Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Ana Strulia: La intrusa

 

Ana Strulia  

 

La intrusa

 

Una mañana me desperté y no recordaba nada. Acababa de abrir los ojos y antes de que me diese tiempo a preguntarme cuál era esta desconocida habitación y cómo había llegado aquí, la puerta se abrió y entró apresuradamente una Señora desaliñada –llevaba la ropa puesta de tal modo que no alcanzabas a comprender si había dormido con ella o si se había vestido para salir– la cual, con sorprendente seguridad, me dijo alterada: “¡Levántate rápido, Ana! ¿Qué estás haciendo?, vas a llegar tarde.”

Sin darme tiempo a reaccionar, desapareció dando un portazo; sin embargo, yo había conseguido ya un primer dato sobre mi persona, que me llamaba Ana, y que por algún motivo debía apresurarme. Esto último me provocó un cierto malestar. Habría preferido haber tenido el tiempo suficiente para curiosear la habitación.

Tal y como venían las cosas, no tenía tiempo para mucho. Me levanté rápidamente, eché una mirada apresurada al espejo y abrí el armario para vestirme. Me puse una blusa y un pantalón, cogí también un abrigo y abrí la puerta.

Antes incluso de llegar al rellano, la misma Señora apareció por mi izquierda y, con la misma premura de antes, sin esperar ni un instante, me gritó: “¿Qué quieres que te tenga para almorzar? Y no se te ocurra tardar; te lo tiene dicho el médico: tienes que descansar.” Su voz me llegaba ahora desde la derecha.

Estaba ya en el piso superior. Ventanales por todas partes y frente a mí un sofá con una mesita – la salita. Estuve un tiempo preguntándome si debía girar a la izquierda o a la derecha, pero de nuevo sabía que a la izquierda estaba la cocina, y que debía irme.

Así pues, me dirigí a la derecha y, tras dos o tres pasos, me encontré en un enorme salón: Al frente un comedor, al fondo dos sofás y, más allá, en el rincón de la izquierda, un piano. Al lado de este estaba la puerta del balcón y junto a ella la de la salida. “Una pena que no tenga tiempo para enterarme de si sé tocar el piano”, pensé. “Y lo peor es no saber por qué tengo que darme prisa”. La Señora, por supuesto, no estaba por ninguna parte. “Debe de estar en la terraza” pensé, “de todos modos, no puedo arriesgarme. Mejor irme ahora que estoy a tiempo”.

Fui directamente hacia la salida y, antes de abrir la puerta, me detuve para gritar “Me voy”, sin obtener respuesta. Me subí al ascensor y le di al botón de la planta baja.

Cuarto piso. “Así que estaba en el quinto”. Conforme iba bajando pisos, pensé: “¿Por qué me alegro de haber escapado, si no sé de qué ni a dónde iré ahora? ¿Por qué huyo? No sé el motivo pero he de volver… Ya que me esperan...”

Del ascensor salí al pasillo del edificio, y busqué en mis bolsillos. Ni papeles, ni dinero, ni nada de nada. Ni siquiera sabía en qué ciudad y en qué país me encontraba. Me decidí: “Voy a volver y lo preguntaré.”

Me subí al ascensor y le di al botón del quinto. Me sentí inquieta mientras subía. Me avergonzaba molestar de nuevo a la ocupada Señora, que tanto se preocupaba de que llegase a tiempo, pero no me quedaba otra opción. Estaba ahora enfrente de la única puerta de la quinta planta. No había ni nombre ni mirilla; nada, únicamente el timbre. Llamé y esperé. Tras unos segundos se escucharon unos pasos apresurados, y la puerta se abrió. Entré y vi la espalda de la Señora conforme se alejaba rauda, casi corriendo. Temí que desapareciese de nuevo. “Eeeh…”, dije, corriendo yo también tras ella.

“¿Por qué has vuelto?” me gritó sin detenerse. Estábamos ya en la salita y corríamos hacia la cocina. “Un momento”, le grité y al instante me arrepentí. “Lo he dicho demasiado fuerte”, pensé, y me sentí peor que antes. Se detuvo, se giró hacia mí y me miró. Tenía los ojos enrojecidos y brillantes. “¿Qué ha pasado ahora? ¿Qué se te ha olvidado?”, me preguntó enfadada, y parecía a punto de marcharse. Tragué saliva. Le dije insegura: “Perdona, ¿pero quién eres?”

Bajó la vista y se dejó caer sobre el sillón. Por un momento pareció calmarse. Pero solo por un instante. Después volvió a enfurecerse y me gritó enfadada: “¿No crees que esto está durando demasiado? ¡BASTA YA! ¡BASTA! Tienes que olvidar ya y seguir adelante. Imagina, chiquilla, que un día despiertas y has dejado todo atrás. Imagina que un día despiertas y no recuerdas nada.” 

 

Fuente: Planódion-Bonsái, 30/08/2022.

 

Ana Strulia (Volos, 1983). Estudió Filología en Salónica (Universidad Aristóteles de Salónica), Lingüística (Máster, París 8) y Antropología de la Educación en París (Máster, París 5) y Edición de Textos (Fundación Cultural del Banco Nacional de Grecia) y Bellas Artes en Atenas (Máster, Facultad de Bellas Artes de Atenas), donde vive y trabaja.

 

Traducción: Alejandro Laguna López

Revisión: Rafael Herrera – Konstantinos Paleologos

 

 

La presente traducción es producto de las clases de Traducción Literaria que imparte Konstantinos Paleologos en la Facultad de Letras de la Universidad Aristóteles de Salónica, curso 2022/23.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Βιβλιοκριτική του Αντώνη Ν. Φράγκου για το Εκείνη μπήκε από το παράθυρο του μπάνιου του Élmer Mendoza

 

Εκεί όπου οι σφαίρες σφυρίζουν διαρκώς

  2’

07.10.22 17:00

Αντώνης Ν. Φράγκος, Η ΑΥΓΗ, 7/10/2022

 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣ

 

Γέννημα θρέμμα περιοχής εκ των πλέον εγκληματικών του Μεξικού, την Πολιτεία της Σιναλόα, ο Έλμερ Μεντόσα είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της περιοχής. Άρχισε να γράφει εδώ και 23 χρόνια, ενώ το παρθενικό του «Un asesino solitario» επαινέθηκε από τους κριτικούς ως η πρώτη δουλειά που έθετε με ακρίβεια γλαφυρού ντοκιμαντέρ τη δράση των διαφόρων καρτέλ ναρκωτικών στη χώρα του. Ήταν, όμως, το 2008 με τις «Ασημένιες σφαίρες» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) που κέρδισε το αναγνωστικό κοινό του πολιτικού νουάρ. Σε αυτό πρωτοεμφανίζεται ο ιδιόμορφος αστυνομικός επιθεωρητής Ζερβοχέρης Μεντιέτα.

Στο τελευταίο πόνημα του Μεντόσα «Εκείνη μπήκε από το παράθυρο του μπάνιου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) -σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου - πρωταγωνιστεί και πάλι ο Μεντιέτα. Η ιστορία άρχεται με την αποφυλάκιση, είκοσι έτη μετά, του αρχιμαφιόζου Σεμπαστιάν Σαλσίδο - με το καλλιτεχνικό «Σικελός». Ακριβώς τότε δολοφονείται ο πρώην αστυνομικός διοικητής Χεράρδο Μανρίκε -από τους ελάχιστους αδιάφθορους στο Σώμα- ο οποίος και είχε συλλάβει τον γκάγκστερ. Ο Ζερβοχέρης -τίμιος και αυτός- τίθεται επικεφαλής στο κυνήγι του υπαίτιου καθώς όλες οι υποψίες φωτογραφίζουν τον Σαλσίδο. Τα πράγματα είναι αρκούντως δύσκολα, διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με το πανίσχυρο καρτέλ του Μεξικάλι.

Παράλληλα με αυτή την υπόθεση ο επιθεωρητής οφείλει να φέρει σε πέρας την τελευταία επιθυμία του 86χρονου Ρικάρδο Φαβέλα, βαριά άρρωστου, με μια εβδομάδα ζωής, στο νοσοκομείο: να δει για τελευταία φορά τη γυναίκα με την οποία έζησε έναν σφοδρό έρωτα δύο δεκαετίες πριν. Δεν γνωρίζει το όνομά της, ούτε καν πού βρίσκεται. Όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου -δανεισμένος από το τραγούδι των Beatles «She came through the bathroom window»-, εισήλθε ξαφνικά μια ωραία πρωία από το παράθυρο του μπάνιου και επί ενάμιση χρόνο δεν χόρταιναν ο ένας τον άλλον. Ο στρατός του Σικελού, κυρίως από πρώην και εν ενεργεία αστυνομικούς και επαγγελματίες μισθοφόρους, κατέχει όπλα τελευταίας τεχνολογίας, τεθωρακισμένα και ελικόπτερα. Συνηθίζει δε να επιτίθεται μέρα μεσημέρι στους αντιπάλους του.

Ο Ζερβοχέρης στρατολογεί μια ομάδα που δεν διαφέρει και πολύ από τους απέναντι. Πρόκειται, κυριολεκτικά, για πόλεμο τοπικής έκτασης με εκατόμβες πτωμάτων και τραυματιών. Και ενώ οι σφαίρες σφυρίζουν γύρω του, ο συνεπής ήρωας αναγκάζεται να ζητήσει την αρωγή της αμφισεξουαλικής μαφιόζας Σαμάντα Βαλντές του καρτέλ του Ειρηνικού. Η οποία, φυσικά, επιδιώκει να διαλύσει το συνδικάτο του Σαλσίδο προσφέροντας έτσι το στράτευμά της στην προστασία του Ζερβοχέρη.

Τώρα, στο σκηνικό που στήνει ο Μεντόσα η βία κυριαρχεί, αποτελεί τρόπο ζωής πολυάριθμων φτωχών ανθρώπων που έτσι επιβιώνουν καθημερινά, βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό στην ανέχεια και στην πλήρη εγκατάλειψη της όποιας δημόσιας υποστήριξης. Η πλοκή γνωρίζει συνεχείς κορυφώσεις και λουτρά αίματος λούζουν τις εικόνες του αναγνώστη. Γρήγοροι διάλογοι, ποτισμένοι με κυνικό χιούμορ -διάχυτη η χρήση αργκό-, ζοφερή ατμόσφαιρα, αποκαλυπτική για την κοινωνία του Μεξικού· η ζωή εκεί δεν έχει και μεγάλη αξία.

 

INFO

Έλμερ Μεντόσα

Εκείνη μπήκε από το παράθυρο του μπάνιου

Μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Σελίδες: 230

Τιμή: 15,26 ευρώ

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

Juego amoroso / Ερωτικό παιχνίδι

                                           Blanca Varela


                                        Juego amoroso


Las manos a la altura del aire

a dos o tres centímetros del vacío

no se mirará nada preciso

la polvareda que pasa

el inesperado cortejo de plumas

arrancadas al vuelo

la nubecilla rosada y tonta

que ya no es

el cierraojos y el ábrelos

en la breve opacidad

de una luz que no se ve

y el sueño pies de goma

y azules y brillantes

las estrellas

rientes

párpado sobre párpado

labio contra labio

piel demorada sobre otra

llagada y reluciente

hogueras

eso haremos a solas

 

Blanca Leonor Varela Gonzales (Lima10 de agosto de 1926 - Lima, 12 de marzo de 2009) fue una poeta peruana, considerada como una de las voces poéticas más importantes del género en América Latina.


>.<>.<

 

Μπλάνκα Μπαρέλα

 

Ερωτικό παιχνίδι

Τα χέρια στο ύψος του αέρα

δύο με τρία εκατοστά απ’ το κενό

δεν θα κοιτάζουμε κάτι συγκεκριμένο

τον κουρνιαχτό που έχει σηκωθεί

την απρόσμενη ερωτοτροπία των φτερών

που σκορπίζουν μαδημένα από την πτήση

το χαζό ροζ σύννεφο

που δεν υπάρχει πλέον

το κλεισεταμάτια και το άνοιξέτα

στο φευγάτο θάμπος

ενός φωτός που δεν διακρίνεται

και το όνειρο με λαστιχένια πόδια

και μπλε και λαμπερά

τα γελαστά

άστρα

βλέφαρο πάνω σε βλέφαρο

χείλι πάνω σε χείλι

δέρμα αργοπορημένο πάνω σε άλλο

πληγωμένο και απαστράπτον

πυρές

αυτές θ’ ανάψουμε κατά μόνας.

 

Η Μπλάνκα Λεονόρ Μπαρέλα Γκονσάλες (Λίμα, 10 Αυγούστου 1926 - Λίμα, 12 Μαρτίου 2009). Περουβιανή ποιήτρια, από τις σημαντικότερες φωνές της Λατινικής Αμερικής.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Βιβλιοκριτική του Κωνσταντίνου Καλύβα για Τα άγια νήπια του Miguel Delibes

 

Λέξεις που μυρίζουν γη και ιδρώτα

 

Κωνσταντίνος Καλύβας*




Δεν είναι σκληρή η γη για τους αγρότες, αλλά τα αφεντικά τους –

είναι ωμή και πολύπλοκη η σχέση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.

 

Ο Μιγκέλ Ντελίμπες (1920-2010) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της μετεμφυλιακής λογοτεχνίας της Ισπανίας, βραβευμένος με το Βραβείο Θερβάντες, την υψηλότερη διάκριση των ισπανικών γραμμάτων. Στα μέσα του φθινοπώρου που μας πέρασε κυκλοφόρησε, από τις προσεγμένες και πάντα ποιοτικές στην επιλογή των τίτλων τους Εκδόσεις Ποταμός, ένα δεύτερο μυθιστόρημά του –μετά τον αριστουργηματικό πολυφωνικό μονόλογο «Πέντε ώρες με τον Μάριο»–, το «Άγια νήπια», σε μετάφραση για ακόμα μία φορά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Ο συγγραφέας, με καταγωγή από το Βαγιαδολίδ, ζωγραφίζει ένα κριτικό πορτρέτο των κοινωνικών ανισοτήτων επί της δικτατορίας του Φράνκο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το «Άγια νήπια» είναι ένα βραδυφλεγές μυθιστόρημα, γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, από τα πιο δημοφιλή του Ντελίμπες, με σκηνές (ή βιβλία όπως χωρίζει τα κεφάλαια ο συγγραφέας) από τη ζωή μιας οικογένειας φτωχών αγροτών κάτω από τον ζυγό ενός πλούσιου γαιοκτήμονα αριστοκράτη.

Ο Ντελίμπες, με φόντο την επαρχία της Εστρεμαδούρα, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Πορτογαλία, αφηγείται την ιστορία της οικογένειας του Πάκο και της Ρέγουλα, η οποία ζει μέσα στην απόλυτη φτώχεια και την πλήρη υποτέλεια προς τον αφέντη της, τον «κύριο Ιβάν», έναν αριστοκράτη από τη Μαδρίτη με εμμονή για το κυνήγι. Από την οικογένεια του Πάκο ξεχωρίζει ο αδερφός της Ρέγουλα, ο Αζαρίας, ένας εξηντάχρονος με νοητική αναπηρία, παθιασμένος με την ανατροφή πουλιών και θαυμασμό για το πέταγμά τους.

Υπερασπιστής της λογοτεχνικής οικονομίας, ο Ντελίμπες καταφέρνει με μεγάλη μαεστρία να εμβαθύνει στην πραγματικότητα της Ισπανίας στα μέσα του 20ού αιώνα και να αναδείξει την ωμή και πολύπλοκη σχέση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Καταγγέλλει τον ζυγό των φτωχών αγροτών από τους αριστοκράτες, δημιουργώντας τον χαρακτήρα του εγωιστή αριστοκράτη Ιβάν, ο οποίος συμπεριφέρεται στους αγρότες σαν να είναι άγρια ζώα· και είναι αδύνατο να τον συμπαθήσει ο αναγνώστης. Παράλληλα, τρέφει συμπάθεια προς τους υποτελείς που ποτέ δεν μπορούν να αρνηθούν τις διαταγές του κυρίου τους. Στο βιβλίο αναπτύσσονται θέματα όπως ο αναλφαβητισμός των φτωχών, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η σχέση μεταξύ Εκκλησίας και πλούσιων γαιοκτημόνων, οι ταπεινώσεις που υφίστανται καθημερινά οι υπηρέτες και το τι σήμαινε να υπάρχει στην οικογένεια ένα άτομο με αναπηρία.

Τα «Άγια νήπια», πλάσματα που τα αδίκησε η φύση και τα φωτίζει με θείο φως ο συγγραφέας, εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1981 και το 1984 μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον Μάριο Καμούς, με τους πρωταγωνιστές του να αποσπούν από κοινού το πρώτο βραβείο. Στο σύνολό του το βιβλίο είναι μια ισχυρή κριτική της κοινωνικής πραγματικότητας που επέβαλε το καθεστώς του Φράνκο και βασιζόταν στην ευνοϊκή θέση των ισχυρών και στην ενθάρρυνση της υποταγής των κατώτερων τάξεων μέσω της καταστολής και της βίας. Είναι επίσης απαραίτητο να τονιστεί η γνώση του συγγραφέα για τον αγροτικό κόσμο αλλά και το ταλέντο του στη δημιουργία χαρακτήρων, καθιστώντας αδύνατο να μη νιώσει ο αναγνώστης τον πόνο των ταπεινών και αποστροφή προς τους αριστοκράτες.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα του Ντελίμπες είναι πλούσια, άμεση, γεμάτη με ρυθμό και η απουσία στίξης μαζί με τις συχνές επαναλήψεις μπορούν να δώσουν τη μορφή και την όψη ενός πεζού ποιήματος. Δεν έχω διαβάσει το πρωτότυπο στα ισπανικά, όμως είμαι σίγουρος ότι ο μεταφραστής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έχει κάνει καταπληκτική δουλειά και η μετάφρασή του διατηρεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Ντελίμπες μάστορα στην τέχνη του λόγου.

Το «Άγια νήπια» ανήκει σ’ εκείνο το είδος μυθιστορήματος που σημαδεύει όποιον αποφασίσει να το διαβάσει. Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα των ισπανικών γραμμάτων.

 

* Αναγνώστης λογοτεχνίας, πτυχιούχος τμήματος Μηχανικών Πληροφορικής

 

Εφημερίδα των Συντακτών, 06 Αυγούστου 2022




Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

2ο Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης ΛΕΑ: Ανακοίνωση βραβευθέντος μεταφραστή/μεταφράσματος

 

2ο Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης ΛΕΑ

Απονομή του βραβείου στο νικητή 

 

Την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022, Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης, η κριτική επιτροπή για το 2ο Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης ΛΕΑ, με πρόεδρο τον νικητή του περσινού βραβείου, φιλόλογο και μεταφραστή Μιχάλη Κλαπάκι, και μέλη τον Βίκτορα Ιβάνοβιτς, φιλόλογο, μεταφραστή και συνταξιούχο καθηγητή πανεπιστημίου, τον Εδουάρδο Λουθένα, φιλόλογο και μεταφραστή, τη Λένα Ματσιώρη, ιστορικό και δημοσιογράφο και τον Μανώλη Πιμπλή, κριτικό λογοτεχνίας και διευθυντή του Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, ανακοίνωσε το όνομα του νικητή.

 

Το βραβείο απονεμήθηκε στον Κώστα Αθανασίου για την μετάφραση του έργου Φοβάμαι, Ταυρομάχε (Εκδόσεις Καστανιώτη) του Χιλιανού συγγραφέα Πέδρο Λεμεμπέλ.

 

Το Φοβάμαι, Ταυρομάχε είναι ένα πρωτοποριακό, διαχρονικό, ακόμα και «επικίνδυνο» βιβλίο για την εποχή του: η πόλη του Σαντιάγο τη δεκαετία του ογδόντα, η Χιλή του Πινοσέτ και, στο βάθος, ένα ιστορικό γεγονός, η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα και το κλίμα τρομοκρατίας που ακολούθησε, τα προάστια της πρωτεύουσας ως σκηνικό των συγκρούσεων. Φόβος αλλά και αντίσταση ταυτόχρονα.

 

Στα πρακτικά της, η αρμόδια επιτροπή τονίζει τη βαθιά γνώση και τη μεταφραστική άνεση του Κώστα Αθανασίου στη μετάφραση, δηλώνοντας πως αποτυπώνει με ακρίβεια την ριζοσπαστική γλώσσα του Λεμεμπέλ, το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του, αλλά κυρίως, με την επιλογή των λέξεων και των εκφράσεων,  κάνει οικείο έναν κόσμο που ενώ θεωρητικά είναι το περιθώριο, πρακτικά και ουσιαστικά ορίζει την ανεκτικότητα και  γι' αυτό, τα όρια μιας κοινωνίας. 

 

Τέλος, η κριτική επιτροπή προτείνει τόσο ο Κώστας Αθανασίου όσο και οι φιναλίστ μεταφραστές (βραχεία λίστα) να αποτελέσουν μέρος της επιτροπής για το 3ο Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης ΛΕΑ. Επιπλέον, και λόγω της μικρής ανταπόκρισης εκ μέρους των εκδοτών, η κριτική επιτροπή προτείνει για τις επόμενες εκδόσεις του Βραβείου ΛΕΑ, οι ίδιοι οι μεταφραστές να στείλουν αντίγραφο των μεταφράσεων τους στη διεύθυνση του Φεστιβάλ, σε περίπτωση που αυτό δεν έχει σταλεί ακόμη από τον εκδότη τους.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

2 ποιήματα του Πέδρο Βικούνια σε συλλογική μετάφραση // 2 poemas de Pedro Vicuña en traducción grupal

 

Pedro Vicuña / πέδρο βικούνια

 

 

La Rama de Mirto

 

χουσα θαλλόν μυρσίνης τέρπετο

Αρχίλοχος

Al final

todas las tintas

las manchas y las trazas

que uno deja en el papel
todos los diarios que uno escribe

todas las señas

las marcas en el muro

los pasos en silencio
son diarios de muerte.

La fatigosa lucha se desgasta

el insistente martillo

la duda impenitente
dejan su sombra en las cuartillas

en el garabato inane

en la raya absurda.


Solo esa rama de mirto

que juguetea airosa

y el pelo cayendo por la espalda
el eco de una voz en Sardes

caminando sobre el agua
aquello que uno ama
permanecen en el aire
en su rodar puro
sin propósito ni afán
en el tiempo
ignorando la sombra
la boca negra

de las sombras.


Το Κλαδί της Μυρτιάς

 

Έχουσα θαλλόν μυρσίνης ετέρπετο

Αρχίλοχος

 

Στο τέλος

όλο το μελάνι

οι μουτζούρες και τα ίχνη

που αφήνουμε στο χαρτί

όλα τα ημερολόγια που γράφουμε

όλα τα σημάδια

τα αποτυπώματα στον τοίχο

τα βήματα στη σιωπή

είναι ημερολόγια θανάτου.

 

Ο κοπιαστικός αγώνας εξαντλείται

το επίμονο σφυρί

η αδυσώπητη αμφιβολία

αφήνουν τη σκιά τους στις σελίδες

στην ανούσια καλικαντζούρα

στην αφηρημένη μολυβιά.

 

Μόνο αυτό το κλαδί μυρτιάς

που παιχνιδίζει αγέρωχο

και τα μαλλιά που χύνονται στην πλάτη

ο αντίλαλος μιας φωνής στις Σάρδεις

περπατώντας πάνω στο νερό

αυτό που αγαπάμε

παραμένουν στον αέρα

στο άδολο στροβίλισμά τους

δίχως σκοπό ούτε λαχτάρα

μέσα στο χρόνο

αγνοώντας τη σκιά

το μαύρο στόμα

των σκιών.


>.<>.<


Una Mar

 

Al fondo una mar pétrea.

 

No sabes de dónde

fluye un agua oculta

por entre las cavilaciones.

Ves las líneas rodando amargas

en un horizonte que se borra

y vuelve a su infinito

y otra vez se dibuja

en la memoria y se deshace

 

Sabor de algas en la piel

en el salitre de la piel

en su costra de siglos

como el casco de un naufragio

 

la caída proa la niebla inmóvil

Al fondo una mar pétrea

una ola inconclusa

Cada pedazo de tiempo

una sombra

una luna quebradiza

que se hunde y regresa

que se hunde y regresa

 

y luego la memoria cae

como el agua

rueda y cae

de pie sobre la nostalgia.

 

Al fondo una mar pétrea

 

  

Μια θάλασσα

 

Στο βάθος μια θάλασσα πέτρινη.

 

Δεν ξέρεις από πού

ρέει κρυφό νερό

ανάμεσα στους συλλογισμούς.

Βλέπεις τις γραμμές πικρές να κυλούν

σε έναν ορίζοντα που σβήνει

και επιστρέφει στο άπειρό του

και επανέρχεται

στη μνήμη και χάνεται

 

Γεύση από φύκια στο δέρμα

στην αρμύρα του δέρματος

στην προαιώνια κρούστα του

σαν σκαρί ναυαγίου

 

η γερμένη πλώρη η ασάλευτη ομίχλη

Στο βάθος μια θάλασσα πέτρινη

ένα κύμα ατελές

Κάθε θραύσμα του χρόνου

μια σκιά

ένα φεγγάρι εύθραυστο

που βυθίζεται και επιστρέφει

που βυθίζεται και επιστρέφει

 

κι έπειτα η μνήμη πέφτει

όπως το νερό

κυλάει και πέφτει

όρθια πάνω στη νοσταλγία.

 

Στο βάθος, μια θάλασσα πέτρινη. 

 

Η μετάφραση των ποιημάτων του Πέδρο Βικούνια είναι προϊόν εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης που συντόνισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με την παρουσία και τη συνεργασία του ποιητή, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος στο ΚΠΙΣΝ, στις 28 Σεπτεμβρίου 2022, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ, με τη συνεργασία της Πρεσβείας της Χιλής στην Αθήνα και του Κέντρου Ιβηροαμερικανικών Γλωσσών Abanico. Συμμετείχαν οι μεταφράστριες/ές: Κατερίνα Δημητροπούλου, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Λαμπρίνα Ιωάννου, Eduardo Lucena, Αλίκη Μανωλά, Ματίνα Μπίλια, Χρυσούλα Ξένου, Στέλλα Παναγοπούλου, Γεωργία Πατινιώτη, Σπυρίδων Χρηστάκης.