Το μουσείο
του José María Merino[1]
Γεννήθηκα το
1909, στο χωριό Λα Μπανιέθα[2],
γόνος καλής οικογενείας. Ο παππούς μου είχε ένα ξακουστό φούρνο και ο πατέρας
μου ήταν ιδιοκτήτης του καλύτερου φαρμακείου και μεγάλων εκτάσεων γης.
Η μόρφωσή μου
υπήρξε ιδιαίτερα φροντισμένη και όταν ενηλικιώθηκα σπούδασα στο Πανεπιστήμιο
Θεντράλ. Η Εστία[3]
ήταν το σπίτι μου και φίλοι και συνομιλητές μου προσωπικότητες που
μεταγενέστερα άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στην πολιτιστική μυθολογία του
πρόσφατου παρελθόντος.
Η κλίση μου με
οδήγησε στην αρχαιολογία. Στις αρχαίες πέτρες που κάποτε στήριζαν το ανώφλι
κάποιας, κατεστραμμένης πλέον, κατοικίας, στα κομμάτια εκείνων των αγγείων που
κάποια χέρια, νεκρά πια, είχαν κάποτε κρατήσει, στα στολίδια που άλλοτε έλαμψαν
πάνω σε κορμιά τα οποία σήμερα έχουν γίνει σκόνη, έβρισκα ένα ποιητικό
μυστήριο, ζωντανό ακόμη, που με ικανοποιούσε ιδιαίτερα· για την ακρίβεια
συνέδεε, κατά κάποιον τρόπο, το εφήμερο πέρασμα ενός ανθρώπου με τα παρελθόντα
και τα μελλούμενα, τα οποία, όντας θεμελιώδη και αιώνια, δεν έχουν ούτε
συγκεκριμένη προέλευση, ούτε την παραμικρή πιθανότητα λήξης.
Κατά τις πρώτες
καλοκαιρινές μέρες του 1931, πέρασα από το σπίτι μου να ξεκουραστώ πριν
κατευθυνθώ προς την Αλμερία[4],
όπου επρόκειτο να συμμετάσχω σε κάποιες ανασκαφές, κοντά στον ποταμό Άντας. Σ’
εκείνη ακριβώς την περίσταση, άκουσα για πρώτη φορά να γίνεται λόγος για το
μουσείο του θείου μου Τομάς.
Ο θείος μου ζούσε στο Μπαγεγόρδο, στην Ομάνια[5]. Στα
νιάτα του, είχε παντρευτεί εκεί με μια πλούσια ευγενή, που δεν βρισκόταν πλέον
εν ζωή. Μόνος, χωρίς παιδιά και φίλους, ο θείος μου –που
ζήλευε, όπως φαίνεται, τη λάμψη των φιλελεύθερων επιφανών ανδρών που έζησαν
πριν απ’ αυτόν στην περιοχή, όπως ο Αθκάρατε[6] ή ο
Σιέρα Πάμπλεϋ[7]– είχε
βάλει σκοπό να ιδρύσει, στο παλιό αρχοντικό της γυναίκας του, ένα μουσείο. Η
ιδέα εκείνη διασκέδαζε πολύ τον πατέρα μου, που μιλούσε κοροϊδευτικά για
μουσείο χωρίς εκθέματα και χωρίς επισκέπτες, για ανέφικτο μουσείο,
χαρακτηριστικό της παλαβομάρας ενός τρελόγερου. Ωστόσο, εκείνη η τόσο γραφική
ιδέα εμένα με υποχρέωνε να επισκεφθώ το μουσείο, έστω και μια φορά, από
ευγένεια.
Κάποια από εκείνες τις μέρες, έφτασα στο Ριέγιο με
το παμπάλαιο αυτοκίνητο του παππού μου και πήγα ως το σπίτι του θείου Τομάς
καβάλα σ’ άλογο. Ήταν ένας άνδρας με μακριά γκρίζα γένια, τεράστια αυτιά και
κοντοκουρεμένα κάτασπρα μαλλιά. Κοντός αλλά γεμάτος, βάδιζε αργά και αδέξια.
Όταν μου έδειξε το μουσείο, έμεινα ειλικρινά
έκπληκτος από το μόχθο του. Παρ’ ότι δεν υπήρχε τάξη σ’ εκείνο το συνονθύλευμα
πραγμάτων, το υλικό που ο θείος Τομάς είχε καταφέρει να συγκεντρώσει είχε
πραγματικό ενδιαφέρον και, σε μερικές περιπτώσεις, μεγάλη αξία.
Όλο το σπίτι ήταν γεμάτο αντικείμενα. Σεντούκια,
καρέκλες, τραπέζια, πίνακες, μικρά οικιακά σκεύη, τοιχοτάπητες, καθρέφτες,
βούλες, βιβλία, νομίσματα, μπρούτζινα τσεκούρια, άρμες, σπαθιά τύπου Χάλστατ[8],
σερβίτσια Σαργαδέλος[9],
σκρίνια, αρκεβούζια, κουβέρτες, αναθηματικούς βωμούς, σκεύη παραδοσιακής
κεραμικής, δαντέλες, κεντήματα, ρούχα από τη Μαραγκατερία[10] και
τα ορεινά.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνος ο αχταρμάς, διασκορπισμένος στα σαλόνια, στα
υπνοδωμάτια και στους διαδρόμους, είχε μια παράξενη αρμονία, σαν όλη αυτή η
συσσώρευση πραγμάτων σ’ εκείνο το περιβάλλον να έμπαινε σε τάξη χάρη σε κάποιο
ανεξήγητο μέρωμα, χάρη σε κάποιον ξεχωριστό ένοικο για τον οποίο, αυτό που
φάνταζε ως ατέλειωτο στοίβαγμα
ετερόκλητων αντικειμένων, είχε τελικά κάποια λογική και χρησιμότητα. Αυτή η όψη
χρησιμοποιημένων πραγμάτων τούς έδινε ιδιόμορφο χαρακτήρα.
Του ομολόγησα την έκπληξή μου και μιλήσαμε επί ώρα για εκείνα τα τόσο
διαφορετικά εκθέματα. Ο θείος Τομάς μού είχε προσφέρει ένα λιτό δείπνο και
μιλούσαμε στον κήπο, κάτω από το φύλλωμα μιας κληματαριάς. Tα χέρια του έτρεμαν, προδίδοντας το προχωρημένο της
ηλικίας του.
Τότε ήταν που μου έκανε την πρόταση. Αισθανόταν πια
πολύ γέρος και αναρωτιόταν με ανησυχία τι θα γινόταν το μουσείο όταν θα
αποδημούσε εις Κύριον. Εκείνη η συλλογή –που, από την άλλη, χρειαζόταν να τακτοποιηθεί και να
οργανωθεί σε καταλόγους με λεπτομερή τρόπο– ήταν η δική του ουτοπία εδώ και πολλά χρόνια. Όταν
τη φανταζόταν να χάνεται, να διαλύεται, τον έπιανε απελπισία. Ήταν απαραίτητο κάποιος
να ασχοληθεί με αυτήν, κάποιος να τη φροντίσει. Με αυτή τη λογική, με
καθιστούσε μοναδικό κληρονόμο όλων των υπαρχόντων του –συμπεριλαμβανομένων
των εκτάσεων γης και των εσόδων της περιουσίας– με τον όρο να
αναλάμβανα το μουσείο.
Η προσφορά μού φάνηκε το άκρον άωτον του παραλόγου.
Σκοπός της ζωής μου ήταν να γυρίσω τον κόσμο και να τον αναλύσω προσεκτικά,
μέσα από τη μελέτη διαφορετικών πολιτισμών. Απείχε πολύ από τα σχέδιά μου το να
δεθώ μ’ ένα μόνο μέρος, και πολύ περισσότερο μ’ ένα μέρος τόσο απομακρυσμένο
από όλα τα κοσμοπολίτικα μονοπάτια, όπως εκείνο το αρχοντικό.
Έφερα ως επιχείρημα ότι οι ακαδημαϊκές και
αρχαιολογικές μου ενασχολήσεις δεν θα μου επέτρεπαν να εγκατασταθώ μονίμως σ’
αυτό το μέρος και να δείξω την απαιτούμενη αφοσίωση. Ο θείος μου, όμως, δεν
δεχόταν τους λόγους μου: στο κάτω κάτω, ένας χρόνος κρατάει πολύ, κρατάνε πολύ οι
χειμώνες και τα καλοκαίρια, και υπάρχουν πολλές στιγμές στη ζωή που η απομόνωση
και η ανάπαυση είναι αναγκαίες. Θα μπορούσα να συνδυάσω τέλεια τις αποστολές
και τις έρευνές μου με τη φροντίδα του μουσείου. Αρκεί να του έδειχνα τη δέουσα
προσοχή, που μπορεί να μην ήταν συνεχής, ως προς τη φυσική μου παρουσία, αλλά
θα έπρεπε να ήταν μόνιμη. Θα αποσυρόμουν εκεί για να αναπαυτώ, για να
ετοιμάσω τις εργασίες μου. Θα αφιέρωνα, εκείνες τις στιγμές του χρόνου, μερικές
ώρες φροντίδας στο μουσείο. Δεν απαιτούσε από μένα τίποτε άλλο εκτός από
δέσμευση για να με ορίσει κληρονόμο, αν και, σε κάθε περίπτωση, εκείνο το σπίτι
θα έπρεπε να εμφανίζεται οπωσδήποτε ως μόνιμος τόπος κατοικίας μου.
Η αλήθεια είναι ότι η πρόταση με διασκέδαζε και με
κολάκευε. Όταν αργότερα τη σκεφτόμουν κουλουριασμένος στο μεγάλο κρεβάτι που
έμοιαζε να συγκεντρώνει τη δροσιά ολόκληρου του σπιτιού με χαροποιούσε, σαν
κάτι το εντελώς παράλογο, να φαντάζομαι τον εαυτό μου κύριο εκείνου του
αξιοσέβαστου αρχοντικού, ζώντας από τα εισοδήματα και αφιερώνοντας την προσοχή
μου σ’ ένα ανερμάτιστο μουσείο, στη μέση του πουθενά. Κοιμήθηκα αμέσως και την
επόμενη μέρα δεν θυμόμουν πλέον την πρόταση.
Ωστόσο, καθώς τον αποχαιρετούσα, ο θείος μου
επανέφερε το θέμα. Με κοιτούσε επίμονα στα μάτια, βάζοντας όλες τις δυνάμεις
του για να ξεπεράσει τη θαμπή εστίαση της πρεσβυωπίας.
«Ανιψιέ,
τι αποφάσισες;»
Τον παρατήρησα
χωρίς να καταλαβαίνω.
«Θέλεις
να με κληρονομήσεις;»
Έβαλα τα γέλια.
«Μα
αφού θα ζήσετε εκατό χρόνια. Θα μας θάψετε όλους».
Μου έδωσε ένα χαστουκάκι που ωστόσο με έκανε να
αισθανθώ αμηχανία. Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.
«Άσε τα αστεία,
ανιψιέ. Είμαι στα τελευταία μου. Δεν μου μένει πολύς καιρός ακόμη».
Ανέβηκα
στο άλογο. Το πρωινό ήταν πανέμορφο και εγώ ένιωθα χαρούμενος.
«Αν δεν βρείτε
κανέναν καλύτερο, βασιστείτε επάνω μου» είπα. Εκείνος κρατούσε τα γκέμια χωρίς
να τρέμει ούτε να διστάζει και εξακολούθησε να με κοιτάζει με μεγάλη επιμονή.
«Βασίζομαι
σε σένα» αναφώνησε.
Ανέφερα στο σπίτι
αυτή την πρόταση. Ο πατέρας μου, ο οποίος δεν άλλαζε με τίποτα την ιδέα που
είχε για την εκκεντρικότητα του θείου Τομάς και το μουσείο του, ξεκαρδίστηκε
στα γέλια. Από τότε ξέχασα τελείως το γεγονός.
Η
είδηση του θανάτου του θείου μου και της διαθήκης του, στην οποία με όριζε
γενικό κληρονόμο της περιουσίας του, με την προϋπόθεση ότι θα δήλωνα το σπίτι–μουσείο ως μόνιμο
τόπο κατοικίας μου, μου ήρθε στο Παρίσι μέσω ενός γράμματος της μητέρας μου.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος δούλευα σε κάποιες ανασκαφές στο δάσος Αγκενό
και αποφάσισα να μην γυρίσω στην Ισπανία μέχρι να τελειώσουν οι εχθροπραξίες.
Αργότερα, ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ανέστελλε βίαια κάθε δυνατότητα για
αρχαιολογική έρευνα.
Ενόσω
έκανα σχέδια για να μεταβώ στην Κεντρική Αμερική, όπου κάποια αμερικανικά
πανεπιστήμια είχαν αρχίσει να συστηματοποιούν τις ανασκαφές σε συγκεκριμένα
κέντρα λατρείας των Μάγια, γύρισα σπίτι.
Ήταν
πικρά χρόνια. Ένας αέρας γενικευμένης θλίψης σημάδευε το διάβα των ημερών
εκείνων. Όπως ακριβώς στα νιάτα μου, έψαχνα ξανά την προστασία της
οικογενειακής εστίας για να βυθιστώ σ’ αυτήν όπως σ’ έναν αμνιακό σάκο, μιας
και τώρα με βάραινε σαν ταφόπλακα εκείνη η θλίψη που είχε διαποτίσει τα πάντα.
Εκείνη ακριβώς την
εποχή, οι υποχρεώσεις που είχα ως κληρονόμος με ανάγκασαν να αναπτύξω μια
δραστηριότητα την οποία δέχτηκα ευχάριστα λόγω της διασκεδαστικής πλευράς που
είχε. Χρειάστηκε να κάνω μερικά ταξίδια για να τακτοποιήσω διάφορες δουλειές
και, στο τέλος, πήγα στο μουσείο. Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης.
Εκείνη η περίοδος
αναγκαστικού κλεισίματος είχε προσδώσει στο μουσείο του θείου Τομάς μια
χαρακτηριστική όψη παλιατσαρίας. Η σκόνη είχε μαζευτεί πάνω στα έπιπλα και στα
αντικείμενα, ενώ οι ιστοί από τις αράχνες είχαν πολλαπλασιαστεί στα κουφώματα
και τις γωνίες, αποκτώντας πυκνότητα και όγκο σχεδόν υπερτροφικό.
Αποφάσισα τότε να
αναβάλω τα σχέδια του ταξιδιού μου στην Κεντρική Αμερική και να βάλω λίγη τάξη
σ’ εκείνο το χάος. Ανέθεσα σε κάποιες γυναίκες να καθαρίσουν τις αίθουσες και
τα έπιπλα, ενώ εγώ ο ίδιος έπιασα να ξεσκονίζω τα μπιμπελό στα σκρίνια και στα
συρτάρια. Από την άλλη βέβαια, σ’ εκείνη την ενασχόλησή μου με τα αντικείμενα,
έβρισκα μια σαγηνευτική ανάπαυλα.
Ώσπου τελικά να το συνειδητοποιήσω, είχαν περάσει έξι μήνες και το
φθινόπωρο άρχιζε να χρυσώνει τα δέντρα. Επέστρεψα στα αμερικανικά μου σχέδια,
αλλά δεν είχα διάθεση να πάρω μια απόφαση με υπερβολική βιασύνη, όχι μόνο επειδή ο πόλεμος πλέον είχε
εξαπλωθεί, αλλά και γιατί είχα ανακαλύψει ότι οι αναθηματικοί βωμοί από το
μουσείο του θείου μου –το μέρος της ανακάλυψής τους ήταν προσεκτικά σημειωμένο
σ’ ένα τετράδιο με μαύρο πλαστικό εξώφυλλο που είχε λεπτομερώς καταγραμμένα τα
εκθέματα– προσέφεραν μια περίεργη και καινοφανή προσέγγιση στον τρόπο κατανομής
του πληθυσμού στην περιοχή του Βαλδεόν[11].
Ύστερα κάθισα να τακτοποιήσω τα νομίσματα. Ψάχνοντας στις συρταριέρες –που
είχαν από κατασκευής μικρές κρυψώνες– ανακάλυψα και άλλα νομίσματα που με
ανάγκασαν να κάνω μακρήγορες εικασίες.
Είχα προσπαθήσει να εισάγω στο αρχοντικό μια σειρά από ανέσεις που ο
θείος μου, όπως φαίνεται, περιφρονούσε. Επιπλέον, το είχα ανακαινίσει και βάψει
και, αφού μετέφερα εκεί τη βιβλιοθήκη μου, αισθάνθηκα πραγματικά άνετα, για
πρώτη φορά υστέρα από πολλά χρόνια.
Ήταν στ’ αλήθεια ένα έξοχο μέρος για χειμερινό στρατηγείο, ένας
αριστοκρατικός τόπος για ορμητήριο, στο οποίο θα επέστρεφα κατά την ανάπαυλα
των μελλοντικών ταξιδιών και ερευνών μου ανά τον κόσμο.
Όταν ολοκλήρωσα μια
πρώτη τακτοποίηση των νομισμάτων, ανακάλυψα τα σεντούκια. Ήταν όλα έργα λαϊκής
τέχνης, με μεγάλα τραχιά σκαλίσματα στο μπροστινό μέρος. Αντιλήφθηκα ότι τα
σχέδια αντέγραφαν οικείες φόρμες που είχα συναντήσει σε κέλτικα μνημεία,
παρόμοιες με άλλες που βρίσκονται σε βησιγοτθικά ερείπια και ρομανικές
προσόψεις. Αντέγραψα με πένα εκείνα τα σχέδια που με γοήτευαν σαν να ήταν
αυθεντικά δείγματα μαντάλα[12].
Τα σεντούκια περιείχαν πλήθος εγγράφων και βιβλία. Ανάμεσα στα βιβλία του θείου
Τομάς, υπήρχαν κάποιες πρώτες εκδόσεις αθάνατων έργων.
Ξαφνικά, μια μέρα,
συνειδητοποίησα ότι είχαν περάσει πάνω από τέσσερα χρόνια. Ο Β´ Παγκόσμιος
Πόλεμος είχε τελειώσει και έλαβα κάποια γράμματα από μερικούς παλιούς
συναδέλφους, διασκορπισμένους ανά τον κόσμο. Άρχισα να έχω αρκετά συχνή
αλληλογραφία μαζί τους. Με ειδοποίησαν ότι ετοίμαζαν αποστολή στο Αιγαίο πέλαγος
και ενθουσιάστηκα με τη σκέψη του γλυκού μεσογειακού ήλιου, της γαλήνης του
χιλιετούς πόντου. Πριν φύγω, έπρεπε να τακτοποιήσω κάποια θέματα του σπιτιού·
ήθελα επίσης να αρχειοθετήσω μερικά έγγραφα σχετικά με την ίδια την κοιλάδα,
στα οποία διευκρινίζονταν τόσο τα αρχικά προνόμια κυριότητας όσο και οι
αλλεπάλληλες αλλαγές στο καθεστώς ιδιοκτησίας και εγκατάστασης των πληθυσμών.
Όταν έφτασε η μέρα
της αναχώρησης, βρισκόμουν ακόμα βυθισμένος στις μελέτες μου, σε τέτοιο σημείο
που αποφάσισα, με πολλή δυσαρέσκεια, να ακυρώσω τη συμμετοχή μου στις
ανασκαφές, αν και ήμουν αποφασισμένος να ενσωματωθώ στην πρώτη αποστολή που,
οπουδήποτε και αν γινόταν αυτή, θα αφορούσε προϊστορική ανασκαφή.
Η είδηση του
επομένου σχεδίου έφτασε μερικούς μήνες αργότερα. Η τοποθεσία ήταν και αυτή τη
φορά δίπλα στη Μεσόγειο και, από το ορεινό μου καταφύγιο, είχα πάλι τη σχεδόν
φυσική συναίσθηση του ηλίου να αντανακλάται στις πικροδάφνες και της γαλάζιας
θάλασσας ανάμεσα στα ωχρά βράχια.
Την ημέρα της
αναχώρησης, η παλιά άμαξα του θείου μου –την οποία είχα επισκευάσει και
ετοιμάσει– θα με πήγαινε μέχρι τη δημοσιά, όπου θα με περίμενε ταξί.
Είχα προετοιμάσει,
κατά τη διάρκεια του προηγούμενου απογεύματος, τις αποσκευές με προσεκτική
επιλογή ρούχων και αξεσουάρ και μετά σεργιάνισα στις αίθουσες του μουσείου και
σ’ εκείνο το μέρος του ισογείου που είχα κρατήσει για γεωργικά σύνεργα και
εργαλεία, με τη φιλοδοξία να του δώσω κάποια εθνογραφική συνοχή.
Το
αρχικό συνονθύλευμα είχε τακτοποιηθεί και είχε ήδη επιστημονικά σχεδιασμένη
δομή. Είχα χάσει κάποια χρόνια σ’ αυτή την προσπάθεια, αισθανόμουν όμως
περήφανος. Επιπλέον το κυρίως έργο είχε ολοκληρωθεί. Τώρα μπορούσα να αφοσιωθώ
απερίσπαστος στα ταξίδια μου, στην ανακάλυψη αρχαίων πολιτισμών σε άγνωστα για
μένα μέρη, σ’ εκείνα τα σχέδια με τα οποία φλέρταρα από καιρό.
Κοιμήθηκα
ελάχιστα. Σηκώθηκα πολύ νωρίς και περπάτησα πάλι στις μακριές και μοναχικές
αίθουσες όπου τα αντικείμενα ήταν ευθυγραμμισμένα σαν άψυχοι κάτοικοι ενός
κόσμου που ήταν νεκρός, όχι όμως επειδή στερούνταν κίνησης. Ίσως εξαιτίας της
οικειότητάς μου με όλα αυτά, τα ένοιωθα σχεδόν να κινούνται με τον ακριβή
φυσικό τους τρόπο. Οι βεντάλιες, που στέκονταν ορθάνοιχτες· οι στάμνες από το
Χαμούθ[13],
με κότες και σαύρες ως παραστάσεις και στόμια που θύμιζαν ρόγες· οι εικονίτσες
με αρχάγγελους και αγίους· οι, αμφισβητούμενης προέλευσης, τίτλοι ευγενείας, οι
σουπιέρες που στη σκιά έμοιαζαν με αρχαία κιονόκρανα· τα καλαθάκια και οι
δαντέλες στις οποίες επαναλαμβάνονταν τα σχέδια σε σημείο να προκαλούν
ανεπαίσθητη ύπνωση. Όλα τα αντικείμενα ήταν τοποθετημένα, λες και είχαν
συγκεκριμένο νόημα, συγκεκριμένο μήνυμα, πάνω σε παλιά ράφια από δρυ, καστανιά,
καρυδιά και μαόνι, δίπλα σε καρέκλες από ελεφαντόδοντο, στασίδια για μοναχούς,
σεντούκια και σκρίνια.
Είχε έρθει η ώρα να
φύγω. Κατέβηκα τη σκάλα και βγήκα έξω. Πάνω στα βουνά, ξημέρωνε.
Ένιωσα τότε μέσα
μου έναν απρόσμενο εκνευρισμό. Παρατηρώντας το μονοπάτι που ξετυλιγόταν προς
την κοιλάδα, αισθανόμουν το μουσείο να διεκδικεί το βλέμμα και την παρουσία μου
σαν να επρόκειτο για μια τεράστια βούληση που δεν ήταν διατεθειμένη να με
αφήσει να αναχωρήσω. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να φύγω και είπα στον υπηρέτη να
ξεφορτώσει τις αποσκευές.
Εκείνη ήταν η πρώτη
φορά που ένιωσα μυστηριωδώς δεμένος με το μουσείο και, όταν συνήλθα από το
σάστισμα, απέδωσα την εκκεντρική μου απόφαση σε μια ξαφνική, αν και περαστική,
ψυχολογική διαταραχή. Μετά, όμως, θα καταλάβαινα, σταδιακά, ότι εκείνη η
εντύπωση, πως ήμουν, δηλαδή, παγιδευμένος στα δίχτυα μιας απόκρυφης δύναμης που
δεν μου επέτρεπε να απομακρυνθώ, δεν ήταν απλή φαντασίωση. Δεδομένου ότι
προέκυπταν νέα σχέδια, οι συνάδελφοί μου απευθύνονταν σε μένα με επιμονή –αφού η εύρωστη οικονομική μου
κατάσταση μου έδινε την ευχέρεια ακόμα και για κάποιου είδους χορηγία–, ωστόσο, οι προσπάθειές μου να
απομακρυνθώ από το σπίτι και την κοιλάδα ήταν μάταιες. Ποτέ δεν πήγα σ’ εκείνες
τις ανασκαφές που διαδέχονταν η μία την άλλη και για τις οποίες μάθαινα νέα από
τα περιοδικά και τις μονογραφίες. Ποτέ δεν διέτρεξα εκείνα τα τοπία που είχα
ονειρευτεί.
Περνούσαν τα χρόνια και εγώ παρέμενα αφοσιωμένος στη φροντίδα του
μουσείου μου, πασπατεύοντας τα παλιά αντικείμενα, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα
ταλαιπωρημένα έγγραφα, ξεφυλλίζοντας τις αιωνόβιες σελίδες, τακτοποιώντας τα
σύνεργα κηπουρικής και τα εργαλεία, καθαρίζοντας τα όπλα, μέχρι που κατάλαβα
πως έπρεπε να αποκηρύξω όλα όσα δεν είχαν σχέση μ’ εκείνα και να δεχθώ την
αγωνία την οποία προκαλεί η αίσθηση του χρόνου που κυλάει απαράλλακτος πάνω μου
και αντανακλάται στα αντικείμενα που τόσες φορές είχα μελετήσει.
Πέρυσι οι γαλακτοβιομηχανίες ασφαλτόστρωσαν το δρόμο της κοιλάδας και
άρχισαν να τον διατρέχουν αρκετοί εκδρομείς. Οι επισκέψεις στο μουσείο, τόσο
σπάνιες πριν, σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν, προπαντός το καλοκαίρι. Μια πολύ
ζεστή μέρα του Αυγούστου έφτασε μέχρι το αρχοντικό ένα νεαρό ζευγάρι. Όπως
αποδείχθηκε, αυτός ήταν γιος μιας εξαδέλφης μου που είχε μετακομίσει πριν πολλά
χρόνια στη Βαρκελώνη. Απ’ ό,τι φαινόταν η κοπέλα ήταν η φιλενάδα του. Η άφιξη
αυτού του συγγενή, όταν πλέον δεν μου απέμενε κανένα κοντινό μέλος της οικογένειας,
μου ξύπνησε ξαφνικά ευχάριστες αναμνήσεις. Ο χρόνος πριν από την απομόνωσή μου
μού ξανάρθε στη μνήμη σαν καταρράκτης από εικόνες και ονόματα.
Τους ζήτησα να
μείνουν μερικές μέρες. Εκείνη τη νύχτα, καθισμένοι κάτω από την κληματαριά,
μιλήσαμε για πολλή ώρα. Και οι δύο ήταν καθηγητές· η ειδικότητά τους
επικεντρωνόταν στα ίδια θέματα που υπήρξαν αντικείμενο της αλλοτινής καριέρας
και κλίσης μου. Και οι δύο ενδιαφέρθηκαν για το μουσείο.
Εκείνη τη νύχτα μού
ήρθε ξαφνικά η ηχώ και η γεύση μιας άλλης νύχτας και άρχισα να τους μιλώ με
λόγια παρόμοια με εκείνα που είχε χρησιμοποιήσει ο θείος μου, για να με πείσει
να αποδεχτώ την κληρονομιά του.
Τους είπα ότι ήμουν
πια γέρος και ότι το μουσείο ήταν το έργο της ζωής μου και ότι ήταν αναγκαίο
κάποιος να το αναλάβει όταν εγώ πέθαινα. Εκείνοι αντέταξαν την απομόνωση της κοιλάδας, την αφόρητη μοναξιά. Εγώ
τους έλεγα ότι ήταν μέρος ανάπαυσης, μελέτης και ψυχικής γαλήνης όπου θα
μπορούσαν να περιπλανηθούν σε βουνά και δάση και να ανακαλύψουν μυστικές
λίμνες. Κατάλαβα ότι το μακρινό μου ανιψιό τον θάμπωνε η προοπτική να
κληρονομήσει και τα κτήματα και τα εισοδήματα. Έφερα το επιχείρημα ότι εκείνη η
μόνιμη διαμονή, που εγώ απαιτούσα, δεν προϋπέθετε τη συνεχή παραμονή τους στο
αρχοντικό. Αρκεί να το χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους.
Αρκεί να μην μειωνόταν η έγνοια τους για το μουσείο, ακόμα και αν δεν ήταν
συνεχής.
Την
επόμενη μέρα, ο ανιψιός μου με πληροφόρησε ότι δεχόταν. Εγώ, τότε, του είπα πως
δεν θα περίμενα να πεθάνω, πως ήμουν ήδη κουρασμένος και πως θα ετοίμαζα τα
χαρτιά ώστε να μπορούσε εκείνος να αναλάβει αμέσως τη διαχείριση όλης της
περιουσίας. Είδα στα μάτια του ένα βλέμμα ενθουσιασμού και απληστίας.
Έφτασαν χθες το πρωί. Έφεραν πολλές αποσκευές και εγκαταστάθηκαν. Τους
παρατηρούσα καθώς τριγυρνούσαν στους χώρους του σπιτιού, με τον αέρα και την
ικανοποίηση του ιδιοκτήτη.
Σήμερα το πρωί διασχίζω την κοιλάδα μ’ ένα ταξί που
με απομακρύνει για πάντα από αυτήν. Εκεί έξω υπάρχει ακόμα ένας κόσμος που με
περιμένει. Ένας κόσμος διαφορετικός από το μουσείο. Ύστερα από σαράντα χρόνια,
έξι μήνες και δεκαεφτά ημέρες.
[1] Ο Χοσέ Μαρία
Μερίνο γεννήθηκε το 1941 στη Λα Κορούνια της Γαλικίας. Έζησε για πολλά χρόνια
στη Λεόν και τώρα είναι μόνιμος κάτοικος Μαδρίτης. Είναι από τους πιο
πολυβραβευμένους πεζογράφους της γενιάς του. Κυριότερες επιρροές του είναι η
φανταστική λογοτεχνία και οι θρύλοι της Λεόν, της επαρχίας όπου μεγάλωσε. Πιο σημαντικά έργα του είναι τα El caldero de oro, El viajero
perdido και το La orilla oscura. «Το μουσείο»
ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του 1982, Cuentos del reino secreto (εκδ. Alfaguara).
[2] Χωριό της επαρχίας της Λεόν,
στη βόρεια Ισπανία (Σ.τ.Μ.).
[3] Αναφέρεται στη Residencia de Estudiantes της Μαδρίτης στην οποία, από
το 1910 έως το 1936, διέμειναν κορυφαίες μορφές του ισπανικού πολιτισμού όπως ο
Νταλί, ο Λόρκα, ο Ουναμούνο ή ο Μπουνιουέλ (Σ.τ.Μ.).
[4] Πόλη της Ανδαλουσίας, στη
νότια Ισπανία (Σ.τ.Μ.).
[5] Περιοχή της επαρχίας της Λεόν
(Σ.τ.Μ.).
[6] Πατρίθιο δε Αθκάρατε Κοράλ
(1800-1886), ισπανός φιλόσοφος, πολιτικός και ιστοριογράφος (Σ.τ.Μ.).
[7] Φρανθίσκο Σιέρα Πάμπλεϋ
(1827-1915), ισπανός φιλόλογος και πολιτικός (Σ.τ.Μ.).
[8] Πολιτισμός που άνθισε κατά την
Εποχή του Σιδήρου στην ομώνυμη περιοχή της Αυστρίας (Σ.τ.Μ.).
[9] Φάμπρικα της Γαλικίας, διάσημη
από τις αρχές του 19ου αιώνα για τις πορσελάνες της (Σ.τ.Μ.).
[10] Περιοχή της επαρχίας της Λεόν
(Σ.τ.Μ.).
[11] Περιοχή της επαρχίας της Λεόν
(Σ.τ.Μ.).
[12] Είδος βουδιστικής τέχνης
(Σ.τ.Μ.).
[13] Φημισμένα κεραμικά από το
χωριό Χιμένεθ Χαμούθ της επαρχίας της Λεόν (Σ.τ.Μ.).
[14] Η μετάφραση είναι προϊόν εργαστηρίου
λογοτεχνικής μετάφρασης που διοργάνωσε, την άνοιξη του 2005, το Ευρωπαϊκό
Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ) στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με το
Πολιτιστικό Κέντρο Federico García
Lorca
και το παράρτημα Θεσσαλονίκης του Συλλόγου των εν Ελλάδι Καθηγητών Ισπανικής
Γλώσσας και Ισπανιστών (ASPE).
Συμμετείχαν οι σπουδαστές Sonia del Milagro Abréu Pérez, Dolores López, Rosana Medeiro, Natividad Peramos Soler, Ana Perea, Marta Rodríguez, Natalia Vallejo, Σοφία Απτόσογλου, Σταύρος Βασιλείου, Λίλιαν Δενδρινού, Αθανάσιος Δήμτσης, Γεωργία
Καβουρίδου, Αιμιλία Κόκκου, Νάντια Κωστενιάν, Λευτέρης Μακεδόνας και Κώστας
Ναζίρης, υπό την
καθοδήγηση του διδάσκοντα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου