesar de ser ya una chica mayor de veinte años le confesó a la pequeña que estaba enamorada de un soldado, y que le enviaba a escondidas de sus padres el dinero que Fanó le pagaba por las clases. La muchachita se sonrojó y no protestó. De hecho, en el fondo de su corazón, le daba pena la maestra. Por eso, intentaba imaginarse los sonidos de las teclas y leía con pundonor la teoría y la definición de la armonía. Se llevaba con ella el cuaderno con la materia de música y la memorizaba hasta en la humilde casa de su amiga. El gato Medioculito, que dormía con Ana, la hermana mayor de Giorgitsa, ronroneaba en el felpudo del suelo, cerca de la estufa de gas que usaba la familia para preparar la comida y para calentarse. Era una de las casas humildes de 1955, en la fachada de una construcción horizontal con muchas habitaciones a ambos lados del alargado patio, y con un aseo común. Sin embargo, Fanó dejaba su bonita vivienda unifamiliar con un gran jardín para meterse en la casita, es como si la miseria la estuviera tirando como si fuera miel; iba allí incluso a escondidas de su madre, que se daba cuenta por el olor de la ropa. «Apestas a petróleo, mi niña, a petróleo y moho. Dile a Giorgitsa que juguéis aquí».
Sin embargo, Fanó quería escuchar las historias absurdamente encantadoras que Ana se inventaba, acariciar a Miguelito (que era el verdadero nombre del gato, pero por razones inexplicables Ana lo llamaba Medioculito), y ver a doña Olga comportándose como una señora decadente.
La definición de la armonía la desconcertaba, era muy teórica e incompatible allí con los maullidos felinos y el olor intenso de la estufa de gas.
¿Qué sería la armonía? ¿Qué sonidos la componían? No era posible continuar con esas clases de piano. Casi había estudiado la mitad del método Beyer, aprendió a murmurar las notas do mi sol la la sol do re do re mi re... pero no escuchaba el sonido. Abandonó repentinamente la clase, y por primera vez les pidió a sus padres un piano. Su propio piano, para tocar a todo volumen, para que no se le interpusiera la sordina que ahogaba el sonido. No le compraron el piano, no sabían su valor y lo consideraron un capricho infantil.
Entonces, Fanó, movida por la desesperación, pensó en construir su propio piano. Fue a la pequeña mesa de madera de la cocina, pintó encima de ella teclas exactamente en la posición y forma de los verdaderos, y empezó a tocar como había aprendido: sin que el sonido fuera escuchado, sin saber la armonía. Solamente se la imaginaba, como la mayoría de cosas de este mundo...

13 de abril de 2010



Fuente: página web Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι, 25 de febrero de 2011.

Eleni Ladiá (Atenas, 1945). Ha estudiado Arqueología y Teología en la Universidad de Atenas. Escribe novelas, relatos, ensayos. Ha recibido dos veces el Premio Nacional de Relato Corto.


Traducción: Ángela Sánchez
Revisión: Konstantinos Paleologos

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Quim Monzó: Ο αδελφός μου


 ΚΙΜ ΜΟΝΖΟ


Ο αδελφός μου


Ένα μεσημέρι Χριστουγέννων, πάνω στο φαγητό και δίχως κάποια ασθένεια ή έστω προειδοποίηση −ούτε καν μικρή και ανεπαίσθητη− να μας είχε κάνει να υποψιαστούμε το παραμικρό πρόβλημα υγείας, ο αδελφός μου πέθανε. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα δραστήριο παιδί −ζαλιζόταν συχνά και δεν του άρεσε να παίζει ποδόσφαιρο ούτε να μεθάει με τους συμμαθητές μας όταν πηγαίναμε στο κινέζικο εστιατόριο πίσω από το σχολείο, όχι τόσο γιατί είχε φτηνό φαγητό όσο γιατί την ώρα του λογαριασμού μάς κέρναγαν ποτηράκια λικέρ δίχως να ρωτήσουν την ηλικία μας− αλλά ούτε και κανένας αρρωστιάρης, αυτός ο τύπος αγοριού που αμέσως φαίνεται ότι δεν είναι και τελείως καλά. Γι' αυτό ο μπαμπάς και η μαμά σοκαρίστηκαν τόσο ώστε να μην είναι σε θέση να αντιληφθούν τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Κατά βάθος υποθέτω πως δεν ήθελαν να καταλάβουν γιατί αν πράγματι είχαν θελήσει δεν θα τους ήταν δύσκολο να το πάρουν χαμπάρι: ο Τόνι είχε πεθάνει για τα καλά, εκεί, μπροστά τους, και αν αδυνατούσαν να το δουν ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιατί δεν μπορούσαν να τους το επιτρέψουν. Ο μπαμπάς εργαζόταν σε ένα ταριχευτήριο ζώων στην πλατεία Ρεϊάλ∙ ήταν ένας καλός πατέρας και ένας καλός σύζυγος και δεν είχε καμία κακιά συνήθεια με εξαίρεση ένα μεγάλο ξύλινο κουτί, γεμάτο περιοδικά γυμνών γυναικών με θαμπά απόκρυφα μέρη, που έκρυβε στην ντουλάπα κλειδωμένο με λουκέτο και το οποίο ο αδελφός μου και εγώ ανοίγαμε όταν μας άφηναν μόνους στο σπίτι. Τα απογεύματα η μαμά κρατούσε τα λογιστικά βιβλία μιας μικρής κατασκευαστικής εταιρείας. Δεν ήμασταν η κλασσική ευτυχισμένη οικογένεια που εμφανίζεται στις διαφημίσεις για κουζίνες και ψυγεία, αλλά δεν βουλιάζαμε και στην κατάθλιψη. Τη βγάζαμε με το μεροκάματο των δικών μου δίχως να αποταμιεύουμε και πολλά, γιατί τα δίδακτρα για τις σπουδές μας και οι δόσεις του σπιτιού καταβρόχθιζαν και τους δύο μισθούς. Στο σινεμά δεν πηγαίναμε ποτέ. Η μεγάλη εβδομαδιαία σπατάλη γινόταν κάθε Σάββατο που ο μπαμπάς αγόραζε την αθλητική εφημερίδα για να ενημερωθεί για τα ματς που παίζονταν εκείνο το σαββατοκύριακο. Αγόραζε τη σαββατιάτικη εφημερίδα γιατί έτσι είχε δύο μέρες να την ξεκοκαλίσει∙ το να αγοράσει το κυριακάτικο φύλλο τού φαινόταν υπερβολική δαπάνη μιας και είχε μόνο μια μέρα για να το διαβάσει. Την Κυριακή βλέπαμε πάντα το παιχνίδι που μετέδιδε η τηλεόραση, όποιο κι αν ήταν αυτό, ακόμα κι αν οι ομάδες ήταν από μέρη τόσο μακρινά που ούτε καν μπορούσαμε να τα βρούμε στο χάρτη. Όταν μπήκα στην εφηβεία, τα Σάββατα και τις Κυριακές η μαμά επέμενε να βγαίνω με φίλους. Δεν ήθελε να γίνω «σπιτόγατος», όπως έλεγε εκείνη. «Όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι δεν θα αποκτήσεις ποτέ φίλους ούτε θα βρεις καμιά κοπέλα να σε παντρευτεί». Ο αδελφός μου, δύο χρόνια μικρότερος από μένα, γελούσε∙ διασκέδαζε με τις ιστορίες για κοπέλες και γάμους. Εγώ προτιμούσα να κάθομαι σπίτι βλέποντας με τον μπαμπά τα ποδοσφαιρικά ματς στην τηλεόραση.
            Το περιστατικό με τον Τόνι συνέβη λίγο αφότου η μαμά έφερε στο τραπέζι το δίσκο με τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. Είχαμε φάει τη σούπα με τα ζυμαρικά, το κοθίδο και το γεμιστό κοτόπουλο και ξαφνικά, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, το κεφάλι του αδελφού μου έγειρε προς τα μπρος, σιγά σιγά, μέχρι που το πρόσωπό του καρφώθηκε στο πιάτο με το τουρόν. Ο μπαμπάς και η μαμά πάγωσαν. Έτσι και τους ακουμπούσες λίγο θα διαλύονταν σε χίλια κομμάτια. Τους είδα τόσο ανίκανους να αντιδράσουν που, μέσα σ’ ένα κρίσιμο χιλιοστό του δευτερολέπτου, αποφάσισα κι εγώ να κάνω πως δεν είχα πάρει είδηση τίποτα. Άλλωστε ούτε που τον κοίταζαν: κοίταζαν το τραπέζι ακριβώς μπροστά τους εστιάζοντας το βλέμμα τους έτσι ώστε να μην τον βλέπουν∙ τόσο ανυπεράσπιστοι που, για να μην υποφέρουν, τουλάχιστον προς στιγμή, έβαλα το χέρι μου στην πλάτη του Τόνι και τον τράβηξα από το λαιμό του πουλόβερ για να ισιώσω το κορμί του. Καθώς όλη αυτή η ενέργεια χρειαζόταν μια δικαιολογία που να την έκανε έστω και ελάχιστα πιστευτή, πήρα την πετσέτα και του σκούπισα τα χείλια. Ήταν μια μεταβατική στιγμή μιας κι αν το θέλαμε θα μπορούσαμε αμέσως να γυρίσουμε πίσω: οποιοσδήποτε από τους τρεις μας −ο μπαμπάς, η μαμά ή εγώ− μπορούσε να βάλει τα κλάματα και να ανακοινώσει στους άλλους δύο την ολοφάνερη αλήθεια. Αλλά κανείς δεν το τολμούσε. Είναι σίγουρο πως κανείς από τους τρεις δεν σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή πως πρόθεσή μας ήταν να αρνηθούμε ότι είχε πεθάνει. Και οι τρεις −εγώ με εκείνο το τράβηγμα από το λαιμό και εκείνο το πέρασμα του χεριού πίσω από την πλάτη ενώ του σκούπιζα τα χείλια∙ εκείνοι προσποιούμενοι πως δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα− προσπαθούσαμε, όσο μπορούσαμε, να καθυστερήσουμε τη στιγμή της αναταραχής και των θρήνων. Πάντα μου ράγιζε την καρδιά να βλέπω τη μαμά να κλαίει, όσο για τον μπαμπά δεν τον είχα δει να κλαίει ποτέ ούτε καν όταν πέθανε ξαφνικά η αδελφή μου στην κούνια της. Τους θυμάμαι δίπλα στο μικρό λευκό φέρετρο∙ τη μαμά να έχει ξεσπάσει σε λυγμούς και τον μπαμπά με τα μάτια κατακόκκινα. Τώρα, ενόσω σκούπιζα τα νεκρά χείλια του Τόνι, δικαιολογούσα τον εαυτό μου σκεπτόμενος συνεχώς πως αυτό που κάναμε ουσιαστικά ήταν να καθυστερούμε έστω και για λίγο τη στιγμή που θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με την αλήθεια. Όταν όμως ο μπαμπάς τού απευθύνθηκε με φαινομενική φυσικότητα –«Μου φαίνεται πως ήπιες πάρα πολύ, Τόνι»− τότε κατάλαβα πως δεν βιάζονταν καθόλου να αποδεχτούν το προφανές και πως εκείνο το «Μου φαίνεται πως ήπιες πάρα πολύ, Τόνι» το απηύθυνε περισσότερο σε μένα παρά στον Τόνι που δεν μπορούσε να τον ακούσει πλέον ούτε θα μπορούσε να τον ακούσει ποτέ ξανά. Γι’ αυτό έκανα δεκτή τη σιωπηλή του παράκληση και, για να τους βοηθήσω να συνεχίσουν να παριστάνουν πως ζουν μέσα σε εκείνη τη βολική φαντασίωση, σηκώθηκα ξαφνικά, έπιασα τον Τόνι από τις μασχάλες και τον σήκωσα από την καρέκλα λέγοντάς του: «Έλα, πάμε, θα σε πάω στο κρεβάτι. Έφαγες πάρα πολύ».
            Άλλαξα την κατηγόρια για το ποτό με αυτή για το φαγητό, γιατί θεώρησα πως ακόμα και υποσυνείδητα ο μπαμπάς και η μαμά θα ευγνωμονούσαν το ότι δεν τον χαρακτήρισα μεθύστακα σ’ εκείνη τη στερνή περίσταση. Η αλήθεια, επιπλέον, είναι ότι είχε πιει μόλις μισό ποτήρι σαμπάνια κι ότι, αντίθετα, είχε φάει τη σούπα με τα ζυμαρικά, δύο πιάτα κοθίδο και τρία γεμιστό κοτόπουλο, και δεν είχε αρχίσει την επίθεση στα γλυκά γιατί ξαφνικά είχε πέσει ξερός. Με το δεξί μου χέρι πίσω από την πλάτη του μέχρι τη μασχάλη, από όπου τον κρατούσα, και με το αριστερό του μπράτσο γύρω από το λαιμό μου και πιάνοντάς τον από το χέρι για να μην πέσει, τον μετέφερα στο δωμάτιο που μοιραζόμασταν. Τον κάθισα σε μια καρέκλα, με το κεφάλι πάνω στο γραφείο, μην ξέροντας αν έπρεπε να περάσω από τη δοκιμασία να τον γδύσω και να του φορέσω την πιτζάμα. Αλλά ήταν προφανές πως έπρεπε να το κάνω αν ήθελα να συνεχίσω να προσποιούμαι, με κάποια πειστικότητα, ότι όλα συνέχιζαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αν τον έβαζα ντυμένο στο κρεβάτι δεν θα μπορούσαμε να υποκρινόμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα. Έτσι, λοιπόν, άρχισα το έργο μου με όλη την αδεξιότητα της πρώτης φοράς. Μόνο όποιος έχει ντύσει ή έχει γδύσει ένα νεκρό ξέρει πόσο δύσκολο είναι, γιατί όλα και κάθε ένα από τα μέλη του έχουν αυτό που, πολύ εύστοχα, αποκαλείται νεκρική ακαμψία και όταν έχεις πιστέψει πως επιτέλους έβαλες το ένα χέρι στο μανίκι όλο το σώμα γέρνει προς την αντίθετη πλευρά και πρέπει να το μετακινήσεις όπως μπορείς −με το στήθος σου, το πόδι σου, την πλάτη σου− για να συνεχίσεις: το άλλο μανίκι, το δεξί μπατζάκι, το αριστερό μπατζάκι…
            Βγήκα από το δωμάτιο μούσκεμα στον ιδρώτα. Στην τραπεζαρία με περίμεναν ο μπαμπάς και η μαμά με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, ικετεύοντάς με με τα μάτια να μην τους βγάλω ακόμα από την πλάνη τους. «Κοιμήθηκε αμέσως», είπα. Ξεφύσησαν ανακουφισμένοι. «Είναι που ’χε φάει πολύ», είπε η μαμά που βρισκόταν σε τέτοια ένταση ώστε να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι καινούργιο. «Και ήπιε πολύ. Ένα μπουκάλι σαμπάνια ήπιατε οι δυο σας!». Ήταν ο μπαμπάς αυτός που υπερέβαλε. «Αν κοιμηθεί τώρα μετά θα νιώσει καλύτερα», είπε η μαμά. «Αλλά θα ξυπνήσει την ώρα που θα ’πρεπε να πάει για ύπνο και τότε δεν θα κοιμηθεί το βράδυ», διαμαρτυρόταν ο μπαμπάς. «Και τι έγινε;», απάντησε η μαμά, «το σημαντικό είναι να κοιμηθεί τώρα».
            Όταν κλείστηκα στο δωμάτιο, κάθισα δίπλα στον αδελφό μου και καθώς το πρόσωπό του ήταν ήρεμο έμοιαζε σαν να υπήρχε ακόμα πιθανότητα να ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή και να πει: «Εντάξει, αρκεί, τέρμα τα αστεία. Το χάψατε, έτσι δεν είναι;». Ήταν πάνω στο κρεβάτι φορώντας την πιτζάμα με τις μπλε ρίγες και έχοντας τα μάτια ανοιχτά. Του τα έκλεισα. Κανείς δεν κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά. Το δέρμα του ήταν κρύο. Και χλομό; Όχι πολύ. Στις οκτώ και κάτι θεώρησα ότι πια είχα περάσει αρκετό χρόνο μαζί του. Και στο κάτω κάτω, προς τι όλα αυτά; Πήγα στην τραπεζαρία για να ανακοινώσω πως ο Τόνι δεν θα δειπνούσε. Η μαμά σήκωσε το δάχτυλό της σαν να ήμουν εγώ ο φταίχτης: «Στο ’χα πει εγώ πως παραέφαγε». «Δεν είναι μόνο ότι παραέφαγε. Ένα μπουκάλι σαμπάνια ήπιανε οι δυo τους!», έλεγε ο μπαμπάς, εμμένοντας στο να μας επιστήσει την προσοχή στους κινδύνους του οινοπνεύματος που είχαν οδηγήσει στον τάφο το μικρό του αδελφό. Κάθισα και έφαγα τέσσερα κομμάτια τουρόν, δεν είχα περισσότερη όρεξη. Μετά επέστρεψα στο δωμάτιο, παρατήρησα για μια στιγμή τον Τόνι, έβαλα την πιτζάμα μου, χώθηκα στο κρεβάτι και άρχισα να διαβάζω. Στις έντεκα και κάτι ήρθαν ο μπαμπάς και η μαμά να μας πούνε καληνύχτα. Πιασμένοι χέρι-χέρι διαγράφονταν στο παραλληλόγραμμο φωτός της πόρτας αλλά δεν αποφάσιζαν να μπουν. Αντιλήφθηκα πως ξαφνικά έδειχναν πιο γερασμένοι και πιο εύθραυστοι. Μας έδωσαν ένα φιλί. Πρώτα στον Τόνι και έπειτα σε μένα. Η μαμά τον σκέπασε με την κουβέρτα και το σεντόνι μέχρι το σαγόνι. Σε μένα απευθύνθηκε χαμηλόφωνα για να μην τον ξυπνήσει: «Σβήσε το φως γιατί με τόσες φωταψίες δεν θα μπορεί να κοιμηθεί καλά».
            Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο, περισσότερες ώρες απ' ότι φανταζόμουν κι όταν ξύπνησα με έφερε σε αμηχανία το γεγονός ότι βρήκα τον Τόνι ακριβώς όπως τον είχα αφήσει. Η ίδια στάση, το ίδιο χέρι πάνω στην άκρη του σεντονιού. Αλλά πώς αλλιώς έπρεπε να τον είχα βρει; Τι περίμενα; Να είχε αλλάξει πλευρό μέσα στον ύπνο του νυχτιάτικα και όλα να είχαν αποδειχτεί μια χριστουγεννιάτικη παραζάλη; Άφησα για άλλη μέρα την υποχρέωση να τον κάνω μπάνιο και τον έντυσα αμέσως, πριν ντυθώ εγώ. Οι χθεσινές προσπάθειες για να τον γδύσω και να του βάλω την πιτζάμα επαναλήφθηκαν τώρα για να του βγάλω την πιτζάμα και να τον ντύσω. Ίδρωσα τόσο πολύ που ήμουν εγώ αυτός που έκανε μπάνιο στα γρήγορα όταν τελειώσαμε. Στην τραπεζαρία ο μπαμπάς και η μαμά μάς υποδέχτηκαν μ’ ένα χαμόγελο στο οποίο συνυπήρχαν η ευγνωμοσύνη και η προσμονή. Η μαμά έκρινε πως ο Τόνι έδειχνε να είναι καλύτερα.
            Κάθε μέρα που περνούσε τον έντυνα και τον ξέντυνα όλο και πιο γρήγορα και σύντομα κατάφερα να κάθεται στην καρέκλα και να σηκώνεται με αξιοπρεπή φυσικότητα, και ακόμα να του διαγράφεται κάποιο χαμόγελο ή να σηκώνεται ειρωνικά το δεξί του φρύδι. Πέρασα τις δύο βδομάδες των διακοπών σπίτι, βυθισμένος στα εγχειρίδια ταρίχευσης του μπαμπά. Το να τον πάω στο σχολείο ήταν πιο περίπλοκο: κατ’ αρχήν, ήταν δύσκολο να τον ανεβάζω στο λεωφορείο δίχως να πέφτει κάθε τρεις και λίγο και δίχως να μοιάζει ότι κουβαλάω ένα μεθυσμένο. Αλλά κάθε μέρα που περνούσε τα κατάφερνα καλύτερα. Οι χειρότερες μέρες ήταν εκείνες που δεν έβρισκα άδειο κάθισμα κι έπρεπε να τον στηρίζω συνεχώς, στα κρυφά, με το δεξί μου χέρι πίσω από την πλάτη του κρατώντας τον από τη μασχάλη και με το αριστερό του μπράτσο γύρω από το λαιμό μου έτσι ώστε πιάνοντας το χέρι του να κατορθώνω να μην μου πέφτει στις στροφές. Στο σχολείο, πήγαινα πρώτα εκείνον στην τάξη του και τον κάθιζα στο θρανίο του, εξηγούσα ότι είχε ζαλιστεί και ότι θα συνερχόταν αμέσως και μετά πήγαινα εγώ στη δική μου. Αν με ρώταγαν τους μιλούσα για τις ζαλάδες που υπέφερε από μικρός και που τώρα ήταν όλο και πιο επίμονες. Ευτυχώς ο Τόνι πάντα ήταν ένα σιωπηλό παιδί που ποτέ στη ζωή του δεν είχε σηκώσει το χέρι στην τάξη για να απαντήσει σε κάποια ερώτηση. Η σχολική μαζικοποίηση ανέλαβε τα υπόλοιπα. Με καμιά πενηνταριά μαθητές ανά αίθουσα, αν είσαι χαμηλών τόνων, είναι εύκολο να περάσεις απαρατήρητος.
            Ένα μεσημέρι βγήκα από το μάθημα των μαθηματικών για να πάω να τον πάρω και ανακάλυψα πως έλειπε. Ένας συμμαθητής του, που μάζευε ακόμα τα βιβλία του από ένα θρανίο στην άλλη άκρη της τάξης, μου ’πε πως τον είχαν πάει στο ιατρείο του σχολείου. Τον βρήκα σ’ ένα ράντζο. Ο υπεύθυνος του ιατρείου μου ’πε πως έπρεπε να ανακαλύψουμε το γιατί όλων αυτών των λιποθυμιών μην τυχόν και είχε αναιμία: «Θα έπρεπε να του κάνετε μια εξέταση αίματος». Του είπα ότι συμφωνούσα κι από τότε δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα. Σταδιακά όλο και βελτιωνόταν ο τρόπος με τον οποίο τον έκανα μπάνιο και τον ξύριζα. Τώρα ανεβαίνω μαζί του στο λεωφορείο και στο μετρό με μεγάλη ευχέρεια. Πολύ συχνά βλέπω το ίδιο όνειρο: ο νεκρός είμαι εγώ αλλά δεν το ξέρω και προκειμένου να μην πάθω σοκ ο αδελφός μου προσποιείται πως είναι εκείνος ο νεκρός και στο μεταξύ, κρύβοντας την αλήθεια, με πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο. Είναι αυτός που, περνώντας το χέρι του πίσω από την πλάτη μου, με στηρίζει και με κάνει να τα βολεύω με την καθημερινή ρουτίνα. Είναι ένα όνειρο που με κάνει ευτυχισμένο και με βοηθάει να τα βγάζω πέρα σε αυτή την πολύπλοκη κοινή μας ζωή. Υπήρξε, η αλήθεια είναι, μια δύσκολη στιγμή: όταν βρήκε φιλενάδα, την Τερέσα, μια κοπέλα η οποία εκτιμά ιδιαίτερα σ’ αυτόν το ότι ξέρει να ακούει, πράγμα καθόλου συνηθισμένο στους άλλους άντρες, λέει. Μου φάνηκε πως δεν θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα. Κυρίως όταν αποφάσισαν να πάνε να ζήσουν μαζί και χρειάστηκε να την πείσω για τους αναπόφευκτους λόγους −που μου κατέβηκαν εκείνη την ώρα− για τους οποίους έπρεπε κι εγώ επίσης να πάω να ζήσω μαζί τους.
            Έξι χρόνια αργότερα πέθανε η μαμά κι ύστερα από λίγους μήνες ο μπαμπάς, που δίχως εκείνη έλειωσε σαν παγωτό στον αυγουστιάτικο ήλιο. Σκέφτηκα πως, αφού είχαν πεθάνει οι γονείς μας, επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή να πάψω να υποκρίνομαι. Αλλά το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι και στο τέλος δεν το τολμάω. Εν μέρει γιατί αυτή η πεισματική αφοσίωση στον αδελφό μου, το να ζω μέσα από ένα άλλο πρόσωπο, μ’ έχει γλιτώσει όλα αυτά τα χρόνια από το να πρέπει να σχετίζομαι πολύ με τον κόσμο, από το να πρέπει να είμαι πράγματι ο εαυτός μου, και εν μέρει για την Τερέσα που δεν ξέρω αν θα άντεχε να μάθει την αλήθεια.


Ο Κιμ Μονζό γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1952. Θεωρείται, μαζί με τον Σέρζι Πάμιες, από τους κορυφαίους σύγχρονους διηγηματογράφους της καταλανικής γλώσσας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν το μυθιστόρημά του Το μέγεθος της τραγωδίας (μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός) και η συλλογή διηγημάτων Το γιατί για καθετί (μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου). 



    Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος        

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Roberto Arlt: Απόδειξη αγάπης


Ρομπέρτο  Αρλτ


Απόδειξη αγάπης


Θεατρικό σχεδίασμα μη παρουσιάσιμο ενώπιον εντίμων ανθρώπων

Πρόσωπα
Γκίντερ
Φρίντα     

Μονόπρακτο

Ανοιχτό προς τη σκηνή, ένα μπάνιο με άσπρα πλακάκια στους τοίχους, που χωρίζεται από τη βιβλιοθήκη με μια πλινθόκτιστη μεσοτοιχία. Η πόρτα του μπάνιου επικοινωνεί με την αριστερή πλευρά στο βάθος της σκηνής, ενώ η πόρτα της βιβλιοθήκης, που βλέπει προς τους θεατές, βγάζει σε ένα διάδρομο. Το τραπέζι της βιβλιοθήκης είναι πρόχειρα καλυμμένο με ένα λευκό τραπεζομάντηλο πάνω στο οποίο ξεχωρίζουν στοίβες μικρά πακέτα, που το περιεχόμενό τους είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς. Ψυχρό χειμωνιάτικο φως φωτίζει τη σκηνή.

Σκηνή πρώτη

Ο Γκίντερ, με κοστούμι περιπάτου, αλλά χωρίς καπέλο, μπαίνει με αργό βήμα στη βιβλιοθήκη· αφηρημένος κοιτάζει για μια στιγμή τα πακέτα που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι και πλησιάζει στη βιβλιοθήκη, από όπου παίρνει ένα βιβλίο, το ξεφυλλίζει και το τοποθετεί αμέσως στο ράφι. Κατόπιν πλησιάζει στο τραπέζι, πιάνει τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντηλου και φτιάχνει έναν πρόχειρο μπόγο. Αναποφάσιστος, συλλογίζεται και βγαίνει· μπαίνει στο μπάνιο και κοιτάζεται στον καθρέφτη.

ΓΚΙΝΤΕΡ: Μόλις είκοσι επτά χρονών… και πόσο έχω γεράσει! (Ανάβει τσιγάρο ενώ κάθεται στην άκρη της επισμαλτωμένης μπανιέρας.) Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα… (Κοιτάζει τριγύρω.) Είναι λογικό… Με αυτά τα πράγματα δεν παίζουν.

Συλλογίζεται για λίγα δευτερόλεπτα. Βγαίνει από το μπάνιο και μπαίνει στη βιβλιοθήκη. Μαζεύει τον μπόγο από τις άκρες του πανιού και ξαναβγαίνει για να εμφανιστεί στο μπάνιο. Εναποθέτει το φορτίο του στο πάτωμα, αναζητά ένα μέρος κατάλληλο για να το φυλάξει και, αφού βεβαιώνεται ότι δεν έχει απομείνει ίχνος νερού στην μπανιέρα, βάζει μέσα το σάκο. Ολοκληρώνοντας το εγχείρημα, καταφεύγει στη βιβλιοθήκη και ξαπλώνει σε έναν καναπέ, αλλά, ανυπόμονος, εγκαταλείπει τη γωνιά του για να πλησιάσει ένα ρολόι δαπέδου, ανοίγει το γυάλινο πορτάκι του και με το δάχτυλο μετακινεί αργά προς τα εμπρός το λεπτοδείκτη.

ΓΚΙΝΤΕΡ: Κάθαρμα..., πάντα θα πηγαίνεις πιο γρήγορα ή πιο αργά από όσο θέλουμε εμείς οι άνθρωποι (Ακούγεται ο ήχος ενός κουδουνιού. Ο ΓΚΙΝΤΕΡ βγαίνει βιαστικός.)

Σκηνή δεύτερη

Ο ΓΚΙΝΤΕΡ μπαίνει στη βιβλιοθήκη συνοδεύοντας μια νεαρή γύρω στα είκοσι τέσσερα, με  μπλε ταγιέρ και βέλο στο πρόσωπο. Αυτό που μένει στη σκηνή όταν βγάζει το καπέλο είναι μια γυναίκα αδιάφορη εμφανισιακά. Η εσωτερική δύναμη της ΦΡΙΝΤΑ διαφαίνεται από την οικονομία κινήσεων και τον έλεγχο των νεύρων της. Η παρουσία της δίνει την αίσθηση ότι αυτή η γυναίκα είναι μια τέλεια υποκρίτρια, πνευματώδης και εκλεπτυσμένη από εμπειρίες που έχει αντιμετωπίσει. Κάθεται σε έναν καναπέ απέναντι από τον ΓΚΙΝΤΕΡ.

ΓΚΙΝΤΕΡ:         Φοβόσουν να έρθεις;
ΦΡΙΝΤΑ:   Όχι ακριβώς. Αλλά δεν θα μου άρεσε και να το μάθαιναν στο σπίτι.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Γιατί, μήπως δεν είμαστε αρραβωνιασμένοι;
ΦΡΙΝΤΑ:   Αυτό θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά σημαντικό για μένα, έτσι δεν είναι;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Γιατί το λες αυτό;
        ΦΡΙΝΤΑ:   Σύμφωνα με τους άνδρες, μόνο ένας επίσημος   αρραβώνας δίνει σε μια γυναίκα τη δυνατότητα να κάνει κάποια βήματα…, τουλάχιστον από την ερώτησή σου καταλαβαίνω ότι προς τα εκεί το πας.
        ΓΚΙΝΤΕΡ: Ναι…, πράγματι.
ΦΡΙΝΤΑ: Ώστε αυτό είναι το διαμέρισμά σου (Κοιτάζει τριγύρω.) Πολύ όμορφο. (Μεσολαβεί ένα διάστημα σιωπής.)
ΓΚΙΝΤΕΡ: Λοιπόν..., για πες μου…, φαντάζεσαι γιατί σου ζήτησα να έρθεις;
ΦΡΙΝΤΑ: Όχι.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Περιπαικτικά.) Ώστε δεν φαντάζεσαι; Βέβαια, είναι λογικό να μην το φαντάζεσαι.
ΦΡΙΝΤΑ: Μην έχεις αυτό το ύφος. Είπα ποτέ πως έχω μαντικές ικανότητες;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Έχεις δίκιο... Ωραία, θα ξεδιαλύνω εγώ το μυστήριο. Χρειάζομαι μια απόδειξη από σένα, μια αληθινή απόδειξη πως η αγάπη σου δεν είναι μόνο λόγια.
ΦΡΙΝΤΑ: Ε, τότε, το είχα φανταστεί. (Σαρκαστικά.) Τι περίεργο! Ποτέ δεν πίστευα πως διαθέτω τόση φαντασία!
ΓΚΙΝΤΕΡ: Και όμως, μου φαίνεται ότι αυτή τη φορά η φαντασία σου έπεσε έξω. Εγώ αυτό που χρειάζομαι είναι μια αληθινή απόδειξη αγάπης.
ΦΡΙΝΤΑ: Δεν αρκεί το ότι σε επισκέπτομαι εντελώς μόνη; 
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Ειρωνικά.)  Στα είκοσι τέσσερά τους είναι ελάχιστες οι γυναίκες που δεν έχουν επισκεφθεί το διαμέρισμα ενός εργένη.  Κάποιες με τη συνοδεία της μητέρας τους, για να επιστρέψουν ύστερα μόνες· άλλες πάλι, με τη συνοδεία μιας φίλης. Η διαδικασία ποικίλει ανάλογα με το βαθμό υποκρισίας της ενδιαφερομένης, αλλά τελικά οι συνέπειες είναι ίδιες.
ΦΡΙΝΤΑ: (Συγκρατώντας την οργή της.) Με ποιο δικαίωμα μου μιλάς έτσι;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Να με συγχωρείς, αλλά θα μιλήσουμε για πράγματα που θεωρώ σοβαρά.  Με αγαπάς;
ΦΡΙΝΤΑ:  Αμφιβάλλεις;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Είσαι απίστευτη, αγαπητή μου. Απαντάς σε μια ερώτηση με ερώτηση.
ΦΡΙΝΤΑ: Αυτό σημαίνει ότι αμφιβάλλεις για μένα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Ακριβώς. Αμφιβάλλω.
ΦΡΙΝΤΑ: Γιατί;
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Παγερά.) Πιστεύω ότι είσαι διατεθειμένη να παντρευτείς τα λεφτά μου.
ΦΡΙΝΤΑ: (Αφήνοντας να φανεί η αγανάκτησή της.)  Μα τι λες;
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Κυνικά.) Ας μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λόγια όπως στο θέατρο, γιατί έτσι δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Το αν σε προσβάλλω με αυτά που λέω, θα το δούμε μετά.
ΦΡΙΝΤΑ: Δεν ήταν ανάγκη να με καλέσεις εδώ για να μου πεις τέτοιες χοντράδες. Όλα αυτά θα μπορούσες να μου τα είχες πει στο σπίτι.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Περιπαικτικά, με φωνή που τρίζει από το μίσος.) Θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι στο σπίτι σου μιλάμε για αγάπη. Εμπλέκουμε ακόμα και ολόκληρο το αστρονομικό σύστημα στη σχέση μας. Βλέπεις, λοιπόν, πόσα πράγματα έχουμε να πούμε στο σπίτι σου. Αλλά, ας τα πάρουμε με τη σειρά, σε ικετεύω, και μην εκνευριστείς μέχρι να τελειώσω. (Υιοθετώντας μια πονεμένη τρυφερότητα.). Πράγματι, αγαπημένη μου, σε κάλεσα για να σου πω ότι σε αγαπώ και ότι αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σου. Μην με διακόπτεις. Το να πάψεις να πιστεύεις ή να μην μπορείς να πιστέψεις σε μια γυναίκα είναι ακούσια δυστυχία, όπως το να είσαι άρρωστος. Κανένας, και εύλογα θα συμφωνήσεις μαζί μου, δεν επιθυμεί να είναι άρρωστος, κι όμως τα νοσοκομεία είναι γεμάτα με ασθενείς. Από την άλλη, και θα παραδεχτείς ότι αυτό που σου λέω είναι βαρυσήμαντη αλήθεια, η τραγικότητα της αγάπης έγκειται στο ότι, αν και είναι αφηρημένο συναίσθημα, μετριέται στις κοινωνικές σχέσεις βάσει συγκεκριμένων γεγονότων. Με εννοείς;
ΦΡΙΝΤΑ: Απολυτότατα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Με κάποια κοροϊδευτική ευθυμία στο βλέμμα.) Άρα, με αγαπάς με την ίδια ένταση που σε αγαπώ εγώ, έτσι δεν είναι; Αλλά σε τελική ανάλυση αυτός που πρέπει να παντρευτεί είμαι εγώ. Έτσι δεν είναι και πάλι;
ΦΡΙΝΤΑ: Έτσι είναι.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Με ανεπαίσθητη ψυχρότητα.) Επομένως, αν υποθέσουμε ότι μου δίνεις τώρα μια απόδειξη αγάπης με το να μου δοθείς, σε αντάλλαγμα αυτής της απόδειξης αγάπης, που θα διαρκούσε, χωρίς να συμπεριλάβουμε φυσικά το χρόνο που χρειάζεται να γδυθούμε και να ντυθούμε, ένα λεπτό, εγώ, για να πληρώσω αυτό το λεπτό, πρέπει να σου δώσω μια άλλη απόδειξη αγάπης, οι οικονομικές συνέπειες της οποίας θα ισχύουν για σένα για όλη σου τη ζωή… δηλαδή… ένα γάμο.
ΦΡΙΝΤΑ: Έτσι είναι, Γκίντερ… δεν μπορώ να το αρνηθώ. Θέλω μόνο να σου κάνω μια ερώτηση. Τι απομένει σε μια παρατημένη γυναίκα;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Στην εποχή μας οι μόνες γυναίκες που παντρεύονται είναι αυτές που έχουν περάσει από διάφορα χέρια. Εκμεταλλεύονται τη γνώση που τους παρέχει αυτή η ανάρμοστη συμπεριφορά, για να αποκτήσουν ένα σύζυγο, σαν τους εκδότες που πλουτίζουν εκδίδοντας βιβλία που κηρύσσουν την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τη μαζική εξόντωση των καπιταλιστών.
ΦΡΙΝΤΑ: Και τι εννοείς λέγοντας ανάρμοστη συμπεριφορά;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Εννοώ ότι η γυναίκα έχει ανάρμοστη συμπεριφορά όταν παραβαίνει τις υποτιθέμενες ηθικές αρχές που είναι η βάση της αστικής μας κοινωνίας. Η αστική κοινωνία  καταδικάζει τη σεξουαλική ελευθερία της γυναίκας… Τότε, λοιπόν..., η σύγχρονη υποκρίτρια παριστάνει ότι περιφρονεί τέτοιου είδους προκαταλήψεις, για να ανυψωθεί πνευματικά στην εκτίμηση του άντρα, ώστε να τον αλυσοδέσει με δεσμά πάθους και, έτσι, να τον σύρει σε γάμο που αποτελεί το άθροισμα όλων των προκαταλήψεων και της βρομιάς που θεμελιώνουν την αστική κοινωνία.
ΦΡΙΝΤΑ: Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να αναλύσω αυτό το πρόβλημα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Εξοργισμένος.) Και μάλιστα πολλές από αυτές παντρεύονται στην εκκλησία… με στεφάνι από πορτοκαλανθούς. (Γελώντας.) Σκέφτομαι πως αντί για στεφάνι με πορτοκαλανθούς θα έπρεπε να στολίσουν το κεφάλι  τους με ένα στεφάνι από πορτοκαλάκια...
ΦΡΙΝΤΑ: Πορτοκαλάκια;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Μα φυσικά... τα πορτοκαλάκια θα συμβόλιζαν τα ωάρια από τις εκτρώσεις που έκαναν όσο διαρκούσε το παράνομο κυνήγι συζύγου.
ΦΡΙΝΤΑ: (Χαμογελώντας άθελά της.) Είσαι ένας αγροίκος, αγαπητέ μου.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Περιπαικτικά.) Χαίρομαι. Πάντα έλεγα ότι είσαι λογική γυναίκα.
ΦΡΙΝΤΑ: Υπερβολικά λογική θα έλεγα... Ας συνεχίσουμε με τη θεωρία σου.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Έξοχα. (Αινιγματικός.) Μου φαίνεται πως είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλο.
ΦΡΙΝΤΑ: Πολύ πιθανό, αν ταιριάζουν και οι πλανήτες μας.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Δεν σου πολυαρέσει αυτό που σου είπα, ε; Όμως αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας. Λέγαμε... Τι λέγαμε;
ΦΡΙΝΤΑ: Ότι η γυναίκα, για μια απόδειξη αγάπης που διαρκεί ένα λεπτό, απαιτεί από τον άντρα μια απόδειξη αγάπης που να διαρκεί μια αιωνιότητα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Πολύ καλά. Σε ρωτώ εγώ τώρα: Τι απόδειξη αγάπης μπορεί να δώσει μια γυναίκα που να διαρκεί μια αιωνιότητα αντί για ένα λεπτό;
ΦΡΙΝΤΑ: (Θα παραμείνει σιωπηλή για μια στιγμή· έπειτα, χαμογελώντας με απόλυτη ηρεμία.) Γκίντερ..., η γυναίκα δεν μπορεί να δώσει καμία απόδειξη αγάπης.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Είπες την αλήθεια. Συνεπώς εσύ, σύμφωνα με αυτή τη δήλωση, δεν μπορείς να δώσεις καμία απόδειξη αγάπης, έτσι δεν είναι;
ΦΡΙΝΤΑ: Έτσι είναι... τουλάχιστον όχι για την αγάπη στην οποία αναφέρεσαι.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Τέλεια. Βλέπω ότι καταλαβαινόμαστε. (Κυνικά.) Κάθε φορά τείνω να πιστεύω όλο και περισσότερο πως το πλανητικό σύστημα παρεμβαίνει στην αγάπη μας.
ΦΡΙΝΤΑ: Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω την αίσθηση ότι σήμερα εδώ παίζεται η μοίρα μου. (Με μια χειρονομία κούρασης.) Ωραία... Και εγώ τι μπορώ να κάνω...;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Φρίντα..., θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Τι γνώμη έχεις για τη διανοητική μου κατάσταση;
ΦΡΙΝΤΑ: Είναι φυσιολογική. Δεν είσαι ακόμα πολύ νευρικός.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Αυτή τη στιγμή μου ήρθε μια ιδέα, Φρίντα. Εμείς, οι γιοι των φυλών του βορρά, καταλαβαινόμαστε με τις γυναίκες...
ΦΡΙΝΤΑ: Ναι, ξέρω..., που επίσης είναι από το βορρά.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Με ειρωνεύεσαι;
ΦΡΙΝΤΑ: Όχι, Γκίντερ.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Σου το είπα αυτό γιατί βλέπω τη ζωή με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.
ΦΡΙΝΤΑ: Είναι πολύ πιθανό.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Και υπό ορισμένες συνθήκες μου αρέσει να τα παίζω όλα για όλα. Εσύ, Φρίντα, είσαι μια γυναίκα στην οποία ευχαρίστως θα έδινα μια απόδειξη αγάπης.
ΦΡΙΝΤΑ: Τι είδους αγάπης;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Της αγάπης που εσύ δεν καταλαβαίνεις.
ΦΡΙΝΤΑ: Νομίζεις;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Πες μου, αν ήμουν φτωχός, θα με παντρευόσουν;
ΦΡΙΝΤΑ: Πιστεύω πως ναι.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Τότε με αγαπάς.
ΦΡΙΝΤΑ: Είναι πολύ πιθανό να μην καταλαβαίνεις τι είναι η αγάπη μιας γυναίκας.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Ποια πειστική απόδειξη μπορεί να δώσει η αγάπη μιας γυναίκας;
ΦΡΙΝΤΑ: Μα, δεν συμφωνήσαμε ότι καμιά γυναίκα δεν μπορεί να δώσει σε έναν άντρα αποδείξεις αγάπης αν εκείνος δεν έχει εκ των προτέρων πειστεί;
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Εχθρικός και πάλι.) Χωρίς να λογαριάσουμε ότι αυτήν την απόδειξη αγάπης στην οποία αναφερόμαστε, η γυναίκα μπορεί να τη δώσει με κάθε ευκαιρία και σε διαφορετικό ηλίθιο. Και αυτός ο ηλίθιος να πιστεύει ότι είναι πρακτικά ο πρώτος… άντε και ο δεύτερος, αλλά το πολύ ο δεύτερος. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας ότι σήμερα υπάρχουν μαμές που φτιάχνουν μια παρθενιά για 500 πέσος.
ΦΡΙΝΤΑ: Σε βρίσκω πολύ ενημερωμένο! (Περιπαίζοντας τον ΓΚΙΝΤΕΡ.) Αγαπητέ μου…, δεν μπορούν όλες οι οικογένειες να ξοδέψουν 500 πέσος για μια…
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Σκόπιμα άξεστος.) Σίγουρα. Και επιπλέον, τι θα έκαναν οι οικογένειες που έχουν πολλά κορίτσια να τακτοποιήσουν; (Σιγοβράζοντας από θυμό.) Είναι τερατώδες. Όπως κάποιος πάει ένα ζευγάρι παπούτσια στον τσαγκάρη, έτσι και αυτά τα κορίτσια των αστικών οικογενειών πάνε τα γεννητικά τους όργανα σε μια μαμή για να τους μπαλώσει την παρθενιά.
ΦΡΙΝΤΑ: (Ανυπόμονη.) Σε προειδοποιώ ότι η αστρονομία είναι πιο ενδιαφέρουσα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Λέγαμε…
ΦΡΙΝΤΑ: (Εξετάζοντας προσεκτικά τον ΓΚΙΝΤΕΡ.) …ότι καμιά γυναίκα δεν μπορεί να δώσει σε έναν άντρα μια απόδειξη αγάπης, πέραν της απεριόριστης υπομονής της.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Ατάραχος.) Από την άλλη, η αξία αυτής της απόδειξης αγάπης δεν μπορεί να ξεπεράσει το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η ίδια η απόδειξη για να πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό και μια κατάκτηση που διαρκεί τρία λεπτά, δεν μπορεί να είναι απόδειξη αιώνιας αγάπης, αλλά μιας αγάπης που υφίσταται μέσα σε αυτά τα τρία λεπτά. Όμως, οι γυναίκες συμπεριφέρονται κατά κάποιο τρόπο όπως οι τράπεζες, σαν ιδρύματα που αποδίδουν κέρδη στους μετόχους τους. Ανοίγουν στον πελάτη μια πίστωση ισόποση με την κατάθεση που έχουν λάβει σε μετρητά από εκείνον. Δηλαδή, δεν ρισκάρουν. Όταν ο πελάτης εξαντλήσει τις καταθέσεις του, η τράπεζα κλείνει την πίστωση, η γυναίκα κλείνει το ταμείο της αγάπης της.
ΦΡΙΝΤΑ: Επιχειρηματολογείς πολύ καλά… και σύμφωνα με όλα όσα λες φαίνεται ότι είναι αδύνατον να δοθεί κάποια απόδειξη αγάπης σε έναν άντρα σαν και σένα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Δεν βρίσκεις ούτε μία απόδειξη;
ΦΡΙΝΤΑ: Δεν βρίσκω, Γκίντερ.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Γιατί δεν βρίσκεις;
ΦΡΙΝΤΑ: Πρώτον, γιατί σκοτώνεις την εμπιστοσύνη στις ίδιες μου τις πράξεις. Έπειτα, γιατί αυτή η απόδειξη δεν υπάρχει, Γκίντερ. Θα έπρεπε να την επινοήσω ειδικά για σένα.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Και ο κόσμος μέχρι τώρα ήταν υπερβολικά απασχολημένος για να επινοήσει μια απόδειξη για τον Φεδερίκο Γκίντερ, έτσι δεν είναι;
ΦΡΙΝΤΑ: Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Ζωηρεύοντας ξαφνικά.) Ε λοιπόν, εγώ την επινόησα. Θέλεις να έρθεις μαζί μου στο μπάνιο;

Η ΦΡΙΝΤΑ διστάζει για μια στιγμή και έπειτα σηκώνεται. Ο ΓΚΙΝΤΕΡ την αφήνει να περάσει από την πόρτα και την ακολουθεί.

Σκηνή τρίτη

Ο ΓΚΙΝΤΕΡ και η ΦΡΙΝΤΑ εμφανίζονται στο μπάνιο. Η ΦΡΙΝΤΑ στέκεται όρθια στην είσοδο, ενώ ο ΓΚΙΝΤΕΡ κάθεται στην άκρη  της μπανιέρας.

ΓΚΙΝΤΕΡ: (Δείχνοντας την μπανιέρα.) Βλέπεις; Εδώ είναι η περιουσία μου. (Γέρνει προς το εσωτερικό της μπανιέρας και τραβώντας από τη μία άκρη το τραπεζομάντηλο, το μετακινεί τόσο βίαια που μερικά πακέτα με χαρτονομίσματα κυλούν στο μωσαϊκό.) Ας επανέλθουμε στα δικά μας: πιστεύω ότι είσαι αποφασισμένη να με παντρευτείς για να λύσεις το οικονομικό σου πρόβλημα. Αυτό, κατά πρώτο λόγο. Για μια γυναίκα όπως εσύ το συναισθηματικό έρχεται πάντα σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα.                                                        
ΦΡΙΝΤΑ: (Σταυρώνοντας τα χέρια.) Πότε θα σταματήσεις να με προσβάλλεις;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Συγγνώμη..., σκοπός μου δεν είναι να σε προσβάλω... παρά να δοκιμάσω τη γνησιότητα της αγάπης σου. (Καθώς σηκώνεται.) Η απόδειξη μπορεί να δοθεί με αυτό τον τρόπο. Βάζουμε φωτιά στο σωρό με τα χαρτονομίσματα και όταν αυτά τα βρομόχαρτα θα έχουν γίνει στάχτη, εγώ θα είμαι πλέον φτωχός... και τότε, αν εσύ επιμένεις ακόμα να με παντρευτείς, θα είναι αλήθεια ότι όντως με αγαπάς στη δεδομένη στιγμή της ζωής σου. Και δεν θα μπορώ να αμφιβάλλω.
ΦΡΙΝΤΑ: Είσαι τρελός;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Άσε αυτές τις κορόνες για τις ηρωίδες του λυρικού θεάτρου.
ΦΡΙΝΤΑ: (Κουνώντας σκεπτικά το κεφάλι.) Έχεις δίκιο, συγγνώμη. Στο κάτω κάτω..., (Βηματίζει στο διάδρομο του μπάνιου.) είναι δικό σου καπρίτσιο..., εντελώς. Έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι σου κάνει κέφι με τα λεφτά σου, αλλά εγώ οφείλω να σε προειδοποιήσω ότι σε γνώρισα πλούσιο... όχι φτωχό.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Πράγματι.
ΦΡΙΝΤΑ: Τότε, εφόσον εγώ δεν έχω δικαιοδοσία να σου φορέσω ζουρλομανδύα, σου λέω ότι, αφού διαπράξεις αυτόν τον παραλογισμό, διατηρώ το δικαίωμα να σε αποδεχτώ ή να σε απορρίψω.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Μου φαίνεται πολύ καλή η συμφωνία. Πάντα έλεγα ότι ήσουν λογική γυναίκα.
ΦΡΙΝΤΑ: Πάντα είμαστε λογικοί απέναντι σε κάποιον πιο δυνατό ή πιο τρελό από εμάς (Με ξαφνική τρυφερότητα.) Αλλά αν σε απορρίψω, θα πεις κάτι;
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Παρατηρώντας την, ειλικρινά έκπληκτος.) Για ποιο λόγο; Εγώ παίζω..., αν χάσω..., υπομονή..., έπαιξα και έχασα... Η ζωή δεν είναι μόνο αυτά τα βρομόχαρτα.
ΦΡΙΝΤΑ: Δεν σε είχα για τόσο δυνατό.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Είναι δύσκολο να καταλάβεις έναν άντρα, ίσως πιο δύσκολο από ό,τι μια γυναίκα.

Η ΦΡΙΝΤΑ σκύβει τώρα πάνω από την μπανιέρα, παίρνει ένα πακέτο και το ανοίγει. Σκεπτική, αφήνει να πέσουν τα χαρτονομίσματα, έπειτα παίρνει άλλο πακέτο και επαναλαμβάνει τη διαδικασία· σκύβει ξανά, ανακατεύει μέσα στο σωρό και βγάζει ένα τρίτο πακέτο.

ΦΡΙΝΤΑ: Και είναι όλα καινούργια. Αυτά είναι τα λεφτά σου..., τα λεφτουδάκια σου. Δεν σου έφταιξαν σε τίποτα, και εσύ θες να τα κάψεις.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Με έμφαση.) Η περιουσία μου... εδώ, στα πόδια σου.
ΦΡΙΝΤΑ: Αγόρασες πολλές γυναίκες με αυτή;
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Ειρωνικά.) Για να αγοράσεις γυναίκες δεν χρειάζεται μια περιουσία. Καημενούλες! Όλες πουλιούνται για κάτι. Οι περισσότερες για μια υπόσχεση υπογραφής στο Δημαρχείο· οι υπόλοιπες, κάποιες φορές για ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες... ή και για λιγότερα.
ΦΡΙΝΤΑ: Αυτό είναι θλιβερό.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Μας εξαχρειώνουν σιγά σιγά. Στο τέλος καταλήγει κανείς να τις περιφρονεί με τέτοιο τρόπο που όταν τις βαρεθεί, τις φτύνει κατάμουτρα, τις διώχνει με τις κλωτσιές και μετά τις ξαναπαίρνει πίσω.
ΦΡΙΝΤΑ: (Με φωνή που τρέμει από θυμό.) Σε έχουν κάνει να υποφέρεις αυτές οι πρόστυχες, ε;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Γιατί άραγε όλες οι γυναίκες αποκαλούν τις υπόλοιπες πρόστυχες;
ΦΡΙΝΤΑ: Για τον ίδιο λόγο που οι άνδρες αποκαλούν ηλίθιους όσους πλαγιάζουν με μια γυναίκα που αρνείται να ικανοποιήσει όποιον προφέρει αυτή τη λέξη.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Είναι αλήθεια.
ΦΡΙΝΤΑ: Ωραία... επιμένεις ότι εγώ παντρεύομαι τα λεφτά σου και όχι εσένα;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Ναι.
ΦΡΙΝΤΑ: Τότε μπορείς να βάλεις φωτιά στα βρομόχαρτα.

Ο ΓΚΙΝΤΕΡ ανοίγει ένα ξύλινο ντουλάπι που βρίσκεται πάνω από την μπανιέρα και βγάζει ένα μπουκάλι βενζίνη. Το ανοίγει και τη στιγμή που πάει να σκύψει για να καταβρέξει τα χρήματα, η ΦΡΙΝΤΑ τον συγκρατεί από το μπράτσο.

ΦΡΙΝΤΑ: Γκίντερ…, αν με αγαπάς τόσο δεν είναι ανάγκη να μου δώσεις καμία απόδειξη αγάπης.
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Ψυχρά.) Δεν αποδεικνύω την αγάπη που σου έχω, υποβάλλω σε δοκιμασία την αγάπη που εσύ λες ότι μου έχεις, πράγμα το οποίο είναι πολύ διαφορετικό, αγαπητή μου.
ΦΡΙΝΤΑ: Κάνε ό,τι θέλεις. (Ο ΓΚΙΝΤΕΡ καταβρέχει αργά με βενζίνη τα χρήματα. Εκείνη μιλάει φανερά εκνευρισμένη.) Γκίντερ, μην κάνεις τρέλες...
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Ειρωνικά.) Φοβάσαι για τα οικονομικά σου στο μέλλον, ε; Πόσο έννοια τα ’χεις!
ΦΡΙΝΤΑ: (Καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια.) Ας γίνει το θέλημά σου.

Ο ΓΚΙΝΤΕΡ ανάβει ένα σπίρτο και το ρίχνει στο σωρό από χαρτιά. Μεγάλες γαλάζιες και κόκκινες φλόγες αντανακλώνται στα πλακάκια του τοίχου, σχηματίζοντας βιολετί και πορτοκαλόχρωμες ανταύγειες που τρεμοπαίζουν. Η ΦΡΙΝΤΑ, μην μπορώντας να συγκρατήσει την περιέργειά της, πλησιάζει τώρα σιωπηλή στη φωτιά που καίει μέσα στην μπανιέρα, και κοιτάζει αφηρημένη πώς καίγονται τα χαρτονομίσματα. Ο ΓΚΙΝΤΕΡ, αντίθετα, παρατηρεί με μοχθηρή περιέργεια το αναψοκοκκινισμένο από την αντανάκλαση της φωτιάς πρόσωπο της γυναίκας.

ΦΡΙΝΤΑ: (Ξαφνικά, χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί.) Τι κρίμα, Γκίντερ! Γκίντερ! Μα τι έκανες, καλέ μου Γκίντερ;… Άντρα μου, φτωχέ, αγαπημένε μου άντρα. (Η ΦΡΙΝΤΑ κρεμιέται στο λαιμό του ΓΚΙΝΤΕΡ, τον σφίγγει στην αγκαλιά της και τον φιλά στο πρόσωπο.) Γκίντερ… Γκίντερ μου… Σήμερα έμαθα να σε αγαπώ. Μα τι ψυχή… τι ψυχή είναι αυτή! Αχ, και εγώ που δεν σε ήξερα! Δεν σε ήξερα, Γκίντερ. Σου το ορκίζομαι. Ναι, πίστεψέ με. Δεν σε ήξερα. Στεκόμουν δίπλα σου ψυχρή, απαθής, υπολογίστρια. Αμφέβαλλα για την αγάπη σου. Και τώρα… τώρα, ποια άλλη γυναίκα άραγε έχει λάβει παρόμοια απόδειξη αγάπης; Πες μου Γκίντερ, ποια; Αχ, άντρα μου!... Κοίτα την κόκκινη φωτιά… (Σκύβουν και οι δύο πιασμένοι από τη μέση πάνω από τη φωτιά, πορφυρές λάμψεις διαγράφονται στα πρόσωπά τους.) Οι στάχτες… μέχρι και οι στάχτες είναι κόκκινες. Και εσύ αμφέβαλες αν θα σε παντρευόμουν… μα φυσικά, χαζούλη μου, γλυκέ μου, εσύ. (Ο ΓΚΙΝΤΕΡ κάθεται σε μια άκρη της μπανιέρας.) Άσε με να καθίσω στα πόδια σου. (Ο ΓΚΙΝΤΕΡ την αφήνει να καθίσει στα γόνατά του και την αγκαλιάζει με το ένα χέρι από τη μέση.) Θα δεις Γκίντερ… θα δεις…, θα είμαστε ευτυχισμένοι παρ’ όλα αυτά…
ΓΚΙΝΤΕΡ: Πρέπει να με συγχωρέσεις, Φρίντα. Αμφέβαλα…
ΦΡΙΝΤΑ: Αυτός που πρέπει να με συγχωρέσει είσαι εσύ, Γκίντερ. Εσύ, φτωχέ μου Γκίντερ. Όμως εγώ θα σταθώ στο πλάι σου. Έχεις δίκιο. Η ζωή δεν είναι αυτά τα απαίσια χρήματα. (Κοιτάζοντας προς τη φωτιά, η οποία μόλις που καπνίζει, και με χαμόγελο μικρού κοριτσιού.) Τι παράξενο, Γκίντερ… παρ’ όλο που είναι τόσα βρόμικα, η στάχτη τους είναι άσπρη…!
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Εμπιστευτικά.) Μας περιμένουν πολλές χαρές στη ζωή, Φρίντα.
ΦΡΙΝΤΑ: (Κοιτάζοντάς τον με λατρεία.) Σαν αυτή, καμία…
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Αινιγματικός.) Μπορώ να σου δώσω μια ακόμα πιο μεγάλη χαρά…
ΦΡΙΝΤΑ: (Με τρυφερότητα.) Δεν ξέρεις τι λες, αγαπημένε μου Γκίντερ.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Εγώ πάντα ξέρω τι λέω. (Βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάζει μια επιταγή. Της τη δίνει.) Πάρε, αυτό είναι το δώρο μου. 
ΦΡΙΝΤΑ: (Διαβάζοντας απορημένη την επιταγή.) Εβδομήντα χιλιάδες πέσος; Μα πώς, είχες περισσότερα χρήματα από αυτά που έκαψες;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Όχι.
ΦΡΙΝΤΑ: (Με όλο και μεγαλύτερη έκπληξη.) Και τότε;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Τα χρήματα που κάηκαν ήταν ψεύτικα.
ΦΡΙΝΤΑ: (Απομακρύνεται αργά από τον ΓΚΙΝΤΕΡ. Η επιταγή τής πέφτει από τα χέρια στο πάτωμα. Έκφραση απέραντης απογοήτευσης αλλοιώνει τις γραμμές του προσώπου της.) Α…!
ΓΚΙΝΤΕΡ: Είσαι ευχαριστημένη, Φρίντα; (Πλησιάζει για να την αγκαλιάσει από τη μέση.)
ΦΡΙΝΤΑ: (Εγκαταλείπει την άκρη της μπανιέρας, όπου ασυναίσθητα είχε αφεθεί να πέσει.) Μην με αγγίζεις, Γκίντερ.
ΓΚΙΝΤΕΡ: Τι σου συμβαίνει;
ΦΡΙΝΤΑ: Πού τα βρήκες αυτά τα ψεύτικα χρήματα;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Παρήγγειλα να μου τα φτιάξουν. Στο τυπογραφείο που τα έκαναν, ήξεραν για τι προορίζονταν. Αλλά, γιατί ρωτάς;
ΦΡΙΝΤΑ: (Με τη σκέψη ολοφάνερα απούσα από όσα λέει.) Και υπάρχουν άνθρωποι που τολμούν να κάνουν τέτοια πράγματα;
ΓΚΙΝΤΕΡ: Άμα πληρώνεις, οι άνθρωποι τολμούν τα πάντα.
ΦΡΙΝΤΑ: (Πάντα αφηρημένη.) Λοιπόν…, πέρασε η ώρα, Γκίντερ…, αντίο…
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Εμβρόντητος.) Τι αντίο…;
ΦΡΙΝΤΑ: (Συνέρχεται σιγά σιγά.) Λοιπόν, τελείωσε η κωμωδία, Γκίντερ. Είσαι και εσύ ένας άντρας…, ένας άντρας σαν όλους τους άλλους…
ΓΚΙΝΤΕΡ: (Συγκινημένος, με πόνο στη φωνή.) Μα τι λες… τρελάθηκες;
ΦΡΙΝΤΑ: (Ψυχρή και θλιμμένη.) Δικαιολογημένα ερχόμουν τόσο λυπημένη μέχρι εδώ. Παιζόταν το μέλλον μου… και σε τι χέρια, Θεέ μου… στα χέρια ενός απατεώνα!
ΓΚΙΝΤΕΡ: Φρίντα…, δεν τα σκέφτεσαι αυτά που λες…
ΦΡΙΝΤΑ: Τι κρίμα…! Με τσάκισες για πάντα… για το κέφι σου. Ένας απατεώνας! Να αγαπώ έναν απατεώνα! (Αργά βγάζει το δαχτυλίδι του αρραβώνα και, κουνώντας το κεφάλι σαν μπροστά σε νεκρό, κοιτάζει για μια στιγμή τη φωτιά που ξαναζωντανεύει στο πρόσωπό της μια κατακόκκινη λάμψη και πετάει το δαχτυλίδι στην μπανιέρα. Δάκρυα κυλούν στο προσωπάκι της.) Τι κρίμα, Θεέ μου, τι κρίμα! (Βγαίνει χωρίς να κοιτάξει τον ΓΚΙΝΤΕΡ, που ταραγμένος στηρίζεται στον τοίχο, άναυδος, με ύφος αποσβολωμένο.)

ΑΥΛΑΙΑ



Η ομαδική μετάφραση και επιμέλεια του θεατρικού έργου του Ρομπέρτο Αρλτ, Prueba de amor, είναι προϊόν εργαστηρίου μετάφρασης που έλαβε χώρα στο Abanico από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2016. Το εργαστήριο συντόνισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Μετέφρασαν και επιμελήθηκαν οι Ανθούλα Βασιλείου, Γιώτα Γεντέκου, Αναστασία Γιαλαντζή, Χαράλαμπος Θεοδόσης, Μαρία Καραλή, Κωνσταντίνα Κιοσέ, Μαρία Μαλακάτα, Έφη Μητσούλα, Σταυρούλα Ντίντα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αγγελική Παλασοπούλου, Γεωργία Παυλή, Σοφία Φερτάκη.