Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Un poema de Luis Sepúlveda / Ένα ποίημα του Λουίς Σεπούλβεδα

 

Frente al retrato de Sandino en Nicaragua

De usted, General, yo no sabía

nada más que detalles consignados

en un viejo retrato

que estuvo siempre junto a la pistola

de un hombre anónimo: mi padre.

 

La historia llegó tarde a nuestros pueblos,

su nombre fue escondido

debajo de leyendas anodinas

y oficios que nos fueron imponiendo

a punta del insulto y de la lágrima.

 

Aquello para mí era un enigma,

ese retrato viejo y desteñido

en donde aparecía con un sombrero grande

y un Smith & Wesson en el cinto.

 

Usted era un misterio por entonces,

mientras leía los cuentos que nunca he terminado

pues tumbaban la puerta de mi casa

en busca de mi padre, perseguido,

apenas empezaba.

 

Más tarde llegarían las respuestas,

cuando fuimos alzándonos:

usted era Sandino, un guerrillero.

 

Y mi padre tampoco sabía suficiente

ni de usted, de su historia ni su patria.

Le bastaba tan solo su presencia

y por eso el retrato

aparecía junto a la pistola,

la camisa, los documentos listos

para poder quemarse.

 

Mi Patria, General, está muy lejos

y es como una aguja luminosa

que clava su espolón sobre los hielos

que recorren su andina barricada.

 

Mi Pueblo, General, está muy cerca,

en mi verso de tierra masacrada.

Mi gente, General, también combate

y curan en silencio las heridas

que abrió aquella traición en ese Chile.

Mi canto, General, hoy le saluda

y se cierra mi puño emocionado.

Su pueblo me recibe como hermano

y mi verso se llena de fusiles

al tiempo que un destino rojinegro

lanza al aire los sueños, las banderas.

(Managua. Libertad. Enero, 1980)

 

Μπροστά στην προσωπογραφία του Σαντίνο στη Νικαράγουα

Για εσάς, Στρατηγέ μου, δεν γνώριζα

τίποτα πέρα από όσα αναγράφονταν

σε μια παλιά φωτογραφία σας

που βρισκόταν πάντα δίπλα στο πιστόλι

ενός ανώνυμου άντρα: του πατέρα μου.

 

Η ιστορία έφτασε αργά στους λαούς μας,

το όνομά σας έμεινε κρυμμένο

κάτω από ανώδυνους θρύλους

και επαγγέλματα που μας επέβαλαν

με τη χρήση ύβρεων και δακρύων.

 

Για μένα αποτελούσε ένα αίνιγμα,

εκείνη η παλιά και ξεθωριασμένη φωτογραφία

στην οποία εμφανιζόσασταν μ’ ένα μεγάλο σομπρέρο

κι ένα Smith & Wesson στη ζώνη.

 

Ήσαστε ένα μυστήριο εκείνη την εποχή,

καθώς διάβαζα τα παραμύθια που δεν τελείωσα ποτέ

αφού έριχναν κάτω την πόρτα του σπιτικού μου

ψάχνοντας για τον πατέρα μου, τον κυνηγημένο,

μόλις τα άρχιζα.

 

Αργότερα θα ερχόντουσαν οι απαντήσεις,

όταν αρχίσαμε να ξεσηκωνόμαστε:

εσείς ήσαστε ο Σαντίνο, ένας αντάρτης.

 

Ούτε ο πατέρας μου γνώριζε αρκετά

για εσάς, για την ιστορία σας, για την πατρίδα σας.

Του αρκούσε απλώς η παρουσία σας

γι’ αυτό η φωτογραφία σας

βρισκόταν δίπλα στο πιστόλι του,

το πουκάμισό του και τα έγγραφα

έτοιμα για να καούν.

 

Η Πατρίδα μου, Στρατηγέ μου, βρίσκεται πολύ μακριά

και είναι σαν μια φωτεινή βελόνα

που καρφώνει την ακίδα της στους πάγους

που διατρέχουν το οδόφραγμα των Άνδεών της.

 

Ο Λαός μου, Στρατηγέ μου, βρίσκεται πολύ κοντά,

στους στίχους μου από μακελεμένο χώμα.

Οι δικοί μου, Στρατηγέ μου, επίσης μάχονται

και γιατρεύουν σιωπηλά τις πληγές

που άνοιξε εκείνη η προδοσία σ’ εκείνη τη Χιλή.

Το άσμα μου, Στρατηγέ μου, σήμερα σε χαιρετάει

και σφίγγεται η γροθιά μου συγκινημένη.

Ο λαός σας με υποδέχεται ως αδελφό

και οι στίχοι μου γεμίζουν τουφέκια

την ίδια στιγμή που μια κοκκινόμαυρη μοίρα

εκτοξεύει στον αέρα τα όνειρα, τις σημαίες.

 

(Μανάγουα. Ελευθερία. Ιανουάριος, 1980)


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου