Δύο μικροδιηγήματα του
Χινές Σ. Κουτίγιας
Οικογενειακές υποθέσεις
Κάθε
φορά που βγάζω τα σκουπίδια, εκμεταλλεύομαι την περίσταση να κάνω ένα τσιγάρο
στα κρυφά. Στη γυναίκα μου δεν αρέσει να καπνίζω μπροστά στα παιδιά.
Μέσα από το μεγάλο παράθυρο που βλέπει
στον κήπο του συγκροτήματος, κρυμμένος στο σκοτάδι, παρατηρώ την αξιολάτρευτη
σκηνή της οικογένειάς μου ενώ ετοιμάζει το βραδινό τραπέζι, κάτι που με κάνει
να απολαμβάνω ακόμη περισσότερο τις κλεφτές τζούρες.
Πριν από μερικούς μήνες, ήμουν έξω
και κάπνιζα όταν, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει, είδα τη γυναίκα μου να
παίρνει το μαχαίρι για τη γαλοπούλα, να αρπάζει από πίσω χωρίς
προειδοποίηση, πρώτα το ένα μας παιδί και ύστερα το άλλο, και να τους κόβει το
λαιμό, επιτόπου στην κουζίνα. Όταν θέλησα να αντιδράσω, ήταν ήδη πολύ αργά για
να κάνω οτιδήποτε· έμεινα λοιπόν αποσβολωμένος, ανάμεσα στους κάδους
σκουπιδιών, ρουφώντας μέχρι τέλους το
τσιγάρο μου, περιμένοντας να δω τι θα έκανε ύστερα από εκείνη την φρικαλεότητα.
Σαν να το είχε ήδη σχεδιάσει, τύλιξε τα παιδιά με πλαστικό και τα έβαλε στο
κάτω μέρος ενός ντουλαπιού. Στη
συνέχεια, καθάρισε βιαστικά το αίμα από το πάτωμα.
Εγώ, χωρίς να ξέρω τι να κάνω, της
έδωσα χρόνο να τα μαζέψει όλα πριν επιστρέψω. Εκείνη, σέρβιρε τη σούπα με
απόλυτη φυσικότητα.
Ήταν η τελευταία φορά που
δειπνήσαμε με τέσσερα πιάτα στο τραπέζι. Δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά για τα παιδιά,
παρ’ όλο που η αποκρουστική μυρωδιά της
αποσύνθεσης έχει γεμίσει τα πάντα από τότε.
Η γυναίκα μου ξέρει ότι καπνίζω
όταν πετάω τα σκουπίδια. Δεν μου λέει ποτέ τίποτα.
>.<>.<
Τα
καντόνια του σπιτιού μου
Οι
γονείς μου δεν μπορούν να συνεννοηθούν: ο πατέρας μου μιλάει κινέζικα και η
μητέρα μου σουηδικά. Η αδερφή μου και εγώ το
αντιληφθήκαμε σήμερα στο πρωινό, όταν κανείς από τους δυο μας δεν καταλάβαινε
τι έλεγαν. Η
Λάουρα μου απευθύνθηκε στα σουαχίλι, τη μυστική μας γλώσσα, για να μοιραστεί
μαζί μου αυτή την παρατήρηση. Εγώ δεν
άργησα να το πω στη μητέρα μου στα γαλλικά, τη γλώσσα που χρησιμοποιώ
αποκλειστικά μαζί της, γιατί ξέρω ότι κανείς άλλος δεν μας καταλαβαίνει,
εισπράττοντας ipso
facto μια κλωτσιά από την
αδερφή μου κάτω από το τραπέζι. Αμέσως
μετά, νομίζω ότι το κάρφωσε στον πατέρα μου στα γερμανικά, γνωρίζοντας ότι η
μητέρα μου και εγώ ξέρουμε να λέμε guten morgen και κάτι λίγα ακόμα.
Όταν έφτασα στο σχολείο, τα
διηγήθηκα όλα αυτά στους φίλους μου στα αραμαϊκά –την επίσημη γλώσσα του
προαυλίου–, όπως και ότι χθες το βράδυ τσάκωσα τη μάνα μου στο κεφαλόσκαλο
να ψιθυρίζει στα πολωνικά με τον γείτονα, πίσω από την πλάτη του πατέρα
μου. Δεν θα μας βγει σε
καλό, λένε.
Ο Ginés S. Cutillas [Χινές Σ.
Κουτίγιας] (Βαλένθια, 1973) εργάζεται ως Μηχανικός Υπολογιστών στο Πολυτεχνείο της Βαλένθια και είναι συγγραφέας
μικροδιηγημάτων.
Η παρούσα ομαδική μετάφραση είναι
προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία και μετάφραση κειμένων ισπανόφωνης
λογοτεχνίας στην ελληνική» που δίδαξε, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2022/23, ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι
φοιτήτριες και οι φοιτητές: Ελένη Αλεξιάδου, Αικατερίνη Αντωνιάδου, Ελένη
Αργυρίου, Άννα-Μαρία Δηλγεράκη, Χριστίνα Δημητρίου, Παντελής Κουτσιανάς, Ντίμη
Μαριόγλου, Μαρία Μαρκοπούλου, Ιωάννα Μπέτσιου, Κωνσταντίνα Παναγιώτου, Αρετή
Παντελίδου, Νατάσα Παξινού, Ισιδώρα Τζελίδου, Κατερίνα Τσιντσιφύλλη, Στέργιος
Τσιουμπέρης, Alejandro
Laguna López.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου