Soe
En la pared el rapto de las sabinas
ocre y verde, desconchadas
marcas de humedad, raídos
tapizados de damasco clareados por el sol
tardío en el balcón de hierro blanco
por el polvo subían de la calle
el rumor y el tufido de las fritangas,
cabezas de corderos ciegos, pinchitos
de chorizo, papas asadas, pimienta,
mujeres en traje de chaqueta hablaban
de la busca, alguien arrancaba
un timbrazo único de aquella puerta
de cristal opaco -lavajes-gomas-
sífilis- las muchachas reían en la esquina
las dos o tres palabras del albañil
-restauraban la fachada de un bar
casa Manolo- invitándolas a un carajillo
entonces alguna mujer bostezaba, alguien
comentaba la desusada tardanza del doctor,
las hemorroides no sentaban a gusto
a la mujer ballena que abría la sonrisa,
antes en Cueva de Vera, cuando parecía
una rosa sin oler, jamás supuso padecer
un mal tan malo, señor, los médicos
matan, yesos del seguro no cobran
lo suficiente para matar con formalidades
piadosas -señora, tiempo ha que no la veo
siempre tan bella, doña Leonor, con Dios,
por Dios, no hacía falta, el puro-
en el pueblo un conejo, una gallina,
entonces
criaba su padre en el corral hasta
corderos
y los girasoles se burlaban del sol ahora,
a esta hora del crepúsculo, él, volvía
del esparto o de salinas de Terreros,
lejos
casi en Murcia, ahora peón de la
construcción
sindicado, naturalmente, el mayor trabaja
en Pueblo Nuevo y el pequeño jugaba
conmigo a marines americanos, Todos
a una, anunciaba el cartel del cine Edén,
algo más lejos, junto al bar, mal llamado
Bar
de las Putas Francesas, relleno de putas
nacionales
con permanentes aceitosas y avinagradas,
hechas
por una peluquera siempre o casi siempre
llamada Pepita, a punto de casarse, manos
de oro, hoy las peluqueras se forran
las batas blancas de duros duros en papel
pringoso, antes de la guerra había moneda
metálica, se llevaron el oro, los dos
hombres
se miraban, antes de la guerra, antes de la
guerra
en el frente me mataron un hermano los
rojos,
el otro manoseaba la cartilla de
asegurado.
SOE, todos sufrimos, todos matamos,
alguien
recordaba una prima lejana deshonrada,
los moros, tosía, tosía, el pañuelo,
sangre,
las madres nos hacían salir al
descansillo,
miraban el aire con temor, dicen que basta el
aire
y no se entiende cómo van sueltos por la
calle
los tuberculosos
somos los tuberculosos
los que más los que más nos divertimos
y en todas nuestras reuniones
arrojamos, arrojamos y escupimos
llegaba
el doctor con cara de incandescente ser
planetario
poseía el bien y el mal en un maletín
negro,
¿Qué hora es? alguien inusitadamente contestaba
mil
novecientos cuarenta y ocho, nos miraba,
miraba
el reloj, decía, mil novecientos cuarenta y
ocho
volvían a hacernos salir al descansillo ya
veces
la pregunta de alguna mujer oscurecida u
hombres
de trajes bicolores, sin corbata, nos hacían
vagamente
importantes, sí, aquella puerta, el Seguro
Obligatorio
de Enfermedad, obligatoria enfermedad, no lo
sabíamos
entonces, siquiera cuando el médico extendía el
volante
para los rayos equis, miraba de reojo aquella
mancha
de aceite en la cartilla y nuestra madre
enrojecía
nos daba un cachete y musitaba -estos niños,
estos niños
Manuel Vázquez Montalbán
Una educación
sentimental, 1967
>.<>.<
ΥΑΑ[1]
Στον τοίχο η αρπαγή των σαβίνων
γυναικών
ώχρα και πράσινο, φολιδωτοί
λεκέδες από υγρασία, ξεφτισμένες
νταμάσκ ταπετσαρίες ξεθωριασμένες
από τον ήλιο
του απογεύματος στο μπαλκόνι με την άσπρη από τη σκόνη σιδεριά
ανέβαιναν από τον δρόμο
θόρυβος και τηγανίλα,
τυφλά αρνίσια κεφαλάκια, καλαμάκια
από τσορίθο, ψητές πατάτες,
πιπέρι,
γυναίκες με ταγιέρ μιλούσαν
για το καθημερινό αλισβερίσι,
κάποιος αποσπούσε
ένα και μόνο κουδούνισμα από
εκείνη την πόρτα
με το αδιαφανές τζάμι
−πλύσεις-καπότες-
σύφιλη− τα κορίτσια γελούσαν στη
γωνία
με τις δύο, τρεις κουβέντες του
οικοδόμου
−ανακαίνιζαν την πρόσοψη ενός μπαρ
Κάσα Μανόλο− ήθελε να τις κεράσει
καφέ με κονιάκ
τότε κάποια από τις γυναίκες
χασμουριόταν, άλλος
σχολίαζε την ασυνήθιστη αργοπορία
του γιατρού,
οι αιμορροΐδες δεν άφηναν να
καθίσει άνετα
η γυναίκα φάλαινα με το πλατύ
χαμόγελο,
παλιά στην Κουέβα δε Βέρα, όταν
έμοιαζε με
ρόδο αμύριστο, ποτέ της δεν φαντάστηκε
ότι θα υπέφερε
από ένα τόσο κακό κακό, κύριε, οι
γιατροί
σκοτώνουν, και όσοι είναι του
Δημοσίου δεν πληρώνονται
αρκετά καλά για να σκοτώνουν με
καλούς τρόπους
−κυρία μου, είχα πολύ καιρό να σας
δω
πάντα τόσο όμορφη, δόνια Λεονόρ,
με την ευχή του Θεού,
προς Θεού, δεν υπήρχε λόγος, το
πούρο−
στο χωριό ένα κουνέλι, μια κότα,
τότε
ο πατέρας της μεγάλωνε μέχρι και
αρνιά στο κοτέτσι
και τα ηλιοτρόπια κορόιδευαν τώρα
τον ήλιο,
αυτή την ώρα του δειλινού, εκείνος
επέστρεφε
από τα σπάρτα ή από τις αλυκές στο
Τερέρος, μακριά
κοντά στη Μούρθια σχεδόν, τώρα
εργάτης σε οικοδομές,
συνδικαλιζόταν, φυσικά, ο
μεγαλύτερος δούλευε
στο Πουέμπλο Νουέβο και ο μικρός
έπαιζε
μαζί μου τους αμερικάνους
πεζοναύτες, Gung Ho,
έγραφε η αφίσα του κινηματογράφου
Εδέμ,
λίγο πιο πέρα, δίπλα στο μπαρ με
το παραπλανητικό όνομα Το Μπαρ
των Γαλλίδων Πουτάνων, γεμάτο με
ντόπιες πουτάνες
με λαδωμένες και ξινισμένες
περμανάντ, φτιαγμένες
από μια κομμώτρια που πάντα ή
σχεδόν πάντα
λέγεται Πεπίτα, που όπου να ’ναι
παντρεύεται, χρυσά
χέρια, σήμερα οι κομμώτριες
βγάζουν πολλά
οι λευκές ποδιές πολλά λιγδιασμένα
χαρτονομίσματα
των πέντε πεσετών, πριν από τον
πόλεμο υπήρχαν κέρματα,
πήραν μαζί τους τον χρυσό, οι δύο
άντρες
αλληλοκοιτάζονταν, πριν από τον
πόλεμο, πριν από τον πόλεμο
στο μέτωπο οι κόκκινοι σκότωσαν
έναν αδελφό μου,
ο άλλος έπαιζε νευρικά με το
ασφαλιστικό του βιβλιάριο.
ΥΑΑ, όλοι υποφέραμε, όλοι
σκοτώσαμε, κάποιος
θυμήθηκε μια ατιμασμένη μακρινή
ξαδέλφη,
οι Μαροκάνοι, έβηχε, έβηχε, το
μαντήλι, αίμα,
οι μανάδες μάς έβγαζαν βιαστικά
στο πλατύσκαλο,
κοίταζαν τον αέρα με φόβο, λένε
υπάρχει αέρας για όλους
μα δεν μπορεί κανείς να καταλάβει
πώς τους αφήνουν και κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι οι φυματικοί
είμαστε οι φυματικοί
εκείνοι που πιο πολύ εκείνοι που
πιο πολύ διασκεδάζουμε
και κάθε φορά που ανταμώναμε
βγάζαμε φλέματα και φτύναμε
ερχόταν
ο γιατρός με πρόσωπο πυρακτωμένου
πλανητικού όντος
κατείχε το καλό και το κακό μέσα
σ’ έναν μαύρο χαρτοφύλακα,
Τι ώρα είναι; Κάποιος απρόσμενα
απαντούσε χίλια
εννιακόσια σαράντα οκτώ, μας
κοιτούσε, κοιτούσε
το ρολόι, έλεγε, χίλια εννιακόσια
σαράντα οκτώ
μας υποχρέωναν πάλι να βγούμε στο
πλατύσκαλο και μερικές φορές
η ερώτηση κάποιας σκοτεινιασμένης
γυναίκας ή άντρες
με δίχρωμα κοστούμια, χωρίς
γραβάτα, μας έκαναν αόριστα
σημαντικούς, ναι, εκείνη η πόρτα,
η Υποχρεωτική Ασφάλιση
Ασθενείας, υποχρεωτική ασθένεια,
δεν το ξέραμε
τότε, ούτε όταν ο γιατρός μάς
έτεινε το παραπεμπτικό
για τις ακτίνες Χ, κοίταζε πλαγίως
εκείνον τον λεκέ
από λάδι στο βιβλιάριο και η
μητέρα μας κοκκίνιζε
μας έριχνε μια μπούφλα και
μουρμούριζε – αχ αυτά τα παιδιά
Μανούελ
Βάθκεθ Μονταλμπάν
Una
educación sentimental,
1967
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
[1] SOE [Seguro Obligatorio de Enfermedad, στα ισπανικά], δηλαδή: Υποχρεωτική
Ασφάλιση Ασθενείας, μέτρο που καθιέρωσε το φρανκικό καθεστώς το 1942. (Σ.τ.Μ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου