Μπορείς να φας λεμόνι και να μην ξινίσεις τα μούτρα σου;
Διηγήματα, Εκδόσεις Πάπυρος, 2010
O
Σέρζι Πάμιες ένας από τους δημιουργικότερους εκφραστές της σύγχρονης
καταλανικής κουλτούρας, δεινός γλύπτης του μικρού διηγήματος, απλώνει τη
μπουγάδα της «ανώνυμης» καθημερινότητας σε είκοσι γλυκόπικρα επεισόδια.
Η ικανότητα της δόμησης ενός κειμένου έγκειται στην
αφαιρετική μεθοδολογία του γράφοντος. Ο συγγραφέας διαθέτει το σπάνιο χάρισμα
της λακωνικότητας. Κάθε διήγημα μπορεί άνετα να τροφοδοτήσει ή να ενταχθεί
ως ιδέα για ένα μεγαλύτερο μυθιστόρημα. Με χειρουργική ακρίβεια ο Πάμιες
τυλίγει τη πρόζα γύρω από τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες ηρώων που
σχοινοβατούν πάνω σε ανισόπεδες διαβάσεις.
Ο λόγος σε πρώτο πρόσωπο δεν έχει διάθεση
εξομολόγησης. Μοιάζει να παρατηρεί τα φοβικά συμπλέγματα του ανθρώπου.
Συνειρμικές σκέψεις πηγάζουν από παραστάσεις βιωματικές, όπως και από επιθυμίες
αταβιστικές. Χειμαρρώδης η αφήγηση αποκαλύπτει το ειδικό βάρος της
αναγκαιότητας του εξιστορείν. Καλλιεργεί την εντύπωση πως ο καλύτερος σύμβουλος
είναι να αφήσεις τους ήρωες να πλοηγηθούν από τα συμβάντα. Οι ιστορίες
συναρμολογούνται στη ζώνη του εξώτερου ρεαλισμού και διαπνέονται από ένα
διαβρωτικό χιούμορ.
Το ανθρώπινο είδος αντιμετωπίζεται πότε με
γενναιοδωρία και πότε με ειρωνεία. Κάπου ενδοβάλλεται ο οίκτος και λίγο
πιο πέρα η αυτοπαρωδία. Αλλά το σημαντικότερο στοιχείο από όλα είναι πως η
συγκεκριμένη συλλογή, απολαμβάνει την θεραπευτική ευεργεσία ενός ξορκιού. Οι
χαρακτήρες γεννημένοι στο στρατόπεδο της απόρριψης, σπάνε τη περιχαράκωσή τους
διασκεδάζοντας τις αναποδιές που συναντούν. Το παράλογο μετουσιώνεται σε
απαρέγκλιτη κωμική σταθερά, που αφήνει το δράμα να μπαινοβγαίνει στον ιστό του
με τη δροσιά μιας παγωμένης λεμονάδας.
Με πλούσια επαγγελματική δραστηριότητα που
μοιράζεται σε εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση, ο Πάμιες (γεννημένος σε ένα
υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού, από Ισπανούς πολιτικούς πρόσφυγες)
διοχετεύει σε ελάχιστο χρόνο τον απαιτούμενο τραγέλαφο που θα θρέψει τα μικρά
κομψοτεχνήματά του: Η μυθοπλαστική διεργασία ως μέσο ύπνωσης, είναι ένα από τα
καλύτερα χωρία του βιβλίου, αλλά δεν είναι το μόνο. Υπάρχει ο κατατρεγμός ενός
υποχόνδριου συγγραφέα από μια νεόκοπη θαυμάστρια, η ολιγόλεπτη πορεία μιας
σταγόνας προς το θάνατό της (ένα ευφάνταστο αραβούργημα λόγου), το άγγιγμα ενός
ξεχασμένου δονητή αποκαλύπτει μυστικά θαμμένα μυστικά της συντρόφου, ένα
αποτυχημένο πείραμα για τη δύναμη του προβλέψιμου, η συνάντηση με τον θάνατο,
νευρώσεις εφήβων, τα φαντάσματα των πρώην, το τέλος μιας σχέσης.
Μια συμπτωματική τοιχογραφία γεγονότων που
διαδραματίζονται πίσω από τη πλάτη του τυχαίου. Η αστάθεια χαρακτηρίζει τις
περιοχές εκείνες που νομίζουμε πως τις ξέρουμε και εκ πρώτης όψεως τις έχουμε
εξερευνήσει. Η πορεία δεν είναι ευθεία. Αλλάζει ρότα δίχως πυξίδα. Επειδή
ο Πάμιες είναι ικανός καπετάνιος, το καράβι δεν ξεστρατίζει από το στόχο του
που δεν είναι άλλος από το μειδίαμα του αναγνώστη. Τώρα αυτή η σύσπαση των
χειλιών μπορεί να συμβαίνει λόγω της ξινίλας που αφήνει το λεμόνι ή της
ευφροσύνης που αφήνει το άρωμα του λεμονανθού.
Απαραίτητη προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω είναι η
αμείλικτη γλώσσα του συγγραφέα, που η αμεσότητα της βρίθει από αιχμές.
Όταν μιλάμε ότι ο Πάμιες εκφράζεται δια μέσο του καθημερινού λόγου, δεν
εννοούμε αντιγραφή μιας αγοραίας νατουραλιστικότητας. Η απροκάλυπτη δηκτικότητα
του, αγκιστρώνεται στις κόγχες της σάτιρας, δίχως να μετατρέπεται σε χυδαία
αντιγραφή κάποιας φολκλόρ αργκό ή λαϊκίστικων σχημάτων. Η κάθε πρόταση
λαξεύεται με υπομονή, επιμένοντας στην περιεκτικότητα, απορρίπτοντας οτιδήποτε
θα κάνει το λάθος να περιφράζει. Η γοητεία του αναγνώσματος συνίσταται και σε
έναν επίσης σημαντικό παράγοντα, που θα λέγαμε ότι είναι η εισαγωγή της πρώτης
παραγράφου.
Ο
Σέρζι Πάμιες από την πρώτη λέξη κιόλας σε τραβά μέσα στο διήγημα. Σαν το νόμο
της βαρύτητας το μάτι του αναγνώστη δεν λέει να ξεκολλήσει από τα δρώμενα,
ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του κάθε φορά που ξεκινά μια καινούργια ενότητα,
δίχως να ξεπέφτει επουδενί στη δίνη της ανίας.
Για παράδειγμα εισαγωγές όπως: «Χρειάστηκε να πεθάνω
για να μάθω αν με αγαπούσαν» ή «Σε αυτό το μέρος δίχως σκιές και ορίζοντα όλοι
μιλάνε διαφορετικές γλώσσες αλλά παρ’ όλα αυτά συνεννοούνται», είναι από μόνες
τους αφορμές για ένα ταξίδι που διαρκεί περισσότερο από ένα ελάχιστο διήγημα.
Όσοι όμως μείνουν επιπόλαια στον όγκο του βιβλίου, θα πιστέψουν ότι μέσα σε
λίγες ώρες θα το έχουν τελειώσει. Λάθος οικτρό. Το βιβλίο του Σέρζι Πάμιες
φανερώνει το εύρος της τοπιογραφίας του, μετά από μερικές αναγνώσεις.
Το μεταφραστικό δίδυμο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και
Ευρυβιάδης Σοφός, μεταφέρουν κατευθείαν από τα καταλανικά. Ένα εγχείρημα
οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο και για την σπανιότητα των γλωσσικών ιδιωματισμών, αλλά
και για την αποσαφήνιση των αφηγηματικών σπαζοκεφαλιών που
τοποθετεί ο συγγραφέας στο διάβα του.
Στο ερώτημα του τίτλου «Μπορείς να φας λεμόνι και να
μην ξινίσεις τα μούτρα σου;», ο Σέρζι Πάμιες απαντά θετικά διατηρώντας τις
αμφιβολίες του ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός μας. Ένα κείμενο που σε
ξεσηκώνει με την αγριάδα της γλυκύτητας του. Ρομαντικοί, αδέξιοι, κυνικοί,
άτακτοι, παραμελημένοι χαρακτήρες στο κυνήγι της χειραφέτησής τους. Ένα βιβλίο
ποταμός, που εκπλήσσει με την έντασή και την ευφυΐα του.
www.vakxikon.gr, τχ. 12, Δεκέμβριος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου