Η γραμμούλα
Δεν θυμάται πότε το πρωτοξεκίνησε. Μάλλον μετά που τελείωσε τη Φιλοσοφική κι άρχισε να στέλνει βιογραφικά σε φροντιστήρια και εκδοτικούς οίκους (για διορθωτής κειμένων). Δεν πρέπει να το έκανε από την αρχή, μάλλον όταν είδε να καταφτάνουν στο γραμματοκιβώτιό του οι πρώτες αρνητικές απαντήσεις (τότε ακόμη απαντούσαν, σταδιακά κόπηκε κι αυτό). Βλέποντας το μάταιο της αποστολής των βιογραφικών του, σκέφτηκε να κάνει κάτι τρελό («εκκεντρικό» είπε στον εαυτό του την πρώτη φορά). Εκεί, λοιπόν, δίπλα στη χρονολογία γέννησης, έβαλε μια γραμμούλα και μετά τη χρονολογία… αναχώρησης.
Εφεύρισκε σε κάθε περίσταση μια διαφορετική και, ταυτόχρονα, σκεφτόταν πώς θα ήταν το τέλος, τι θα είχε προλάβει να ζήσει στο μεταξύ, τι θα είχε αφήσει στη μέση (αυτό το τελευταίο δεν το συνέδεε με μεγαλεπήβολα σχέδια, σπουδαία επιτεύγματα, παρά με πράγματα πεζά, καθημερινά: φανταζόταν, για παράδειγμα, να πήγαινε την ώρα που ξυριζόταν [έβλεπε να τον βρίσκουν ανάσκελα στο δάπεδο της τουαλέτας με το ένα μάγουλό του ξυρισμένο και το άλλο καλυμμένο ακόμη από τον αφρό] ή έχοντας προλάβει να κόψει μόνο τα νύχια του ενός χεριού…).
Δεν του σχολίασε ποτέ κανείς από τους παραλήπτες των βιογραφικών αυτή την παραξενιά∙ είπαμε, άλλωστε, ότι κάποια στιγμή έπαψαν να έρχονται οι, ευγενικές πάντα, απορρίψεις. Εκείνος, πάλι, δεν θεώρησε ανεξήγητη αυτή την αδιαφορία, δεν πρέπει καν να τα διάβαζαν.
Δουλειά δουλειά δεν βρήκε ποτέ. Τουλάχιστον μέσω των βιογραφικών που έστελνε. Στα χωράφια μεροκάματα πιο νέος, πού και πού σερβιτόρος («ασταθούς
ισορροπίας», μονολογούσε), κανένα ιδιαίτερο στη χάση και στη
φέξη. Έτσι μια ζωή. Η ζωή η δική του, η πραγματική, όχι εκείνη που εφεύρισκε νέος με τη γραμμούλα στα βιογραφικά που έστελνε σωρηδόν και προκοπή δεν είδε.
Του έμεινε όμως το χούι: κάθε φορά που ξυριζόταν ή έκοβε τα νύχια του, μια εσωτερική ανησυχία τον έσπρωχνε να κάνει γρήγορα μην τυχόν και τον βρει το μοιραίο in medias res (έτσι λατινικά το έλεγε στον εαυτό του, «κουσούρι» από τα μαθήματα Αφηγηματολογίας). Ν’ αφήσει γενειάδα και να γλυτώσει τουλάχιστον από τον έναν μπελά, ούτε λόγος. Τον φαγούριζε.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 238-239, χειμώνας 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου