Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Γκιγέρμο Σαμπέριο: Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα


Γκιγέρμο Σαμπέριο

Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα

στον Φερνάντου Φερέιρα ντε Λουάντα

«Όταν πιστεύουμε πως ονειρευόμαστε και είμαστε
ξύπνιοι, νιώθουμε τη λογική μας να παθαίνει ίλιγγο».
Σιλβίνα Οκάμπο και Αδόλφο Μπιόι Κασάρες

Κατά τις πρώτες βραδινές ώρες, ο συγγραφέας Γκιγέρμο Σεγκόβια έδωσε μια διάλεξη στο Πειραματικό Λύκειο της Ισταπαλάπα. Οι μαθητές στο μάθημα της Αισθητικής, με διδάσκοντα τον νεαρό ποιητή Ισραέλ Καστεγιάνος, έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από την εμπεριστατωμένη ομιλία του Σεγκόβια. Ο καθηγητής Καστεγιάνος δεν δίστασε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και να επαινέσει μπροστά τους το έργο του προσκεκλημένου. Εκείνος όμως που ένιωσε πιο άνετα από όλους ήταν ο ίδιος ο Σεγκόβια, ο οποίος είναι γεγονός ότι πριν αρχίσει την ομιλία του είχε κάποια νευρικότητα, τη στιγμή όμως που άρχισε να παρουσιάζει τις σημειώσεις που είχε προετοιμάσει δύο ημέρες νωρίτερα, οι λέξεις του ξεπήδησαν σταθερές και ζωηρές. Όταν ένας μαθητής τον ρώτησε για το πώς δομούνται οι χαρακτήρες της μυθοπλασίας που βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, ο Γκιγέρμο Σεγκόβια στεναχωρήθηκε από μέσα του γιατί η συγκίνηση και η εμπιστοσύνη στον εαυτό του που τον κατέκλυζαν δεν είχαν εμφανιστεί ενώπιον ενός πιο ειδικού κοινού. Μια τέτοια κενόδοξη ιδέα δεν τον εμπόδισε να απολαύσει τον ίλιγγο που γεννά ένας δημιουργικός και οξυδερκής λόγος, ο χώρος εκείνος όπου η θεωρία και τα παραδείγματά της συρρέουν σε μια πυκνή και ταυτόχρονα απλή ομιλία. Άφησε τις φράσεις να συνδυαστούν δίχως να έχει τον πλήρη έλεγχό τους· η πλοκή των φράσεων παρήγαγε μια έκδηλη δυναμική, ανεξάρτητη από τον ομιλούντα.
Ο Γκιγέρμο Σεγκόβια μόλις είχε κλείσει τα τριάντα τέσσερα. Είχε συγγράψει τρία βιβλία με διηγήματα, ένα μυθιστόρημα και μια σειρά άρθρων για εφημερίδες, τόσο τοπικές όσο και του εξωτερικού, κυρίως του Παρισίου, όπου είχε σπουδάσει Φιλολογία. Είχε επιστρέψει στο Μεξικό έξι χρόνια πριν την ημέρα της ομιλίας του στο Πειραματικό Λύκειο, παντρεμένος με την Ελένα, μια νεαρή ερευνήτρια από την Κολομβία, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Με το που επέστρεψε, ο συγγραφέας άρχισε να εργάζεται σε μια εφημερίδα, ενώ η σύζυγός του έπιασε δουλειά στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού. Είχαν νοικιάσει ένα σπίτι στην ιστορική συνοικία του Κογιοακάν και ζούσαν άνετα.  
Όταν πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του, οδηγώντας ένα Φολκσβάγκεν μοντέλο του 1982, ο Γκιγέρμο δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια αποσπάσματα από το τέλος της ομιλίας του. Δεν στεναχωριόταν όμως ιδιαίτερα, η μνήμη του συνήθιζε να παρουσιάζει διάφορα περιστασιακά κενά. Επιπλέον, ήταν ενθουσιασμένος εξαιτίας ενός αποσπάσματος που θυμόταν και το οποίο μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να γράψει ένα διήγημα. Είχε να κάνει με εκείνη την παιχνιδιάρικη σύγκριση ανάμεσα σε έναν αρχιτέκτονα και έναν συγγραφέα. «Υπό το πρίσμα της δημιουργικότητας, ο σχεδιασμός ενός σπιτιού κινείται το δίχως άλλο στο χώρο του φανταστικού. Όταν οι κτίστες αρχίζουν να το κατασκευάζουν, βρισκόμαστε πλέον ενώπιον της πραγμάτωσης του φανταστικού. Όταν τελειώσει, ο ιδιοκτήτης θα κατοικήσει στο σπίτι του και στη μυθοπλασία του αρχιτέκτονα. Επεκτείνοντας το συλλογισμό μου, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι πόλεις είναι μυθοπλασίες της αρχιτεκτονικής· γι’ αυτό το λόγο άλλωστε θεωρείται τέχνη. Ο αρχιτέκτονας ο οποίος κατοικεί σ’ ένα σπίτι που σχεδίασε και κατασκεύασε είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να κατοικήσουν τη φαντασία τους. Από την πλευρά του, ο συγγραφέας είναι ένας χειροτέχνης της λέξης, σχεδιάζει ιστορίες και φράσεις, ώστε ο αναγνώστης να κατοικήσει στο κείμενο. Ένα σπίτι και ένα διήγημα πρέπει να είναι στέρεα, λειτουργικά, απαραίτητα, διαχρονικά. Σε μια αφήγηση, η κινητικότητα χρειάζεται ροή, ούτως ειπείν, από το σαλόνι στην κουζίνα, από τα υπνοδωμάτια στο μπάνιο. Δεν θέλει κολόνες και τοίχους, αυτά είναι άχρηστα. Τα διάφορα μέρη του διηγήματος ή του σπιτιού πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και φτιαγμένα με ακρίβεια. Συγγράφεται λογοτεχνία και χτίζονται εστίες ώστε ο άνθρωπος να κατοικήσει σε αυτές δίχως δυσκολίες».
«Να κατοικείς στο κείμενο», σκεφτόταν ο Γκιγέρμο καθώς το αυτοκίνητό του κινούνταν μέσα στη νύχτα της λεωφόρου Ισταπαλάπα. Είχε στραμμένη την προσοχή του μόνο στους φωτεινούς σηματοδότες και δεν παρατηρούσε το άνυδρο τοπίο εκείνης της αστικής περιοχής. Ούτε καν όταν η κίνηση έγινε εντονότερη φτάνοντας προς την Καλσάδα δε λα Βίγα, αντιλήφθηκε την αλλαγή πορείας. «Να κατοικείς στο κείμενο», επέμενε, παρά τα νοητικά του κενά. Η ιδέα του να κατοικήσει μέσα στις φράσεις τού φαινόταν καταπληκτική· ήθελε αίφνης να γράψει ένα διήγημα πάνω σε αυτή την ιδέα. Έχοντας στο μυαλό του τον τρόπο που θα το προσέγγιζε, σκέφτηκε πως θα προσπαθούσε να αποφύγει ήδη υπάρχουσες λογοτεχνικές λύσεις για παρόμοια ζητήματα. Τυχαία, μονολόγησε πως μια γυναίκα θα ήταν η κατάλληλη ηρωίδα. Σαν μέσα σε ομίχλη διαισθανόταν μια γυναίκα να κατοικεί σε μια ιστορία που είχε δημιουργήσει εκείνος. «Εκείνη κατοικούσε στο κείμενο», ήταν η πρώτη μετατροπή. «Εδώ πλέον βρίσκομαι στο έδαφος του διηγήματος· η ίδια η φράση είναι λογοτεχνική, ηχεί όμορφα».
Θυμήθηκε διάφορες γυναίκες, κοντινές και μακρινές, αλλά καμία δεν πληρούσε την επιθυμία του. Πήγε πάλι από την αρχή και άρχισε να φαντάζεται την ενασχόλησή της. Έφτιαξε ένα μικρό κατάλογο με επαγγέλματα και λειτουργήματα, για να προσανατολιστεί στο τέλος σε εκείνο της ηθοποιού. Αναρωτήθηκε για τους λόγους αυτής της επιλογής τη στιγμή που το αυτοκίνητό του απομακρυνόταν από τη συνοικία Κάντρι Κλουμπ και κατευθυνόταν προς Μιγκέλ Άνχελ δε Κεβέδο για να διασχίσει τη γέφυρα του Τλάλπαν. Άφησε τη σκέψη του να παίξει σε αναζήτηση μιας απάντησης ή μιας δικαιολογίας. «Υπό μία έννοια οι ηθοποιοί κατοικούν στο κείμενο. Ζουν μέσα στον ήρωα που τους έτυχε να υποδυθούν και επίσης ζουν μέσα στο κείμενο δεν ενσαρκώνουν κάποιο πρόσωπο. Στο θέατρο κατοικούν εντός της λογοτεχνίας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Στον κινηματογράφο, δικές τους στιγμές διαρκούν στο χρόνο τείνοντας προς το άπειρο. Οι δραματουργοί έχουν γράψει θεατρικά έργα για να προσεγγίσουν το αρχαίο όνειρο του συγγραφέα μυθοπλασίας: να κατοικήσουν τα κείμενά του ανθρώπινα όντα∙ να περάσει η καλλιτεχνική δημιουργία από την επικράτεια του φανταστικού σε εκείνη της πραγματικότητας. Στην περίπτωση της ιδέας μου η κίνηση είναι αντίστροφη: θα πρέπει η πραγματικότητα να ταξιδέψει προς το φανταστικό».
Το αυτοκίνητο του Γκιγέρμο Σεγκόβια έστριψε στη λεωφόρο Φελίπε Καρίγιο Πουέρτο, προχώρησε ένα τετράγωνο και έστριψε ξανά στην Αλμπέρτο Σαμόρα. Τριάντα μέτρα πιο κάτω, παρκάρισε. Την ώρα που έσβηνε τη μηχανή αποφάσισε ότι η γυναίκα του διηγήματός του θα ήταν μια νεαρή ηθοποιός που τη θαύμαζε για τις παραστάσεις της και την ιδιαίτερη ομορφιά της. Επιπλέον, η ηθοποιός είχε κάποια ομοιότητα με τη ζωγράφο Φρίντα Κάλο η οποία απεικονιζόταν στα όνειρα των πινάκων της, άλλος ένας τρόπος να κατοικείς τις προσωπικές σου μυθοπλασίες. Αν και ο Σεγκόβια δεν έβαζε τίτλο στα διηγήματά του πριν ολοκληρώσει τη συγγραφή τους, σε αυτή την περίπτωση είχε την παρόρμηση να το κάνει. Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα θα ήταν ο τίτλος του αφηγήματός του όσον αφορά τη γυναίκα, θα είχε το ίδιο όνομα με την πραγματική ηθοποιό: Οφέλια.
Ο Γκιγέρμο κατέβηκε από το Φολκσβάγκεν, μπήκε στο σπίτι του και, διασχίζοντας προς τα αριστερά ένα όχι πολύ μεγάλο σαλόνι, έφτασε στο γραφείο του. Ένα μικρό δωμάτιο στους τοίχους του οποίου υπήρχαν βιβλιοθήκες από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Άναψε το φως, έβγαλε από τη θήκη της τη γραφομηχανή, την ακούμπησε επάνω στο γραφείο, που βρισκόταν στο βάθος του δωματίου, δίπλα σ’ ένα παράθυρο, από το οποίο διακρίνονταν μερικά φυτά ενός κηπαρίου. Άνοιξε το ραδιόφωνο του στερεοφωνικού του συγκροτήματος και έβαλε το Σταθμό του Πανεπιστημίου. Την ώρα που άνοιγε το πρώτο συρτάρι του γραφείου του, έκανε την εμφάνισή της η Ελένα στο κατώφλι της πόρτας.
            «Πώς πήγε;», του είπε, περπατώντας προς το μέρος του.
            «Καλά», απάντησε ο Γκιγέρμο, πλησιάζοντάς την.
            Φιλήθηκαν. Ο Σεγκόβια της χάιδεψε τα μαλλιά και τους γοφούς. Φιλήθηκαν εκ νέου και, μόλις χώρισαν, η Ελένα επέμεινε.
            «Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό;»
            «Έδειξε ενδιαφέρον. Κατάλαβα ότι τα παιδιά είχαν διαβάσει τα διηγήματά μου. Αυτό το χρωστάω στον Καστεγιάνος… Τη στιγμή των ερωτήσεων προέκυψε ένα ενδιαφέρον θέμα», πρόσθεσε, κατευθυνόμενος προς το γραφείο του.
            «Τα παιδιά μόλις κοιμήθηκαν… Εγώ διάβασα λίγο… Δεν θα φας κάτι;»
            «Όχι… Προτιμώ να καθίσω να γράψω…»
            «Καλά. Σε περιμένω στην κρεβατοκάμαρα».
Η Ελένα βγήκε φυσώντας ένα φιλί από την παλάμη του χεριού της προς το μέρος του συζύγου της. Ο Γκιγέρμο Σεγκόβια κάθισε αναπαυτικά μπροστά από τη γραφομηχανή και έβγαλε από το συρτάρι, που το είχε αφήσει ανοιχτό ένα πάκο λευκές σελίδες. Έβαλε την πρώτη στη γραφομηχανή. Έγραψε τον τίτλο και συνέχισε.

ΕΚΕΙΝΗ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ

Εκείνη τη μέρα το κύμα ψύχους που σάρωνε την πόλη επιδεινώθηκε. Κατά τις έντεκα το βράδυ, πάνω κάτω, έπεσε κάτι σαν ομίχλη, ως αποτέλεσμα των χαμηλών θερμοκρασιών και της αιθαλομίχλης. Είχε σκοτεινιάσει περισσότερο από το σύνηθες με αποτέλεσμα να μην φαίνονται καθαρά ούτε καν τα μέρη με μεγαλύτερη φωτεινότητα. Οι δρόμοι στο ιστορικό κέντρο του Κογιοακάν έμοιαζαν να έχουν βυθιστεί σε μια εποχή πολλούς αιώνες πίσω. Ακόμα και το φως από τους φανοστάτες και τα αυτοκίνητα ήταν μουντό∙ διείσδυε αδύναμα σε εκείνο τον παλαιό κόσμο. Λίγα άτομα, φορώντας παλτά και χοντρά πουλόβερ, περπατούσαν κολλητά στους τοίχους, προσπαθώντας να καταπολεμήσουν το κρύο. Έμοιαζαν με σιλουέτες ενός άλλου καιρού, λες και στο τωρινό Κογιοακάν είχε ξεπεταχτεί ένα Κογιοακάν από το παρελθόν και ο κόσμος είχε κάνει λάθος στην εκατονταετία και κατευθυνόταν σε μέρη που δεν θα έβρισκε ποτέ. Έχοντας στην πλάτη της την πλατεία Ιδάλγο και περπατώντας στη στενή λεωφόρο Φρανσίσκο Σόσα, πήγαινε η Οφέλια. Το αδύνατο κορμί της φορούσε γκρι μάλλινο παντελόνι και ένα χοντρό μαύρο πουλόβερ το οποίο, έτσι φαρδύ που ήταν, έμοιαζε να κρέμεται στους ώμους της. Ένα βιολετί κασκόλ τύλιγε το μακρύ λαιμό της γυναίκας. Το λευκό δέρμα του προσώπου της έφεγγε σαν διακριτικό φως μέσα από τα σκουρόχρωμα μαλλιά που κυμάτιζαν αγγίζοντας τους ώμους της. Οι μαύρες μπότες της μόλις που ακούγονταν πάνω στο πλακόστρωτο.
          Αν και δεν μπορούσε να καταλάβει από πού, η Οφέλια προαισθανόταν ότι την παρατηρούσαν. Στη γωνία Φρανσίσκο Σόσα με Άβε Μαρία κοντοστάθηκε γιατί ένα αυτοκίνητο έστριβε στα δεξιά. Εκμεταλλεύτηκε εκείνη τη στιγμή για να στραφεί προς τα πίσω, υποθέτοντας ότι θα ανακάλυπτε το άτομο που την κοιτούσε. Είδε μόνο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που έβγαινε από την είσοδο μιας πολυκατοικίας και κατευθυνόταν πεζή στην πλατεία. Πριν διασχίσει το δρόμο αισθάνθηκε απροστάτευτη· έπειτα ένιωσε μια ελαφριά ανατριχίλα. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν καλύτερα να την παρακολουθούσε κάποιος. Άρχισε πάλι να περπατάει σίγουρη πως, παρ’ όλη τη μοναξιά της, η νύχτα παρατηρούσε τις κινήσεις της. Την έπιασε κάποιος φόβος και, ενστικτωδώς, επιτάχυνε το βήμα της. Έτριψε τα χέρια της, κοίταξε προς τα δέντρα που είχε μπροστά της και στη συνέχεια προς τη λεωφόρο που εξαφανιζόταν στο ομιχλώδες τοπίο. «Θα ήταν καλύτερα να με είχε φέρει κάποιος», είπε με παράπονο καθώς περνούσε μπροστά από το Δημαρχείο.
          Λίγα λεπτά νωρίτερα βρισκόταν στις παλιές εγκαταστάσεις του Κέντρου Δραματικής Τέχνης, παρακολουθώντας τη γενική πρόβα ενός μεσαιωνικού θεατρικού έργου. Με το που ολοκληρώθηκε η πρόβα και αφού είχαν βγει στο δρόμο, μια από τις ηθοποιούς είχε προσφερθεί να τη γυρίσει σπίτι. Η Οφέλια προφασίστηκε πως έπρεπε να επισκεφτεί μια φίλη της που ζούσε ακριβώς στη γωνία, στη συμβολή με Φρανσίσκο Σόσα. Η αλήθεια ήταν πως η γκρίζα και περίεργη ατμόσφαιρα του Κογιοακάν της είχε προκαλέσει την όρεξη για περπάτημα. Επιπλέον, για εκείνη το ομιχλώδες τοπίο ήταν μια συνέχεια της σκηνογραφίας του έργου και της έφερνε στη μνήμη την περίοδο που ζούσε στην Αγγλία. Καληνύχτισε και άρχισε να περπατάει, ενόσω οι υπόλοιποι έμπαιναν σε διάφορα αυτοκίνητα.
          Την αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε την ένιωσε στη λεωφόρο. Τώρα, βλέποντας ότι δεν της συνέβαινε τίποτα το συγκεκριμένο, δεν έβρισκε κάποια βαθιά αιτία για το φόβο της. Το φαινόμενο κάποια εξήγηση θα έπρεπε να είχε, αλλά προς στιγμή της διέφευγε. Αυτή η ιδέα της έφτιαξε το κέφι και με κάπως καλύτερη διάθεση προσπάθησε να ζεστάνει με τα χνώτα της τις παλάμες της. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η άξαφνη ηρεμία όξυνε ακόμα περισσότερο την αντιληπτική της ικανότητα. Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, κάποια μάτια που είχαν σκοπό τους να μπουν μέσα της· μάτια η λειτουργία των οποίων είχε να κάνει περισσότερο με την αφή.
          Καλά λοιπόν, αφού της ήταν αδύνατον να απαλλαγεί από αυτό το βίωμα, επιθυμούσε τουλάχιστον να το εξηγήσει. Ήταν, άραγε, καινούργια συναισθήματα και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να οριστούν; Τι επεδίωκε το εν λόγω βλέμμα; Λίγες φορές στη ζωή της είχε πρόβλημα με μανίες καταδίωξης. Επέτρεπε στον εαυτό της κάποια ανασφάλεια εξαιτίας της βίας που επικρατούσε στην Πόλη του Μεξικού. Έπαιρνε πάντα προφυλάξεις· τώρα, όμως, που είχε εκτεθεί, δεν την απειλούσε κανένας. Ο κόσμος στα λίγα αυτοκίνητα που περνούσαν πλάι της δεν ενδιαφερόταν για εκείνη. Και τότε, θυμήθηκε τους έντονα φωτισμένους χώρους στη σκηνή του θεάτρου, όταν το φως των προβολέων την εμποδίζει να δει το κοινό που από την πλευρά του έχει καρφωμένο το βλέμμα του σε εκείνη. Ξέρει ότι ένα πλήθος ματιών βρίσκεται στο ημίφως και κινείται στο ρυθμό που απαιτεί εκείνη· άθροισμα ματιών, μεγάλο μάτι κρυμμένο, γιγάντιο μάτι ακουμπισμένο στο κορμί της. Προσπαθώντας να πάρει κουράγιο από αυτή τη θύμηση, η Οφέλια μονολόγησε ότι ίσως να επρόκειτο για τη μνήμη της επιδερμίδας της, εντελώς ξένη προς εκείνη του μυαλού της· σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο, ίσως επέστρεφε στο κορμί της και σταδιακά το επανακατακτούσε. Μάτι-δίχτυ, μάτι-πλαίσιο, μεγάλο μάτι που την πλησίαζε, μάτι που όλο και μεγάλωνε· η Οφέλια θέλησε να αποτινάξει από πάνω της αυτή την αίσθηση κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι της. Η προσπάθεια, το καταλάβαινε, ήταν μάταιη· δίχως δυνάμεις πλέον, αφέθηκε στο πεπρωμένο της και αισθάνθηκε να βυθίζεται σε μια τυφλή νύχτα. Περπάτησε σ’ ένα χώρο άξαφνα σκοτεινό, χάνοντας την αίσθηση του χώρου, με την αμυδρή ακόμα βεβαιότητα ότι δεν επρόκειτο να αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο.
          Μόλις έστριψε στο στενό του σπιτιού της, αισθάνθηκε πως το τεράστιο μάτι βρισκόταν πια πάνω στα μαλλιά της, το πρόσωπό της, το κασκόλ της, το πουλόβερ της, το παντελόνι της. Κοντοστάθηκε και την έπιασε κάτι σαν ίλιγγος όμοιος με εκείνον που νιώθει κανείς στα όνειρά του όταν αιωρείται δίχως να βρίσκει στήριγμα ούτε τρόπο να κατέβει. Η Οφέλια ήξερε ότι βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι της, στο Κογιοακάν, στην πόλη της, πάνω στη Γη, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αποφύγει την αίσθηση του ονείρου, εκείνον τον ευχάριστο, σε τελική ανάλυση, ίλιγγο γιατί εκείνος που ονειρεύεται κατά βάθος αντιλαμβάνεται ότι δεν διατρέχει κίνδυνο και εκτοξεύει το κορμί του μέσα στο σκοτάδι σαν ένα αερόστατο που θα κατέβει όταν ανοίξει τα μάτια του. Η Οφέλια παρέμενε ακίνητη στο στενάκι, προσπαθώντας να καταλάβει. Χαμηλόφωνα μονολόγησε: «Δεν είναι μια λιποθυμία ούτε κάποιο ψυχικό πρόβλημα. Δεν είναι κάτι που προέρχεται από εμένα, είναι κάτι ξένο, κάτι που δεν ελέγχω». Κινήθηκε αργά προς τον τοίχο και στήριξε την πλάτη της. Η αίσθηση έγινε πιο έντονη στο αδύνατο κορμί της, λες και η ομίχλη του στενού είχε κατακαθίσει επάνω της. «Δεν με παρατηρούν απλώς, είναι κάτι πιο ισχυρό από αυτό». Ακούμπησε με το ένα της χέρι το μέτωπό της και έβαλε τα μακριά δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά της ξανά και ξανά· αλαφιασμένη, αντιλαμβανόμενη ξαφνικά τι συνέβαινε, μονολόγησε: «Είμαι μέσα στο μάτι». Κατέβασε αργά το χέρι της και, ακολουθώντας το νήμα των τελευταίων λέξεών της, συνέχισε: «Βρίσκομαι στο εσωτερικό του βλέμματος. Κατοικώ σε ένα βλέμμα. Αποτελώ μέρος μιας όρασης. Κάτι με ωθεί να περπατήσω· η ομίχλη έχει κατέβει χαμηλά και οι σκοτεινές της κορδέλες κρέμονται από τα παράθυρα. Είμαι μια μορφή που έχει βγει από το παρελθόν και έχει κολλήσει στους τοίχους. Ονομάζομαι Οφέλια και αυτή τη στιγμή ανοίγω την ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού μου. Μπαίνω, στα δεξιά μου εμφανίζεται σαν κινέζικο θέατρο σκιών ο κήπος, μέσα από τα φυτά πετιέται η Παλόμα χοροπηδώντας από χαρά. To λευκό τρίχωμά της μοιάζει με οβάλ σβώλο από βαμβάκι που πλέει μέσα στο σκοτάδι. Μου γαβγίζει αδύναμα, πλησιάζει στα πόδια μου, τρίβεται στη γάμπα μου. Ύστερα σηκώνεται στα πισινά της ποδαράκια και με καλεί να παίξουμε. Τη χαϊδεύω και την παραμερίζω απαλά. Γρυλίζει θλιμμένα, αλλά εγώ περπατάω ήδη ανάμεσα στα φυτά μου στο μονοπάτι που είναι φτιαγμένο με ποταμίσιες πέτρες. Το φως στο χολ είναι αναμμένο. Ανοίγω την πόρτα, την κλείνω. Επιθυμώ να φάω κάτι και κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Κοντοστέκομαι και αναγκάζομαι να πισωπατήσω και να κατευθυνθώ στο σαλόνι. Ανάβω ένα φωτιστικό δαπέδου, ανοίγω το μπαρ, παίρνω ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι κονιάκ. Χωρίς να κλείσω το πορτάκι του μπαρ, γεμίζω το ποτήρι και, μόλις κατεβάζω την πρώτη γουλιά, αντιλαμβάνομαι ότι η επιθυμία να φάω εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά η γεύση του κονιάκ με σαγηνεύει και, παρά τη θέλησή μου, αποκηρύσσω το φαγητό. Όταν φέρνω για δεύτερη φορά το ποτήρι στα χείλη μου, εμφανίζεται η Πλάσιδα, με χαιρετάει με σεβασμό και με ρωτάει αν χρειάζομαι κάτι. Της ζητάω να πάει για ύπνο, εξηγώντας της ότι αύριο πρέπει να σηκωθούμε πολύ νωρίς. Η Πλάσιδα καληνυχτίζει σκύβοντας ελαφριά το κεφάλι και εγώ πίνω όλο το ποτό μου. Κρατώ στο χέρι μου το μπουκάλι και το ποτήρι· με το άλλο χέρι σβήνω το φωτιστικό και, στα σκοτεινά, διασχίζω το σαλόνι και ανεβαίνω τις σκάλες. Η πόρτα του δωματίου μου είναι ανοιχτή και μπαίνω. Ανάβω το φως, κατευθύνομαι προς το κομοδίνο μου. Ακουμπώ πάνω του το μπουκάλι και το ποτήρι. Κάθομαι στην καρέκλα, ανοίγω το συρτάρι, βγάζω το τετράδιο όπου κρατώ σημειώσεις, ένα στυλογράφο και αρχίζω να γράφω το τι μου συμβαίνει».

Ξέρω πολύ καλά ότι ακόμα κατοικώ στο βλέμμα. Ακούω τους ήχους που γεννιούνται στο βάθος του, όμοιους με το μουρμουρητό της πόλης που ανεβαίνει στον τελευταίο όροφο του Πύργου της Λατινικής Αμερικής. Χρειάστηκε να μετακινηθώ με ηρεμία και ακρίβεια. Ο φόβος εξαφανίζεται, νιώθω έκπληκτη, δεν είμαι πια απελπισμένη. Τώρα, ξαφνικά, είμαι ενοχλημένη, θυμωμένη· νιώθω την ανάγκη να γράψω ότι διαμαρτύρομαι. Ναι, διαμαρτύρομαι, κυρίες και κύριοι. Διαμαρτύρομαι! Άνθρωποι αυτού του κόσμου, διαμαρτύρομαι. Γράφω ότι κατοικώ, γράφω ότι η κακή διάθεση με εγκατέλειψε· σταματάω το γράψιμο. Βάζω ποτό και το πίνω μονορούφι. Μου αρέσει πολύ η παλιά μου Montblanc, είναι κομψή. Το κορμί μου είναι ζεστό, καίνε τα μάγουλά μου. Σκέφτομαι πως δεν μπορώ να πάψω να ζω σε δύο χώρους· η λεωφόρος Φρανσίσκο Σόσα, που τώρα την αισθάνομαι πολύ μακριά από μένα, είναι δύο δρόμοι, ένα μόνο μεγάλο μάτι. Στους δρόμους του παλιού Κογιοακάν που αγαπάω τόσο πολύ υπάρχει και άλλο Κογιοακάν. Εγώ προηγουμένως διέσχιζα δύο Κογιοακάν, δύο διαφορετικές νύχτες, μέσα στη διπλή ομίχλη. Τούτη τη στιγμή με τα ιλιγγιώδη οράματα, υπάρχουν, σαν και μένα, άνθρωποι που κατοικούν και στα δύο Κογιοακάν, δύο Κογιοακάν που το ένα εφαρμόζει τέλεια μέσα στο άλλο, απολύτως, κοινά σωθικά, δύο χώροι. Κάποιος, ίσως ένας άντρας, ακριβώς αυτή τη στιγμή γράφει τις ίδιες λέξεις που αναπτύσσονται στο τετράδιό μου. Ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Σταματάω να γράφω. Πίνω και άλλο ποτό. Νιώθω λίγο μεθυσμένη. Είμαι ευχαριστημένη. Σαν το δωμάτιό μου να έχει πολύ φως. Η Παλόμα γαβγίζει προς δύο αόρατα φεγγάρια. Έχω την παρόρμηση να γράψω πως ο άντρας ίσως να ονομάζεται Γκιγέρμο και να είναι ένα άτομο με μούσι και ίσια μακριά μύτη. Θα μπορούσε να είναι ο Γκιγέρμο Σεγκόβια, ο συγγραφέας ο οποίος ταυτόχρονα ζει μέσα σ’ έναν άλλο Γκιγέρμο Σεγκόβια. Ο Γκιγέρμο Σεγκόβια μέσα στον Γκιγέρμο Σαμπέριο, ο ένας μέσα στον άλλο, ένα και μόνο σώμα. Επιμένω ότι μου έρχεται η σκέψη πως γράφει στη γραφομηχανή του ακριβώς ό,τι γράφω και εγώ, λέξη προς λέξη, κοινό κείμενο, δύο χώροι. Ο Γκιγέρμο γράφει ένα διήγημα υπερβολικά φιλόδοξο. H κεντρική ηρωίδα θα μπορούσε να ονομάζεται όπως εγώ. Γράφω πως γράφει ένα αφήγημα στο οποίο κατοικώ εγώ. Έχουν περάσει πια τα μεσάνυχτα και ο συγγραφέας Γκιγέρμο Σεγκόβια αισθάνεται κουρασμένος. Σταματάει το γράψιμο, τραβάει τα γένια του, στρίβει το μουστάκι του· σηκώνεται, τεντώνει τα χέρια του και, καθώς τα κατεβάζει, βγαίνει από το γραφείο του. Ανεβαίνει στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Κοιτάζει στην κρεβατοκάμαρά τους και βλέπει τη σύζυγό του να κοιμάται, μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό πάνω στο στήθος της. Την πλησιάζει, τη φιλάει στο μάγουλο, παίρνει το βιβλίο και το αφήνει πάνω στο κομοδίνο. Πριν βγει, ρίχνει μια τελευταία ματιά στη γυναίκα. Καθώς κατεβαίνει τις σκάλες, αν και δεν μπορεί να καταλάβει από πού, προαισθάνεται ότι τον παρατηρούν. Κοντοστέκεται και γυρίζει το κεφάλι του νομίζοντας πως έχει σηκωθεί ο μικρός τους γιος, αλλά δεν βλέπει κανέναν. «Ίσως να πρόκειται για αυθυποβολή λόγω του διηγήματος», σκέπτεται αναζητώντας μια αιτία. Κατεβαίνει και το τελευταίο σκαλί και η αίσθηση ότι τον παρατηρούν μεγαλώνει μέσα του. Αυτή η αλλαγή τον ανησυχεί γιατί αντιλαμβάνεται ότι το επόμενο στάδιο είναι να καταλάβει ότι δεν τον βλέπει κανείς και πως εκείνος κατοικεί σε ένα βλέμμα. Πως αποτελεί μέρος ενός τρόπου ιδέσθαι. Όρθιος στο τέλος της σκάλας, σκέφτεται: «Αυτό το βλέμμα μπορεί να ανήκει στην Οφέλια». Από την πλευρά μου, όσο γράφω με την ωραία μου Montblanc, αισθάνομαι ότι σταδιακά εγκαταλείπω την ιστορία του Γκιγέρμο Σεγκόβια. Και εκείνος δεν μπορεί να προσποιηθεί πως δεν καταλαβαίνει ότι το κείμενό μου θα μπορούσε να λέγεται κάτι σαν «Ο Γκιγέρμο κατοικούσε σε ένα διήγημα». Τώρα γράφω ότι ο Σεγκόβια, δέσμιος πλέον του φόβου του, κατευθύνεται προς το γραφείο του την ίδια στιγμή που εγώ κατοικώ ξανά μόνο σε ένα Κογιοακάν, ενώ εκείνος κατοικεί σταδιακά σε δύο, τρία ή και περισσότερα Κογιοακάν. Ο Γκιγέρμο παίρνει τις δεκαπέντε σελίδες που έχει γράψει, ένα μισοτελειωμένο διήγημα, γεμάτο λάθη· αρπάζει τον αναπτήρα του, τον ανάβει και πλησιάζει τη φλόγα στην άκρη των σελίδων που αρχίζουν να καίγονται. Παρατηρεί πώς βγαίνει φωτιά από το διήγημά του με τον πρώιμο τίτλο «Εκείνη κατοικούσε σε ένα διήγημα». Πετάει το μισοκαρβουνιασμένο αφήγημα στο μικρό καλάθι αχρήστων, πιστεύοντας ότι όταν καεί τελείως θα σταματήσει η «αυθυποβολή». Αλλά τώρα ακούει τους ήχους που γεννιούνται στα βάθη του προσηλωμένου βλέμματός μου, ίδιους με το σούσουρο της πόλης που ανεβαίνει στους τελευταίους ορόφους του Πύργου της Λατινικής Αμερικής. Βλέπει να ξεπηδάει καπνός από τα σκουπίδια χωρίς να μειώνεται ο φόβος του. Θέλει να πάει να βρει τη σύζυγό του ώστε να τον παρηγορήσει, αλλά ψυχανεμίζεται ότι δεν θα του χρησιμεύσει σε τίποτα. Όρθιος, στο κέντρο του γραφείου του, ο Γκιγέρμο δεν ξέρει τι να κάνει. Ξέρει ότι κατοικεί στο σπίτι του και σε άλλα σπίτια, αν και δεν μπορεί να τα καταγράψει. Προχωράει προς τη γραφομηχανή του, κάθεται μπροστά της και ανοίγει το δεύτερο συρτάρι του γραφείου του. Δέσμιος της φούριας του να σταματήσει την αποσύνθεσή του, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι ή ποιον να σκοτώσει, βγάζει το παλιό του τριανταοχτάρι Κολτ που είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Σηκώνεται και κατευθύνεται στην πόρτα· κρατάει προτεταμένο το όπλο. Καθώς διασχίζει το σκοτεινό σαλόνι, νιώθει ότι χάνει τα λογικά του, παρ’ όλο που ακόμα έχει συναίσθηση της στιγμής που ζει. Στο τέλος, σε αυτή τη συγκεχυμένη και αγωνιώδη κατάσταση, ανεβαίνει ξανά στον πρώτο όροφο. Σ’ ένα από τα δωμάτια στο βάθος το φως είναι αναμμένο. Προς τα εκεί κατευθύνεται.
Καθώς κοντοστέκεται στην κάσα της πόρτας, δεν καταφέρνει να αναγνωρίσει το δωμάτιο· τα μάτια του αν και βλέπουν δεν μπορούν να τον ενημερώσουν για όσα βλέπουν. Από το δείκτη του χεριού του αρχίζει να ρέει η κρύα ύπαρξη του μετάλλου· αναγνωρίζει τη σκανδάλη και τη λαβή. Ένα χλομό φως εμφανίζεται στο βάθος της αντίληψής του, και του επαναφέρει στοιχεία της κατάστασής του. Διακρίνει όγκους, σκιές μιας πραγματικότητας· κοιτάζει το τεντωμένο χέρι του και σηκώνει το βλέμμα του. Απέναντί του, καθισμένη σε μια όμορφη καρέκλα, τον παρατηρεί μια γυναίκα. Ο Σεγκόβια κατεβάζει αργά το χέρι του και αφήνει το Κολτ να πέσει κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο πάνω στο χαλί. Η γυναίκα σηκώνεται και προσπαθεί να χαμογελάσει με τα λεπτά της χείλη. Όταν ο Γκιγέρμο αντιλαμβάνεται ότι δεν παραμονεύει κάποιος κίνδυνος, ο φόβος του μειώνεται, αφήνοντάς του ένα μουδιασμένο αποτύπωμα στο κορμί του. Δίχως να το σκεφτεί πολύ, αποφασίζει να προχωρήσει· καθώς μπαίνουν σε κίνηση τα πόδια του, επιτέλους, έρχεται η διαύγεια. Κοντοστέκεται πλάι μου, σιωπηλός, και, αποδεχόμενος την κοινή μας μοίρα, με πιάνει από το χέρι και εγώ του το επιτρέπω.   

     Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 



Ο Guillermo Samperio [Γκιγέρμο Σαμπέριο] γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1948 και απεβίωσε στην ίδια πόλη το 2016. Έγραψε δοκίμια, παιδική λογοτεχνία, ποίηση, μυθιστόρημα, πλην όμως το λογοτεχνικό είδος στο οποίο διέπρεψε από τη δεκαετία του ’70 είναι η σύντομη αφήγηση. Εξέδωσε δεκάδες συλλογές διηγημάτων και μικροδιηγημάτων καθώς και βιβλία σχετικά με τη συγγραφή αυτών των ειδών, όπως το Cómo se escribe un cuento. 500 consejos para nuevos cuentistas del siglo XXI         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου