Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Quim Monzó: Ο αδελφός μου


 ΚΙΜ ΜΟΝΖΟ


Ο αδελφός μου


Ένα μεσημέρι Χριστουγέννων, πάνω στο φαγητό και δίχως κάποια ασθένεια ή έστω προειδοποίηση −ούτε καν μικρή και ανεπαίσθητη− να μας είχε κάνει να υποψιαστούμε το παραμικρό πρόβλημα υγείας, ο αδελφός μου πέθανε. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα δραστήριο παιδί −ζαλιζόταν συχνά και δεν του άρεσε να παίζει ποδόσφαιρο ούτε να μεθάει με τους συμμαθητές μας όταν πηγαίναμε στο κινέζικο εστιατόριο πίσω από το σχολείο, όχι τόσο γιατί είχε φτηνό φαγητό όσο γιατί την ώρα του λογαριασμού μάς κέρναγαν ποτηράκια λικέρ δίχως να ρωτήσουν την ηλικία μας− αλλά ούτε και κανένας αρρωστιάρης, αυτός ο τύπος αγοριού που αμέσως φαίνεται ότι δεν είναι και τελείως καλά. Γι' αυτό ο μπαμπάς και η μαμά σοκαρίστηκαν τόσο ώστε να μην είναι σε θέση να αντιληφθούν τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Κατά βάθος υποθέτω πως δεν ήθελαν να καταλάβουν γιατί αν πράγματι είχαν θελήσει δεν θα τους ήταν δύσκολο να το πάρουν χαμπάρι: ο Τόνι είχε πεθάνει για τα καλά, εκεί, μπροστά τους, και αν αδυνατούσαν να το δουν ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιατί δεν μπορούσαν να τους το επιτρέψουν. Ο μπαμπάς εργαζόταν σε ένα ταριχευτήριο ζώων στην πλατεία Ρεϊάλ∙ ήταν ένας καλός πατέρας και ένας καλός σύζυγος και δεν είχε καμία κακιά συνήθεια με εξαίρεση ένα μεγάλο ξύλινο κουτί, γεμάτο περιοδικά γυμνών γυναικών με θαμπά απόκρυφα μέρη, που έκρυβε στην ντουλάπα κλειδωμένο με λουκέτο και το οποίο ο αδελφός μου και εγώ ανοίγαμε όταν μας άφηναν μόνους στο σπίτι. Τα απογεύματα η μαμά κρατούσε τα λογιστικά βιβλία μιας μικρής κατασκευαστικής εταιρείας. Δεν ήμασταν η κλασσική ευτυχισμένη οικογένεια που εμφανίζεται στις διαφημίσεις για κουζίνες και ψυγεία, αλλά δεν βουλιάζαμε και στην κατάθλιψη. Τη βγάζαμε με το μεροκάματο των δικών μου δίχως να αποταμιεύουμε και πολλά, γιατί τα δίδακτρα για τις σπουδές μας και οι δόσεις του σπιτιού καταβρόχθιζαν και τους δύο μισθούς. Στο σινεμά δεν πηγαίναμε ποτέ. Η μεγάλη εβδομαδιαία σπατάλη γινόταν κάθε Σάββατο που ο μπαμπάς αγόραζε την αθλητική εφημερίδα για να ενημερωθεί για τα ματς που παίζονταν εκείνο το σαββατοκύριακο. Αγόραζε τη σαββατιάτικη εφημερίδα γιατί έτσι είχε δύο μέρες να την ξεκοκαλίσει∙ το να αγοράσει το κυριακάτικο φύλλο τού φαινόταν υπερβολική δαπάνη μιας και είχε μόνο μια μέρα για να το διαβάσει. Την Κυριακή βλέπαμε πάντα το παιχνίδι που μετέδιδε η τηλεόραση, όποιο κι αν ήταν αυτό, ακόμα κι αν οι ομάδες ήταν από μέρη τόσο μακρινά που ούτε καν μπορούσαμε να τα βρούμε στο χάρτη. Όταν μπήκα στην εφηβεία, τα Σάββατα και τις Κυριακές η μαμά επέμενε να βγαίνω με φίλους. Δεν ήθελε να γίνω «σπιτόγατος», όπως έλεγε εκείνη. «Όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι δεν θα αποκτήσεις ποτέ φίλους ούτε θα βρεις καμιά κοπέλα να σε παντρευτεί». Ο αδελφός μου, δύο χρόνια μικρότερος από μένα, γελούσε∙ διασκέδαζε με τις ιστορίες για κοπέλες και γάμους. Εγώ προτιμούσα να κάθομαι σπίτι βλέποντας με τον μπαμπά τα ποδοσφαιρικά ματς στην τηλεόραση.
            Το περιστατικό με τον Τόνι συνέβη λίγο αφότου η μαμά έφερε στο τραπέζι το δίσκο με τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. Είχαμε φάει τη σούπα με τα ζυμαρικά, το κοθίδο και το γεμιστό κοτόπουλο και ξαφνικά, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, το κεφάλι του αδελφού μου έγειρε προς τα μπρος, σιγά σιγά, μέχρι που το πρόσωπό του καρφώθηκε στο πιάτο με το τουρόν. Ο μπαμπάς και η μαμά πάγωσαν. Έτσι και τους ακουμπούσες λίγο θα διαλύονταν σε χίλια κομμάτια. Τους είδα τόσο ανίκανους να αντιδράσουν που, μέσα σ’ ένα κρίσιμο χιλιοστό του δευτερολέπτου, αποφάσισα κι εγώ να κάνω πως δεν είχα πάρει είδηση τίποτα. Άλλωστε ούτε που τον κοίταζαν: κοίταζαν το τραπέζι ακριβώς μπροστά τους εστιάζοντας το βλέμμα τους έτσι ώστε να μην τον βλέπουν∙ τόσο ανυπεράσπιστοι που, για να μην υποφέρουν, τουλάχιστον προς στιγμή, έβαλα το χέρι μου στην πλάτη του Τόνι και τον τράβηξα από το λαιμό του πουλόβερ για να ισιώσω το κορμί του. Καθώς όλη αυτή η ενέργεια χρειαζόταν μια δικαιολογία που να την έκανε έστω και ελάχιστα πιστευτή, πήρα την πετσέτα και του σκούπισα τα χείλια. Ήταν μια μεταβατική στιγμή μιας κι αν το θέλαμε θα μπορούσαμε αμέσως να γυρίσουμε πίσω: οποιοσδήποτε από τους τρεις μας −ο μπαμπάς, η μαμά ή εγώ− μπορούσε να βάλει τα κλάματα και να ανακοινώσει στους άλλους δύο την ολοφάνερη αλήθεια. Αλλά κανείς δεν το τολμούσε. Είναι σίγουρο πως κανείς από τους τρεις δεν σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή πως πρόθεσή μας ήταν να αρνηθούμε ότι είχε πεθάνει. Και οι τρεις −εγώ με εκείνο το τράβηγμα από το λαιμό και εκείνο το πέρασμα του χεριού πίσω από την πλάτη ενώ του σκούπιζα τα χείλια∙ εκείνοι προσποιούμενοι πως δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα− προσπαθούσαμε, όσο μπορούσαμε, να καθυστερήσουμε τη στιγμή της αναταραχής και των θρήνων. Πάντα μου ράγιζε την καρδιά να βλέπω τη μαμά να κλαίει, όσο για τον μπαμπά δεν τον είχα δει να κλαίει ποτέ ούτε καν όταν πέθανε ξαφνικά η αδελφή μου στην κούνια της. Τους θυμάμαι δίπλα στο μικρό λευκό φέρετρο∙ τη μαμά να έχει ξεσπάσει σε λυγμούς και τον μπαμπά με τα μάτια κατακόκκινα. Τώρα, ενόσω σκούπιζα τα νεκρά χείλια του Τόνι, δικαιολογούσα τον εαυτό μου σκεπτόμενος συνεχώς πως αυτό που κάναμε ουσιαστικά ήταν να καθυστερούμε έστω και για λίγο τη στιγμή που θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με την αλήθεια. Όταν όμως ο μπαμπάς τού απευθύνθηκε με φαινομενική φυσικότητα –«Μου φαίνεται πως ήπιες πάρα πολύ, Τόνι»− τότε κατάλαβα πως δεν βιάζονταν καθόλου να αποδεχτούν το προφανές και πως εκείνο το «Μου φαίνεται πως ήπιες πάρα πολύ, Τόνι» το απηύθυνε περισσότερο σε μένα παρά στον Τόνι που δεν μπορούσε να τον ακούσει πλέον ούτε θα μπορούσε να τον ακούσει ποτέ ξανά. Γι’ αυτό έκανα δεκτή τη σιωπηλή του παράκληση και, για να τους βοηθήσω να συνεχίσουν να παριστάνουν πως ζουν μέσα σε εκείνη τη βολική φαντασίωση, σηκώθηκα ξαφνικά, έπιασα τον Τόνι από τις μασχάλες και τον σήκωσα από την καρέκλα λέγοντάς του: «Έλα, πάμε, θα σε πάω στο κρεβάτι. Έφαγες πάρα πολύ».
            Άλλαξα την κατηγόρια για το ποτό με αυτή για το φαγητό, γιατί θεώρησα πως ακόμα και υποσυνείδητα ο μπαμπάς και η μαμά θα ευγνωμονούσαν το ότι δεν τον χαρακτήρισα μεθύστακα σ’ εκείνη τη στερνή περίσταση. Η αλήθεια, επιπλέον, είναι ότι είχε πιει μόλις μισό ποτήρι σαμπάνια κι ότι, αντίθετα, είχε φάει τη σούπα με τα ζυμαρικά, δύο πιάτα κοθίδο και τρία γεμιστό κοτόπουλο, και δεν είχε αρχίσει την επίθεση στα γλυκά γιατί ξαφνικά είχε πέσει ξερός. Με το δεξί μου χέρι πίσω από την πλάτη του μέχρι τη μασχάλη, από όπου τον κρατούσα, και με το αριστερό του μπράτσο γύρω από το λαιμό μου και πιάνοντάς τον από το χέρι για να μην πέσει, τον μετέφερα στο δωμάτιο που μοιραζόμασταν. Τον κάθισα σε μια καρέκλα, με το κεφάλι πάνω στο γραφείο, μην ξέροντας αν έπρεπε να περάσω από τη δοκιμασία να τον γδύσω και να του φορέσω την πιτζάμα. Αλλά ήταν προφανές πως έπρεπε να το κάνω αν ήθελα να συνεχίσω να προσποιούμαι, με κάποια πειστικότητα, ότι όλα συνέχιζαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αν τον έβαζα ντυμένο στο κρεβάτι δεν θα μπορούσαμε να υποκρινόμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα. Έτσι, λοιπόν, άρχισα το έργο μου με όλη την αδεξιότητα της πρώτης φοράς. Μόνο όποιος έχει ντύσει ή έχει γδύσει ένα νεκρό ξέρει πόσο δύσκολο είναι, γιατί όλα και κάθε ένα από τα μέλη του έχουν αυτό που, πολύ εύστοχα, αποκαλείται νεκρική ακαμψία και όταν έχεις πιστέψει πως επιτέλους έβαλες το ένα χέρι στο μανίκι όλο το σώμα γέρνει προς την αντίθετη πλευρά και πρέπει να το μετακινήσεις όπως μπορείς −με το στήθος σου, το πόδι σου, την πλάτη σου− για να συνεχίσεις: το άλλο μανίκι, το δεξί μπατζάκι, το αριστερό μπατζάκι…
            Βγήκα από το δωμάτιο μούσκεμα στον ιδρώτα. Στην τραπεζαρία με περίμεναν ο μπαμπάς και η μαμά με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, ικετεύοντάς με με τα μάτια να μην τους βγάλω ακόμα από την πλάνη τους. «Κοιμήθηκε αμέσως», είπα. Ξεφύσησαν ανακουφισμένοι. «Είναι που ’χε φάει πολύ», είπε η μαμά που βρισκόταν σε τέτοια ένταση ώστε να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι καινούργιο. «Και ήπιε πολύ. Ένα μπουκάλι σαμπάνια ήπιατε οι δυο σας!». Ήταν ο μπαμπάς αυτός που υπερέβαλε. «Αν κοιμηθεί τώρα μετά θα νιώσει καλύτερα», είπε η μαμά. «Αλλά θα ξυπνήσει την ώρα που θα ’πρεπε να πάει για ύπνο και τότε δεν θα κοιμηθεί το βράδυ», διαμαρτυρόταν ο μπαμπάς. «Και τι έγινε;», απάντησε η μαμά, «το σημαντικό είναι να κοιμηθεί τώρα».
            Όταν κλείστηκα στο δωμάτιο, κάθισα δίπλα στον αδελφό μου και καθώς το πρόσωπό του ήταν ήρεμο έμοιαζε σαν να υπήρχε ακόμα πιθανότητα να ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή και να πει: «Εντάξει, αρκεί, τέρμα τα αστεία. Το χάψατε, έτσι δεν είναι;». Ήταν πάνω στο κρεβάτι φορώντας την πιτζάμα με τις μπλε ρίγες και έχοντας τα μάτια ανοιχτά. Του τα έκλεισα. Κανείς δεν κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά. Το δέρμα του ήταν κρύο. Και χλομό; Όχι πολύ. Στις οκτώ και κάτι θεώρησα ότι πια είχα περάσει αρκετό χρόνο μαζί του. Και στο κάτω κάτω, προς τι όλα αυτά; Πήγα στην τραπεζαρία για να ανακοινώσω πως ο Τόνι δεν θα δειπνούσε. Η μαμά σήκωσε το δάχτυλό της σαν να ήμουν εγώ ο φταίχτης: «Στο ’χα πει εγώ πως παραέφαγε». «Δεν είναι μόνο ότι παραέφαγε. Ένα μπουκάλι σαμπάνια ήπιανε οι δυo τους!», έλεγε ο μπαμπάς, εμμένοντας στο να μας επιστήσει την προσοχή στους κινδύνους του οινοπνεύματος που είχαν οδηγήσει στον τάφο το μικρό του αδελφό. Κάθισα και έφαγα τέσσερα κομμάτια τουρόν, δεν είχα περισσότερη όρεξη. Μετά επέστρεψα στο δωμάτιο, παρατήρησα για μια στιγμή τον Τόνι, έβαλα την πιτζάμα μου, χώθηκα στο κρεβάτι και άρχισα να διαβάζω. Στις έντεκα και κάτι ήρθαν ο μπαμπάς και η μαμά να μας πούνε καληνύχτα. Πιασμένοι χέρι-χέρι διαγράφονταν στο παραλληλόγραμμο φωτός της πόρτας αλλά δεν αποφάσιζαν να μπουν. Αντιλήφθηκα πως ξαφνικά έδειχναν πιο γερασμένοι και πιο εύθραυστοι. Μας έδωσαν ένα φιλί. Πρώτα στον Τόνι και έπειτα σε μένα. Η μαμά τον σκέπασε με την κουβέρτα και το σεντόνι μέχρι το σαγόνι. Σε μένα απευθύνθηκε χαμηλόφωνα για να μην τον ξυπνήσει: «Σβήσε το φως γιατί με τόσες φωταψίες δεν θα μπορεί να κοιμηθεί καλά».
            Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο, περισσότερες ώρες απ' ότι φανταζόμουν κι όταν ξύπνησα με έφερε σε αμηχανία το γεγονός ότι βρήκα τον Τόνι ακριβώς όπως τον είχα αφήσει. Η ίδια στάση, το ίδιο χέρι πάνω στην άκρη του σεντονιού. Αλλά πώς αλλιώς έπρεπε να τον είχα βρει; Τι περίμενα; Να είχε αλλάξει πλευρό μέσα στον ύπνο του νυχτιάτικα και όλα να είχαν αποδειχτεί μια χριστουγεννιάτικη παραζάλη; Άφησα για άλλη μέρα την υποχρέωση να τον κάνω μπάνιο και τον έντυσα αμέσως, πριν ντυθώ εγώ. Οι χθεσινές προσπάθειες για να τον γδύσω και να του βάλω την πιτζάμα επαναλήφθηκαν τώρα για να του βγάλω την πιτζάμα και να τον ντύσω. Ίδρωσα τόσο πολύ που ήμουν εγώ αυτός που έκανε μπάνιο στα γρήγορα όταν τελειώσαμε. Στην τραπεζαρία ο μπαμπάς και η μαμά μάς υποδέχτηκαν μ’ ένα χαμόγελο στο οποίο συνυπήρχαν η ευγνωμοσύνη και η προσμονή. Η μαμά έκρινε πως ο Τόνι έδειχνε να είναι καλύτερα.
            Κάθε μέρα που περνούσε τον έντυνα και τον ξέντυνα όλο και πιο γρήγορα και σύντομα κατάφερα να κάθεται στην καρέκλα και να σηκώνεται με αξιοπρεπή φυσικότητα, και ακόμα να του διαγράφεται κάποιο χαμόγελο ή να σηκώνεται ειρωνικά το δεξί του φρύδι. Πέρασα τις δύο βδομάδες των διακοπών σπίτι, βυθισμένος στα εγχειρίδια ταρίχευσης του μπαμπά. Το να τον πάω στο σχολείο ήταν πιο περίπλοκο: κατ’ αρχήν, ήταν δύσκολο να τον ανεβάζω στο λεωφορείο δίχως να πέφτει κάθε τρεις και λίγο και δίχως να μοιάζει ότι κουβαλάω ένα μεθυσμένο. Αλλά κάθε μέρα που περνούσε τα κατάφερνα καλύτερα. Οι χειρότερες μέρες ήταν εκείνες που δεν έβρισκα άδειο κάθισμα κι έπρεπε να τον στηρίζω συνεχώς, στα κρυφά, με το δεξί μου χέρι πίσω από την πλάτη του κρατώντας τον από τη μασχάλη και με το αριστερό του μπράτσο γύρω από το λαιμό μου έτσι ώστε πιάνοντας το χέρι του να κατορθώνω να μην μου πέφτει στις στροφές. Στο σχολείο, πήγαινα πρώτα εκείνον στην τάξη του και τον κάθιζα στο θρανίο του, εξηγούσα ότι είχε ζαλιστεί και ότι θα συνερχόταν αμέσως και μετά πήγαινα εγώ στη δική μου. Αν με ρώταγαν τους μιλούσα για τις ζαλάδες που υπέφερε από μικρός και που τώρα ήταν όλο και πιο επίμονες. Ευτυχώς ο Τόνι πάντα ήταν ένα σιωπηλό παιδί που ποτέ στη ζωή του δεν είχε σηκώσει το χέρι στην τάξη για να απαντήσει σε κάποια ερώτηση. Η σχολική μαζικοποίηση ανέλαβε τα υπόλοιπα. Με καμιά πενηνταριά μαθητές ανά αίθουσα, αν είσαι χαμηλών τόνων, είναι εύκολο να περάσεις απαρατήρητος.
            Ένα μεσημέρι βγήκα από το μάθημα των μαθηματικών για να πάω να τον πάρω και ανακάλυψα πως έλειπε. Ένας συμμαθητής του, που μάζευε ακόμα τα βιβλία του από ένα θρανίο στην άλλη άκρη της τάξης, μου ’πε πως τον είχαν πάει στο ιατρείο του σχολείου. Τον βρήκα σ’ ένα ράντζο. Ο υπεύθυνος του ιατρείου μου ’πε πως έπρεπε να ανακαλύψουμε το γιατί όλων αυτών των λιποθυμιών μην τυχόν και είχε αναιμία: «Θα έπρεπε να του κάνετε μια εξέταση αίματος». Του είπα ότι συμφωνούσα κι από τότε δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα. Σταδιακά όλο και βελτιωνόταν ο τρόπος με τον οποίο τον έκανα μπάνιο και τον ξύριζα. Τώρα ανεβαίνω μαζί του στο λεωφορείο και στο μετρό με μεγάλη ευχέρεια. Πολύ συχνά βλέπω το ίδιο όνειρο: ο νεκρός είμαι εγώ αλλά δεν το ξέρω και προκειμένου να μην πάθω σοκ ο αδελφός μου προσποιείται πως είναι εκείνος ο νεκρός και στο μεταξύ, κρύβοντας την αλήθεια, με πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο. Είναι αυτός που, περνώντας το χέρι του πίσω από την πλάτη μου, με στηρίζει και με κάνει να τα βολεύω με την καθημερινή ρουτίνα. Είναι ένα όνειρο που με κάνει ευτυχισμένο και με βοηθάει να τα βγάζω πέρα σε αυτή την πολύπλοκη κοινή μας ζωή. Υπήρξε, η αλήθεια είναι, μια δύσκολη στιγμή: όταν βρήκε φιλενάδα, την Τερέσα, μια κοπέλα η οποία εκτιμά ιδιαίτερα σ’ αυτόν το ότι ξέρει να ακούει, πράγμα καθόλου συνηθισμένο στους άλλους άντρες, λέει. Μου φάνηκε πως δεν θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα. Κυρίως όταν αποφάσισαν να πάνε να ζήσουν μαζί και χρειάστηκε να την πείσω για τους αναπόφευκτους λόγους −που μου κατέβηκαν εκείνη την ώρα− για τους οποίους έπρεπε κι εγώ επίσης να πάω να ζήσω μαζί τους.
            Έξι χρόνια αργότερα πέθανε η μαμά κι ύστερα από λίγους μήνες ο μπαμπάς, που δίχως εκείνη έλειωσε σαν παγωτό στον αυγουστιάτικο ήλιο. Σκέφτηκα πως, αφού είχαν πεθάνει οι γονείς μας, επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή να πάψω να υποκρίνομαι. Αλλά το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι και στο τέλος δεν το τολμάω. Εν μέρει γιατί αυτή η πεισματική αφοσίωση στον αδελφό μου, το να ζω μέσα από ένα άλλο πρόσωπο, μ’ έχει γλιτώσει όλα αυτά τα χρόνια από το να πρέπει να σχετίζομαι πολύ με τον κόσμο, από το να πρέπει να είμαι πράγματι ο εαυτός μου, και εν μέρει για την Τερέσα που δεν ξέρω αν θα άντεχε να μάθει την αλήθεια.


Ο Κιμ Μονζό γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1952. Θεωρείται, μαζί με τον Σέρζι Πάμιες, από τους κορυφαίους σύγχρονους διηγηματογράφους της καταλανικής γλώσσας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν το μυθιστόρημά του Το μέγεθος της τραγωδίας (μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός) και η συλλογή διηγημάτων Το γιατί για καθετί (μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου). 



    Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου