Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Μας περιμένει ο Γκοντό [μονόπρακτο]

 

ΟΛΓΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ / ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

 

 

Μας περιμένει ο Γκοντό

[μονόπρακτο]

 

Διάδρομος ορόφου μεσοαστικής πολυκατοικίας. Σκοτάδι. Ακούγεται το ασανσέρ να ανεβαίνει. Φτάνει στον όροφο. Ανοίγει την πόρτα μια γυναίκα αδιευκρίνιστης ηλικίας, κάπου μεταξύ 35 και 45. Φοράει ροζ μπουφάν, τζιν παντελόνι με σκίσιμο στο ένα γόνατο, άσπρα παπούτσια τένις. Ανάβει το φως του διαδρόμου και κοιτάζει τριγύρω σαν να θέλει να εντοπίσει κάτι. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται θόρυβος στη σκάλα. Κάποιο άτομο ανεβαίνει ασθμαίνοντας. Η γυναίκα με το ροζ μπουφάν έχει εντοπίσει την πόρτα που έψαχνε και κατευθύνεται προς αυτή. Δεν έχει προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, όταν ακούει μια λαχανιασμένη φωνή να μονολογεί πίσω της.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Τρίτος όροφος… Τα ιατρεία θα ’πρεπε να βρίσκονται στο ισόγειο. Δεν μας σκέφτονται κι εμάς τους κλειστοφοβικούς.

Ο άντρας ξεφυσάει. Προσπαθεί να πάρει ανάσες και ταυτόχρονα κοιτάζει τριγύρω σαν να ψάχνει κάτι. Ούτε που δίνει σημασία στη γυναίκα με το ροζ μπουφάν. Φοράει φόρμα της Μπαρτσελόνα και παπούτσια converse πράσινα. Είναι γύρω στα 55. Έχει κοιλιά μπυρόβιου. Η γυναίκα με το ροζ μπουφάν, εντωμεταξύ, έχει χτυπήσει το κουδούνι στην πόρτα που γράφει «Ιάκωβος Σ. Γκοντό, Ειδικός Παθολόγος».

ΕΚΕΙΝΟΣ: (Επιτέλους την αντιλαμβάνεται) Α, καλησπέρα… Κι εσύ… κι εσείς για τον γιατρό;

ΕΚΕΙΝΗ ανασηκώνει το δεξί της φρύδι.

ΕΚΕΙΝΗ: Προφανώς.

Η πόρτα ανοίγει με ένα άγγιγμα. Ένα συνηθισμένο, πλην όμως καλαίσθητο χωλ όπου κυριαρχεί ένας τεράστιος κόκκινος καλόγερος σε σχήμα δέντρου. Στο βάθος το καθιστικό, τα φώτα ανοιχτά. Δεν υπάρχει ψυχή. ΕΚΕΙΝΟΣ κλείνει την πόρτα πίσω του.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι ώρα έχετε ραντεβού;

ΕΚΕΙΝΗ κάθεται στον αναπαυτικό τριθέσιο δερμάτινο μαύρο καναπέ δίχως καν να τον κοιτάξει, ανασηκώνοντας πάλι το δεξί της φρύδι. Ισιώνει τα κορδόνια στα λευκά τενιστικά της παπούτσια.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Συγγνώμη, μάλλον δεν μ’ ακούσατε, τι ώρα έχετε ραντεβού;

ΕΚΕΙΝΗ: Φυσικά και σας άκουσα, δεν πολυγουστάρω, όμως, να πιάνω κουβεντούλα με αγνώστους.

Παύση.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Καλά, δεν σας ζήτησα να γίνουμε και κολλητοί, μια απλή πληροφορία που αφορά και τους δυο μας ζήτησα.

ΕΚΕΙΝΗ: Δεν παίρνουμε πάντα ό,τι ζητάμε, τόσα χρόνια έχουν περάσει από πάνω σας, ακόμη να το αντιληφθείτε; Και, τέλος πάντων, αν είστε ασθενής του κυρίου Γκοντό, οφείλατε να γνωρίζετε ότι δεν δουλεύει με ραντεβού. Οπότε… όποιος φτάσει πρώτος…

ΕΚΕΙΝΟΣ: Άρα, προηγούμαι.

ΕΚΕΙΝΗ: Σοβαρά; Για πείτε, μέρες έχω να γελάσω…

ΕΚΕΙΝΟΣ: Μπήκα πριν από εσάς στην πολυκατοικία, απλώς εσείς πήρατε το ασανσέρ.

ΕΚΕΙΝΗ: Α, να πούμε τότε στον Γκοντό να κάνει χρήση VAR

ΕΚΕΙΝΟΣ αντιλαμβάνεται την ειρωνική της διάθεση, αλλά δυσκολεύεται να την παρακολουθήσει.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι είναι αυτό;

ΕΚΕΙΝΗ: Χαχαχα, η φόρμα της Μπαρτσελόνα σάς μάρανε…

ΕΚΕΙΝΟΣ κάθεται σε μια από τις δύο μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες που βρίσκονται απέναντι από τον καναπέ.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Είναι του γιού μου, εγώ δεν παρακολουθώ ποδόσφαιρο, δεν παρακολουθώ κανένα άθλημα, τα απεχθάνομαι.

ΕΚΕΙΝΗ: Φαίνεται ότι δεν τα εξασκείτε κιόλας.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Αρχίσαμε το body shaming βλέπω… Έκτακτα. Θα μπορούσα να πω κι εγώ διάφορα για εσάς, αλλά είμαι κύριος, και ως τέτοιος σας παραχωρώ τη σειρά μου, μπείτε πρώτη στον γιατρό.

ΕΚΕΙΝΗ: Οκέι, μίλησε τώρα το κυρίαρχο αρσενικό… Κύριε της Μπαρτσελόνα Που-Δεν-Ξέρετε-Από-Ποδόσφαιρο, σ’ αυτό το ιατρείο μπήκα πρώτη εγώ, δεν μου παραχωρείτε τίποτα.

Παύση.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Βαριέμαι τις κουβέντες με όψιμες σουφραζέτες. Κάτι τέτοιες με έριξαν και στην ανάγκη του Γκοντό και του κάθε Γκοντό.

ΕΚΕΙΝΗ: Ήταν θέμα χρόνου να έρθει στην επιφάνεια και η τοξική ματσίλα. Ήμουν κάτι περισσότερο από σίγουρη.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Χαίρομαι που βρήκατε εμένα για να στρέψετε τα βέλη σας, αν είναι να τη γλιτώσει κάποιος άλλος, ας αποτελέσω εγώ τον σάκο του μποξ…

Παύση.

ΕΚΕΙΝΗ: Λοιπόν, κάθε φορά που ακούω κάτι τύπους σαν κι εσάς, χαίρομαι που αποφάσισα να μείνω μόνη.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Εμ, να που για όλα υπάρχει εξήγηση!

ΕΚΕΙΝΗ: Που πάει να πει…;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ε, χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει…

ΕΚΕΙΝΗ: Κακώς μπαίνω στη διαδικασία και σας απαντώ, αλλά μήπως είστε απ’ τους κάγκουρες που όταν δουν μια γυναίκα μόνη σπεύδουν να συμπεράνουν ότι κάποιος την έχει παρατήσει; Για τέτοιον σας κόβω.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Διόλου με αφορά η γνώμη σας για μένα.

ΕΚΕΙΝΗ: Και πολύ καλά κάνετε, γιατί άντε να βρείτε επιχειρήματα να την αντικρούσετε. Εκείνο που μου τη δίνει είναι…

Ακούγεται να χτυπάει το κινητό ΕΚΕΙΝΟΥ. Έχει για ρίνγκτόουν τη «Σκλάβα» με την Τζένη Βάνου. Κοιτάζει την οθόνη και δείχνει να νιώθει άβολα. Δεν απαντάει.

ΕΚΕΙΝΗ: «Παιδί μου παράξενο / παιδί μου περίεργο / παιδί μου ωραίο…». Μάλιστα, τ’ ακούσαμε κι αυτό… Και γιατί δεν απαντάτε στη… σκλάβα σας;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Μπορείτε να μην ασχολείστε μαζί μου, σας παρακαλώ; Ας έρθει επιτέλους η ώρα να σας δεχτεί ο κύριος Γκοντό, να τελειώνουμε.

ΕΚΕΙΝΗ: Η ώρα έχει έρθει και παρέλθει, πολύ το καθυστερεί το προηγούμενο ραντεβού.

Παύση.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Το περίεργο είναι ότι δεν ακούγονται φωνές από το εξεταστήριο. Λέτε να μην είναι μέσα ο γιατρός;

ΕΚΕΙΝΗ: Και ποιος μάς άνοιξε την πόρτα;  

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν ξέρω, εσείς μπήκατε πρώτη.

ΕΚΕΙΝΗ: Επιτέλους το παραδέχεστε…

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ωχ, τώραααα. Τα ’παμε αυτά, μην επανερχόμαστε. Στην ταμπακιέρα: ποιος μάς άνοιξε;

ΕΚΕΙΝΗ: Κανείς, θαρρώ. Άγγιξα ελαφρά την πόρτα και υποχώρησε.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Παράξενα πράγματα. Τέλος πάντων.

ΕΚΕΙΝΗ σηκώνεται και ισιώνει τα μπατζάκια του τζην της.

ΕΚΕΙΝΟΣ (Με τόνο που προσπαθεί ανεπιτυχώς να κρύψει την αδημονία του) Φεύγετε;

ΕΚΕΙΝΗ: Στην τουαλέτα πάω. Συγγνώμη που δεν σας ενημέρωσα προηγουμένως, η κύστη μου με κάνει να δρω παρορμητικά.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Απλώς νόμιζα ότι βαρεθήκατε να περιμένετε. Το μένος σας είναι μόνο για μένα ή έχετε απόθεμα και για την υπόλοιπη ανθρωπότητα;

ΕΚΕΙΝΗ: Α τσα, να και τα ουμανιστικά! Δηλαδή, μιλάει τώρα περί της ανθρωπότητας κάποιος που βαυκαλίζεται ότι έχει μια σκλάβα στη ζωή του;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Τραγούδι είναι, κυρία μου, ένα τραγούδι. Γιατί το κάνετε τόσο θέμα; Μήπως επειδή δεν σας έκανε ποτέ την τιμή να γίνετε σκλάβα του;

ΕΚΕΙΝΗ: Πάω τουαλέτα. Όταν επιστρέψω, να εύχεσαι να έχω ξεχάσει την παπαριά που είπες…

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πολύ γρήγορα περάσαμε στον ενικό…

ΕΚΕΙΝΗ φεύγει από κοντά του δίχως άλλη κουβέντα. Είναι έξαλλη. ΕΚΕΙΝΟΣ φαίνεται να απολαμβάνει το θέαμα της ζοχαδιασμένης γυναίκας που απομακρύνεται στον διάδρομο. Όταν μένει μόνος σηκώνεται και κατευθύνεται προς την πόρτα όπου βρίσκεται το εξεταστήριο του γιατρού. Κολλάει το αφτί του πάνω της. Του φαίνεται σαν να παίζει μουσική. Την ώρα που παίρνει απόφαση να χτυπήσει, ακούει τα βήματα ΕΚΕΙΝΗΣ να πλησιάζουν. Ξεκολλάει αμέσως από την πόρτα.

ΕΚΕΙΝΗ: Σκέφτηκες να χτυπήσεις και να μου πάρεις τη σειρά, βαρκελωνέζικο γαρδουμπάκι;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Εγώ;    

ΕΚΕΙΝΗ: Εσύ, εσύ! (και τον χτυπάει στο μάγουλο περιπαικτικά)

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ε όχι και να με αγγίζετε κιόλας, για σας παρακαλώ. Δεν σας το επιτρέπω! (Τα μάγουλά του κοκκινίζουν. Φουντώνει ολόκληρος)

ΕΚΕΙΝΗ: Χαλάρωσε και κάτσε, γιατί έτσι όπως κάνεις θα τον χρειαστείς μια ώρα αρχύτερα τον Γκοντό…

ΕΚΕΙΝΟΣ: (Σαν να ξαναθυμήθηκε το πού βρίσκεται) Μα τι κάνει τόση ώρα;

Ηχεί το τηλέφωνό του. Απορρίπτει την κλήση, εμφανώς αγχωμένος μην τυχόν και της δώσει λαβή για νέα σχόλια.

ΕΚΕΙΝΗ: Μου επιτρέπεις μια ερώτηση; Η ίδια η σκλάβα σε καλεί κάθε φορά ή έχεις πολλές;

ΕΚΕΙΝΟΣ: …

ΕΚΕΙΝΗ: Μην με κοιτάς έτσι, τη διάγνωσή μου για σένα την έχω κάνει απ’ την πρώτη στιγμή.

ΕΚΕΙΝΟΣ, άξαφνα, ξαπλώνει στον καναπέ.

ΕΚΕΙΝΗ: Μα τι κάνεις;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν περάσαμε στην ψυχανάλυσή μου; Ε, να κι εγώ, οριζοντιώθηκα.

Το βλέμμα ΕΚΕΙΝΗΣ πέφτει κατευθείαν στις κάλτσες ΕΚΕΙΝΟΥ, τυρκουάζ με φούξια χταποδάκια.

ΕΚΕΙΝΗ: Καλέ τι ωραίες καλτσούλες, δεν σου το ’χα. Μ’ αιφνιδίασες.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Θα υπάρξει άραγε κάποια πτυχή της ζωής μου που δεν θα τη σχολιάσετε;

ΕΚΕΙΝΗ: Έλα, μίλα μου κι εσύ στον ενικό, τόση ώρα είμαστε εδώ και, κατά πως φαίνεται, έχουμε μέλλον.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Όσος χρόνος και να περάσει, οικειότητα δεν θα αποκτήσουμε.

ΕΚΕΙΝΗ: «Χρόνος: η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας», έχει πει ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ.

ΕΚΕΙΝΟΣ την κοιτάζει εμβρόντητος.

ΕΚΕΙΝΗ: Ας συστηθούμε, λοιπόν: Καθηγήτρια Ιστορίας, ειδική στην περίοδο του Διαφωτισμού.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ιστορία; Το πιο απαίσιο μάθημα στο σχολείο.

ΕΚΕΙΝΗ: Γιατί οι σκλάβες περνούσαν σε δεύτερη μοίρα και δεν έχαιραν της αναγνώρισης που τους έπρεπε; (Γελάει σαρκαστικά)

ΕΚΕΙΝΟΣ: Όχι, γιατί μισούσα την παπαγαλία.

ΕΚΕΙΝH: Δεν το πιστεύω! Δεν περίμενα ότι θα συμφωνούσα μαζί σου έστω και για ένα nanosecond.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Είστε προπετής, γι’ αυτό.

ΕΚΕΙΝΗ: Θα συνεχίσεις το ψυχογράφημά μου και τον πληθυντικό; Ν’ αρχίσω κι εγώ το δικό σου; Λοιπόν… έτσι όπως σε κόβω, όταν πήγαινες σχολείο, πρέπει να μισούσες το μάθημα της Ιστορίας.

Παύση.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Μα τι ευχαρίστηση αντλείτε με το να μου κάνετε την έξυπνη;

ΕΚΕΙΝΗ: Έλα, τώρα… Θέλει και λίγη πλάκα η ζωή, λίγη ελαφρότητα, δεν νομίζεις;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Οι διαφωτιστές το έλεγαν κι αυτό;

ΕΚΕΙΝΗ: Όχι, ο Χορν στο Μια ζωή την έχουμε

ΕΚΕΙΝΟΣ: Βλέπεις παλιό ελληνικό κινηματογράφο;

ΕΚΕΙΝΗ: Άτσα, να κι ο ενικός!!! Όχι, τον απεχθάνομαι, μόνο βιντεάκια στο YouTube.

EKEINOΣ: Εγώ τρελαίνομαι για παλιό ελληνικό κινηματογράφο!

ΕΚΕΙΝΗ: Κατάλαβα, σου αρέσει το βασίλειο του μικροαστισμού και της κοινοτοπίας… Βρε, μέχρι και τη Γώγου κατάφεραν να την κάνουν να φαίνεται ηλίθια!

ΕΚΕΙΝΟΣ: Θα πω καμιά βαριά κουβέντα…

Δεν προλαβαίνει ο αναψοκοκκινισμένος ΕΚΕΙΝΟΣ να ολοκληρώσει τη φράση του και ακούγεται ένα κουδούνισμα στην εξώπορτα.

ΕΚΕΙΝΗ: Α, κι άλλος ασθενής. 

Δεύτερο κουδούνισμα. Κανείς δεν ανοίγει την πόρτα. Κοιτάζονται απορημένοι.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πάω ν’ ανοίξω.

ΕΚΕΙΝΟΣ ανοίγει την πόρτα, αλλά δεν βλέπει κανέναν. Κοιτάζει απορημένος προς ΕΚΕΙΝΗ, στο βάθος του καθιστικού.

ΕΚΕΙΝΗ: Πόσο σουρεαλισμό ν’ αντέξω η γυναίκα; Πρώτα εσύ, μετά ο κανένας στην πόρτα.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Αλίμονο, δεν θα ήμουν εγώ μέρος του προβλήματος;

ΕΚΕΙΝΗ: Σου το λένε συχνά, ε;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν μασάω, ευτυχώς περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που με υπολήπτονται και το δείχνουν παντοιοτρόπως.

ΕΚΕΙΝΗ: Έχω λόγους για να ψυχανεμίζομαι το αντίθετο, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Μα ποιος ήταν;

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πού να ξέρω; Τι κάνει κι αυτός ο Γκοντό; Είναι κανείς στο ιατρείο;

ΕΚΕΙΝΗ: Θα στοιχημάτιζα ότι κάποιος μάς κάνει πλάκα…

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν πάει άλλο, πάω να του χτυπήσω την πόρτα.

Ακούγεται ένα κλειδί να ανοίγει την εξώπορτα.

ΦΩΝΗ Α: Ρε μαλάκα, σου λέω ότι είχα αφήσει ανοιχτά επειδή ήξερα ότι δεν έχεις κλειδί. Ξέχασα και το κινητό μου στο εξεταστήριο, δεν ακούς τη μουσική;

ΦΩΝΗ Β: Εγώ κλειστή τη βρήκα, γι’ αυτό άρχισα να χτυπάω το κουδούνι.

ΦΩΝΗ Α: Δε βλέπεις και τα φώτα ανοιχτά; Κατέβηκα να πάρω έναν καφέ και να φέρω κι άλλες κούτες απ’ τ’ αμάξι. Ο μαλακοπίτουρας ο γιατρός δεν μου είπε ότι είχε ένα κάρο πράγματα.

Οι δύο άντρες μπαίνουν στο σαλόνι. Είναι μετρίου αναστήματος, γύρω στα 30. Φοράνε μπλε φόρμες εργασίας και κρατάνε κούτες μετακόμισης και κολλητικές ταινίες.

ΦΩΝΗ Α, ΦΩΝΗ Β, ΕΚΕΙΝΟΣ, ΕΚΕΙΝΗ: Ποιοι είστε εσείς; 

 

>.<>.<


Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Χάρτης, τεύχος 57, Σεπτέμβριος 2023 [https://www.hartismag.gr/hartis-57/theatro/mas-perimenei-o-ghkonto].

Διάρκεια: 12'

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

SOE, de Manuel Vázquez Montalbán / ΥΑΑ, του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν

 

Soe 
 
En la pared el rapto de las sabinas 
ocre y verde, desconchadas 
marcas de humedad, raídos 
tapizados de damasco clareados por el sol 
tardío en el balcón de hierro blanco 
por el polvo subían de la calle 
el rumor y el tufido de las fritangas, 
cabezas de corderos ciegos, pinchitos 
de chorizo, papas asadas, pimienta, 
mujeres en traje de chaqueta hablaban 
de la busca, alguien arrancaba 
un timbrazo único de aquella puerta 
de cristal opaco -lavajes-gomas- 
sífilis- las muchachas reían en la esquina 
las dos o tres palabras del albañil 
-restauraban la fachada de un bar 
casa Manolo- invitándolas a un carajillo 
entonces alguna mujer bostezaba, alguien 
comentaba la desusada tardanza del doctor, 
las hemorroides no sentaban a gusto 
a la mujer ballena que abría la sonrisa, 
antes en Cueva de Vera, cuando parecía 
una rosa sin oler, jamás supuso padecer 
un mal tan malo, señor, los médicos 
matan, yesos del seguro no cobran 
lo suficiente para matar con formalidades 
piadosas -señora, tiempo ha que no la veo 
siempre tan bella, doña Leonor, con Dios, 
por Dios, no hacía falta, el puro- 
en el pueblo un conejo, una gallina, entonces 
criaba su padre en el corral hasta corderos 
y los girasoles se burlaban del sol ahora, 
a esta hora del crepúsculo, él, volvía 
del esparto o de salinas de Terreros, lejos 
casi en Murcia, ahora peón de la construcción 
sindicado, naturalmente, el mayor trabaja 
en Pueblo Nuevo y el pequeño jugaba 
conmigo a marines americanos, Todos 
a una, anunciaba el cartel del cine Edén, 
algo más lejos, junto al bar, mal llamado Bar 
de las Putas Francesas, relleno de putas nacionales 
con permanentes aceitosas y avinagradas, hechas 
por una peluquera siempre o casi siempre 
llamada Pepita, a punto de casarse, manos 
de oro, hoy las peluqueras se forran 
las batas blancas de duros duros en papel 
pringoso, antes de la guerra había moneda 
metálica, se llevaron el oro, los dos hombres 
se miraban, antes de la guerra, antes de la guerra 
en el frente me mataron un hermano los rojos, 
el otro manoseaba la cartilla de asegurado. 
SOE, todos sufrimos, todos matamos, alguien 
recordaba una prima lejana deshonrada, 
los moros, tosía, tosía, el pañuelo, sangre, 
las madres nos hacían salir al descansillo, 
miraban el aire con temor, dicen que basta el aire 
y no se entiende cómo van sueltos por la calle 
los tuberculosos  
somos los tuberculosos 
los que más los que más nos divertimos 
y en todas nuestras reuniones 
arrojamos, arrojamos y escupimos 
llegaba 
el doctor con cara de incandescente ser planetario 
poseía el bien y el mal en un maletín negro, 
¿Qué hora es? alguien inusitadamente contestaba mil 
novecientos cuarenta y ocho, nos miraba, miraba 
el reloj, decía, mil novecientos cuarenta y ocho 
volvían a hacernos salir al descansillo ya veces 
la pregunta de alguna mujer oscurecida u hombres 
de trajes bicolores, sin corbata, nos hacían vagamente 
importantes, sí, aquella puerta, el Seguro Obligatorio 
de Enfermedad, obligatoria enfermedad, no lo sabíamos 
entonces, siquiera cuando el médico extendía el volante 
para los rayos equis, miraba de reojo aquella mancha 
de aceite en la cartilla y nuestra madre enrojecía 
nos daba un cachete y musitaba -estos niños, estos niños 


Manuel Vázquez Montalbán

Una educación sentimental, 1967


>.<>.<


ΥΑΑ[1] 

 

Στον τοίχο η αρπαγή των σαβίνων γυναικών

ώχρα και πράσινο, φολιδωτοί

λεκέδες από υγρασία, ξεφτισμένες

νταμάσκ ταπετσαρίες ξεθωριασμένες από τον ήλιο

του απογεύματος στο μπαλκόνι με την άσπρη από τη σκόνη σιδεριά

ανέβαιναν από τον δρόμο

θόρυβος και τηγανίλα,

τυφλά αρνίσια κεφαλάκια, καλαμάκια

από τσορίθο, ψητές πατάτες, πιπέρι,

γυναίκες με ταγιέρ μιλούσαν

για το καθημερινό αλισβερίσι, κάποιος αποσπούσε

ένα και μόνο κουδούνισμα από εκείνη την πόρτα

με το αδιαφανές τζάμι −πλύσεις-καπότες-

σύφιλη− τα κορίτσια γελούσαν στη γωνία

με τις δύο, τρεις κουβέντες του οικοδόμου

−ανακαίνιζαν την πρόσοψη ενός μπαρ

Κάσα Μανόλο− ήθελε να τις κεράσει καφέ με κονιάκ

τότε κάποια από τις γυναίκες χασμουριόταν, άλλος

σχολίαζε την ασυνήθιστη αργοπορία του γιατρού,

οι αιμορροΐδες δεν άφηναν να καθίσει άνετα

η γυναίκα φάλαινα με το πλατύ χαμόγελο,

παλιά στην Κουέβα δε Βέρα, όταν έμοιαζε με

ρόδο αμύριστο, ποτέ της δεν φαντάστηκε ότι θα υπέφερε

από ένα τόσο κακό κακό, κύριε, οι γιατροί

σκοτώνουν, και όσοι είναι του Δημοσίου δεν πληρώνονται

αρκετά καλά για να σκοτώνουν με καλούς τρόπους

−κυρία μου, είχα πολύ καιρό να σας δω

πάντα τόσο όμορφη, δόνια Λεονόρ, με την ευχή του Θεού,

προς Θεού, δεν υπήρχε λόγος, το πούρο−

στο χωριό ένα κουνέλι, μια κότα, τότε

ο πατέρας της μεγάλωνε μέχρι και αρνιά στο κοτέτσι

και τα ηλιοτρόπια κορόιδευαν τώρα τον ήλιο,

αυτή την ώρα του δειλινού, εκείνος επέστρεφε

από τα σπάρτα ή από τις αλυκές στο Τερέρος, μακριά

κοντά στη Μούρθια σχεδόν, τώρα εργάτης σε οικοδομές,

συνδικαλιζόταν, φυσικά, ο μεγαλύτερος δούλευε

στο Πουέμπλο Νουέβο και ο μικρός έπαιζε

μαζί μου τους αμερικάνους πεζοναύτες, Gung Ho,

έγραφε η αφίσα του κινηματογράφου Εδέμ,

λίγο πιο πέρα, δίπλα στο μπαρ με το παραπλανητικό όνομα Το Μπαρ

των Γαλλίδων Πουτάνων, γεμάτο με ντόπιες πουτάνες

με λαδωμένες και ξινισμένες περμανάντ, φτιαγμένες

από μια κομμώτρια που πάντα ή σχεδόν πάντα

λέγεται Πεπίτα, που όπου να ’ναι παντρεύεται, χρυσά

χέρια, σήμερα οι κομμώτριες βγάζουν πολλά

οι λευκές ποδιές πολλά λιγδιασμένα χαρτονομίσματα

των πέντε πεσετών, πριν από τον πόλεμο υπήρχαν κέρματα,

πήραν μαζί τους τον χρυσό, οι δύο άντρες

αλληλοκοιτάζονταν, πριν από τον πόλεμο, πριν από τον πόλεμο

στο μέτωπο οι κόκκινοι σκότωσαν έναν αδελφό μου,

ο άλλος έπαιζε νευρικά με το ασφαλιστικό του βιβλιάριο.

ΥΑΑ, όλοι υποφέραμε, όλοι σκοτώσαμε, κάποιος

θυμήθηκε μια ατιμασμένη μακρινή ξαδέλφη,

οι Μαροκάνοι, έβηχε, έβηχε, το μαντήλι, αίμα,

οι μανάδες μάς έβγαζαν βιαστικά στο πλατύσκαλο,

κοίταζαν τον αέρα με φόβο, λένε υπάρχει αέρας για όλους

μα δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πώς τους αφήνουν και κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι οι φυματικοί

είμαστε οι φυματικοί

εκείνοι που πιο πολύ εκείνοι που πιο πολύ διασκεδάζουμε

και κάθε φορά που ανταμώναμε

βγάζαμε φλέματα και φτύναμε

ερχόταν

ο γιατρός με πρόσωπο πυρακτωμένου πλανητικού όντος

κατείχε το καλό και το κακό μέσα σ’ έναν μαύρο χαρτοφύλακα,

Τι ώρα είναι; Κάποιος απρόσμενα απαντούσε χίλια

εννιακόσια σαράντα οκτώ, μας κοιτούσε, κοιτούσε

το ρολόι, έλεγε, χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ

μας υποχρέωναν πάλι να βγούμε στο πλατύσκαλο και μερικές φορές

η ερώτηση κάποιας σκοτεινιασμένης γυναίκας ή άντρες

με δίχρωμα κοστούμια, χωρίς γραβάτα, μας έκαναν αόριστα

σημαντικούς, ναι, εκείνη η πόρτα, η Υποχρεωτική Ασφάλιση

Ασθενείας, υποχρεωτική ασθένεια, δεν το ξέραμε

τότε, ούτε όταν ο γιατρός μάς έτεινε το παραπεμπτικό

για τις ακτίνες Χ, κοίταζε πλαγίως εκείνον τον λεκέ

από λάδι στο βιβλιάριο και η μητέρα μας κοκκίνιζε

μας έριχνε μια μπούφλα και μουρμούριζε – αχ αυτά τα παιδιά

 

Μανούελ Βάθκεθ Μονταλμπάν

Una educación sentimental, 1967


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



[1] SOE [Seguro Obligatorio de Enfermedad, στα ισπανικά], δηλαδή: Υποχρεωτική Ασφάλιση Ασθενείας, μέτρο που καθιέρωσε το φρανκικό καθεστώς το 1942. (Σ.τ.Μ.)